VEXATIONS του Erik Satie
Ένας μουσικός ουροβόρος ή το «Δαχτυλίδι» των φτωχών
Σε ένα καμπαρέ τής Μονμάρτης, το Auberge du Clou, ο Eric Satie συνάντησε τη Γαλλίδα ζωγράφο Suzanne Valadon στις αρχές τού 1893. Τους συνέδεσε ένας θυελλώδης έρωτας, που κράτησε μόλις έξη μήνες αποτελώντας τη μοναδική γνωστή ερωτική σχέση που έκανε ποτέ ο συνθέτης. Όταν εκείνη αποφάσισε να διαλύσει τη σχέση, ο Satie πέρασε ένα δύσκολο ψυχολογικά διάστημα αναζητώντας να αδειάσει την ψυχή και το μυαλό του από εύλογα συναισθήματα βαθύτατου πόνου και εγκατάλειψης. Εκείνη λοιπόν την εποχή, συνέθεσε το «Vexations», ως ένα μέσο αυτοτιμωρίας αλλά και ιδιότυπης αυτοψυχοθεραπείας, έργο που δεν εξέδωσε ποτέ κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Το έργο βασίζεται σε ένα σύντομο θέμα χωρίς μέτρα (γεγονός πρωτόγνωρο για την εποχή) στο μπάσο, το οποίο κατόπιν επιδέχεται μίας τρίφωνης εναρμόνισης, που επαναλαμβάνεται αλλά με αντιστροφή τής κίνησης των δύο ψηλότερων φωνών. Πριν από κάθε παρουσίαση των δύο εναρμονίσεων, ο Satie ζητά την παρουσίαση του θέματος μόνου του, με αποτέλεσμα η συνολική δομή τού έργου να διαμορφώνεται ως εξής: θέμα – εναρμόνιση 1 – θέμα – εναρμόνιση 2. Η ένδειξη «Très Lent» υποδεικνύει σαφώς ένα αργό tempo, βάσει τού οποίου το έργο διαρκεί κατά προσέγγιση λίγο παραπάνω από ένα λεπτό. Ωστόσο, η προμετωπίδα τού κομματιού ζητά την επανάληψή του 840 φορές δίνοντας μάλιστα και συγκεκριμένες οδηγίες: «Για να παίξει κανείς αυτό το μοτίβο 840 φορές, θα ήταν σωστό προηγουμένως να προετοιμαστεί, και μάλιστα μέσα στη μεγαλύτερη δυνατή σιωπή, με σοβαρές ακινησίες». Έτσι, η συνολική εκτέλεση εκτείνεται σε ένα χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τις 14 ώρες.
Βλέποντας κανείς την εναρμόνιση που έχει κάνει ο Satie, παρατηρεί άμεσα πως χρησιμοποιούνται ευρέως διαστήματα τέταρτης αυξημένης, τα οποία εμφανίζονται χωρίς καμία τονική λογική αλλά στο πλαίσιο μίας σκοτεινής, μυστηριώδους και έντονα χρωματικής γραφής, που περισσότερο θυμίζει –οπτικά και ακουστικά- δωδεκαφθογγικές συνθέσεις. Το γεγονός τής προκλητικά συχνής χρήσης τού συγκεκριμένου διαστήματος, που από την εποχή του Μεσαίωνα έχει χαρακτηριστεί ως «ο διάβολος στη μουσική», σε συνδυασμό με το ότι το βασικό θέμα αποτελείται από συνολικά δεκατρία τέταρτα, οδήγησαν κάποιους αναλυτές στην άποψη, ότι ο Satie εσκεμμένα υπαινισσόταν κάτι το διαβολικό στη σύλληψη του έργου. Από την άλλη, η πολυπλοκότητα της αρμονικής δομής θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μία περιπαικτική νύξη στη δεσπόζουσα τότε μουσική γλώσσα του Richard Wagner. Ορμώμενος από αυτό, αλλά και από τη μεγάλη συνολική διάρκεια των «Vexations», ο Gavin Bryars αποκάλεσε, με προφανή χιουμοριστική διάθεση, το έργο ως «το Δαχτυλίδι των φτωχών».
Η προσπάθεια να δικαιολογηθεί η επιλογή τού αριθμού 840 για τον αριθμό των επαναλήψεων, αν μάλιστα κανείς λάβει υπόψη του την έντονη αναστροφή τού συνθέτη με το μυστικισμό και τον εσωτερισμό, έδωσε αφορμή για τη διατύπωση ποικίλων απόψεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το 840 προκύπτει ως το γινόμενο των διαδοχικών αριθμών 4, 5, 6, και 7, καθένας από τους οποίους έχει το δικό του πλούσιο συμβολικό νόημα. Από την άλλη δεν αποκλείεται ο αριθμός να είναι προϊόν μίας εντελώς τυχαίας επιλογής. Αναλύοντας επίσης κανείς από αριθμητικής άποψης ορισμένα από τα στοιχεία τού έργου (τους αριθμούς των επιμέρους τμημάτων, των συστημάτων, των τρίφωνων συγχορδιών, το συνολικό αριθμό νοτών στο κομμάτι, τον αριθμό των γραμμάτων στον τίτλο και στις οδηγίες κλπ), ανακαλύπτει πως οι αριθμοί που προκύπτουν ταιριάζουν απόλυτα στους αρχικούς αριθμούς τής γνωστής αριθμητικής ακολουθίας του Γάλλου μαθηματικού Édouard Lucas (1842 – 1891). (1, 3, 4, 7, 11, 18, 29, 47, 76, 123, 199, 322 κλπ)
Αξιοσημείωτη είναι και η κάπως αινιγματική οδηγία τού Satie για την κατάλληλη προετοιμασία τού εκτελεστή στη σιωπή και στην ακινησία, στοιχεία που εξ ορισμού στέκονται στον αντίποδα της μουσικής διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι στις οδηγίες του, το νοηματικό κέντρο βάρους δεν είναι το στοιχείο των επαναλήψεων, αλλά αυτή ακριβώς η δέουσα ψυχολογική προετοιμασία, που εν γένει αποτελούσε ζητούμενο από το Satie και σε άλλα έργα του.
Ένα έργο - πρόδρομος
Αυτό ωστόσο που αποτελεί τη μέγιστη καινοτομία των Vexations, είναι η αισθητική συνάφειά τους με τη λεγόμενη «εννοιακή τέχνη» (conceptual art), που ως κίνημα θα παρουσιαζόταν κυρίως στις εικαστικές τέχνες πολλές δεκαετίες αργότερα. Υπό αυτό το πρίσμα, στην περίπτωση των Vexations, το πραγματικό έργο τέχνης προκύπτει σε ένα εσωτερικό –και άρα υποκειμενικό- πλέον επίπεδο από τη βίωση της ατέρμονης και αυτούσιας επανάληψης του «μοτίβου». Σημειώνεται πως ο όρος «μοτίβο» δεν χρησιμοποιείται από το Satie με τη μουσική του έννοια, αλλά με την καθαρά εικαστική, σύμφωνα με την οποία όλο το έργο είναι ένα μοτίβο αυτό καθεαυτό. Οι εικαστικές τέχνες ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στο Satie, που συχνά προσπαθούσε να αποκόψει από τη μουσική το εγγενές στοιχείο τής χρονικής της διάστασης και να την αντιμετωπίσει ως ένα εικαστικό γεγονός, ως «τόπο» και όχι χρόνο (όπως για παράδειγμα στο μεταγενέστερο έργο του «Μουσική επίπλωση» του 1918).
Η αναμενόμενη βίωση πλήξης κατά την εκτέλεση και ακρόαση των Vexations εμπεριέχει και την άρση της. Και αυτή επιτυγχάνεται με την ακραία επιμήκυνση του χρόνου, που συνιστά αυτόματα απόπειρα βιωματικής του κατάργησης. Έτσι, η αρχική προετοιμασία στη σιωπή και την ακινησία αποτελεί ουσιαστικά τον προάγγελο του επιθυμητού αποτελέσματος: την προϊούσα σύζευξη του ήχου με τη σιωπή ως κατάσταση ύψιστης εσωτερικής εγρήγορσης, στο πλαίσιο μίας διαδικασίας αυτοκάθαρσης, εντυπωσιακά παρόμοιας με εκείνες των διδαγμάτων τού ανατολικού μυστικισμού (ζεν).
Η πρώτη εκτέλεση
Οι Vexations πρωτακούστηκαν χάρη στον κορυφαίο εκπρόσωπο της avant-garde του 20ού αιώνα, John Cage (1912 – 1992), ο οποίος στις 9 Σεπτεμβρίου του 1963, οργάνωσε και συμμετείχε στην εκτέλεσή τους από μία ομάδα πιανιστών στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος γνώριζε το έργο από το 1949, χρονιά κατά την οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά. Είναι δεδομένο, ότι η επιρροή τού Satie στον Cage υπήρξε μεγάλη, με κορυφαία απόδειξη το διάσημο «4’33”», του οποίου η αισθητική τεκμηρίωση μπορεί και οφείλει να αναζητηθεί κατά κύριο λόγο σε εννοιολογικές στοχεύσεις ανάλογες με αυτές του Satie.
Την εκτέλεση του 1963 ακολούθησαν πολλές άλλες ανά τον κόσμο, συχνά και από ένα μόνο εκτελεστή, ενώ συνηθέστατα έχει γίνει απόπειρα να συνδεθεί η πιανιστική εκτέλεση με μία ευρύτερη εικαστική performance. Επίσης, πέραν των άρρηκτων συσχετισμών τού έργου με το χώρο των εικαστικών τεχνών, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το γεγονός πως το 1963, που πρωτοπαρουσιάζεται το έργο, αποτελεί χρονιά ορόσημο για τα εικαστικά, καθώς ο Nam June Paik, μαθητής τού Cage και ένας εκ των μετέπειτα ερμηνευτών τού έργου, αποκτά τότε τη θρυλική βιντεοκάμερα Sony Portapak, σηματοδοτώντας τη γέννηση της videoart.
Οι κατά καιρούς μαρτυρίες εκτελεστών και κοινού για τις Vexations συγκλίνουν εντυπωσιακά στην επιτυχία του εικονοκλαστικού εγχειρήματος του Satie. Παρά τους ψυχολογικούς «κινδύνους» (παραισθήσεις, βύθιση κλπ), τη σωματική κόπωση και τις γενικότερες πρακτικές δυσκολίες τής εκτέλεσής τους, οι Vexations αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από ένα «αθλητικού τύπου» εγχείρημα: είναι μία αφορμή ενδοσκόπησης και βίωσης μίας ασυνήθιστης σχέσης με το χρόνο, μία μέθεξη σε μία αναζωογονητική εσωτερική κατάσταση, που υπερβαίνοντας την τυπική και αναγκαστική επαναληπτικότητα, προσεγγίζει ένα βαθύτερο επίπεδο αυτοσυνειδησίας.
Τίτος Γουβέλης
To έργο Vexations θα παρουσιαστεί σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση στη γκαλερί Beton 7 (Πύδνας 7, Βοτανικός, Αθήνα). Η εκτέλεση θα ξεκινήσει στις 9 μμ το Σάββατο, 10 Απριλίου και θα τελειώσει περίπου 15 ώρες μετά, γύρω στο μεσημέρι της Κυριακής. Ερμηνευτής θα είναι ο πιανίστας Τίτος Γουβέλης. Η εκτέλεση θα συνοδεύεται από προβολές βίντεο, που θα εντάσσονται στη σκηνοθεσία της performance. Η συναυλία θα αποτελεί μια σύγχρονη ανάγνωση των Vexations, ένα σημείο συνάντησης της κλασικής μουσικής, του βίντεο και της performance σηματοδοτώντας την έναρξη μιας ολιγοήμερης έκθεσης με έργα των Andy Warhol, Manon de Boer, Maider Fortuné, Hans Op De Beek. Την εικαστική επιμέλεια έχει αναλάβει η ιστορικός τέχνης, Χριστίνα Βατσέλλα.