Vivian Fine
Έφυγε αιφνιδίως το Μάρτιο του 2000, όχι νέα, αλλά εντυπωσιακά ακμαία, εξ αιτίας αυτοκινητικού δυστυχήματος. Ήταν 86 ετών και ζούσε στο πανέμορφο Bennington, στο Vermont των ΗΠΑ. Δίδασκε ακατάπαυστα από το 1965 μέχρι το 1987 στο Bennington College. Συνέθετε χωρίς διακοπή 68 ολόκληρα χρόνια. Διατήρησε την εκτίμηση και το σεβασμό των αμερικανών μουσικών και φιλόμουσων μέχρι το τέλος, χωρίς ποτέ να προκαλέσει το να γίνει πρόσωπο σε πρώτο πλάνο. Σε δύο βιβλία θα βρει ο ενδιαφερόμενος πληροφορίες για τη μουσική της και για τη δραστήρια ζωή της.
Το The Music of Vivian Fine 1999 απέσπασε το βραβείο Taylor το 2000. Συγγραφέας του η Heidi C. Von Günden, μουσικολόγος, καθηγήτρια σύνθεσης στο πανεπιστήμιο Illinois Urbana-Champaign, συγγραφέας άλλων τεσσάρων ακόμη βιβλίων-βιογραφικού περιεχομένου για γυναίκες συνθέτριες.
To 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της Vivian Fine με τον τίτλο A Bio-Bibliography. Ήταν μια δεκαετής προσπάθεια έρευνας και συγγραφής από την ποιήτρια, φωτογράφο και συνθέτρια Judith Cody. Δυστυχώς η Fine δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το βιβλίο αυτό.
Η Cody γράφει ότι από το 1913 που η Vivian Fine γεννήθηκε στο Ιλινόις, όλοι έβλεπαν την τάση στη μουσική. To 1927, συνέθεσε το πρώτο έργο της με καθοδήγηση της Ruth Crawford, γνωστής, δυναμικής, πολυτάλαντης συνθέτριας και παιδαγωγού της εποχής.
1914, 1958, 1934….
Λίγο μετά το 1927 οι Henry Cowell και Aaron Copland την ξεχώρισαν και την υποστήριξαν. Μετά την κατάκτηση (για πρώτη φορά μιας γυναίκας) του βραβείου της Ομάδας Νέων Συνθετών της Αμερικής η Fine αποφασίζει να μελετήσει εις βάθος τη νέα μουσική και τα ιδιώματα του εικοστού αιώνα, παίζοντας παράλληλα πιάνο και διδάσκοντας για να ζήσει. Η βιογράφος της γράφει: ωρίμασε δίπλα σε προσωπικότητες όπως οι Henry Brant, Roger Sessions, Martha Graham, Doris Hamphrey, Charles Ives, Aaron Copland, Henry Cowell και κοντά σε άλλες σημαντικές μορφές, από τον χώρο της μουσικής και του χορού. Από όλους διδασκόταν, έλεγε η ίδια σε άλλη συνέντευξή της.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1943 δημοσιεύτηκε στο Musical Courier αυτό το χαρακτηριστικό κείμενο που ακολουθεί, με τίτλο New Faces, από τον Lazare Saminsky, συνθέτη και συγγραφέα:
A brilliant musician is Vivian Fine. An agile pianist, admirable coach, extraordinary reader at sight of most difficult scores, this young Chcagoan transplanted to New York is well and favorably known to our musical world. Yet very few people realize that this serene, amazingly modest girl is a splendid composer, a creator of music of fine substance and outstanding mastery. Some years ago I first saw the works of Vivian Fine. She was then a child of fifteen. I was amazed by the power and precocity of her superb musical brains capable of tackling the most intricate harmonic concepts. Her former radicalism à outrance and cerebralism have now disappeared, leaving no trace. In her Allegro Concertante for strings [from Concertante for Piano and Orchestra) it is a delight to follow the novel diatonic flow of the charmingly gay piece with its firm polyphonic-thematic backbone. Even more impressive are her splendid songs—the attractive Epigram, of a limpid vocal line and imaginative instrumentation; Bloom, for voice and string quartet, enchanting in its human substance and parallel weaving; luminous, lovely expressive vocal line and counter-voices of the strings. Then there is Dirge (after Shakespeare) for voice, viola, and cello, a piece beautiful in its emotional depth and a calm, clear-eyed masterly mirroring an amazingly potent, fine intellect. Think of the stoicism of this extraordinary girl who has lived here for years without ever hearing her admirable music played o r seeing it published!
Ιδιαίτερη σημασία για τους Έλληνες έχει το τριμερές έργο της για πιάνο Aegean Suite (Melos, The Blue Aegean, Meltemi - a strong summer wind). Το συνέθεσε επιστρέφοντας γοητευμένη από την Ελλάδα το 1984. Το Μάρτιο του 1985 ολοκλήρωσε τη σύνθεση αυτή, που το 1986 πρωτοπαίχτηκε από την ανιψιά της στο Berkeley, στην California.
Με τον σύζυγό της Ben στην Σαντορίνη το 1984
Μέχρι το 1965 η Vivian Fine έπαιζε πιάνο σε συναυλίες, προβάλλοντας μουσικά, αναλύοντας παράλληλα, έργα συνθετών του εικοστού αιώνα όπως οι Henry Cowell και Charles Ives,που παρά την αναγνωρισμένη από τους ειδικούς αξία τους, δεν είχαν ακόμα γίνει αποδεκτοί από το ευρύτερο φιλόμουσο κοινό.
Μια μονόπρακτη όπερα δωματίου σε οκτώ σκηνές, διάρκειας μιας ώρας, που η συνέθεσε το 1978, συζητήθηκε πολύ θετικά στην Αμερική. Είχε τίτλο «Η γυναίκα στον κήπο». Πρωτοπαίχτηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1978 στο San Francisco. Πέντε γυναικείες φωνές και ένα μικρό ορχηστρικό σύνολο απαιτείται για την εκτέλεση. Για το έργο της η συνθέτρια έγραψε:
In The Women in the Garden, four women, the writer Gertrude Stein, the dancer Isadora Duncan, the novelist Virginia Woolf and the poet Emily Dickinson are brought together, and, in the course of the opera, come to know one another. There is no attempt to recreate the women historically. They appear through an imaginative process in which the past is enacted as if it were the present, much like in a dream. Three of the characters, Virginia Woolf, Gertrude Stein, and Isadora Duncan, were actively engaged in their careers in the 1920s. There is, however, no record of them ever having met. Emily Dickinson died when the others were children. These discrepancies of time and place do not present a barrier to all four meeting in the garden as contemporaries. A fifth character, the Tenor, plays multiple roles, some defined, others not, and freely shifts from one to another. The surreal, dreamlike aspect of the encounter is reinforced by the plotless, freely associated libretto, drawn from the writing of the four women.
Ένα άλλο εντυπωσιακό της έργο είναι το πλημμυρισμένο από διάφωνα διαστήματα και πρωτοποριακές συγχορδίες «Τείχος της Κίνας» (1946). Να μη παραλείψουμε να αναφέρουμε το εντυπωσιακό «1944-σύνθεση concertante για πιάνο και ορχήστρα». Η Vivian Fine άφησε άλλα 140 χειρόγραφα έργα, καλοδιατηρημένα και οργανωμένα, στο αρχείο της του οποίου υπεύθυνη ανέλαβε η αδελφή της και οι εγγονές της.
Για την Γυναίκα στον κήπο έγραψαν μεταξύ πολλών άλλων:
After a succession of isolated soliloquies, the interrelationships among the texts begin to emerge and build to a stunning climax in a quartet where the ringing of bells signifies the celebration of life….Fine writes so expressively for voice that the best sections, including two ensembles on the themes of suffering and joy, were overwhelming in their effect.
Arthur Kaplan, High Fidelity/Musical America
A wonderfully engrossing hour…accessible…rewarding….The personalities of the four women (superbly presented, far more than a mere impersonation of famous figures) create drama in the absence of plot.
Margery Goldstein, Sojourner, Boston
1977
Τα έργα μουσικής δωματίου της Vivian Fine είναι το 95 τοις εκατό της παραγωγής. Αξίζουν πολύ τα κομμάτια όπου δίνει σοβαρή θέση στην κιθάρα, στα χάλκινα πνευστά, η σονατίνα για όμποε και πιάνο, το επιβλητικό Drama για ορχήστρα, τα τραγούδια. Η ίδια είχε δηλώσει ότι μερικά έργα της τα εμπνεύστηκε διαβάζοντας για γεγονότα που αφορούσαν την εποχή της, τα δικαιώματα και οι αγώνες των γυναικών, η φύση και ο σεβασμός της, η ανάγκη να εκτιμήσουμε την σοβαρή παιδεία των παιδιών.
Ποια θα κρίνατε ως τη σημαντικότερη συνεισφορά σας αυτά τα ογδόντα χρόνια ζωής; Την ρωτούν σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της. Τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, απαντά η σημαντικότερη, όχι σύμφωνα με την υποκειμενική μου γνώμη, αλλά σύμφωνα με σοβαρούς εκτιμητές της αμερικάνικης μουσικής ιστορίας, συνθέτρια τους στον εικοστό αιώνα.
Με τις εγγονές της το 1978
Έγραψαν γι’αυτήν:
Miss Fine’s music combines emotional intensity with an intellectualized technique…No rule-of-thumb, no simplified method, no easy short-cut to popularity or fame mars the authenticity of its fine hand-work.”
–Virgil Thomson, American Music since 1910 (New York, Holt, Rhinehart and Winston, 1970).
“In larger combinations, Fine conceives initially of resonant unformed masses of sound as a sort of raw material, available for direct “moulding” into sounding musical shapes or configurations. The results, in works such as Paean and Missa Brevis, produce varied and unexpected textures very different in their effect and evocative action from music devised in accordance with the canons of a ’system,’ whether intervallic, harmonic, rhythmic, temporal or aleatoric.”
–Henry Brant, program notes for Drama for Orchestra, San Francisco Symphony, January 1983.
“Vivian Fine’s is a talent of no small magnitude. She is already technically equipped for almost any problem in music and inwardly possesses such a real antipathy for romanticism, such a real love for music in its purest form that in her Four Polyphonic Piano Pieces heard in Yaddo, one could not help being moved by the sheer truth-beauty which emanates from them.”
–A. Lehman Engel, The Symposium, October 1932
Έφη Αγραφιώτη
Effie.tar@gmail.com
Ιανουάριος 2017
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)