Η χειροποίητη μουσική του Νίκου Παπάζογλου.
Ένας χρόνος που έφυγε
Εγώ δεν “γεννήθηκα στη Σαλονίκη”. Εκεί όμως σπούδασα. Πάτησα το πόδι εκεί στις 15 Νοεμβρίου του 1973. Και μετά το 1974 της δόθηκα για τέσσερα χρόνια.
Αναζητητής της αυθεντικότητας, γρήγορα ανέβηκα κατά τα κάστρα, εκεί όπου ακόμα επεβίωνε μια άλλη κοινωνία. Εκτός απο την ταβέρνα Δόμνα, που ήταν το στέκι των πολιτικοποιημένων φοιτητών, υπήρχαν και άλλα στέκια λιγώτερο γνωστά, ο Τζότζος, η Ραμόνα και η Φτωχομάνα. Υπήρχε ένα αξιοπρεπές σκυλάδικο κοντά στη Καλαμαριά , το Αριγκάτο, όπου τολμούσαμε να πάμε. Υπήρχαν και τα άλλα στην περιοχή του Βαρδάρη που ήταν για τους πραγματικά τολμηρούς.
Η μουσική που ακούγαμε σε αυτά τα στέκια ήταν Καζαντζίδης, Άκης Πάνου, Διονυσίου πατήρ και άλλοι. Αυτό που χαρακτήριζε τα μουσικά μας ακούσματα δεν ήταν τόσο η αισθητική ή το ύφος τους. Η αίσθηση, που αναδύονταν κι είναι ακόμα ζωντανή στην καρδιά μου, ήταν ότι έβλεπα πραγματικούς ανθρώπους, μεροκαματιάρηδες, ψιλοπεριθωριοποιημένους, εκτός των άλλων και λόγω πιοτού, να τα τραγουδάνε ή να μουρμουρίζουν τους στίχους με βλέμα καρφωμένο στο άπειρο της ψυχής τους. Το τζουκ μποξ μας έδινε το περιθώριο της επιλογής και το δίφραγκο που έπρεπε να βάλεις ήταν η σπονδή σε κάποιον μυστηριώδη θεό.
Η ατμόσφαιρα αυτή χάλασε με την ταχύτατη εισβολή ξεφοβισμένων νοικοκυραίων που σιγά σιγά άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον μια ελεύθερη πόλη αφού ο στρατός τραβήχτηκε κατα τα σύνορα. Οταν έφυγα το 1978 σχεδόν όλα είχαν αλλάξει.
Την στιγμή λοιπόν που όλα χάνονταν την ίδια χρονιά ο θεσσαλονικιός Νίκος Παπάζογλου εμφανίζεται με τον ανατρεπτικό του δίσκο ” Η εκδίκηση της Γυφτιάς”. Ήταν κυριολεκτικά χειροποίητη μουσική αφού δεν υπήκουε σε καμιά απο τις παλιές συμβάσεις. Είχε δημιουργηθεί πρώτη φορά.
Καμία σχέση με την απενοχοποίηση του τσιφτετελορόκ που εμφανίζεται αργότερα. Oι γόβες ήταν ακόμα ύποπτες στα λημέρια αυτά.
Ήταν ένα αιρετικό και σύμμικτο είδος που ποτέ δεν φθάρηκε γιατί ποτέ δεν αναπαράχθηκε υπερβολικά.
Ίσως σε αυτό να συνέβαλαν οι άνθρωποι που το υπηρέτησαν. Ο αιρετικός Μανώλης Ρασούλης και ο γοητευτικά παιχνιδιάρης Νίκος Παπάζογλου και ο Νίκος Ξυδάκης. Η φωνή του Παπάζογλου, με αυτό τον ιδιότυπο λυγμό, το μέταλλο και την φορές φορές ένρινη εκφορά της, εντυπώθηκε εντυπώνοντας τους φιλοσοφημένους στίχους του Μανώλη.
Μια πρωτότυπη νεανική λαϊκή μουσική φιλοσοφία ήταν μπροστά μας. Ανατρεπτική, υπερβαίνοντας την καψούρα αλλά σεβόμενη τον καϋμό μας έδειξε έναν άλλο τρόπο να εκφραζόμαστε.
Νοιώθω ποιά είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ
σαν μια βασίλισσα τσιγγάνα που περνάει
και μπαίνει στις καρδιές σαν να ‘τανε μετρό
που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει
****
Ντελαπάρισ’ η καρδιά μου
μες στο διάβα σου
αμάν δυστύχημα
Ο Νίκος κι ο Μανώλης μας έδειξαν έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Ήταν και οι δύο πολύπλευροι. Ο Νίκος είχε μια μικρή αλλά ουσιαστική δράση με το στούντιό του το Αγροτικόν, ο Μανώλης με τα γραπτά του για άλλα εκτός μουσικού πλαισίου θέματα, όπως το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του για τον “αιρετικό Θεόφιλο Καϊρη”. Μας δίδαξαν και οι δύο μια άλλη στάση, όχι πιο ηρωϊκή, ούτε πιο εγωϊστική. Απλά πιο προσωπική. Είναι ίσως απο τις λίγες φορές που τραγουδιέται η αντίφαση των σχέσεων με τόσο γλυκό τρόπο. Και στα βάθος κάπου παραμονεύει και η απαντοχή.
Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω, πριν λαλήσεις πετεινό, δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι /
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς, σαν το νόθο με πετάς, μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Ο Νίκος Παπάζογλου πέρασε απέναντι. Θα τον θυμόμαστε με το “ματάκι παιχνιδιάρικο” και είρωνα είρωνα … όπως τότε που τον πρωτοαντικρίσαμε στο εξώφυλλο του δίσκου “Η εκδίκηση της Γυφτιάς”. Μακάρι να ήταν γραφτό μας τέτοια γυφτιά. Θα ήταν ευλογία. Αυτή που είδαμε αργότερα ήταν η κατάρα.
Ο Νίκος προφητικά είχε τραγουδήσει στο τραγούδι “Απο περιέργεια υπάρχω”
Μεροκάματο δε θέλω
ούτε και για χαρτζιλίκι
από περιέργεια υπάρχω
και από καραγκιοζιλίκι.
Δίχως τέλος κι ως το τέλος
θέλω να την σεργιανάω
κι αν στον Άδη πει να πάω,
σύμφωνος κι ετοιμασμένος.
Να είστε βέβαιοι ότι έτσι έχει γίνει.
ΥΓ Τον χαρακτηρισμό του χειροποίητου τον βρήκα σε ένα άλλο μουσικό site, της music heaven νομίζω.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε πέρισυ για το άλλο μου blog ”Εν χορδαίς και Οργάνοις” στο capitalblogs.
Γιώργος Λιγνός (Μαικήνας)
Απρίλιος 2012