Ο ΧΡΟΝΟΣ ΩΣ ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΑΣ
Fred Boissonnas, Ζεμενό Κορινθίας, 1903
Είναι άπιαστος, μονοσήμαντος ή πολύχρωμος, διαυγής ή αδιαπέραστος, σκοτεινός, πλήρης μεγαλείου ή ελάχιστος, σιβυλλικός, υπομονετικός, πανδαμάτωρ, είναι τα πάντα, μα τι ‘ναι στ’ αλήθεια;
Αυτή η διάσταση του κόσμου μας είναι η πιο παράξενη. Νομίζουμε πως την κατανοούμε, μα και μόνο το γεγονός ότι φτιάξαμε ρολόγια για να τον μετρήσουμε, να τον έχουμε κάπως του χεριού μας, δείχνει την αμηχανία μας απέναντί του, γιατί ο χρόνος δεν είναι ένα μόνο πράγμα και δύσκολα μπορείς να πεις ότι είναι και κάτι. Κι όμως τίποτα δεν υπάρχει χωρίς χρόνο, μα κι ο χρόνος ο ίδιος δεν υπάρχει για μας αν δεν συνδεθεί με κάτι. Είναι, να πεις, το διαφεύγον πλαίσιο της ζωής των πραγμάτων, ο καμβάς που πάνω του πλέκονται οι πράξεις μας, που, όπως συμβαίνει με κάθε τι που έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας, δεν τον βλέπουμε. Ας είναι ό,τι θέλει, αλλά ας μην είναι τύραννος. Αυτός βεβαίως δεν θα πάρει θέση επί του θέματος. Εμείς θα του δωρίσουμε έναν ρόλο αν το θελήσουμε. Κι αφού το δώρο μας είναι που θα τον ορίζει, ας δούμε πώς δουλεύει το μηχάνημα της αντίληψης σε σχέση με κείνον.
Τα ρολόγια, τα ημερολόγια, τα παιδιά που μεγαλώνουν και οι ρυτίδες, μας μαθαίνουν να βλέπουμε τον χρόνο οριζόντια, σαν μια γραμμή κεριών που σβήνουνε, κατά πως έλεγε ο Καβάφης, ή σαν ένα διάνυσμα που πάνω του κινείται το παρόν μας σαν παμφάγος κουκκίδα ενεστώτος. Υποτίθεται πως μια συμπαντική τροχαία έχει μονοδρομήσει αυτήν την πορεία, κι έτσι κανείς δεν μπορεί να ξαναπεράσει απ’ το ίδιο κομμάτι χρόνου που η κουκκίδα του έχει ήδη καταβροχθίσει. Δύσκολη συνθήκη. “Η ζωή είναι μία”, και τα λοιπά.
Την πλήρη θέαση αυτού του παραλογισμού της τροχαίας δεν την αντέχει η συνειδητή μας εδώ παρουσία και της βάζει συνεχώς όμορφες τρικλοποδιές να πέσει. Για την ακρίβεια να πέσουμε εμείς οι ίδιοι σε έναν παρηγορητικό λάκκο της στρουθοκαμήλου, απ’ όπου δεν θα βλέπουμε ούτε κεριά σβησμένα ούτε την πολύτιμη κουκκίδα να σέρνεται αμετάκλητα προς το μέλλον, που, έτσι όπως μάθαμε να λέμε, θα φιλοξενήσει και τον θάνατό μας. Εφευρίσκουμε έτσι τις μικρές μας διαβολιές, διαβολιές απελπισμένου ασφαλώς. Αυτές είναι κάποτε δημιουργικές προσπάθειες μετουσίωσης του αμετάκλητου χρόνου σε αιωνιότητα -όπως, ας πούμε, το εγχείρημα της τέχνης, είτε η δοξαστική εισβολή μας στη συλλογική μνήμη, είτε η μεταλαμπάδευση του DNA μας έτσι που να νιώθουμε στο σώμα ενός άλλου τη συνέχειά μας, και ούτω καθ’ εξής- και άλλοτε είναι λυρικές πράξεις που περιστασιακά θα μας αποτρέπουν απ’ το να βλέπουμε το μέλλον σαν γκρεμό. Το παράδοξο σ’ αυτό το μηχάνημα είναι πως, ανάλογα με το ποια οπτική θα υιοθετήσεις, ο δρόμος, πράγματι, μεταμορφώνεται σε γκρεμό ή σε λίμνη ηδονών. “Εμείς διαλέγουμε το μέλλον μας”, και τα λοιπά.
Και επειδή κανείς συνειδητά δεν θέλει γκρεμούς στον δρόμο του, θα υπενθυμίσω εδώ ότι στην πλειοψηφία των ανθρώπων λειτουργεί εκείνος ο από καταβολής ψυχικών σχημάτων δοκιμασμένος μηχανισμός ανακατάταξης των προτεραιοτήτων, που μας εμποδίζει να βρούμε τον εαυτό μας στο μέλλον του ή αλλιώς το μέλλον του εαυτού μας, που θα είναι, όπως ίσως φανεί, ένα διαρκές παρόν, μια επιτυχής με το καλό κατάργηση του χρόνου. Θέλω να πω ότι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε την όποια θυσία, την όποια παραχώρηση στον δαίμονα του τίποτα (ένα τίποτα ασφαλώς διαφορετικό απ’ το “τίποτα” του βουδιστή μοναχού), προκειμένου να μην έρθουμε σε επαφή με τις βαθύτερες επιθυμίες μας, που θα πει να ορίσουμε εμείς το σκηνικό που θα κινηθεί η κουκκίδα του ενεστώτα μας. Κι αυτό γιατί το πιο πλούσιο κομμάτι μας (ναι, και το πιο πλούσιο μέλλον μας) είναι και το πιο απαιτητικό, θα μας ζητήσει αύριο χιλιάδες θυσίες αποκοιμισμένου αίματος στον βωμό ενός θεού αμφίβολου, μα που διαισθανόμαστε πως είναι ο μόνος που μας κοιτά από κει πάνω. Έτσι εφευρίσκουμε την κρίση καλή ώρα, έναν σεισμό στο νησί, μια θεομηνία, ένα ατύχημα, πολιτικούς αρχηγούς για να μισούμε, δάνεια για να πιεζόμαστε, κι αν δεν φτάνουν αυτά είμαστε πρόθυμοι να εφεύρουμε κι άλλα, ταξίδια που ξέρουμε πως ποτέ δεν θα καταφέρουμε γιατί στ’ αλήθεια δεν τα θέλουμε, εξουσίες που διαισθανόμαστε πως δεν θα μας χαροποιήσουν, έρωτες που ξέρουμε πως δεν θα μας παρηγορήσουν, και ο κατάλογος μπορεί να εκτείνεται αβίαστα στο διηνεκές.
Κι όμως, όλα εκείνα που στοιβάζονται στη μια μεριά της καθημερινότητας είναι αυτά που λέμε ζωή. Χωρίς αυτά δεν τρέφεται η μακριά οπτική, γιατί απλά δεν την αντέχουμε -να ένας κύκλος δύσκολος. Αλλά, και πάλι, με αυτά, κρύβεται απ’ το βλέμμα μας αυτή η ίδια οπτική, αποσιωπάται, νανουρίζεται και εν τέλει λησμονιέται, μεταμορφώνεται τραγικά στο τέρας της μηδενικού σημαινόμενου διεκπεραίωσης που είναι η ζωή του χαμένου στη μετάφραση ανθρώπου.
Αυτή η παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στους δύο πόλους, αυτός ο εναγκαλισμός μια του μικρού και μια του μεγάλου, μοιάζει να είναι η κοινή μοίρα της ανθρωπότητας. Το γεγονός ότι υπάρχει ακόμα η τέχνη δίνει επαρκείς ενδείξεις πως εκείνο που μας λείπει είναι αυτή η μακριά οπτική, αφού από μικρή καθημερινότητα μάλλον έχουμε μπόλικη. Και να γιατί οι πολιτικοί, επί παραδείγματι, είναι εναντίον κάθε τέχνης. Δουλειά τους είναι να πριμοδοτούν τον άλλο πόλο, και η διπλοθεσία σε τέτοιες εποχές σπανίζει. Πότε ακούσαμε τελευταία φορά πολιτικό να μιλά για τη σημασία του καλλιτέχνη στη ζωή μας; Να κάτι σαν ανέκδοτο.
Έρχεται λοιπόν ο κύρ- Σεβαστιανός ή ο έστω κύριος Μάρκος με τα ευαγγέλια και το μπουζουκάκι του παραμάσχαλα και κάνει τη δουλειά δύο σε ένα: Και μας παρηγορεί που το διάνυσμα έχει τερματικό σταθμό και μας θυμίζει πως καλό είναι να κοιτάμε εκεί, προς τα έξω. Κι άλλοι το λένε θεό εκείνο το προς τα έξω, κι άλλοι έρωτα.
Η τέχνη κάνει και κάτι άλλο δυσεξήγητο. Ανοίγει τρύπες στην οριζόντια ροή του χρόνου -ιδού μια νέα διαχρονικότητα- και μας υπενθυμίζει το “Εμείς” πλάι στον εγωτισμό, αφού αντλεί καταφανώς τα χρυσάφια της απ’ το συλλογικό ασυνείδητο, οπότε όλοι με κάποιον μυστήριο τρόπο συμμετέχουμε ταυτόχρονα στο δημιούργημα όσο και στην κατανάλωσή του. Κάτι σαν post-it στο ψυγείο μας ή σαν γιγαντοαφίσα της ψυχής μας -να μην ξεχάσω, είναι εκεί ως τροχιοδεικτικό μιας κάθε φορά ξεχωριστής πορείας. Μα πού ήμουν;
Ναι, εδώ σ’ αυτήν την κουκκίδα ενεστώτος, θα θυμηθώ ότι ο χρόνος αναστρέφεται, πιάνεται απ’ την ούγια σαν τραπεζομάντιλο σουρεαλιστή ζωγράφου -ή λαϊκού, σαν τον Θεόφιλο, που είναι το ίδιο- και ντύνει το τραπέζι της ζωής μας κατά πώς κάθε φορά θα τον απλώσουμε. Και να που καταφτάνει εδώ ο κύριος Έλιοτ, διοπτροφόρος, εναποθέτοντας άνθος παράξενο, με γυρισμένη πλάτη στους ωρολογοποιούς:
“…Then a cloud passed, and the pool was empty.
Go, said the bird, for the leaves were full of children,
Hidden excitedly, containing laughter.
Go, go, go, said the bird: human kind
Cannot bear very much reality.
Time past and time future
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.”
Μα πέραν τούτης της ματιάς, ή ίσως βαθιά μέσα της: Το πρωί θα χτυπήσει το ρολόι μας κι ο server θα κατεβάσει όλες τις “προτεραιότητες απόκρυψης της μακριάς προοπτικής” στον υπολογιστή. Αυτός ο χρόνος που σπαταλάτε για τούτο εδώ το κείμενο είναι δικός σας, ένα κομμάτι απ’ τη μακριά με το καλό γραμμή, που οδηγεί όλους μας εκεί έξω. Δεν φταίω εγώ που μου τον χαρίσατε, μπορώ όμως, εκτός χρόνου, να πω ένα κάποιο ευχαριστώ. Ευχαριστώ που τι;
Ακούω το μηχάνημα να μουγκρίζει πάνω απ’ τα υλικά δόμησης. Οι μεταλλικοί τροχοί ισοπεδώνουν θρυμματισμένα σκεύη καθημερινότητας για να περάσει το μέλλον μας. Θα ‘θελα τούτον τον οδοστρωτήρα να τον κρατά στο χέρι του ένα μικρό παιδί και να τον στέλνει, σπρώχνοντας μπρος πίσω, μια σ’ ένα μέλλον και μια σ’ ένα παρελθόν με την ίδια άνεση. Ν’ ανακατεύει με την πλαστική κουτάλα του τα τρία τούτα μυστηριώδη στοιχεία -παρόν, μέλλον και παρελθόν- και να τα κάνει έναν πολτό ομοιογενοποιημένο, που θα ‘ναι η τροφή μας στο ταξίδι. Όχι, το βλέπουμε πια καθαρά, ετούτο εδώ το μηχάνημα δεν καταστρέφει. Είναι πανάλαφρο σαν πεταλούδα και στρώνει δρόμους που θα περπατήσουμε χαρούμενοι.
Γιώργος Μουλουδάκης
Φεβρουάριος 2014
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/