"ZipUnzip"
Έκλασ’ η νύφη, σκόλασ’ ο γάμος
Το να παρατηρείς τις φιλότιμες προσπάθειες των ανθρώπων της “τέχνης” να διατηρήσουν την εικόνα τους κατά το δυνατόν ατσαλάκωτη μέσα στον κυκεώνα της μεταμοντέρνας κατολίσθησης παραμένει μια απόλαυση για όσους από εμάς έτυχε να μπολιαστούμε σε χρόνο αφανή απ’ το κέντημα μιας λυτρωτικής ειρωνείας. Εκείνο που σε άλλες εποχές ήταν η απελευθερωτική καταφυγή σ’ ένα ειλικρινές γιουχάισμα προς αυτόν που ενδόμυχα αντιλαμβάνεσαι ότι σε κοροϊδεύει, έχει απαγορευθεί στην περιχαρακωμένη απ’ τις στατιστικές υπνηλία του καναπέ. Το μόνο που σου παραχωρείται ως προνόμιο στην τηλεοπτική δημοκρατία είναι ένα εξουθενωτικό multiple choice ανάμεσα σε πανομοιότυπες εκπροσωπήσεις μίας και μόνης οπτικής, δίπλα στο πλούσιο σκηνικό που -κανονικά- θα άξιζε να ντύνει τη ζωή μας.
Συγχαρητήρια, περάσατε στον επόμενο κύκλο
Έπεσα πάνω στην εφιαλτική τρύπα της μονομέρειας ενός τέτοιου θεάτρου λίγες μέρες πριν, ανοίγοντας την τηλεόρασή μου πάνω στις φάτσες των πρωταγωνιστών του So you Think you Can Dance. Οι συνειρμοί μου ήταν καταιγιστικοί. Η αίθουσα του Badminton -της οποίας η σκηνή είχε υποκατασταθεί απ’ το χώρο των θεατών, και ανάποδα- μου θύμισε την εικόνα που λίγο ως πολύ διατηρούμε όλοι μας από τις ναζιστικές συγκεντρώσεις του Μεσοπολέμου. Εδώ βρισκόμασταν βεβαίως σε ένα “θέατρο τσέπης”, αφού η παραγωγή σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν διατεθειμένη να επωμιστεί το κόστος των απειράριθμων κομπάρσων (του πλήθους των στρατιωτών με το βήμα της χήνας και του συγκινημένου όχλου των υποψηφίων θυμάτων, που κουβαλούσαν αδαώς το αυγό εκείνο που έμελλε να γονιμοποιηθεί απ’ τη ρητορική του Φύρερ), όμως αυτή η φτώχεια θα μπορούσε εύκολα να λειάνει τα νύχια της μέσα στη φαντασίωση ότι όλοι, κατά τη δυνατότητα ενός εκάστου, συμβάλλουμε απ’ την ακινησία του καναπέ μας στην ενδυνάμωση τέτοιων εικόνων. Ένα κατακόκκινο τραπέζι (χωρίς, είναι η αλήθεια, το λευκό περιθώριο με τον αγκυλωτό σταυρό) έλαμπε σαν αυτοκρατορική πληγή στη μέση κενών θέσεων κάτω από αντεστραμμένους αντιαεροπορικούς προβολείς. (Αυτή τη φορά ο εχθρός μάς κοιτάζει υπογείως και συμβολίζεται απ’ τα κενά, κατειλημμένα μόνο απ’ τη βλακεία της τηλεθέασης, καθίσματα. Φωτίζοντας το προφανές ελπίζουμε να το αποκρύπτουμε, κατά τη λογική τού ότι η καλύτερη κρυψώνα παραμένει αυτή κάτω απ’ τη μύτη μας). Το τραπέζι φιλοξενούσε τους τρεις ανώτατους ιεράρχες του ιδεολογήματος. Τα θύματα θα στέκονταν σε απόσταση ασφαλείας (απ’ το όριο εκείνο και μετά που η προοπτική συρρικνώνει τα μεγέθη), περιμένοντας στη “σκηνή” (ημιανάπαυση!), συγκινημένα, την ετυμηγορία.
Heil Leni
Ένα κάποιο κοίταγμα στο μικροσκόπιο θα αποκάλυπτε πιθανότατα το μικρόβιο του δειλού μίσους αυτών των θυμάτων προς την εξουσία των αρχηγών, συμπυκνωμένο σαν πυώδες απόστημα στον τρόπο που οι βραχίονες δένονταν πίσω απ’ την πλάτη ή στις αποσιωπημένες σκιές στο βυθό της κόρης κάποιων ματιών, που πρόδιδαν μια στιγμιαία απελπισία στη θέαση του μεγέθους της ηλιθιότητας που είχαν κληθεί αδιαμαρτύρητα να ατενίσουν. Τέτοια όμως πράγματα καταργούνται, όπως είναι αναμενόμενο, απ’ την υπεροψία της κάμερας, που σαν το όρνεο καιροφυλακτεί για μια και μόνη στιγμή, αυτή που θα φιλοξενήσει το πρώτο δάκρυ του υποψηφίου, προορισμένο να λάμψει σαν διαμάντι στον πάτο του τηλεοπτικού θησαυροφυλακίου, δίπλα ακριβώς από τους σπόνσορες. Μια Λένι Ρίφενσταλ θα τα είχε καταφέρει ασφαλώς καλύτερα, όπως έκανε με τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου και με τις σεισμογενείς συγκεντρώσεις του κόμματος του Αδόλφου στη Νυρεμβέργη του 1934 (βλ. τα συγκλονιστικά Ολυμπιάς και Ο θρίαμβος της θελήσεως, αντίστοιχα), όμως εδώ εκείνο που έχει σημασία είναι το να κρατήσουμε τις προθέσεις στο μισόφωτο (ακόμα και για τους ίδιους τους αρχιερείς), καλυμμένες κάτω απ’ την καθησυχαστική φτερούγα μιας επίφασης ελαφρότητας: “Δεν κάνουμε και τίποτα βρε αδερφέ, έναν διαγωνισμό χορού και κάποιες λίγες διαφημίσεις για την αγία τσέπη μας!”
Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.
Ο διάβολος φοράει πράγματι Prada;
Θα είχε ενδιαφέρον να επεκταθεί κανείς και σε άλλες ομοιότητες του σόου με εκείνο το επικίνδυνα υποβόσκον σκηνικό απ’ την εποχή της πτώσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ας πούμε:
- Το γυάλινο μάτι του καρχαρία που οφείλει απαραιτήτως να φορά η εξουσία, ούτως ώστε να αποσιωπούνται οι ρωγμές της αδυναμίας της.
- Η λυτρωτική “απόδοση χάριτος” του αυτοκράτορα προς τους μελλοθανάτους (“Περνάς στον επόμενο κύκλο”), που διανοίγει σαν χειρουργικό εργαλείο τη σχισμή μιας ελάχιστης ανθρώπινης διάστασης, λίγο πριν συναντήσει τον ήδη νεκρό.
- Η κολακεία προς το κοινό που υπογραμμίζεται εύστοχα απ’ τη μετακίνηση του “δικαστηρίου” στην πλευρά των καθισμάτων του θεάτρου (“Εμείς είμαστε εσείς!”).
- Η υποταγή των μελών του κόμματος των χορευτών, εδραιωμένη δια της πειστικότατης αναφοράς σε ένα εύσχημο ποσό από ευρώπουλα που υπόσχεται να εξαγνίσει κάθε παραστράτημα, και δια της συνακόλουθης, υποτίθεται, στη δημοσιότητα (“δώσε μου μπρατσάκια μην πνιγώ”) ασφαλούς πλεύσης σε ένα σύμπαν διογκούμενης ανεργίας.
- Μια συναισθηματικά διεστραμμένη πατερναλιστική στάση απέναντι σε κάθε υποψήφιο αντίγραφό μας, που τονίζεται ακόμα πειστικότερα απ’ το διαφορετικής ελαστικότητας ψυχικό υλικό του κάθε μέλους της “αγίας τριάδος”, κάτι σαν μια διευρυμένη οπτική των δυο ανακριτών της ασφάλειας (του “καλού” και του “κακού”).
- Η άνωθεν δοσμένη –ελέω διαφήμισης– εξουσία. (“Υπάρχει το μάτι του παντοκράτορα που καθοδηγεί ακόμα και τα δικά μας τα βήματα, και που στη συγκεκριμένη περίπτωση ονομάζεται ‘δείκτες τηλεθέασης’. Ο δικός μας θεός είναι φιλεύσπλαχνος, πανταχού παρών και μεριμνεί ανυπερθέτως για την αύξηση των εσόδων του αφεντικού και των ημετέρων συντάξιμων χρόνων”).
- Η κρυμμένα πορνογραφική αισθητική (που επιβραβεύει το συγκεκριμένου σωματότυπου τρέχον μοντέλο μιας ιερής “άριας” φυλής), η πρωτοκαθεδρία της οποίας θα τροφοδοτήσει στη συνέχεια τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, τις σχολές χορού, τα γυμναστήρια, τις βιομηχανίες αντιρυτιδικών κρεμών, τους πλαστικούς χειρουργούς, την ίδια τη δεξαμενή των “πρέπει” της τηλεόρασης, έναν φαύλο κύκλο από μυωπικά κουνούπια που ζουζουνίζουνε με το έτσι θέλω γύρω απ’ τα αυτιά μας και δεν αφήνουν χώρο για τίποτα δικό μας, λες και μας προσέλαβε συλλήβδην μια πολυεθνική του θεάματος κι έτσι οφείλουμε να εργαζόμαστε καθημερινά για το δικό της προϊόν. (Θυμάμαι έναν επίδοξο αντιστασιακό που μαγάριζε επιτυχέστατα τη φρεσκοβαμμένη πρόσοψη των δημοσίων κτιρίων με την εξής μείζονα υπενθύμιση: “Ξύπνα, έχεις να ταΐσεις τις τράπεζες”.)
Ναι, θα είχε ενδιαφέρον να επεκταθεί κανείς σε τέτοια γαργαλιστικά θέματα, αν δεν υπήρχε και ένας επιπλέον τρόπος που αυτό το χαριτωμένο σκηνικό εμπλέκεται στη ζωή μας. Κρίνεται πιστεύω φρόνιμο να μας απασχολήσει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σκηνογραφία θεωρείται πλέον απαραίτητη ως συνοδευτικό κάθε καλλιτεχνικής δραστηριότητας, ακόμα και σε χώρους απ’ τους οποίους υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει εκδιωχθεί ταυτόχρονα με τους πρωτόπλαστους.
Ένα ζεστό πιθάρι
Η Μουσική στην εσωτερική μυθολογία κάθε εύθραυστου –άρα ισχυρού– ανθρώπου έχει κληθεί ως διαμεσολαβητής με την επικράτεια του Αοράτου. Διαπραγματεύεται και παζαρεύει για λογαριασμό μας με το Άρρητο. Επαναστατεί ή οπισθοχωρεί, ικετεύει ή επαίρεται, λιποτακτεί ή επανέρχεται με όλα της τα στρατεύματα, φωνασκεί ή θλίβεται, σταυρώνεται ή σταυρώνει, διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ψωμοζητώντας ή επανέρχεται στο θρόνο του παντοκράτορα πάση δόξη, πάντα όμως στέκεται χωρίς φόβο στο σύνορο, στη δική της Λωρίδα της Γάζας, στη δική της ουτοπική οριοθέτηση ενός ελάχιστου απελπισμένου κράτους δίπλα στους “δυνατούς”. Το να παραμένεις αυτοδίκαια στρατιώτης στα δικά της τάγματα σε τίποτα δεν διαφέρει σήμερα απ’ το να είσαι πρόθυμος να σε κατασπαράξουν τα θηρία, όπως τους πρώτους χριστιανούς. Εν ολίγοις, η Μουσική όπως και η Αγάπη “ου ζητεί τα εαυτής”, ενώ πληρώνει τους μισθοφόρους της άμα τη παραδόσει του επιτεύγματός τους. Όμως το νόμισμά της είναι κάτι σαν τον ήλιο του Διογένη του κυνικού, που θα πει πως χρειάζεται με κάθε απλότητα να ζητήσεις απ’ τον Αλέξανδρο να κάνει δυο βήματα παρακεί για να μην πέφτει πάνω σου η σκιά του (κι αυτό τη στιγμή που εκείνος σου προσφέρει πιθανότατα ένα βασίλειο). Το να κατορθώσεις έναν τέτοιου βάθους μοναστικό βίο ισοδυναμεί με παραδοξολόγημα σήμερα, αφού όπως κάθε ιερέας χρειάζεται μια εκκλησία για να λειτουργήσει, έτσι και κάθε μουσικός δαμάζει το εσωτερικό του θηρίο μόνο παρουσία των θεατών του τσίρκου (τρόπος του λέγειν θεατών, αφού η μουσική είναι η τέχνη των τυφλών). Αφότου όμως μας ανακοίνωσαν ότι διανύουμε την εποχή της εικόνας, είναι πραχτικά δύσκολο –έως και ακατόρθωτο– να μοιράζεις μαντίλια της τυφλόμυγας στην είσοδο κάθε αίθουσας συναυλιών (όπως θα ήταν πρέπον).
Και ενδύματα εποίει
και των ενδυμάτων ήτο
Οι άνθρωποι κάποτε κλείνανε τα μάτια τους για να δούνε καλύτερα τους ήχους. Σήμερα τα ανοίγουν διάπλατα πάνω απ’ τις ακριβές ξύλινες επενδύσεις ή κοιτάνε με το επίχρυσο κιάλι την κίνηση στη σκηνή και τις λεπτομέρειες στην ενδυμασία. Κι ο κάθε χώρος συντονίζεται στους δικούς του ενδυματολογικούς κανόνες. Στο μέγαρο φράκο. Στα ρεμπετάδικα ανοιχτό πουκάμισο και σηκωμένο μανίκι. Στα ρεσιτάλ κιθάρας αυτό που λένε casual (προς Θεού, μη φοβηθεί το ακόμα λαϊκό κοινό μας). Αν όμως έρθει κανείς εισαγόμενος, ντύνεται κι αυτός πένθιμα για να τονίσει το εξέχον, το ξεχωριστό, το αναμφισβήτητα υπερέχον. Και στα μοναστήρια λένε πως δεν μπαίνει γυναίκα με παντελόνι, γιατί κάτω απ’ τα μπατζάκια μπορεί να κρυφτεί ο διάολος, κι άντε μετά να βρεις άκρη μ’ ένα διάβολο στο κορμί, που ’λεγε κι ο Ραντιγκέ.
Κρυφοκοιτάζοντας άθελά μου προχθές, στην Ανάσταση, τις ενδυμασίες, ξαναθυμήθηκα πως κάθε συγκέντρωση –ακόμα κι αυτή που υποτίθεται πως ευαγγελίζεται την πιο εσωτερική συνθήκη– είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία για κοινωνικότητες. Φοράμε τα λαμπριάτικα. Καλά, αυτό είχε κάποιο νόημα την εποχή που το λαμπριάτικο ήταν τόσο δύσκολο να το αποκτήσεις, που ακόμα κι ο Θεός, που λέει ο λόγος, το ’παιρνε για φιλοφρόνηση. Σήμερα, που για τους περισσότερους είναι μια ακόμη απ’ τις επιτυχημένες αγορές του μήνα, τείνει να χάσει κάθε πνευματική επένδυση – αυτό, το ένδυμα. Παρ’ όλα αυτά, το να πας πρόχειρα ντυμένος ας πούμε στο ρεσιτάλ σου –ή, για τους μικρότερους, στις εξετάσεις σου– είναι μερικές φορές κατακριτέο, κάτι σαν ύβρις προς την αγία τριάδα της εκάστοτε εξεταστικής επιτροπής, που θα σχηματίσει εικόνα αμετακίνητη πριν απ’ την πρώτη σου ακόμα νότα, και άντε εσύ μετά την κακή αρχή –που εξακολουθεί να θεωρείται ανενδοίαστα το ήμισυ του παντός– να τρέχεις να τα μαζεύεις. Γιατί εδώ εκείνο που μετράει είναι να ταυτίζεσαι επαρκώς με τον μέσο όρο και τίποτα παραπάνω. Έτσι, ο έξυπνος υποψήφιος, συνυπολογίζοντας όλες τις πιθανότητες, ντύνεται –φύλαγε τα ρούχα σου να ’χεις τα μισά– με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ώστε να διατηρεί τα νώτα του καλυμμένα. Και ο σολίστας το ίδιο, γιατί κι αυτός, ατυχώς, κατιτίς ζητάει απ’ το κοινό του. Κι όμως, το να πας με φράκο στη συναυλία σου (εφόσον κατά πάσα πιθανότητα δεν ντύνεσαι έτσι τις καθημερινές) θα έπρεπε να μοιάζει το ίδιο αταίριαστο με το να ζητήσεις απ’ τον Γκάντι, ας πούμε, να ντυθεί με στολή εκστρατείας ή απ’ τον Κάστρο να φορέσει τα άμφια του πατριάρχη.
Καλώς, να σταματήσω εδώ και να δεχτώ ότι ο καθένας αποφασίζει ποιο είναι το σκηνικό που υποβάλλει περισσότερο το ακροατήριό του. Αν όμως τα ρούχα σε φοράνε, που λένε, τότε βάζεις λίγη πυρίτιδα σε ζώνη καπνιστών, αφού εκείνη τη λάθος σου επιλογή θα την πληρώσεις με μια έλλειψη καθαρότητας, ακριβώς στο καλημέρα της βραδιάς σου! Αυτά περί ενδυμάτων.
Ανθρωπομετρικά στοιχεία
Επιστρέφοντας, θα πω ότι η μεσουράνηση ιδεολογημάτων όπως το παραπάνω στο στερέωμα των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων έχει σε τέτοιο βαθμό μπολιάσει όλους μας με το δηλητήριο του μέσου όρου, ώστε κάθε στοιχειωδώς ξεχωριστή προσπάθεια να εκδιώκεται στο χώρο του “πειραματικού”, του “διανοουμενίστικου”, του “ακατανόητου”, σχεδόν του γραφικού. Έχετε προσέξει πώς συμβαίνει ακριβώς αυτές οι προσπάθειες να αποσιωπούνται και να σπρώχνονται τεχνηέντως στο παρασκήνιο του δρώντος μέσου μοντέλου; Ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, ό,τι απαιτεί λίγο περισσότερη ψυχική ή έστω διανοητική συμμετοχή (“άσε με να κοιμηθώ λιγάκι ακόμα, βρε αδερφάκι μου!”) τοποθετείται αυτόματα στο folder “Λοιπαί Προσπάθειαι”. Τα κριτήρια κατηγοριοποιούνται:
- Αυτός είναι καλός κιθαριστής επειδή παίζει τις σκάλες στο 160. Στους rising stars!
- Αυτός παίρνει υπερβολικά αργό τέμπο, για να εδραιώσει το σημαντικό των λεγομένων του. Στον Kαιάδα!
- Αυτός αρθρώνει υπερβολικά λυρικά, ώστε δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Δεν ταιριάζει για υπόκρουση στον πρωινό μου τον καφέ. Άλλος!
- Α, αυτός είναι καλός, μόλις αφίχθη απ’ το Carnegie Hall! Μεγάαααλος!
- Καλά, αυτός έχει ακόμα πολλά ψωμιά να φάει για να κάνει μια καριέρα σαν του Williams…
Η σφραγίδα αυθεντικότητας μοιάζει να σφραγίζει τα πασχαλινά κατσικάκια με το ίδιο μελάνι που κάθε διεθνώς “νομιμοποιημένη” επιτροπή –ως εκπρόσωπος της βιομηχανίας του μέσου όρου– σημαδεύει το πολιτιστικά υγιές για να αναλωθεί απ’ την ψυχή μας. Ακόμα και οι πολυπόθητοι τίτλοι σπουδών δεν νοούνται παρά ως επισφράγισμα της ικανότητάς μας να παραμένουμε για καιρό υπό την εποπτεία αυτής της καθησυχαστικής μεσότητας, ώστε να πείθουμε τους εκάστοτε εξεταστές, καθώς και το αντίστοιχο κοινό, για τις ικανότητές μας. Ποιες ικανότητες; Μα της εναρμόνισης! Με τον ίδιο τρόπο, κάποια ιερή επιτροπή θα αποφασίσει αύριο για λογαριασμό μας τι είναι π.χ. σωστό να διδάσκεται στους οίκους μουσικής της χώρας μας, κάνοντας το έργο των διδασκόντων –και των κάτω από αυτήν εξεταστών– ευκολότερο.
Πολιτικός γάμος
Να λοιπόν μια απρόσμενη διαφωνία που αναδύθηκε μέσα μου διαβάζοντας το δια ταύτα ενός κειμένου της φίλης μου Βασιλικής Λεοντάρη σχετικό με τα μουσικά σχολεία (http://www.tar.gr/content/content.php?id=597), στο σημείο ακριβώς εκείνο που αφήνει κατά μέρος τη συγκλονιστική προσωπική της εμπειρία απ’ τη διδασκαλία της σ’ αυτά (εμπειρία, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, συνυφασμένη με τη συνακόλουθη στο αλαλούμ ελευθερία πράξης κάθε ταλαντούχου δασκάλου και με τη συγκινησιακή ανατροφοδότηση απ’ το γεγονός πως ό,τι καταφέρνουμε το καταφέρνουμε μόνοι μας με τα παιδιά), για να ζητήσει απ’ την πολιτεία να επιληφθεί των θεμάτων ύλης, διδασκόντων, κ.λπ. Κρατάω απ’ το κείμενο ένα πραγματικό νοιάξιμο για τον τρόπο που η Μουσική διαμορφώνει κάθε άνθρωπο στην αρχή της ζωής του, ισχυρίζομαι όμως ότι η μέριμνα για τη διαβάθμιση και η τονισμένη ανάγκη για μια κάποια επιτέλους πιστοποίηση των μουσικών σπουδών είναι ψίχουλα πεσμένα από ξένο τραπέζι, στα οποία ο ερωτευμένος μουσικός θα γυρνούσε κανονικά την πλάτη. Θα ισχυριστώ επίσης ότι –ατυχώς– όσο πιο συγκεντρωτικό γίνεται το σύστημα αξιολόγησης, τόσο ο κάθε τέτοιος ταλαντούχος δάσκαλος θα ασφυκτιά, κι αυτό με αντίτιμο τον αποκλεισμό κάθε μικροαπατεώνα από την αγορά εργασίας – έργο θεάρεστο, ασφαλώς. Όμως εγώ δεν μπορώ να εμπιστευτώ τις καλές προθέσεις καμιάς επιτροπής, ούτε αυτής στην οποία εγώ ο ίδιος συμμετέχω, αφού η Ιστορία τείνει να μας δείξει ότι ακόμα και η Ιερά Σύνοδος εκπροσωπεί, τηρουμένων των αναλογιών, την πολυλιβανισμένη Αγία Διαπλοκή (απουσιάζει ευθαρσώς απ’ το εορτολόγιο, δηλώνοντας έτσι την υψηλή της ιεραρχικά θέση στο πάνθεον), προσπαθώντας με τον πλέον κοντόφθαλμο τρόπο να επιτύχει τη συνήχηση του τερπνού με το ωφέλιμο (μιλώ με όρους εκδοτικών συμφερόντων ή καταμερισμού της μικρής πίτας της αγοράς εργασίας, κ.λπ., κ.λπ.). Αν αφήνανε όλοι ήσυχο τον κάθε δάσκαλο να κάνει τη δουλειά του, προσαρμόζοντας το πρόγραμμά του στις ανάγκες των δικών του μαθητών (στην ιδιοσυγκρασιακή κατεύθυνση που η κάθε ώρα διδασκαλίας ξεχωριστά οφείλει να ακολουθεί με βάση τις ιδιαιτερότητες), τότε πιθανότατα να γλιτώναμε από πολλούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους που ξεριζώνουν τα αιωνόβια δέντρα στις γωνιές των μονοπατιών για να περάσουν τα κομβόι των προσκυνητών με τις κάμερες. Τότε πιθανότατα θα είχαμε πραγματικά τάξεις με χαρακτήρα (όπως κάποτε έλεγες με περηφάνια ότι υπήρξες μαθητής του τάδε Δασκάλου, κι αυτό από μόνο του συνιστούσε το δακτυλικό αποτύπωμα μιας αδιαμφισβήτητης αξίας).
Κάθε ιερά εξέταση γεννιέται από μια ανάγκη υποταγής, άρα και ομογενοποίησης. Στους αντίποδες βρέθηκε η άμεση δημοκρατία των Αθηνών, με οροθετημένη μόνο την πρωτοκαθεδρία της διαμόρφωσης Πολιτών δια της αγωγής.
Όποιος τείνει να θεωρήσει τις παραπάνω σκέψεις ουτοπικές, δεν θα μπορέσει πάντως να αρνηθεί ότι πρώτο μέλημά μας θα έπρεπε να είναι η υπομονετική επανασύνθεση του ξεδοντιασμένου ψηφιδωτού που είναι η πολιτιστική μας ταυτότητα και όχι η εισαγωγή “δοκιμασμένων” στην αλλοδαπή μεθόδων. Γιατί μετά θα λέμε (καλή ώρα…): “Ποιος απ’ τους προστάτες θα μας προστατεύσει, ποιος;”, που τραγούδαγε εκείνος ο παλιός αριστερός…
Ο Γιακούμπ στην αγορά
Ένας κάποιος αέρας ελευθερίας θα εξανθρωπίσει και πάλι πιθανότατα αυτό το τελειωμένο σύστημα. Η ακτινογραφία δείχνει το προβληματικό όργανο στο κέντρο του πίνακα, ακόμα και σε τυφλούς. Δίπλα σ’ αυτούς, οι πιο καθαρές μύτες έχουν διαγνώσει ότι εκείνο που διαχέεται στον αέρα των καλλιτεχνικών πραγμάτων μοιάζει περισσότερο με φορμόλη παρά με αγιόκλημα. Έτσι, όποιος παραχωρήσει στη νύφη το δικαίωμα να συμπεριφερθεί σαν ένας κανονικός άνθρωπος (εφόσον αυτό την καλεί η φύση της να κάνει), θα έχει τοποθετήσει δοξαστικά την ψήφο του στην κατεύθυνση του να καθαιρεθεί κάποτε απ’ το θρόνο της η βασιλεία της μούμιας και να επανέλθει στη θέση της κάτι λιγότερο τρομαχτικό.
Ακόμα κι οι πιο αισιόδοξοι θα συμφωνήσουν πως εκείνο που σαν λάιτ-μοτίφ επανέρχεται τα τελευταία χρόνια σε κάθε περιοχή του επιστητού είναι η παγερή ασφάλεια του νεκροτομείου, ασφάλεια που διαχέεται μέσα απ’ τη διάτρητη μεμβράνη των δικών μας ανοχών σε κάθε δευτερόλεπτο του βίου μας (ακόμα και μέσα σ’ αυτό εδώ το κείμενο). Θα ήθελα, για την τιμή των όπλων, να εναποθέσω τις ελπίδες μου σε μια λεπτή, πανάκριβη όσο και επιτακτικά απαραίτητη εγχείρηση, που θα μας απαλλάξει τελειωτικά από αυτόν τον εξωγήινο που επιτρέψαμε να στοιχειώσει τα σπλάχνα μας. Χειρουργός και ασθενής θα πορευτούν αγκαλιασμένοι σ’ αυτόν τον ωραίο αγώνα, αφού θα είναι ένα και το αυτό Πρόσωπο.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
(14 Απριλίου 2007)