[ZipUnzip]
EL GRECO…
Για τα παιδικά μας χρόνια στο Ηράκλειο της δεκαετίας του ’70 ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ήταν κατ’ αρχήν το πάρκο δίπλα στα «λιοντάρια», εκεί όπου κάναμε τσουλήθρα και ματώναμε τα γόνατά μας στο κυνηγητό. Ήταν επίσης ένας μάλλον συμπαθής κύριος με γενάκι, καταδικασμένος από κάποιον δήμαρχο να στέκεται μισός, αμίλητος και παγερά λευκός στην είσοδο που βλέπει τη βασιλική του Αγίου Μάρκου και από κει να εποπτεύει τα μεταμεσονυκτίως τεκταινόμενα στις γενναιόδωρες σκιές της πλατείας. Ποτέ δεν μου είπε κουβέντα, αλλά ήταν ένα φιλικό πρόσωπο, σχεδόν της οικογένειας, μιας και τότε δέσποζαν οι φήμες για την καταγωγή του απ’ το χωριό Φόδελε, εκεί που είχαμε κι εμείς συγγενείς. Μέσα στα χρόνια η ευγενική μορφή του Δομήνικου ξεχάστηκε, μέχρι που τον ανακάλυψα –έτσι πιστεύω- πολύ αργότερα, μέσα από τις δικές του μακρόστενες μορφές, τις κακοτυπωμένες δεξιά κι αριστερά στα αναγνωστικά και στους καταλόγους εκθέσεων που ποτέ δεν είδαμε. Κάποτε αξιώθηκα να αντικρίσω έργο του, και να σταθώ πάλι μπροστά του νοιώθοντας εκείνη τη μυστηριώδη ναυτία της συγγένειας, όπως δεκαετίες πριν.
Cut
Η αναγγελία της ολοκλήρωσης της ταινίας του Σμαραγδή μοιάζει να κινητοποίησε τους ανά την επικράτεια συντοπίτες μου. Οι αίθουσες γέμισαν ασφυκτικά –πολύ περισσότερο που οι αστερισμοί του Λαζόπουλου, του Λουδοβίκου, του Ψαραντώνη, του Μουστάκα και της Ματσούκα (αλλά και της βασιλίσσης Σοφίας -αυτής της Ισπανίας- στην πρεμιέρα) θα φώτιζαν αμήχανα το περιθώριο των μέτριων κριτικών.
Την είδα κι εγώ την ταινία και συγκινήθηκα. Από τι όμως; Θα δοκιμάσω εδώ να πω:
Κατ’ αρχήν από την εύγλωττη μοναξιά των πινάκων μέσα στο χολιγουντιανό σκηνικό που είχαν κληθεί να νομιμοποιήσουν. Έστω και ως αντίγραφα (αντίγραφα που όμως στο δικό μας βλέμμα συντηρούσαν όλη τη σημασία του πρωτότυπου) στέκονταν αδιαμαρτύρητα μπροστά στο βλέμμα της κάμερας που επιχειρεί να τους «κλέψει την ψυχή» (έτσι ισχυρίστηκαν –σωστά-οι ινδιάνοι κάποτε). Με τον ίδιο τρόπο και με τη μέγιστη δυνατή αξιοπρέπεια στέκει ακόμα ο ανδριάντας του Θεοτοκόπουλου στην είσοδο του Ηρακλειώτικου πάρκου που ερήμην του ονοματοδοτεί. Η αντιπαράθεση των δύο κόσμων –ενός που φιλοδοξεί με κάθε κόστος να καταδυθεί στην πιο βαθιά περιοχή της ψυχικής του καταγωγής και ενός που κατά τη συνταγή της επιτυχίας χρησιμοποιεί κάθε δοκιμασμένο υλικό για να ευθυγραμμιστεί με τα δεδομένα της αγοράς- φτιάχνει ένα εκρηκτικό μίγμα που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Πολλοί μίλησαν με ενθουσιασμό για τα τουριστικά οφέλη μιας τέτοιας παραγωγής, εθελοτυφλώντας ως προς το ενδεχόμενο να υπάρχουν άνθρωποι ερωτευμένοι με την προς έκδοση παρθένα κορασίδα, οι οποίοι ασφαλώς θα αντιτίθεντο σε μια τέτοιας μορφής μασκαρεμένη πορνεία. Όλοι μας λίγο πολύ ξεχαστήκαμε. Εδώ θα επιμείνω σε μια πιο ήπια παρατήρηση: Οι πίνακες έλαμπαν μέσα στην ταινία σαν ξένοι αλλά και σαν δικοί μας. Με μια υπεροψία, σκέφτομαι, για τη χρήση τους. Με τη βεβαιότητα πως τίποτε δεν θα διαταράξει τη σχέση τους με την αλήθεια που τους γέννησε. Όχι, δεν ήταν θυμωμένοι. Ήταν ωσεί παρόντες…
Αριστερισμοί
Παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο Θεοτοκόπουλος –σε πείσμα του «αντάρτικου» ύφους της ταινίας- έκανε στον καιρό του τους απαραίτητους συμβιβασμούς για να υπερασπιστεί και να προωθήσει το έργο του, είναι σχεδόν βέβαιο πως ούτε στιγμή δεν πρόδωσε την αναγκαιότητα που το θεμελίωνε. Αν είναι να κάνεις κάποια έκπτωση στα δομικά υλικά του οικήματος που θα στεγάσει το Πρόσωπο, αυτή η έκπτωση συνετό είναι να γίνει στη διακόσμηση και όχι στα θεμέλια. Αν συμφωνήσουμε τώρα ότι θεμέλιο της ταινίας του Σμαραγδή θα έπρεπε να είναι το έργο του Θεοτοκόπουλου, τότε αυτό –ατυχώς- δεν προβάλλεται στην οθόνη της μυθοπλασίας παρά ως διακόσμηση και άλλοθι. Άλλοθι για τι πράγμα; Θα φανεί νομίζω παρακάτω ότι χρησιμοποιούμε τον Δομήνικο για να πούμε κάτι για τις δικές μας αναπηρίες σαν λαός.
Δικαιούμαι τώρα σαν θεατής να φωτίσω τις πρώτες κραυγαλέες ελλείψεις:
Όποιος φιλοδοξεί να κάνει την αναφορά του σε ένα έργο (που τον έχει σε τέτοιο υποτίθεται βαθμό μπολιάσει ώστε να παρίσταται αυτή η αναφορά ως ανάγκη και όχι ως αφορμή) θα έπρεπε να ξεκινήσει φωτίζοντας κατ’ αρχήν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του έργου –το περίγραμμα, την κεντρική ιδέα, πώς να το πω αλλιώς; Με τον Σμαραγδή δεν συνέβη αυτό. Ένα τυχαίο παράδειγμα: πουθενά στην αισθητική –αλλά ούτε στην ουσία- της ταινίας δεν ανακλάται εκείνο το αφύσικα μακρόστενο «τράβηγμα» των μορφών, που ήταν το αποτέλεσμα της τόλμης του Δομήνικου να δει πάνω στα ορατά το άγγιγμα ενός –παράλληλου- θείου κόσμου. Το γεγονός ότι αυτός ο κόσμος είναι εδώ –δεν υπονοείται αλλά βιώνεται σαν στοιχείο της ίδιας της φύσης- βάζει την αδιαμφισβήτητη σφραγίδα της ορθόδοξης κληρονομιάς του Θεοτοκόπουλου μέσα στον ορθολογισμό του παπισμού που τον φιλοξένησε. Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Επειδή η επιθυμία μας μιας ελληνικότητας του Greco θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητήσει τον κύριο αλλά και αποκλειστικό της συνήγορό στον τρόπο που ο ίδιος ο Δομήνικος κινεί το πινέλο του πάνω στον καμβά, και όχι στα «ιστορικά» στοιχεία με τα οποία υποτίθεται ότι ασχολείται η ταινία. Θα ήταν πλεονασμός να ισχυριστώ πως ούτε με αυτά ασχολείται, αφού το σενάριο κρατά επιλεκτικά και κατά το δοκούν τα πλέον χρήσιμα για τον εύκολο θεατή βιογραφικά στοιχεία και τα αναδιπλώνει εμπλουτίζοντάς τα με φανταστικά –επίσης χρήσιμα. Κι αν η ταινία διατηρεί την προοπτική μιας ευγενών προθέσεων ιεροποίησης, το κάνει αυτό –ας μου επιτραπεί- με μέσα φτηνά. Ας πούμε, τονίζοντας τον θαυμασμό των άλλων προς το έργο, κι όχι αφήνοντας να διαχυθεί ο θαυμασμός του ίδιου Σμαραγδή προς αυτό. Ο ίδιος μοιάζει να στέκεται πεισματικά αμήχανος είτε να αντλήσει οποιαδήποτε συγκίνηση από ό,τι σώζεται στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου σήμερα, είτε να μοιραστεί γενναιόδωρα αυτή του τη συγκίνηση με τον θεατή. Τα έργα δεσπόζουν στην ταινία ως υψηλής αξίας καταθέσεις στα δυτικά χρηματιστήρια της τέχνης, και όχι ως εκστατικά μηνύματα μιας μεγαλοφυΐας ικανά να συγκλονίσουν κάθε παραλήπτη μέσα στους αιώνες. Αλλά αυτό –σας προλαβαίνω- είναι μοναχά η δική μου ματιά και δεν μπορώ με τη σειρά μου να τη «νομιμοποιήσω», αφού εδώ μιλάμε για αίσθηση – για την επικράτεια του υποκειμενικού.
Τη απουσία της μουσικής …
Αντίστοιχα, μια μουσική που θα φιλοδοξούσε να αφήσει με τα δικά της μέσα το αποτύπωμα του Θεοτοκόπουλου στην ταινία, θα έπρεπε να εφεύρει το ηχητικό ανάλογο π.χ. αυτής της διττής οπτικής του κόσμου, που η ψυχή του ζωγράφου είχε οραματιστεί, και να το επιβάλει με κάθε μέσο. Με τι θα έμοιαζε αυτό; Ευτυχώς δεν ξέρω. Πάντως θα είχαμε το δικαίωμα να περιμένουμε –να το πω έτσι ιδανικά- μια σταυροβελονιά, μια σύνθεση των πολιτισμών που αναμίχθηκαν στο χωνευτήρι του ταλέντου αυτού του ζωγράφου, μια σύμπηξη ορατού και αόρατου, σχεδόν μια μεταφυσική του ήχου, που σε τίποτα δεν θα μας θύμιζε τα δοκιμασμένα κλισέ του Vangelis, συν ολίγη από ριζίτικα για γαρνίρισμα –κατά την ήδη παρωχημένη μόδα του ethnic. Πάλι καλά που δεν φτάσαμε στο κορυφαίο κιτς εκείνης της προολυμπιακής «Μυθωδίας»-απ’ την οποία το μόνο πραγματικά μυθικό που θα μπορούσα να συγκρατήσω είναι το κόστος της. Λες και το στοίχημα –και εδώ-υπήρξε εξ’ αρχής το αν η ταινία θα πείσει τα εθισμένα αυτιά της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου, ή -για να το πω πιο ξεδιάντροπα- το στοίχημα ήταν αν η μουσική θα λειτουργούσε ως αποτελεσματικό συνοδευτικό snack σε μια ευχάριστη ιστοριούλα της σειράς. Ό,τι και να ‘ταν η ταινία, ένας καλός μουσικός θα έπρεπε να την έχει κάνει κάτι. Επαρχιωτισμός made in England, αλαζονεία σε λάθος τόπο και χρόνο ή απλά «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος»; Ας πούμε εδώ πως επρόκειτο απλά για μια «αστοχία υλικού», συνυπολογίζοντας και μια πιθανή -όχι υποχρεωτική αλλά αναμενόμενη- αλλοτρίωση του βλέμματός μας όταν αυτό παραμένει για καιρό στην αλλοδαπή, όπως ας πούμε συνέβη με τον Κοραή. Κρίμα πάντως, γιατί ο Παπαθανασίου έτυχε να μοιραστεί με τον Χατζιδάκι, που ξέρω ότι εκτιμούσε, κάποιες κοινές αγάπες και τύχες. Θα του ευχόμουν και τη συνέχειά του…
Να –επιστρέφοντας- γιατί παρόλο το αριστερίστικης ιδεολογίας σενάριο, η ταινία προτείνει «και με την ψυχή της» μια υποταγή, παραμένει μια προδοσία στο πνεύμα Εκείνου του Δομήνικου.
Ο κρητίκαρος
Μα, τι άλλο με συγκίνησε; Είναι ίσως ντροπή, μα υποπτεύομαι πως ήταν η θέα της πατρίδας μου να λάμπει! Στην Κρήτη –όπως σε κάθε τέτοιο μικρόκοσμο- διατηρούμε μια γραμμένη στο κύτταρο προσταγή, έναν αυτοματισμό να φουσκώνουμε σε κάθε ψίθυρο για την ανωτερότητά μας. Η λεβεντιά, το φιλότιμο, η αξιοπρέπεια, η αντρεία, το αδούλωτον ήθος… Η αλήθεια είναι πως είχαμε και τους λόγους μας. Πάντα ήμασταν ένα λαχταριστό φιλέτο για το πιάτο των μεγάλων δυνάμεων, κι αυτό μας ώθησε σε μια αναγκαστική συσπείρωση. Κάθε δικός μας θα έπρεπε να είναι και ο καλύτερος, χωρίς αμφιβολία. Εάν δε τύχαινε ο ισχυρισμός μας να επιβεβαιώνεται κι απ’ τους ξένους, τότε πια βγάζαμε φτερά. (Ακόμα κι ο Τσώρτσιλ μας έγινε πρόσκαιρα συμπαθής, επειδή μίλησε με φουσκωμένο το γελεκάκι του για τη δική μας αντρεία στη μάχη της Κρήτης – λες κι είχαμε ανάγκη τα μούτρα του.) Ο Δομήνικος ήρθε γάντι σ’ αυτόν μας τον αυτοματισμό.
Εξακολουθούμε να βλέπουμε το αρχοντικό μας με τα μάτια των άλλων, και να καλογυαλίζουμε τον οντά μας μήπως κι ακούσουμε ένα «μπράβο παιδιά μου» απ’ τους υψηλούς επισκέπτες. Ή εκεί την πάτησε ο Σμαραγδής, ή στη φτήνια του οράματος, που είναι ίσως το ίδιο πράγμα. Ως Σμαραγδής (ως ο καθένας μας) κρίνεται φρόνιμο να προφυλάσσεις τα νώτα σου, να παίζεις με τους κανόνες της αγοράς, μήπως… Ως Θεοτοκόπουλος, δεν χρειάζεται.
(Κι εδώ ελπίζω να μην αδικώ κάθετα έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζω προσωπικά, και που μπορεί κατά τα λοιπά να είναι ένα διαμάντι. Δικαιούμαι όμως να μιλήσω για τις δικές μου εντυπώσεις από ένα έργο που μου σύστησαν, άρα με έστειλαν τεχνηέντως να δω και να επικροτήσω. Μέσα στις χιονοστιβάδες των διαφημιστών θα αφήσω κι εγώ το λιθαράκι μου της αντιδιαφήμισης, για την οποία μάλιστα δεν έχω πληρωθεί παρά απ’ το ίδιο το κενό που εκ των υστέρων μου δημιούργησε η προβολή)
Κάθε λοιπόν που εμείς οι νεοκρητικοί ακούμε για τον εκπρόσωπο της φυλής καμαρώνουμε σαν το γύφτικο το σκεπάρνι. Ο Λουδοβίκος το είπε στην ταινία με τις τέσσερεις μετρημένες λέξεις του, απευθυνόμενος στον κινηματογραφικό Greco: «-Γεια σου κορφή τση Κρήτης!». Δεν ξέρω αν το κατάλαβε (σαν Ανωγειανός πρέπει να τα διαισθάνεται αυτά τα κόλπα), αλλά εκείνη τη στιγμή κολάκευε κάθε κρητικό όπου γης –που έλεγε κι ο Καζαντζάκης. Οι σκηνές με τους κρητίκαρους χορευταράδες λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αν κρίνω μάλιστα απ’ τα δικά μου ανακλαστικά, φέρνουν στην επιφάνεια κι ένα δεύτερο παραμελημένο στοιχείο, πολύ ισχυρό όμως: Το στοιχείο της ξενιτειάς.
Η νοσταλγία της ουτοπίας
Ταυτιζόμαστε με τον ξεριζωμένο Greco, που –μέσα στην ταινία- κρατάει τον πυρσό της καταγωγής του και τον περιφέρει στις ξένες μητροπόλεις, μπολιάζοντας με το μεγαλείο του τα καινούργια χώματα. Τι μεγαλύτερη τιμή - λέω; Θα ήθελε ο καθένας μας να είναι Αυτός. Και δυνάμει είναι. Μόνο που η ματιά του Θεοτοκόπουλου προς τον τόπο του δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχε σε τίποτα να κάνει με τη δική μας τουριστική οπτική – αυτή ούτε λίγο ούτε πολύ ενός φιλέλληνα! Αν στ’ αλήθεια κουβαλάς τον τόπο σου δεν έχεις λόγο να τον διαφημίζεις. Όσο πιο λίγος νιώθεις ως φορέας της καταγωγής σου, τόσο περισσότερο ξυπνά κι η ανάγκη να διαλαλήσεις την πραμάτεια σου. Έτσι, από καθρέφτη σε καθρέφτη, καταντήσαμε ξένοι σε μια Κρήτη ουτοπική, που όμως υπήρξε η πραγματική μας μάνα. Να γιατί φοβάμαι πως η υποταγή στην τουριστική μας εικόνα είναι πια μονόδρομος. Προϋπήρξε η αλλοτρίωση της ψυχικής μας ταυτότητας. Τώρα μας απέμεινε η δυνατότητα να πλασάρουμε σαν τους ζητιάνους κακόγουστα αντίγραφά της -κι ας μου το συγχωρέσουν όποιοι αισθάνονται ακόμα διαφορετικά. Μιλάω για τον κανόνα. Έτσι κι ο κάποτε Zorbas the Greek συνέβαλε με την επιτυχία του στη χαλκομανία: συρτάκι, τζατζίκι, λεβεντιά. Το είπε κι ο Kleist: όσο περισσότερα ξέρει η μαριονέττα για τη χάρη της, τόσο το χειρότερο (για τη χάρη της).
Ο πανταχού παρών
Δεν μπορώ να κλείσω χωρίς να περάσω για λίγο από την ατραπό Λαζόπουλος. Αυτή θα με οδηγήσει πιστεύω σε μια εξωφρενική σκέψη.
Ο Λαζόπουλος λοιπόν συνέστησε στην εκπομπή του την ταινία. Σημείωσε μάλιστα ότι ο ίδιος έχει εκεί μια «φιλική» μόνο συμμετοχή, μήπως και τον κατηγορήσουμε για το άκομψο της διαφήμισης. Στο μεταξύ είναι γνωστό ότι αυτός ο εξαιρετικά προικισμένος κωμικός έχει διανύσει κομμάτια του δημόσιου βίου του χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσκόλληση σε αυτό που θα λέγαμε «τρέχουσα ηθική». Και καλώς. Σήμερα αναγνωρίζω ότι αυτή η κυνική στάση απέναντι στην αγορά είναι πιθανότατα ένα στοιχείο της παράδοσής μας (θυμηθείτε μόνο εκείνους τους υπέροχους Γνωστικούς των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που οι πατέρες της εκκλησίας μας τους διέβαλλαν από αμηχανία, αντί να τους φιλήσουνε τα πόδια).
Η υποσημείωση που με βασανίζει είναι ότι ο δικός μου π.χ. πατέρας δεν είχε ιδέα για όλα αυτά όταν παζάρευε τη μισή του ζωή στην εξορία. Κακό του κεφαλιού του, ασφαλώς. Μόνο που με τον τρόπο αυτό διατηρούσε το προνόμιο να επικαλείται δημόσια την τρέχουσα ηθική (ή βλακεία), κι αυτή να του ανοίγει αμέσως την πόρτα. Αυτή την ηθική την είχε βεβαίως προπληρώσει, ως πόρνη πολυτελείας, και με θεωρημένη, ανεξαργύρωτη φυσικά, απόδειξη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ποτέ δεν κοιμήθηκε μαζί της!
Η δυσκολία μου για τώρα συμπυκνώνεται στον μετεωρισμό της πιο πολυχρησιμοποιημένης φράσης στα νεοελληνικά μας πράγματα: «Το μη χείρον βέλτιστο!»
Στην αηδία της κορυφής των τηλεοπτικών best sellers , ο Λαζόπουλος αναδύεται αίφνης ως καλλίπυγος Αφροδίτη, ως μια πολλά υποσχόμενη νησίδα «αφύπνισης». Είναι αυτός ο μόνος από τους επιτυχώς επιπλέοντες στον οχετό του mainstream που καταφέρνει να σχολιάσει το αυτονόητο, και να μας το σερβίρει ως διαμάντι –μεγαλοφυές εύρημα, σχόλιο βαθιά ανθρώπινο, μια οργισμένη γροθιά στο τραπέζι της αδικίας. (Μόλις και μετά βίας τον σώζει το χιούμορ του απ’ την καταβόθρα του κιτς).
Διαμάντι ωστόσο στην πραγματικότητα είναι η αυτεπίγνωση στην οποία μας ωθεί η ίδια του η εικόνα: ότι δηλαδή ο νεοέλληνας είναι και λίγο σαλταδόρος, λίγο απατεωνίσκος, λίγο σοφός, πολύ επικοινωνιακός, ταλαντούχος σε κάτι, ζεστός, ανθρώπινος, βέβηλος, απαστράπτων και ανήθικος… Και όλα αυτά μαζί, σε ένα ομογενοποιημένο σύμπαν –δεν καταλαβαίνεις πότε έχεις να κάνεις με το ένα και πότε με το άλλο.
Δεν είναι τυχαίες οι ακροαματικότητες που χτυπάει. Όλοι μας μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του, γιατί συνοψίζει με έναν τρόπο φιλικό στην ψυχή μας αυτό που είναι η νέα μας ιστορία. Όχι μόνο δοξασμένες στιγμές, αλλά –κυρίως- στιγμές προδοσίας, που θα τις αποσιωπήσει επιμελώς κάθε αποτελεσματικό βιβλίο ιστορίας.
Καλώς έχουν όλα λοιπόν. Ο Λαζόπουλος μας είναι χρήσιμος γιατί μας απενοχοποιεί. Έτσι αυτό το πρόσωπο συνοψίζει τον νέο El Greco. Όχι τον «δικό μας», τον Δομήνικο, αλλά τον άλλο τον ελληνάρα, που τον βαφτίζει έτσι η ρηχότητα των media, και ο οποίος μέσα στον υποτιθέμενο μονόδρομο της τηλεοπτικής αλαζονείας θα παλέψει –σαν νέος Δον Κιχώτης- μόνος του, για το καλό όλων μας. Θα σηκώσει τον σταυρό του μαρτυρίου για λογαριασμό μας. Συνταχθείτε να προσκυνήσετε! – ελάτε στην εκπομπή να χειροκροτήσετε!
Ιδού ο Νυμφίος! Να υπογράψω κι εγώ αν είναι ανάγκη για τον νέο μας Fuhrer.
Όμως κάτι μου λέει πως αυτός ο Λάκης είναι αρκετά πονηρός για να γελαστεί σε διάρκεια. Ξέρει πως το εμπόριο, ο οδοστρωτήρας ενός ανεξέλεγκτου χιούμορ που μέρα με τη μέρα ρίχνει αδέσποτες προς κάθε κατεύθυνση -και κυρίως προς το πρόσωπό του, το σιδερένιο χέρι της ρητορείας, η ίδια η ξεδοντιασμένη μασέλα του ηλεκτρονικού μέσου που σου στέλνει φιλάκια την ίδια τη στιγμή που σου δαγκώνει το σβέρκο, όλα αυτά δεν μπορεί να μας αποκοιμίσουν για πολύ.
Θα σας θυμίσω λοιπόν εκείνον τον Αριστείδη, που ασφαλώς εξοστρακίστηκε, αν και δίκαιος, κι αυτό γιατί τα ανακλαστικά της Αθήνας ήταν ακόμη τότε υγιή. Η Δημοκρατία έπρεπε να προφυλαχτεί, ας είναι κι απ’ τον άριστο. Αλλά κι εμείς οι ξεστρατισμένοι, πόσον ύπνο μπορούμε να αντέξουμε άραγε; Για πόσο μπορεί η ασπίδα του «αυτονόητου» να μας προφυλάσσει απ’ τις κρυφές μας αμαρτίες;
Όχι κύριοι, που θέσατε τους δικούς σας κανόνες και τους πλασάρετε πάλι ως «αυτονόητους», δεν μας πείθει η θεατρική δαγκωνιά στο χέρι του κυρίου σας –αυτού που σας γεμίζει καθημερινά το πιάτο. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Μήπως δεν είναι ο Νυμφίος που έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, παρά η νέα γενιά των μεταλλαγμένων Τριανταφυλλόπουλων -πιο έξυπνων, πιο επικοινωνιακών και άρα πιο επικίνδυνων;
Το να πιαστείς να κλέβεις το βάζο με το γλυκό, τη στιγμή που διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου για τους κλέφτες, εθεωρείτο κάποτε αμαρτία. Σήμερα μας ζητούν να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως η αμαρτία είναι μια και μοναδική: το να σε πιάσουν.
Αυτά συμβαίνουν από κει. Κατά τα άλλα, ο τίτλος αυτού του κειμένου εξακολουθεί –όπως καταλαβαίνετε- να μου ζητά με επιμονή τη διπλή του ανάγνωση: με δυο ταυτόχρονα τρόπους, που καθρεφτίζουν δυο διαφορετικές εποχές - δυο διαφορετικά στρατόπεδα. Είναι ο απολύτως κατάλληλος καιρός για να διαλέξεις.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
17 Νοεμβρίου 2007