[ZipUnzip]
ΓΥΑΛΙΑ ΗΛΙΟΥ
Και προχωρούσα και προχωρούσα σε μια θάλασσα ασχήμιας, με μικρά διαλείμματα υποσχέσεων των πουλιών, προχωρούσα από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, με τον τρόπο που μόνο ένας αστός στο καταχείμωνο μπορεί να καταλάβει -κι αυτό μόνο αν τύχει να ‘ναι ορθάνοιχτος απ’ την πλευρά της Άνοιξης για λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα.
Η ασχήμια, ξέρετε, δεν είναι προνόμιο των μεγαλουπόλεων -δεν είναι έδαφος που ορίζεται γεωγραφικά. Παρόλα αυτά, αν βρεθείτε πρωί στο μετρό θα αντικρύσετε στα μάτια των ανθρώπων τη σκιά μιας απόγνωσης για τη ζωή που καλούνται να διανύσουν ως την επόμενη αργία, θ’ ανακαλύψετε το καμπούριασμα μιας ζωής που δε διαλέξανε, αλλά που μ’ ένα μαγικό τρόπο τους επιβλήθηκε μέσα στο χρόνο. Το να συναντήσεις σε πρωινό βαγόνι ένα βλέμμα που στέκεται πάνω σου έστω για λίγο -που βλέπει αντί να κοιτάζει- θεωρείται τύχη εξαίσια πλέον, κι εκεί θα πρέπει επί τόπου να ευχαριστήσεις αυτόν που κινεί τα νήματα των συμπτώσεων, μήπως και τον καλοπιάσεις για την επόμενη χάρη.
Σήμερα θα συναντούσα τέτοια φωτεινά βλέμματα, γιατί ήταν Παρασκευή βράδυ, γιατί τα φανάρια ανοιγόκλειναν υπνωτιστικά προοιωνίζοντας μια παράξενα ήρεμη νύχτα για την Αθήνα και γιατί ο σταθμός της πλατείας Συντάγματος ήταν γεμάτος νέους που περπατούσαν προς κάποια ανακουφιστική έξοδο, σε πείσμα του οικονομικού τσουνάμι που ο τηλεοπτικός κήρυκας μας υπόσχεται.
Τα κορίτσια φορούσαν τα καλά τους κι άφηναν με τ’ αρώματα ευανάγνωστες υποσχέσεις στον αέρα για τις ώρες που θ’ ακολουθούσαν, το νευρικό περπάτημα των αρσενικών μιλούσε για μια πιθανή υπέρβαση απόψε, το κέντρο της πόλης γουργούριζε στη θερμοκρασία ενός παράξενου μετεωρισμού σε αναμονή -τα γεγονότα συσσωρεύονταν πειθήνια στον προθάλαμο. Τίνος πράγματος;
Κατέβαινα κι εγώ να πάω στο ρεσιτάλ του Oscar Ghiglia και του Χρίστου Παπαγεωργίου, που μας είχε υποσχεθεί το Ίδρυμα Θεοχαράκη.
Ο δαίμονας που συνοδεύει μια ξεστρατισμένη απ’ την παιδική ηλικία παραξενιά μου να παρατηρώ, να ξεχνιέμαι, να αφήνομαι στο ρυθμό ενός υπόκωφου τύμπανου που μετρά τον χρόνο υπογείως, ελαστικά και μόνο για μένα, με άφησε 10 περίπου λεπτά πίσω απ’ την οριζόντια καταγραφή των ρολογιών της πλατείας. Καθυστέρησα όπως πάντα. Όμως αυτή την καθυστέρηση θα μπορούσα να την πω ανάγκη, προετοιμασία για κείνο που είναι να ‘ρθει, σκύψιμο προς τον μέσα έφηβο που απαιτεί μια λίγη επιστροφή στα δικά του πριν διαβεί σκυφτός το κατώφλι του δημόσιου, κάποιας εκκλησίας, κάποιας μουσικής, να ξαναζήσει ό,τι… Έτσι έκανε και τώρα. Όμως οι πορτιέρηδες των καλών μας αιθουσών δεν ξέρουν από τέτοια, και τραβάνε τις κουρτίνες με το τρίτο καμπανάκι, για να πάνε να κάνουν άλλες δουλειές.
Δυο νόστιμες κοπέλες στην είσοδο με καλωσόρισαν με το χαμόγελο, με ενημέρωσαν γλυκύτατα ότι είχα ελάχιστα αργήσει, και ότι μπορούσα να περιμένω έξω απ’ την αίθουσα για το πρώτο χειροκρότημα, να περάσω… Κάναμε τις σχετικές φιλοφρονήσεις που αφήνουν τη γλύκα τους στις νύχτες όλων των ανθρώπων, και προχώρησα στον προθάλαμο. Εκεί, πίσω από μια κουρτίνα, μπορούσα να ακούω τις πρώτες νότες απ’ το πρελούδιο της τρίτης –όπως λέμε- σουίτας για λαούτο του Μπαχ, με έναν ήχο που τον φανταζόμουνα ωραίο, αλλά που από δω που ήμουνα δεν μπορούσα να πω.
Ξέρω βέβαια πως ο ωραίος ήχος (να τον πούμε έτσι για να συνεννοηθούμε μια και καλή) αφήνει τα σημάδια του στον τρόπο της φράσης, στις σιωπές, στον χρόνο, στις επιστρώσεις των νοημάτων… άρα μου έλειπε ένα μόνο στοιχείο. Ήξερα ότι ήμουνα στο σωστό μέρος. Και περίμενα.
Δίπλα μου ήταν ένας ευγενής κύριος –αυτά τα καταλαβαίνεις στον αέρα γύρω απ’ την καμπαρτίνα του άλλου- που περίμενε όπως κι εγώ όρθιος να ακούσει ολόκληρη τη σουίτα με τη σχετική έκπτωση.
Αφού πέρασαν δυο τρεις όμορφες φράσεις, τη γαλήνη των μεσοδιαστημάτων και τη σιωπηλή μας σύμπνοια ράγισε μια δυνατή φωνή και μια πόρτα που άνοιγε βάρβαρα:
-Δεν μπορείτε να περιμένετε εδώ! Θα βγείτε πάνω και θα ξαναέρθετε στο διάλειμμα!
Αυτόματα οι δείκτες μας στάθηκαν στα χείλη, με ένα σιγανό σσς! -να μην ενοχλήσουμε…
-Ποιος σας είπε να έρθετε εδώ; Περάστε πάνω!, συνέχισε ένας νεαρός με γκρίζα στολή εργασίας –δεν ξέρω ποιάς.
Μάταια προσπαθήσαμε κι οι δυο να τον πείσουμε να χαμηλώσει τον τόνο. Αυτός εξακολούθησε με μεταλλικό ήχο –αυτόν που δεσπόζει κάποτε σε διαδρόμους δευτεροκλασάτων υπουργείων- να μας καλεί να φύγουμε. Και το κάναμε, για να σωπάσει. Σίγουρα ενοχλήθηκε ο μουσικός, που έβλεπα από μια γωνιά της κατεβασμένης κουρτίνας, αλλά πώς αλλιώς...
Στην είσοδο του κτιρίου, ο νεαρός έκατσε με μεγαλοπρέπεια μπροστά σε κάποια οθόνη, και, χωρίς να κοιτάζει καθόλου εμάς τους όρθιους υποταχτικούς, μας πληροφόρησε με ύφος αστυνομικού διευθυντή ότι αυτός «δεν αναλαμβάνει να ανοίξει την πόρτα». Να μη σας κουράσω με τους λόγους που επικαλέστηκε. Θα περιοριστώ στο σχόλιο: Το δημοσιοϋπαλληλίκι στην πλήρη του ανάπτυξη.
Ο κύριος που με συνόδευε προσπάθησε να αρθρώσει κάτι με μεγάλη ευγένεια: ότι «εγώ που έρχομαι για πρώτη φορά στον χώρο σας, περιμένω να μου φερθείτε φιλόξενα, για να θελήσω να ξαναέρθω», κι ότι «οι άνθρωποι που πατούν το πόδι τους εδώ για να ακούσουν μουσική, έρχονται προετοιμασμένοι μ’ έναν τρόπο που μάλλον εσείς κύριε δεν μπορείτε να καταλάβετε», και «τουλάχιστον σας παρακαλώ να φερθείτε ευγενικά», και άλλα τέτοια άσφαιρα για τον εν λόγω υπάλληλο.
Τα αντίστοιχα έλεγα κι εγώ. Εις μάτην. Ο νεαρός δεν σήκωσε το απουσιάζον βλέμμα ούτε μια στιγμή για να μας αντικρύσει, και το έκανε απρόθυμα μόνο όταν υιοθέτησα επιθετικό ύφος: «Κύριε, σε σας μιλώ!»
Εκείνη τη στιγμή πρωτοαντίκρισα το σκοτεινιασμένο απ’ την έλλειψη έρωτα στη ζωή βλέμμα του, έρωτα για κάτι πιο βαθύ. Σχεδόν τον λυπήθηκα. Ο μεσήλικας που στεκόταν δίπλα μου –πιο σοφός ασφαλώς- πρότεινε να μη χαλάσουμε τη βραδιά μ’ αυτή την αφορμή, γιατί θα μας έμενε η πίκρα της στο τέλος και μόνο. Εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω.
Έφυγα ευχαριστώντας με μια ελάχιστη ειρωνεία -ουσιαστικά την κοπέλα που στεκόταν πίσω και που είχε κι η ίδια μείνει άφωνη. Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τίποτα όμως, τα γαλόνια είχαν δοθεί σε λάθος άνθρωπο. Εκείνος –ίσως κι εξ’ αιτίας ενός απροσδιόριστου φόβου που αναδύθηκε αίφνης στο ακουστικό του τύμπανο, ποιος ξέρει από ποια αδέξια αποσιωπημένη απειλή μου- τόλμησε να αρθρώσει ένα «συγγνώμη» προς την πλάτη μου ενώ έφευγα. Εκεί έκλεισε το μικρό μας ειδύλλιο.
Περπάτησα και πάλι στους δρόμους γύρω απ’ την πλατεία για να σκεφτώ, και είδα πως το σημαντικό ήταν αλλού: Πέρα απ’ τη γεύση απογοήτευσης που έχασα έναν απ’ τους λίγους μουσικούς που με ενδιαφέρουν (και που τους ακούω με προσμονή για τον τρόπο που θα μοιραστούν και την πιο ασήμαντη φράση), η θέα της φάτσας του υπαλλήλου κατάφερε κάτι μεγαλειώδες: Δυναμίτισε τα αναχώματα, ελευθερώνοντας έναν χείμαρρο όμοιων καταστάσεων απ’ τη μνήμη (αυτή την παράξενη δεξαμενή παλαίωσης των γεγονότων), καταστάσεων που συνήθως προσπερνάμε με ένα «δεν πειράζει ρε αδερφέ!». Ο λόγος που έφευγα από κει ήταν στ’ αλήθεια για να μην ξεχάσω το πόσο βαθειά τέτοια ασήμαντα στιγμιότυπα μπορούν να επηρεάσουν την πραγματική μας ζωή.
(Θα ζητήσω εδώ συγγνώμη απ’ τον Oscar για την απουσία, αλλά με τράβηξε απ’ το μανίκι μια πιο επιτακτική ανάγκη. Εκείνο που με παρηγορεί είναι ότι συχνά φαντάζομαι την οπτική του προς ένα έργο και σχεδόν τον ακούω να παίζει, εμπιστευόμενος την εσωτερική συγγένεια που κάνει τους ανθρώπους να συνεννοούνται ακόμη κι αν δεν έχουν ποτέ τους συναντηθεί. Το ότι υπήρξε από κοντά κι από μακριά -με κάποιους τρόπους- δάσκαλος, είναι μια γλυκιά λεπτομέρεια για την οποία μπορώ σήμερα απ’ την πλευρά της ωριμότητας να τον ευχαριστώ…)
Ποιός ήταν όμως εκείνος ο αόρατος σε πρώτη ματιά λάκκος με τα φίδια που αποκαλύφθηκε κάτω απ’ τη βομβιστική στα απομεινάρια της ευαισθησίας μας επίθεση εκείνου του όψιμου ισραηλινού στρατιώτη στην είσοδο της αίθουσας; Ποια φαντάσματα της καθημερινότητάς μας ξύπνησε αυτή η φαινομενικά χωρίς κανένα ιδιαίτερο βάρος ενέργεια; Ποιο είναι το πραγματικό εκτόπισμα της –έστω ακούσιας- αλητείας, όταν την αφήνουμε να προσπερνά με ένα «δεν πειράζει, δεν έγινε και τίποτα;»
Θα προσπαθήσω στο επόμενο να δείξω ότι οι παράπλευρες απώλειες στην ψυχική μας ζωή είναι δυσανάλογα μεγάλες ώστε να μας επιτρέπεται να σιωπούμε σε κάθε τέτοια ελάσσονα «ατυχία». Όσοι θεωρήσουν ότι διυλίζω τον κώνωπα, δεν θα χαμογελάσουν πάντως αμέριμνα στη συνέχεια…
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
9 Φεβρουαρίου 2009