ZipUnzip
Μητροπάνος, Χατζηγιάννης
κι εμείς οι υπόλοιποι...
η αφορμή
Στις 2 και στις 4 Νοεμβρίου 2006 και από τις συχνότητες της κρατικής τηλεόρασης έτυχε να παρακολουθήσω το 2ο «Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης». Η συμμετοχή μιας φίλης (να το πω: της Στέλλας Γαδέδη), όσο και μια ελαφρώς διεστραμμένη περιέργεια για τα τεκταινόμενα σε έναν χώρο που δεν γνωρίζω αλλά του οποίου τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες παρακολουθώ λαθραία και με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, με καθήλωσαν στον καναπέ. Το επίσημο εορταστικό κλίμα των παραστάσεων πριμοδοτήθηκε από την παρουσία στην κριτική επιτροπή κάποιων καθιερωμένων -δια της ευθείας ή δια της τεθλασμένης των ΜΜΕ- καλλιτεχνών. Το σε πόσο βαθιές ή αβαθείς περιοχές του κοινωνικού ψυχικού στρώματος έχουν ριζώσει αυτές οι παρουσίες είναι θέμα προς εξέτασιν.
Εκείνο που για τώρα με απασχολεί είναι η επίσης εορταστική παρουσία δύο εξεχόντων για την εποχή μας προσώπων του ευρείας κατανάλωσης καλλιτεχνικού χώρου -του Δημήτρη Μητροπάνου και του Μιχάλη Χατζηγιάννη- που εκλήθησαν να βοηθήσουν στην κορύφωση ενός κατά τα άλλα αμήχανου προγράμματος. Ο πρώτος στις 2 και ο δεύτερος στις 4 του μήνα.
Δεν θα ισχυριστώ ότι κατέχω πλήρως την ιστορία και την καλλιτεχνική διαδρομή των δύο -διαφορετικής γενιάς- προσκεκλημένων του φεστιβάλ, εξ’ ου και οι σκέψεις μου στηρίζονται κυρίως στην εντύπωση της πρώτης -που λέει ο λόγος- ακρόασης. Το λέει ο λόγος, επειδή τα αφτιά μας ακούνε πλέον σε μεγαλύτερο ποσοστό ό,τι «παίζεται» στον αέρα -απ’ την τηλεόραση έως τα ραδιόφωνα της συμπαθούς κίτρινης φυλής των ταξιτζήδων- και σε μικρότερο ποσοστό ό,τι διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι. Επίσης με ενδιαφέρει μια εσωτερική σύγκριση των δύο προσώπων, επειδή αυτά ορίζουν κατά κάποιον τρόπο δυο διαφορετικές εποχές -χρονικά συνεχείς αλλά μεταξύ τους άσχετες.
ένα τερατάκι που συνηθίσαμε
Δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω από κάτι που θα αποδειχθεί χρήσιμο στη ροή των σκέψεων, και που είναι η εκπληκτικού ερασιτεχνισμού παρουσία των ίδιων των παρουσιαστών, οι οποίοι εκλήθησαν -ως σέξι γλάστρες στην εκπομπή του μικρού Μικρούτσικου- να κρατήσουν το ηθικό του φεστιβάλ ανεβασμένο μέχρι την τελική εκτόνωση, την κορυφαία δηλαδή εκείνη στιγμή κατά την οποία οι κάμερες σβήνουν, και μας εγκαταλείπουν εξουθενωμένους και αμήχανους στα κρεβάτια και στους καναπέδες μας.
Οι τέσσερις στο σύνολο παρουσιαστές άλλο δεν έκαναν απ’ το να ψελλίζουν προβαρισμένα εφηβικά αστεία που εδραίωναν τάχα μου το αυθόρμητο της παρουσίας όλων μας στη «γιορτή του τραγουδιού». Ο θηριώδης ναρκισσισμός τους δεν επέτρεψε ούτε μια στιγμή πραγματικής συγκίνησης, ακόμα κι όταν ένα τραγούδι που μόλις είχε τελειώσει εκλιπαρούσε εκκωφαντικά τη σιωπή μας για να αφομοιωθεί. Τέτοια αποκτήνωση ή απλά ασχετοσύνη για την πραγματική λειτουργία της μουσικής!
Το γεγονός ότι η ΕΡΤ διάλεξε αυτά ακριβώς τα πρόσωπα και αυτής της κατεύθυνσης την παρουσίαση, δηλώνει περίτρανα τις πραγματικές της προθέσεις σε σχέση με τον πολιτισμό. Το να ισχυριστώ ότι η διοίκησή της είναι απλά «άσχετη», σε θέματα πολιτισμού, θα ήταν μια απελπιστικά καλοπροαίρετη στάση απέναντι σε έναν φορέα που κάθε τόσο διολισθαίνει μερικά εκατοστά βαθύτερα στη χοάνη των νόμων της αγοράς, ενώ υποτίθεται ότι δουλειά του είναι -στο βαθμό που βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη όλων μας- να προασπίζεται το έργο των δημιουργών κρατώντας το μακριά από δεύτερες λειτουργίες και να το παραδίδει ακέραιο στους αποδέκτες του, ως όχημα πραγματικής ψυχαγωγίας και στήριγμα μιας κοινωνίας όλο και περισσότερο αποκτηνωνόμενης Ο έφηβος Χατζιδάκις -αυτός του κάποτε Τρίτου Προγράμματος- το έλεγε: «…να μην συνηθίσουμε το πρόσωπο του τέρατος!». Ο χρόνος έδειξε ότι δυστυχώς εκείνο ήταν μόνο η αρχή…
ένα θεραπευτικό παράπονο
Επιστρέφω λοιπόν στη γιορτή, για να πω πόσο «γερασμένος» μου φάνηκε αυτή τη φορά ο Μητροπάνος και πόσο ανήμπορος σε σχέση με τον ρόλο που είχε εκείνη τη στιγμή αναλάβει.
Προλαβαίνω να πω ότι το πραγματικό ήθος αυτού του ανθρώπου με είχε σημαδέψει κι εμένα έφηβο, όταν για πρώτη φορά τον άκουσα να τραγουδά στην πλατεία των Ανωγείων το 1980. Όχι σε καμιά συναυλία, αλλά καθισμένο στην πλατεία του χωριού, αργά, μετά από άπειρες ρακές, με τη συνοδεία μιας κιθάρας κι ενός μαντολίνου -ίσως να ήταν ο μετέπειτα Λουδοβίκος, αλλά δεν ορκίζομαι- και με μια λιτότητα και αλήθεια που σε συγκλόνιζε. Ήδη γνωστός -ένας πραγματικά «μεγάλος» του χώρου του θα λέγανε κάποιοι σήμερα- είχε προλάβει να σημαδέψει με τον τρόπο του τις μετεφηβικές ερωτικές περιπέτειες του μέλλοντός μας, είχε καταφέρει να συνοψίσει σε «ένα τσιγάρο που καίει» και που ήταν το «τελευταίο» όλη την ανάγκη να εκφραστεί ο πόνος ενός ες αεί Αποχωρισμού -μια ελληνική παράδοση που κρατούσε απ’ το ένα χέρι το ρεμπέτικο του Βαμβακάρη (συν λίγο βυζαντινό λιβάνι και Μεγαλοβδομαδιάτικο αγιόκλημα) κι απ’ την άλλη το μεθυστικό παράπονο του Καζαντζίδη. Αν αναρωτιέστε πόσο χρήσιμο υπήρξε αυτό το παράπονο για τον ψυχισμό μας (ή αντίθετα πόσο πιθανώς μας «κράτησε πίσω» -κατά τις έσχατες ρήσεις του Στέλιου Ράμφου) θα σας ζητήσω απλά να θυμηθείτε αν, έστω σε μια στιγμή της ζωής σας, δεν χρειάστηκε να βρείτε καταφύγιο σε αυτούς τους φαινομενικούς μελοδραματισμούς, για να αποφορτιστείτε ή έστω για να πάρετε φόρα προς κάτι που επιτέλους κοιτούσε προς το μέλλον σας…
στενό κοστούμι
Ο Μητροπάνος λοιπόν υπήρξε μεγάλος, και ο τρόπος που κατά καιρούς τον έχω ακούσει να μιλά για τη ζωή του με κάνει να διαισθάνομαι ότι αυτό δεν συνέβη ερήμην του. Εδώ όμως θα ταίριαζε απόλυτα η κραυγή του Εγγονόπουλου προς τον Μπολιβάρ του:
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
Γιατί μια «Λάρισα» -και μόνο- υπήρξε για το πάλαι ποτέ μέγεθος του Μητροπάνου αυτή η παρουσία, και είναι κρίμα αν δεν το βλέπει.
Λέω πάλαι ποτέ, γιατί πέραν των προθέσεών μας μετράει και η ζωή που στο μεταξύ κάναμε. Αυτό το γλυκά γερασμένο πρόσωπο, με τα αραιά πλέον άσπρα μαλλιά και το άκομψα στενεμένο λύγισμα μέσα στο κοστούμι και τη γραβάτα του μετα-ΠΑΣΟΚ αριστερού, κουβαλούσε όλη την αμηχανία του ανθρώπου που έζησε στον παράδεισο και προσπαθεί να μιλήσει στα κουφά εγγόνια του γι αυτόν. Συμβόλισε ακαριαία τη στάση κάθε πνευματικού ανθρώπου που βρέθηκε να κολυμπά στα βαθιά της βαρβαρότητας και πίστεψε ότι το ήθος του και μόνο θα τον κρατήσει στην επιφάνεια.
Άλλες εποχές, άλλοι τρόποι… Δεν γίνεται να είσαι υπηρέτης δυο αφεντάδων, και το γεγονός ότι μια τέτοια τρυφερή πυγολαμπίδα της ζωής μας βρέθηκε κάποτε σε απόσταση αναπνοής απ’ το πυρακτωμένο κέντρο της συνολικής αναγνώρισης και της εξουσίας, μας αφήνει περιθώριο να υποπτευθούμε ότι τα φτερά της ίσως και να ‘ναι πλέον λίγο τσουρουφλισμένα.
Το βάρος μιας τέτοιας υποθετικής ενοχής του Μητροπάνου έμοιαζε προχθές να καθηλώνει τις φράσεις που κάποτε φτερούγιζαν στον αέρα μιας ανιδιοτέλειας. Όχι, το τσιγάρο που έκαιγε στα χέρια του ήταν πλέον light, και δεν μπορούσε να πείσει κανέναν για το ειδικό βάρος της συμβολικής του παρουσίας στο χέρι ενός τραγουδιστή που -υπό κανονικές συνθήκες- θα σε ακινητοποιούσε με τη συναισθηματική του παρουσία και μόνο. Πόσο δε μάλλον που το πάλαι ποτέ σόλο του μπουζουκιού, που τότε μύριζε λυτρωτικά καπνό και αλκοόλ, είχε τώρα περάσει ξεδιάντροπα στα άκαπνα χέρια των βιολιστών του συνόλου της ΕΡΤ, λες και οι ενορχηστρωτές είχαν διανύσει την παιδική τους ηλικίας ακούγοντας συμφωνίες του Μότσαρτ και έτσι δεν είχαν ποτέ τους υποπτευθεί ότι το να ακούς λαϊκό τραγούδι με συνοδεία βιολιού αλά Yannis είναι το ίδιο κιτς με το να ακούς Brahms στο μπουζούκι, όπως κάποτε αφελώς τόλμησε ο Πολυκανδριώτης. Καλά, αυτοί δεν το ξέρανε, γιατί μεγάλωσαν με το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν» του αειμνήστου. Ο Μητροπάνος όμως όφειλε να τους το θυμίσει, γιατί -ναι- αυτός είναι ένας Υδραίος!
νέα εποχή
Μετακινώντας λίγο το μάτι στην κλειδαρότρυπα, μπορώ να ισχυριστώ ότι ίσως είναι αδύνατον σήμερα να ξαναγεννηθεί η φορτισμένη ατμόσφαιρα της πλατείας των Ανωγείων του 1980. Κυρίως γιατί η παρθενικότητα κουβαλάει απ’ τη φύση της την κατάρα του παροδικού. Η μοίρα του ζώντος συμβόλου είναι να καταρρίπτεται μέσα στο χρόνο, εκτός κι αν το δούμε άρρηκτα δεμένο με την εποχή που το γέννησε, οπότε μένει για πάντα παρόν. Κι εδώ μπορείς να πεις ότι είναι άδικο να φορτώνουμε έναν -όποιον- άνθρωπο με τις δικές μας ανάγκες. Σωστά. Μόνο ο Χριστός και μερικοί ακόμα σταυρώθηκαν στον βωμό της υπηρεσίας του Άλλου. (Προσωπικά επιτρέπω σε κάθε μου σύμβολο να καταρριφθεί, εφόσον έχει ούτως ή άλλως ήδη εκπληρώσει την αποστολή του μέσα μου.)
Επίσης, ο τρόπος που ακούμε και βλέπουμε σήμερα είναι διαφορετικός. Να γιατί ψευτίζουν στην ατμόσφαιρα ενός φεστιβάλ εκείνα τα ίδια τραγούδια που κάποτε μας συγκίνησαν. Δεν είναι που παλιώσανε. Είναι που διαπράξαμε το αμάρτημα να τα «εκσυγχρονίσουμε», θεωρώντας ότι αυτά θα δεχτούν τους νέους όρους αδιαμαρτύρητα. Αλλά αυτά -πιο έξυπνα από μας- αντιστέκονται, κι έτσι: αλλιώς ακούγεται ο Τσιτσάνης στο στόμα της Νίνου κι αλλιώς στο στόμα του Νταλάρα. Δεν φταίει ο δεύτερος. Εμείς (κι αυτός ασφαλώς πριν από μας) σηκώνουμε «σημαία από νάιλον», επαναστάτες της δεκάρας, και μετά πατάμε το off να πάμε ήσυχοι για ύπνο.
Χατζηγιάννης ή ας πούμε Χατζιδάκις…
Και περνάω στη δεύτερη χρονικά βραδιά, όπου ο επιφανής καλεσμένος είναι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Αν δεν είστε έφηβη κορασίς ή μανιώδης οδοιπόρος της νυχτερινής ζωής της Αθήνας, πιθανότατα να πιστεύετε ότι δεν έχετε ποτέ σας ακούσει τραγούδι του. Γελιέστε όμως, γιατί κάθε στοιχειώδης χρήστης των μέσων δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει πέσει πάνω σε έργο του. Φτάνει να έχετε για μια τουλάχιστον φορά γίνει μάρτυρας της αισιόδοξης ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής διαφήμισης της COSMOTE.
Εδώ τα πράγματα απλοποιούνται, γιατί η μνήμη μιας άλλης εποχής δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την κατανόηση της λειτουργίας του συμβάντος. Επιστρέφοντας ξανά στον Χατζιδάκι -συγγνώμη, ήταν κι άλλοι που μίλησαν όπως αυτός, αλλά λίγοι είχαν τη δυνατότητα να δημοσιοποιούν τη σκέψη τους τότε- θα θυμηθώ τα «τραγούδια - τσίχλα» που αναμασιούνται σε μια καθημερινή κατανάλωση.
Είναι αδύνατον να μην θυμάσαι τραγούδι του Χατζηγιάννη, γιατί αυτό είναι στηριγμένο στο απολύτως αναμενόμενο, όπως τα τραγούδια του Φοίβου, που τροφοδοτεί τις επιτυχίες κάθε κορυφαίας μας αοιδού. Βρίσκονται στους αντίποδες ας πούμε του «Μεγάλου Ερωτικού». Εδώ το ζητούμενο δεν είναι να γίνει το τραγούδι φορέας μιας ιδιωτικής στιγμής του συνθέτη, που δι’ ανακλάσεως μας αφορά, αλλά -αντιθέτως- να γίνει φορέας μιας ιδιωτικής στιγμής του ακροατή!
Μα, θα μου πείτε, έτσι ήταν πάντα με τις επιτυχίες. Κάτι έπρεπε να θυμίζουν, για να μπορεί να λειτουργήσει ασυνείδητα το σύνολο των προηγούμενων στιγμών που ενεργοποίησαν τη συγκίνηση -όπως στα παραδοσιακά. Τότε, η επανάληψη μεταμορφώνεται σε ένα απρόσμενο πετραδάκι που κινητοποιεί τη χιονοστιβάδα και απελευθερώνει μια κτηνώδη, εγκλωβισμένη στη μνήμη μας, ενέργεια.
Ναι, έτσι. Αλλά εκ των υστέρων! Γιατί, στην περίπτωσή μας, η ανάγκη του σουξέ και η καμουφλαρισμένη αγωνία των πωλήσεων διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας νότα.
Αν τολμούσε δε κανείς να ψάξει λίγο περισσότερο τους λόγους της ομογενοποίησης αυτών των υλικών, ίσως αναγκαζόταν να παραδεχτεί το Οργουελικό: Τα τραγούδια αυτά μοιάζουν μεταξύ τους γιατί απλά είναι αντίγραφα κονσερβαρισμένων riffs που κυκλοφορούν ήδη ευρέως στην Αμερική μαζί με τα software των μουσικών προγραμμάτων. Αξίζει να αναζητήσει κανείς δημοσιεύματα - διαμαρτυρίες των εκεί συνθετών για την τεράστια ζημιά που οι εταιρίες έχουν κάνει στο έργο τους. Σήμερα δεν χρειάζεσαι παρά ένα ακριβό πρόγραμμα, για να θεωρείσαι αυτάρκης συνθετικά!
Αλλά ας μην ανοίξουμε άλλο αυτό το θέμα. Απλά να παραδεχτούμε ότι η pop προϋποθέτει την κατανάλωση -αυτή είναι η δουλειά της. Και κατ’ αυτό ουδόλως μας κοροϊδεύει.
μια ανηθικότητα με ηθικές βάσεις
Ευτυχώς όμως δεν μιλάμε για μια ανηθικότητα, γιατί περιέργως κανείς από αυτούς που μεσουρανούν στον χώρο της διασκέδασης -πόσο μάλλον ο Χατζηγιάννης- δεν διατείνεται ότι κάνει «υψηλή τέχνη». Και μπράβο του. Γι αυτό ο Χατζηγιάννης ήταν άνετος μέσα στο καλόγουστο κουστούμι του, με την ελαφρώς λυμένη γραβάτα και το κολάρο να τονίζει ένα πρόσωπο έτοιμο να εισχωρήσει στις φαντασιώσεις κάθε νεαρού κοριτσιού.
(Περιέργως ο Χατζηγιάννης δεν λειτουργεί σαν πρότυπο για τα εκκολαπτόμενα αρσενικά, λες και αυτά διαισθάνονται ένα ψεύτισμα του ερωτικού τους πρότυπου αν το αφήσουν να συνοδοιπορήσει με την εικόνα αυτού του ειδώλου. Ναι, με τον Μητροπάνο μπορούσαμε να ταυτιστούμε. Με τον Χατζηγιάννη όχι, γιατί -παρόλο το μπέρδεμα των ρόλων αρσενικού και θηλυκού των τελευταίων δεκαετιών- εξακολουθούμε σ’ αυτό το μέρος του κόσμου να θεωρούμε αρσενικό ένα πρότυπο σκοτεινό. Ο Χατζηγιάννης δεν θα μπορούσε να είναι ο πατέρας σας. Κι αν ήταν συμμαθητής σας στο σχολείο πιθανότατα θα τον κοροϊδεύατε ως φλώρο. Αυτό όμως δεν πειράζει καθόλου τα κορίτσια, που μοιάζει να ονειρεύονται μια ζωή δίπλα στην εικόνα του. Κάτι αντιστέκεται ακόμη σε κάποια αρσενικά, ποιος ξέρει τι!)
και μια μεταλλική αυτοπεποίθηση
Ο Χατζηγιάννης λοιπόν δεν κορόιδεψε κανέναν, αντιθέτως στάθηκε με απόλυτα επαγγελματικό τρόπο στο ύψος και στο ύφος του ρόλου του και ξεσήκωσε το ακροατήριο. Ή μήπως έτσι έμοιαζε (θυμηθείτε παρακαλώ τον Μπιρσίμ) να γίνεται;
Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του κόσμου όπως τις κατέγραφε η κάμερα, παρατήρησα ότι -με εξαίρεση τη γαλαρία των κοριτσιών- υπήρχε μια αποκαρδιωτική ακινησία στον χώρο των μεγαλυτέρων, ακινησία που όμως δεν «έγραφε» στο επιλεκτικό μάτι της κάμερας και πολύ περισσότερο στο ηχητικό αποτέλεσμα. Η ένταση όλο και αυξάνονταν, λες και ένας μάγκας ηχολήπτης φρόντιζε να καλυφθούν τα όποια επικίνδυνα κενά ενθουσιασμού, ενώ ο αρχηγός της γιορτής ταξίδευε με τέτοια άνεση και αυτοπεποίθηση στο δαφνόσπαρτο μονοπάτι της επιτυχίας του ώστε δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της παντοδυναμίας του. Ακόμη και ο δύσκολος εγώ, που παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα από την ακινησία του καναπέ μου, μπόρεσα να νιώσω τον παλμό της αίθουσας -τουλάχιστον ενός μέρους της. Τέτοιο παραλήρημα ταύτισης με το είδωλο που αναλύεται μπροστά σου σε κορώνες μεγαλοσύνης είχα να το νιώσω απ’ την εποχή του μεταπολιτευτικού Θεοδωράκη. Το γήπεδο στην κορυφαία του έκφραση. Μια ακαθόριστης προέλευσης ενέργεια κινητοποιούσε όλα τα κλισέ και τα έκανε να λάμπουν στην οροφή του τσίρκου. Ευτυχώς. Θα ήταν απογοητευτικός διαφορετικά.
μπαγιάτικο φαγητό με ασημένια μαχαιροπήρουνα
Ο Χατζηγιάννης ο ίδιος εξάντλησε κάθε παλιά και δοκιμασμένη τεχνική -σαν άλλος Κόπερφιλντ- για να διαβεβαιώσει και τους πιο καχύποπτους από μας ότι και η μουσική είναι ένας χώρος που το ερμηνευτικά φτηνό μπορεί να βασιλέψει, έστω περιστασιακά: Κορόνες στο τέλος των φράσεων, επιταχυνόμενοι ρυθμοί, εκκωφαντικά κρεσέντι, διονυσιακής καταγωγής κρουστά, ξαφνικές σιωπές, εκτυφλωτικά φώτα, γρήγορα cut της κάμερας, ό,τι μπορούσε να ερεθίσει οριακά τις αισθήσεις ήταν εκεί… Και, κυρίως, χωρίς ίχνος πρόθεσης να αποσιωπηθεί το ότι όλα αυτά δεν είναι παρά κόλπα, που μας επαναφέρουν στιγμιαία στους αυτοματισμούς μιας προλεκτικής αντίληψης.
Απλά και όμορφα: θέλετε να περάσετε καλά, να κουνήσετε το σώμα σας στους ρυθμούς ενός μη νοήματος, να εκστασιαστείτε στο περιθώριο κάθε λογικής; Εγώ είμαι εδώ και σας το προσφέρω απλόχερα. Αυτή είναι η έννοια της διασκέδασης. Και τη χρειαζόμαστε όλοι, ας μην το αρνηθούμε.
μια ακριβά πληρωμένη αλαζονεία
Ο Χατζηγιάννης έμοιαζε να αντιλαμβάνεται περισσότερο από τον Μητροπάνο την ανάγκη του κοινού για εκτόνωση, αλλά για μια εκτόνωση που είναι καθαρά σωματική. Εκκινά από (και περιχαρακώνεται σ)το ηλιακό πλέγμα, μια περιοχή που αναιδώς οι διανοούμενοί μας υποτίμησαν. Έτσι έμεινε το έδαφος πρόσφορο για επενδύσεις παντός είδους.
Η pop εκδικείται για κάθε ατολμία των «μεγάλων» μας καλλιτεχνών.
έτσι…
Όχι, δεν είμαστε εδώ για να γκρινιάσουμε, αλλά για να μάθουμε κάτι απ’ αυτό που συμβαίνει -αλήθεια- εκεί έξω. Η pop βγάζει τη γλώσσα της σε κάθε σοβαροφάνεια, και να γιατί ο Μητροπάνος έχασε προχθές το παιχνίδι. Στάθηκε αμήχανα -και με το δίκιο του- μπροστά σ’ ένα κοινό που έχει ήδη μεταλλαχθεί, πίστεψε ότι κάποια ρινίσματα συγκίνησης θα μπορούσε να ξυπνήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, από μια εποχή ταριχευμένη ακόμα και στη μνήμη εκείνων που τη ζήσανε. Γι αυτό δεν έπεισε. Ο Χατζηγιάννης με τη σειρά του δεν προσποιήθηκε τίποτε, γι αυτό και θριάμβευσε.
ομοιότητες;
Αν κάνουμε όμως ένα βήμα πίσω απ’ την επιθετική ροή του λόγου, ίσως ανακαλύψουμε κάποιες ομοιότητες στις δύο περιπτώσεις που κουβεντιάζουμε:
Ο Μητροπάνος δεν είναι η περίπτωση που θα αγνοούσε την άμεση λειτουργία του τραγουδιού. Θέλω να πω ότι είναι επαρκώς λαϊκός, ώστε να υποκλιθεί με μεγαλοθυμία στις συγκινησιακές ανάγκες του κοινού του -πάντα το υπηρέτησε. Φαίνεται όμως ότι η καλλιτεχνική συναναστροφή του με ανθρώπους πέραν του φυσικού του χώρου τον τροφοδότησε -αφανώς θα ισχυριστώ- με εκείνη την επαρχιώτικη στάση του καλλιτέχνη που αρχίζει να αντιλαμβάνεται το μεγαλείο του με το μυαλό και όχι με το σώμα. Αυτό στο λαϊκό πάλκο πληρώνεται.
Ο Βαμβακάρης πέρασε βέβαια με την κομπανία του από τη διάλεξη Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, το ‘48, αλλά το κέντρο βάρους της μυθολογίας του ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να αντιληφθεί πως δεν τον χωρούσε ο τόπος. Έκανε μια βόλτα κι έφυγε. Ο χαιρετισμός του («γεια σας παίδες!») -προς το κοινό των αστών στο οποίο κατ’ εξαίρεση θα απευθύνονταν- έμεινε μυθικός, γιατί συνόψιζε την τότε περιχαράκωση των στρατοπέδων, και τη συνεπαγόμενη αυθεντικότητά τους: Οι αστοί με Χατζιδάκι, οι ρεμπέτες με Βαμβακάρη. Η εποχή που ακολούθησε έριξε βέβαια τα οχυρά, αλλά στα συντρίμμια θάφτηκαν μαζί με τη μιζέρια των κατώτερων τάξεων και η ελπίδα μιας διάρκειας της συγκίνησης μέσα στον χρόνο: η θερμοκρασία μιας οικογένειας που ήξερες ότι δεν θα σου έλεγε ποτέ ψέματα, γιατί το ψέμα θα έλαμπε παράταιρα σαν 4Χ4 στο Κολωνάκι.
cut
Μητροπάνος και Χατζηγιάννης περιέχουν -κατά τα παραπάνω- ένα κομβικό σημείο στο οποίο συναντιούνται. Εκείνο που στα μάτια μου παραμένει ένα εφιαλτικό εύρημα είναι πως στη δεύτερη των περιπτώσεων αυτό που λάμπει είναι η απουσία συγκίνησης, ένα παραδόξως διατυμπανιζόμενο ψέμα που εδώ κατέχει τη θέση πλεονεκτήματος!
Ο Χατζηγιάννης με συγκίνηση θα ήταν ένας παλιομοδίτης Μητροπάνος. Εγώ θα εξακολουθώ να ψηφίζω τον τελευταίο.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
(6 Νοεμβρίου 2006)