ZipUnzip
Μπαλωθιές από σαμπάνιες
(σχόλιο σε ένα σχόλιο του Ε.Ασημακόπουλου)
Μια ευγενής συνήθεια
Στη γενέτειρά μου την Κρήτη δεσπόζει ακόμη η από πολλούς καταραμένη συνήθεια να ρίχνουν μπαλωθιές στο γάμο της νύφης. Κυριολεκτώ ίσως, επειδή η εκπυρσοκρότηση διατηρεί τον σεξουαλικό της υπαινιγμό ακόμη και στις μεγαλύτερες κακοτοπιές. Παραμένει το κύκνειο άσμα των προσπαθειών κάθε αρσενικού να αλώσει το οχυρό της νύφης, μια σιωπηλή παραδοχή ότι στο εξής όλες οι αρμοδιότητες σε αυτή την κατεύθυνση παραχωρούνται στον γαμπρό. Εκπυρσοκροτώ σημαίνει συμμετέχω συμβολικά στην ευλογημένη σεξουαλικότητα αυτού του γάμου και ταυτοχρόνως αποσύρω δια του συμβόλου την πραγματική μου μέχρι τώρα επιθυμία να είμαι εκεί αντ’ Αυτού. Πραγματική ή όχι, αυτή η «επιθυμία» Ευ-λογεί στ’ αλήθεια. Δεν υπάρχει πλέον κανείς που να εχθρεύεται αυτή την ένωση. Τώρα μπορούμε αδερφωμένοι να προχωρήσουμε στο παρασύνθημα -γλέντι δηλαδή και χορός για μερικές μέρες!
Το έθιμο κρατά από αρκετά παλιά υποθέτω, ώστε να έχει ξεχαστεί η ευγενική του καταγωγή και να επικρίνεται πλέον από κάθε Αθηναίο ως μια απλή βαρβαρότητα. Θα επιμείνω ότι βαρβαρότητα είναι η απέκδυση των πράξεών μας από το ειδικό βάρος του νοήματός τους, και μόνο.
Η παραπάνω εικόνα ξανάρθε στη μνήμη μου στο γλέντι ενός Αθηναϊκού γάμου. Η νύφη και ο γαμπρός συμβαίνει να είναι αστυνομικοί στο επάγγελμα. Οι μπαλωθιές εδώ είχαν υποκατασταθεί από εκπυρσοκροτήσεις φτηνής σαμπάνιας που έρεε άφθονη γύρω από σύγχρονους ζεϊμπέκηδες, στο μέσον της πίστας ενός συνοικιακού κέντρου. Οι τελετουργικές κινήσεις των σερβιτόρων, που άνοιγαν επιδεικτικά το ένα μπουκάλι μετά το άλλο πάνω από τα εκστασιασμένα κοστούμια μεσήλικων αξιωματικών, δεν είχαν βέβαια σε τίποτα να κάνουν με το ευγενές άθλημα των συντοπιτών μου. Η αντιπαραβολή των δύο εικόνων θα μας δώσει για τώρα μόνο το έναυσμα:
Η αφορμή
Διάβασα στο TAR το εξαιρετικό άρθρο του Ευάγγελου Ασημακόπουλου με τίτλο «Μουσική παιδεία και κιθάρα»:(http://www.tar.gr/content/content.php?id=240)
Ο προβληματισμός του συντάκτη -που έχει την ευλογία και ταυτόχρονα την κατάρα να λογαριάζεται ανάμεσα στα ιστορικά πλέον πρόσωπα της ελληνικής κιθαριστικής μυθολογίας- περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από το εξής μείζον δίλημμα:
-Είναι θεμιτό για τον δάσκαλο κιθάρας να αναπροσαρμόζει τη μέθοδό του με βάση τις επί μέρους επιθυμίες των μαθητών του ή θα πρέπει να παραμένει αμετακίνητος σε αυτά που ο ίδιος θεωρεί κορυφαία διδακτικά έργα;
Στο άρθρο υποστηρίζεται σθεναρά και με πειστικά επιχειρήματα το δεύτερο. (Εδώ θα αδικούσα τον γράφοντα αν δεν έλεγα ότι ο Ασημακόπουλος χρησιμοποιεί απλά το παραπάνω δίλημμα για να επεκταθεί εύστοχα σε θέματα παιδείας που είναι κοινός τόπος σε όλους μας, και μάλιστα με μια γλώσσα φορτισμένη, δηλαδή αποτελεσματική και χρήσιμη.)
Οι αντιγραφές
Θα μπω τώρα στην άχαρη θέση να αντιγράψω κάποια αποσπάσματα που θεωρώ κρίσιμα, μόνο και μόνο για να σκιαγραφηθεί το τεχνητό έδαφος μιας παραπέρα κουβέντας. Είμαι ο πρώτος που δηλώνω -επίσης αμετακίνητα- ότι πρέπει κανείς να δει το πλήρες κείμενο για να κατανοήσει τα επιχειρήματά του και να επισημάνει ακόμα και τις δικές μου παρανοήσεις ή «τσιγγουνιές»:
Λέει:
«Επηρεασμένοι (οι δάσκαλοι) από το γενικότερο κλίμα της εποχής που ζούμε, βαθιά μέσα τους άρχισαν να αμφισβητούν αν θα ’πρεπε να διδάσκουν αυτές τις μεθόδους του οργάνου ή αυτά τα έργα της διδακτέας ύλης της κιθάρας και όχι κάποια κομμάτια πιο προσιτά στα παιδιά, πιο εύπεπτα, πιο γνώριμα στα αυτιά τους, τέτοια που να τους επιτρέπουν να ασχολούνται περισσότερο με το όργανο, να μελετούν με μεγαλύτερο κέφι.»
«…ελάχιστοι σπουδαστές, ίσως ένα ποσοστό 2-3%, ξεκίνησαν τα μαθήματα τους με στόχο να σπουδάσουν την κλασική κιθάρα για να αποκτήσουν μουσική καλλιέργεια. Η εικόνα που έχω μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, είναι του μαθητή που διψούσε “να μάθει λίγη κιθαρίτσα” ή του γονιού που μου ζητούσε για το παιδί του “κανένα τραγουδάκι για την παρέα, βρε αδερφέ” ή “εμείς δεν πάμε να το κάνουμε επάγγελμα. Για το κέφι.»
«…από όλα τα είδη της τέχνης, η μουσική είναι μόνον εκείνη που απευθύνεται άμεσα στο θυμικό του ανθρώπου και το επηρεάζει, …δεν μεσολαβεί με άλλα λόγια καμία εγκεφαλική επεξεργασία ή διεργασία για το τελικό αποτέλεσμα, που είναι η συγκίνηση. Η μουσική έχει μια δύναμη και μια επιρροή στον ψυχισμό του ανθρώπου πράγματι εκπληκτική».
«Συνειδητοποίησα από νωρίς ότι μέσα από τη σπουδή ο μαθητής μπορεί να αποκτήσει ένα αισθητήριο τέτοιο που να του επιτρέπει κάποια μέρα να επιλέγει την ποιότητα.»
«Ο χαρακτηρισμός “κλασικό” δεν αναφέρεται φυσικά σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά στο έργο τέχνης που απαραίτητα πρέπει να συγκεντρώνει δυο στοιχεία: της οικουμενικότητας και της διαχρονικότητας.»
«Στους δύσκολους καιρούς που πράγματι διανύουμε είναι επιτακτική ανάγκη να σταθούν όρθιοι (οι δάσκαλοι) και να αγωνισθούν με περισσότερη ακόμη δύναμη, με μεγαλύτερο κέφι απ’ ό,τι παλιά. Ας μην αμφιβάλουν για την ποιότητα των έργων που διδάσκουν και ας μη γίνουν ποτέ διασκεδαστές, σαλτιμπάγκοι, πανέτοιμοι να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του κάθε ‘πελάτη’. Ας κάνουν τη δική τους αυτοκριτική ως προς τα λάθη τους που πιθανώς να βρίσκονται στην έλλειψη ενθουσιασμού, συνέπειας, γνώσεων, μεθόδου, κεφιού, ενημέρωσης, επικοινωνίας κλπ. Σ’ αυτό το απέραντο μουσικό σκουπιδαριό που καθημερινά μας κατακλύζει, ας δείξουν με τη στάση τους ποιότητα και μουσικό ήθος. Γιατί τελικά είναι καθήκον όλων των δασκάλων της κιθάρας να συνειδητοποιήσουν ότι είναι μουσικοί παιδαγωγοί, με τεράστια ευθύνη απέναντι στο έργο που έχουν αναλάβει.»
Τα ερωτήματα
Δεν θέλω να αντιπαρατεθώ στα βασικά σημεία του κειμένου του Ασημακόπουλου, με τα οποία δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις. Επίσης, θα χαιρετήσω συντροφικά -που λέγανε οι παλαιότεροι- την επική διάσταση των τελευταίων λόγων, που αν μη τι άλλο πυροδοτούν τις ενεργειακές μας δεξαμενές προς στην κατεύθυνση μιας εξακολουθητικά αναβαλλόμενης εξέγερσης ενάντια στην αθλιότητα, κλπ, κλπ!… Σύμφωνοι. Κάτι όμως, κάτι με τσιγκλάει να επεκτείνω κατά το δυνατόν αυτή την προβληματική προς την περιοχή όπου πιθανώς θα συναντήσουμε επικίνδυνους «υφάλους». Μήπως μπορούμε τελικά να γεφυρώσουμε ακόμα και τις διαφορές μας; Να δούμε…
Εκκρεμούν λοιπόν κάποιες απαντήσεις σε -φαινομενικά μόνο- περιφερειακά θέματα, όπως:
-Τι είναι «ποιότητα» στη μουσική;
-Τι είναι στην πράξη έργο «κλασικό»;
-Είναι αμαρτία να χρησιμοποιήσουμε σαν όχημα τον ήδη διαμορφωμένο ενθουσιασμό ενός παιδιού για κάποιου είδους μουσική, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να του ανοίξουμε κατά το δυνατόν τις πόρτες σε «ανώτερης» αξίας έργα;
Επίσης:
-Εάν η ευλογία κι η θαυμαστή αποτελεσματικότητα της μουσικής εντοπίζεται στο ότι καμιά εγκεφαλική διεργασία δεν είναι απαραίτητο να μεσολαβήσει ανάμεσα στο έργο και στον ακροατή, τότε τι είδους παιδεία είναι εκείνη που προϋποτίθεται για να γίνει αυτός -ο ακροατής- κοινωνός του έργου;
Ποιότητα στην κατασκευή
Ξεκινώντας από την «ποιότητα», κατ’ αρχήν θα σηκώσω τα χέρια ψηλά -που έλεγε κι ο Σαββόπουλος στους «Αχαρνής» του. Αν μετακινηθούμε λίγο απ’ την ανάγκη μας να βρούμε έτοιμες απαντήσεις στο συρτάρι, θα ανακαλύψουμε πιθανότατα ότι στη μουσική δεν υφίσταται κίνηση από το «καλό έργο» στο «καλύτερο έργο». Άραγε με βάση ποια κριτήρια θα αποφασίζαμε αν το έργο είναι καλό, αφού η μουσική απευθύνεται στο θυμικό, σε περιοχές δηλαδή των οποίων η λειτουργία μας διαφεύγει; Κι αφού η συγκίνηση προϋποθέτει τον δέκτη του ερεθίσματος - ακροατή, πώς να ορίσουμε τον ιδανικό ακροατή, αφού αυτός θα ξεγλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια μας σαν το χέλι; Κι αυτό γιατί το καλό σε τρία διαφορετικά μέρη του κόσμου (ας πούμε στην Ινδία, στην Κίνα και στη Γερμανία) θα ήταν πιθανότατα τρία διαφορετικά «καλά». Η κουλτούρα του Ινδού δεν θα ανοιγόταν εύκολα σε αυτήν του Γερμανού, παρόλο που και η δική του παράδοση είναι εξ’ ίσου πλούσια, αλλά διαφορετική. Έτσι, όταν πάμε να ορίσουμε αυτή την επιμελώς διαφεύγουσα «ποιότητα», θα πρέπει να παραδεχτούμε την ήττα μας: ότι δηλαδή είμαστε απλά -και πάλι στοιχειωδώς- ικανοί να την εξετάσουμε στα στενά πλαίσια μιας δυτικής κουλτούρας, της οποίας φορείς κι εμείς κάποτε εκουσίως γίναμε -όπως συμβαίνει ας πούμε με τους ιούς.
Το κλασικό
Σε προέκταση, το κλασικό έργο πιθανότατα δεν είναι απαραίτητο να κουβαλά το στοιχείο της οικουμενικότητας, αφού ο Βαμβακάρης στα αυτιά του Μπαχ θα ακουγόταν ίσως βάρβαρος, για να μη μιλήσω για μια ινδική Raga! Επίσης, δεν μπορώ να δεχθώ ότι ολόκληρη η ήπειρος της Αφρικής δεν παρήγαγε μέσα στους αιώνες -με εξαίρεση την κοντινή μας Αίγυπτο- ούτε ένα «κλασικό» έργο! Απλά η προσήλωση του βλέμματος στα δικά μας δεν μας άφησε λίγο γενναιόδωρο χώρο για να το αντιληφθούμε. (Θυμίζω εδώ κάτι ωραίο: Χρειάστηκε το μάτι του Picasso να πέσει πάνω σε μια αφρικάνικη μάσκα για να μπορέσουμε μέσω της δικής του αυθεντίας να υποψιαστούμε ότι κάτι βαθύ συμβαίνει εκεί, που μας διαφεύγει απολύτως!)
Μισός ή ολόκληρος;
Ο «ύφαλος» στο επόμενο ερώτημα είναι ο εξής: προσπαθούμε να εκλεπτύνουμε το αισθητήριο των μαθητών, ενώ ταυτόχρονα παραδεχόμαστε ότι η μουσική εισβάλει ανίερα και άμεσα στις σκοτεινές στοές του υποσυνείδητου και τις ερεθίζει. Ποια περιοχή είναι αλήθεια εκείνη που θα πρέπει να εκλεπτυνθεί για να είμαστε κεντραρισμένοι στον στόχο μας; Κι εδώ είναι που θα διαφωνήσω με τον Ευάγγελο. Η γνώση από μόνη της δεν βοηθά στην κατεύθυνση ενός καλού ακροατή και στη συνέχεια ενός καλού μουσικού. Κι αυτό γιατί η μουσική είναι βιωματική σχέση με τον κόσμο, όχι θεωρητική. Στοιχείο του ταλαντούχου ακροατή - μουσικού (αν και όχι απαραίτητο) είναι ίσως μια ικανότητα ανάλυσης, όχι όμως του έργου, αλλά του ίδιου του μηχανισμού της εμπειρίας της συγκίνησής του! Μια αυτοπαρατήρηση που λειτουργεί παράλληλα με την εμπειρία, γιατί αν αποκοπεί απ’ αυτήν την φρενάρει απογοητευτικά. Κι αυτή η ικανότητα δυστυχώς δεν διδάσκεται άμεσα. Δίδεται ή -σε εξαιρετικές περιπτώσεις- γίνεται στόχος ζωής.
(Να βάλω εδώ μια παρένθεση, λέγοντας ότι η ικανοποίηση που παίρνει ο ακροατής από την κατανόηση του μηχανισμού του ίδιου του επιτεύγματος είναι κάποτε μέρος της πληρότητας με την οποία σε τροφοδοτεί η ακρόαση. Αλλά μέρος μόνο. Και είναι μάλιστα αυτού του είδους η ικανοποίηση θεμελιωμένη πάνω στην ύβρη της αυτο-ανακήρυξης του είδους μας ως κορωνίδας της δημιουργίας του σύμπαντος. Βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και χαιρόμαστε. Ο θάνατος κρύβεται για λίγο, και να γιατί χρειαζόμαστε αυτή την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Ο Μπαχ -πιο έξυπνος- προχώρησε λίγο πέρα απ’ αυτή την επικίνδυνη οπτική λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι απλά μια γέφυρα. Κάποιος άλλος, λέει, -ο θεός του- ήταν που έγραφε τη μουσική με το δικό του χέρι!)
Και επιστρέφω τώρα: Είναι άραγε απαραίτητο να γνωρίζεις τους αρχιτεκτονικούς προβληματισμούς του Ικτίνου και του Καλλικράτη για να συγκινηθείς στη θέα κάποιου Παρθενώνα; Όχι. Καθαρή ψυχή μόνο χρειάζεσαι -παρθένο βλέμμα δηλαδή- και λίγη τύχη.
Εκείνο όμως που πιθανότητα βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση είναι κάτι άλλο: Μια ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΖΩΗ. Έτσι απλά; Ναι! Γι αυτό σε πολιτισμούς με έντονο το στοιχείο της εσωτερικής αναζήτησης (όπως είναι κι ο δικός άλλωστε, αλλά εμείς αυτό το ξεχνάμε σιγά-σιγά) εκείνος που μαθαίνει ένα όργανο -ας πούμε σιτάρ- δεν το μαθαίνει στο ωδείο, αλλά συγκατοικεί με τον δάσκαλό του για πολλά χρόνια, και τον υπηρετεί, και αφουγκράζεται τις πιο ιδιωτικές του στιγμές, μήπως και μπορέσει κάποτε να συγκρατήσει κάτι από το άρωμα της ίδιας της ζωής (του δασκάλου), που είναι αυτή που τον κάνει τελικά Μουσικό. Και στην Κρήτη τη λύρα τη μαθαίνουν στα σπίτια, στις πλατείες και στα καφενεία. Στις πλούσιες κουλτούρες ποτέ το ζητούμενο δεν ήταν ο δεξιοτέχνης, για να μην πω -το είπα κιόλας- ότι αυτός ήταν κατακριτέος . Ο δεξιοτέχνης είναι το εύκολο, το «θαυμαστό αλλά αδιάφορο» -σαν τον σκύλο που καπνίζει, το αποπροσανατολιστικό, το «τεμπέλικο» κιόλας από μια άποψη. Φτάνει να μπεις στο δημοσιοϋπαλληλίκι κάποιας μελέτης, και να ‘τος ο καινούργιος σολισταράς! Ε, και;! «Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι!» που λέγανε στα μέρη μου, κι ας μου συγχωρήσουν οι θαυμαστές του παραπάνω επιτεύγματος το τεχνητά απαξιωτικόν ύφος!
Αν όμως φιλοδοξία σου είναι η μοναδικότητα του Προσώπου, τότε από άλλη πλευρά πρέπει να το ανοίξεις αυτό το έρμο πακέτο της μαθητείας -καλύτερα να πω της εκπαίδευσης. Μα, θα μου πείτε τότε, πρέπει να στήσουμε κοινόβια για να έχουμε σωστούς μαθητές; Όχι. Προτείνω μόνο να αναλογιστούμε την πιθανότητα το ίδιο το σύστημά μας να «μπάζει» από την αρχή, και να παραδεχτούμε με κάποια γενναιότητα ότι ενδέχεται να κάνουμε μισές δουλειές.
Ο αμόρφωτος
Προχωρώντας κι άλλο, θα πω ότι θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε «αμόρφωτο» ένα παιδί που από την οικογένειά του (ή ακόμα περισσότερο από τα ίδια του τα γονίδια) κουβαλάει μια ενστικτώδη κατανόηση της παραδοσιακής ας πούμε μουσικής. Εάν λοιπόν (υπόθεση εργασίας κάνω) αυτό το παιδί το βάζαμε στο προκρούστειο κρεβάτι των δικών μας «αριστουργημάτων», το μόνο που θα καταφέρναμε θα ήταν να το ευνουχίσουμε! Και κάποτε εκείνο το παιδί συμβαίνει αλήθεια να μυρίζεται -σαν καλό λαγωνικό- ίχνη αυτής της πλούσιας παράδοσης ακόμη και στα «σκυλάδικα», στα οποία έχει πρόσβαση μέσω του σπιτιού του. Θα του πούμε εμείς τότε ότι είναι σε λάθος δρόμο; Όχι λοιπόν, εμείς οι ίδιοι είμαστε σε λάθος δρόμο αν δεν αντιλαμβανόμαστε ότι για να ανθίσει αυτό το παιδί, θα πρέπει να οδηγηθεί επιδέξια από τα ψήγματα τριημιτονίων του σκυλάδικου, στα πραγματικά «αριστουργήματα» του είδους, που είναι τα παραδοσιακά ή τα ρεμπέτικα. Βεβαίως, αν αυτό το παιδί αρχίσει να ακούει Μπαχ, μέσα στα χρόνια θα υποκλιθεί στη μοναδικότητα του μεγάλου μέντορα, αλλά κάτι, κάτι κρυφό μέσα στην καρδιά του θα μένει ανολοκλήρωτο, ανικανοποίητο, κουτσό, γιατί η καρδιά του ήταν φτιαγμένη να χτυπά σε άλλους δρόμους.
Και στο Δια Ταύτα; -έλα μου ντε!
Να λοιπόν που αυτή η υπόθεση εργασίας μας πάει κατ’ ευθείαν στον σεβασμό αυτών των ψηγμάτων ζωής που αναπνέουν μέσα στις προτιμήσεις του μικρού μας μαθητή. Όχι μόνο βρίσκω αισχρό και ανήθικο από μέρους μας το να λοξοκοιτάξουμε με υπεροψία τις προτιμήσεις του, αλλά -πολύ περισσότερο- οφείλουμε με όχημα αυτές να τον βοηθήσουμε να βρει τον δρόμο του, δηλώνοντας γενναιόδωρα ότι εμείς αυτή την συγκεκριμένη παράδοση δεν τη γνωρίζουμε βαθιά. Ή -ακόμα καλύτερα, αν το μπορούμε - ας ψάξουμε μέσα μας τις ίδιες εκείνες πυρακτωμένες περιοχές που αποσπασματικά συγκίνησαν τον μικρό μας, κι ας του τις επιστρέψουμε με τρυφερότητα σαν μαγικός καθρέφτης. Αυτό όμως προϋποθέτει ευελιξία. Ακόμα και ευελιξία μεθόδου διδασκαλίας, βιβλίων, κλπ.
(Θέλω να θυμίσω εδώ -ή να πω σε όσους δεν το γνωρίζουν- ότι ο Εουτζένιο Μπάρμπα, ένας δαιμόνιος ιταλός μετανάστης στις Σκανδιναβικές χώρες, έστησε στη δεκαετία του ’70 ένα συγκλονιστικό θέατρο του δρόμου -το θέατρο Οντίν- πάνω στην ιδέα της μη μεθόδου. Κάθε νέο μέλος του μυθικού εκείνου θιάσου εκπαιδευόταν σκληρά πάνω σε μια «μέθοδο» που το ίδιο ήταν επιφορτισμένο να εφεύρει με βάση τις απολύτως προσωπικές του ανάγκες, μέσα στα πλαίσια της καθοδήγησης των παλαιοτέρων και πιο έμπειρων. Το αποκλειστικό ζητούμενο εκεί ήταν η σταδιακή εκλέπτυνση του μηχανισμού αντίληψης του κόσμου και των ενεργειών του, και στη συνέχεια η κατά το δυνατόν ειλικρινέστερη προσωπική αντίδραση σε αυτές. Κι αυτή η ομάδα όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν καμιά παρέα αργόσχολων. Πλήρωνε με το αίμα της τους έρωτές της. Στους αντίποδες αυτού του μοναστικού βίου το αστικό θέατρο της εποχής γέμιζε τα ταμεία του στην πλάτη της άγνοιας και της όλο και περισσότερο εντεινόμενης πολιτιστικής αλλοτρίωσης και αποκοίμισης των θεατών.)
Αυτή η στάση βέβαια -να επιστρέψω, γιατί δεν μου φτάνει ο χώρος και ο χρόνος για τόσο μεγάλη παρένθεση- απαιτεί πραγματικό νοιάξιμο. Ακόμα περισσότερο, μας κατεβάζει όλους μας απ’ τις ευκολίες ενός τυφλοσούρτη, μας καθαιρεί απ’ την παντοδυναμία του δασκάλου, μας υπενθυμίζει ότι πραγματικός Δάσκαλος είναι εκείνος που εξακολουθεί να εκπλήσσεται και να μαθαίνει στο βάθος της βεβαιότητάς του για ό,τι ήδη ξέρει απ’ τον κόσμο, μας ζητά ακόμα και να απαρνηθούμε για λίγο τις δικές μας αγάπες, μήπως και βοηθήσουμε τον μικρό μας μαθητή να γίνει «τουλάχιστον ένας καλός ακροατής», όπως σωστά λέει ο Ασημακόπουλος. Όμως καλός ακροατής δεν είναι αυτός που παρακολουθεί με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν. Καλός είναι επίσης εκείνος που σ’ έναν λυγμό της λύρας του Ροδινού ανακαλύπτει κόσμους ολόκληρους, ισάξιους μ’ εκείνους που ξυπνούν στην ψυχική μνήμη του δυτικού ακροατή οι καντάτες του Μπαχ -κι ας γελάτε μερικοί από σας! Αλλά κι αυτό προϋποθέτει μια «παιδεία», μόνο που ο τρόπος της είναι άλλος. Εδώ η αρμονική ανάλυση δεν θα προσθέσει πολλά, η αντίστιξη θα αποδειχθεί παντελώς άχρηστη, και η ρυθμική φτώχεια της δύσης θα λάμπει αμήχανα στη γωνία. Εδώ, ο καλός ακροατής είναι ένας άνθρωπος όχι με γνώσεις, αλλά με ολοκληρωμένη ζωή -το ξαναλέω- ένας Άνθρωπος πλήρης, που τραγουδά και κανένα «τραγουδάκι για την παρέα βρε αδερφέ», γιατί δεν ντρέπεται για την άγνοιά του, επειδή αυτήν την υπερκαλύπτει θριαμβευτικά η Ουσία του. Αυτός ο άνθρωπος θα ήθελα να είναι το παιδί μου στη χρονιά που ξεκινά με το καλό!
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
(30 Δεκεμβρίου 2006)
ΥΓ 1: Και για να μην πείτε ότι τσάμπα έκανα την εισαγωγή, θα σας προλάβω: Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις! Μιλώντας για μουσική παιδεία χωρίς να βάζουμε στο τραπέζι τη βασική αναπηρία του δυτικού τρόπου που κι εμείς διδαχθήκαμε (το ότι δηλαδή εκεί το πρωταρχικό μέλημα είναι ο θαυμασμός του επιτεύγματος και όχι η συγκίνηση, το αντίτυπο και όχι η ίδια η ζωή), το μόνο που κάνουμε είναι να ρίχνουμε «μπαλωθιές από σαμπάνιες» και είμαι ο πρώτος που κάποτε υπέκυψα σ’ αυτόν τον πειρασμό. Η απόσταση του πραγματικού απ’ τον εικονικό πυροβολισμό, εδώ, είναι τεράστια. Ο πρώτος μας υποχρεώνει να υποκύψουμε ακούσια σε μια δοξαστική «εκπυρσοκρότηση»! Ο δεύτερος μας λέει ότι «πρέπει να εκπυρσοκροτήσουμε». Εδώ έχουμε τη διαφορά του Έρωτα απ’ το σεξ, της Α-λήθειας απ’ την τεχνική! Βέβαια, ακόμα κι έτσι οι μπαλωθιές είναι γλυκές, αλλά πιθανότατα μια λίγη αυτοκριτική θα μας επέτρεπε να ευθυγραμμιστούμε σε πιο ενδιαφέροντες στόχους. Ο Ευάγγελος θα συμφωνήσει ασφαλώς, αφού κι αυτός μέσα στην ίδια προβληματική έγραψε το κείμενό του, κι ελπίζω εδώ να τόνισα επαρκώς αυτά που οι κακόπιστοι θα πουν «αντιρρήσεις», αλλά εγώ θα βαφτίσω τελειωτικά: «συμπληρώσεις».
ΥΓ 2: Προλαβαίνω να δηλώσω ότι στο ουσιαστικά απουσιάζον ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ αυτής της οπτικής θα πρέπει να συμπληρωθούν άπειρα σχόλια, καλοδεχούμενα έτσι κι αλλιώς. Πριν τα κάνετε, δέστε παρακαλώ στο forum του TAR (τίτλος: «Μαθητικές προτάσεις για διδασκαλία κιθάρας») μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία που είναι ένας εξαιρετικός «σπόρος». Εγώ πάντως θα επιστρέψω για να τη σχολιάσω όσο μπορώ.