ZipUnzip
Σε ποιόν ανήκει ο Χατζιδάκις;
(Μέρος Πρώτο)
ακούστε: τραγούδια του Μ.Χ. στο TaR-radio.com
(επιλεγμένα από τον Γ.Μουλουδάκη)
Προημιτελικός
Την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου βρέθηκα στο ΜΜΑ (καλεσμένος απ’ τον Σείριο- ή να το πω καλύτερα από τον Γ.Χατζιδάκι-Θεοφανόπουλο) για να παρακολουθήσω τη βραδιά με τίτλο «Μύθος ο κοινός» και υπότιτλο «Συναυλία τιμής στον Μ.Χατζιδάκι», που διοργάνωνε ο φορέας με το ηχηρό όνομα «Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής».
Η σχέση του Ινστιτούτου με το γεγονός θα αποδεικνυόταν σεμνή: Μια λιτή αναφορά του προέδρου του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη και ένα πρόγραμμα στο οποίο υπενθυμίζεται η σχέση φιλίας και αλληλοεκτίμησης που συνέδεε τους δύο άνδρες.
(Πρέπει να ομολογήσω μέσα σ’ αυτή τη μικρή παρένθεση ότι το μέγεθος της γραμματοσειράς αυτού του καλόγουστου προγράμματος ξύπνησε μέσα μου την υποψία πως το ινστιτούτο θα θεωρούσε δεδομένη την τρίτη ηλικία των παρευρισκομένων -κάτι που στιγμιαία με ανησύχησε σφόδρα- αλλά προχώρησα σιωπηλά κλίνοντας το πρόσωπο προς την πλευρά μιας κάποιας κατανόησης.)
Στο καλλιτεχνικό μέρος θα συναντούσαμε το «Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις», με τον Γιώργο Μαρίνο την Έλλη Πασπαλά και τον Μάριο Φραγκούλη. Μαέστρος, ο Λουκάς Καρυτινός.
Έχω ήδη αντιπαρέλθει επιτυχώς (τρόπος του λέγειν) την ιλιγγιώδη κατάβασή μου στο πηγάδι-πάρκινγκ του μεγάρου (του οποίου πηγαδιού το εφιαλτικό μέγεθος με υποχρέωσε προς στιγμήν να αναρωτηθώ εάν επέκειτο συνάντησή μου με την Περσεφόνη, ή με τον άλλον, τον Ορφέα, το φάντασμα του οποίου επιστρέφοντας απ’ αυτόν τον μεγαλοπρεπή Άδη θα μας εμπιστευόταν επιτέλους τα δώρα μιας από ετών προαναγγελθείσης διείσδυσης στα άδυτα του συλλογικού μας μουσικού υποσυνειδήτου) [κοίτα τώρα πρόταση!], καθώς και την καλυμμένη με κάμερες είσοδο της αίθουσας (οι οποίες αυτοπροσώπως και ανυπόμονα περίμεναν την άφιξη του πρωθυπουργού με το βαρύ όνομα) και έχω βρεθεί κατ’ ευθείαν στη θέση μου.
Εκεί οι συνειρμοί θα αποδεικνύονταν καταιγιστικοί. Στο περιβάλλον θα έβλεπα πρόσωπα από μιαν άλλη εποχή, γνωστά-άγνωστα, που περίμεναν με την ίδια υποθέτω με μένα αμηχανία να συναντήσουν τον Χατζιδάκι ή έστω να τον πενθήσουν για πολλοστή φορά μέσα από μια προαποφασισμένη απουσία -13 χρόνια απόστασης κρίνονται ασφαλώς ικανά να δικαιολογήσουν μια τέτοια αμηχανία. Τα φώτα σβήνουν.
Πρόβα ορχήστρας
Μέχρι να συντονιστώ στη σημασία της βραδιάς θα προλάβαινα να ανακαλύψω ότι ο ήχος στη θέση μου ήταν ελαφρώς τσιμπημένος προς τα πρίμα του, και ότι η κιθάρα της Κυπραίου θα δέσποζε σε σχέση με τα υπόλοιπα όργανα. (Θα αποκαλύψω τον λόγο παρακάτω.) Επίσης ότι οι φωνές των τραγουδιστών θα υπερκάλυπταν οριακά την ορχήστρα, παραπέμποντάς με -παραδόξως- στη μοντέρνας αισθητικής πρωτοκαθεδρία του σολίστα σε σχέση με το σεμνά επιτελούμενο έργο της λιτής ανάγνωσης μιας παρτιτούρας με άλυτα ακόμα -μουσικά και εξωμουσικά- αινίγματα. Προσπαθώντας να συγκεντρωθώ αποκλειστικά στα πλεονεκτήματα του αθώου ακροατή -που λειτουργεί με ολόκληρο το σώμα και την ψυχή του- δεν κατάφερα παρά να διαπράξω το μείζον αμάρτημα να συγκρίνω τις εκτελέσεις των έργων με τις αντίστοιχες που φυλάω στη μνήμη μου απ’ την εποχή που ο Χατζιδάκις διηύθυνε τα ίδια τα τραγούδια του. Εδώ η σύγκριση θα αποδειχθεί για όλους μας χρήσιμη.
(Η συνάντησή μου στο διάλειμμα με την αμήχανη και πάλι αντανάκλαση στο παρόν του κεφιού μιας άλλης εποχής -ο ζωγράφος Σταθόπουλος και ο γραφίστας Τζαμτζής, Γεώργιοι αμφότεροι και φωτεινά μέλη ο καθένας με τον τρόπο του της τότε οικογένειας Χατζιδάκι- με έκανε να αναλογιστώ ανάμεσα σε γέλια που μοιραστήκαμε, μήπως μέσα στα χρόνια έχουμε μεταμορφωθεί σε γραφικούς σχολιαστές μιας άλλης χιλιετηρίδας, έτσι όπως οι δυο συμπαθείς γέροντες του Muppet Show, που κρεμασμένοι από τον εξώστη του θεάτρου κουνάνε πικρόχολα το κεφάλι τους στην κατάντια των νέων, κλπ, κλπ… Χαλάρωσα και χάρηκα περισσότερο το δεύτερο μέρος.
Επί τροχάδην
Θα κάνω εδώ μια προκαταβολική παρατήρηση, που απευθύνεται σε όποιον βιαστεί να χαρακτηρίσει τη στάση μου: Μιλάω από την πλευρά του ανθρώπου που θεωρεί τον εαυτό του -τουλάχιστον συναισθηματικά- μέλος αυτού του συνόλου που ξανακούσαμε στις 6 Φεβρουαρίου. (Άλλωστε στο παρελθόν έχω πράγματι υπάρξει μέλος του και το λέω αυτό όχι δίχως κάποια συνεσταλμένη υπερηφάνεια.) Αυτή η βασική ομάδα μουσικών «του Χατζιδάκι», πλαισιωμένη με νεότερους, έχει αποδείξει με τη μέχρι τώρα πορεία της ότι βρίσκεται πλησιέστερα από οποιονδήποτε στην κατανόηση της σημασίας του έργου που παρουσιάζει, όσο και στην επίλυση των αφανών γρίφων που τίθενται σαν εμπόδια στην αποκρυπτογράφησή του στο σήμερα. Μιλώ λοιπόν απ’ την πλευρά κάποιου που τον απασχολεί η επίλυση αυτού του κύριου αινίγματος: Γιατί αυτό το ακραία ειδικευμένο σύνολο -παρόλο που παραμένει αναμφίβολα και μακράν το πλέον ικανό να αντιπροσωπεύσει το έργο του συνθέτη που το ονοματοδοτεί- συμβαίνει σήμερα να ακούγεται σαν «Χατζιδάκις μείον κάτι»;
Ο Λουκάς Καρυτινός είναι ένας εξαίρετος μαέστρος. Αλλά το ερώτημα είναι: Χρειάζονται τα τραγούδια του Χατζιδάκι έναν εξαίρετο μαέστρο; Σε προέκταση: χρειάζονται τα τραγούδια του Χατζιδάκι έναν εξαίρετο ενορχηστρωτή;
Για να απαντήσω θα πρέπει να κάνω μια καταχθόνια παρένθεση και να βρεθώ, κάμποσους μήνες πριν, στο πρώτο άκουσμα της ηχογράφησης της «Αμοργού», όπως -μετά θάνατον- την παρουσίασε ο Σείριος. Η αίσθησή μου ήταν ανάλογη, και θα προσπαθήσω εδώ να την περιγράψω.
Τα Σα εκ των Σων
Πέραν του ότι η παρουσίαση και ηχογράφηση της Αμοργού είναι ένα από τα must της δεκαετίας και κομβικό σημείο στο έργο Χατζιδάκι (ο ίδιος είχε κατ’ επανάληψη προγραμματίσει και στη συνέχεια εξακολουθητικά ματαιώσει την πρώτη της εκτέλεση), η έκδοσή της απ’ τον Σείριο μπορεί να προκαλέσει στον προσεκτικό ακροατή πολύ ενδιαφέρουσες παράλληλες σκέψεις. Κρατάω στη μνήμη μου μοναχά την αρχική εντύπωση από το άκουσμα και με αυτή τη μνήμη θα δοκιμάσω εδώ να κινηθώ. (Ένα κοίταγμα στο μικροσκόπιο ή μια αποστασιοποιημένη ματιά θα μας οδηγούσε πιθανότατα αλλού, όμως εδώ θα διαλέξω την ενδιάμεση θέση που θα μας είναι και η πιο χρήσιμη.)
Στην πρώτη λοιπόν αυτή ακρόαση μπορούσα να αντιληφθώ -αχνά στην αρχή και όλο και πιο επιτακτικά στη συνέχεια- μια βασική έλλειψη. Μα ποια ήταν αυτή;!
Η ορχήστρα ήταν σπουδαία, οι ενορχηστρώσεις του Κυπουργού -πάνω στις λεπτομερείς οδηγίες του συνθέτη- εξαίσιες όπως πάντα, και οι εμφανείς αναγκαστικές παρεμβάσεις (σε ένα ημιτελές έργο) θα παρέμεναν μέχρι το τέλος τέτοιου καλού γούστου και θα φανέρωναν μια τόσο εξαιρετική αίσθηση της φόρμας του ποιήματος του Γκάτσου και της κατανομής των δυναμικών «πυκνοτήτων» κατά τη ροή του, ώστε ειλικρινά δεν θα μπορούσες να πεις τίποτε ικανό να σταθεί σε έναν κύκλο σοβαρών -ας πούμε- μουσικών. Τα όργανα ανάγλυφα, ανέπνεαν στα αμνιακά υγρά μιας εκλεπτυσμένης τεχνικής, το ορχηστρικό εύρος πλήρες, η διαύγεια της κίνησης των εσωτερικών φωνών υποδειγματική, τα ηχοχρώματα των επί μέρους όμορφα δοσμένα από την ηχογράφηση (λεπτομέρεια που στην πορεία των σκέψεών μας ίσως μεταλλαχθεί σε πρόβλημα), η παραγωγή εμφανέστατα -και κατά τα αναμενόμενα απ’ τον Σείριο- ακριβή και γενναιόδωρη, τα ένθετα πλούσια: όλα στον υπερθετικό βαθμό! Οι τραγουδιστές -επίσης κατά το αναμενόμενο- στο ειλικρινές ύψος των περιστάσεων: Η Μαρία Φαραντούρη με το συναισθηματικό βάρος μιας ολόκληρης εποχής, σαν ο χαμένος μάγος ακριβής φυλής που αναδύθηκε άπαξ απ’ τη σιωπή του για να ευλογήσει το συμβάν. Ο Τάτσης Χριστογιαννόπουλος με εξαίρετη τεχνική, μεστός και εντυπωσιακός και ο Δώρος Δημοσθένους μια πραγματική έκπληξη. (Μπορώ να πω ότι αυτός -παρότι φύσει και θέσει ο πλέον απομακρυσμένος απ’ το κλίμα και τη σημασία της Αμοργού- υπήρξε παραδόξως και ο περισσότερο αποτελεσματικός, αφού η φωνή του κουβαλά σε κάθε της στιγμή την αποστασιοποίηση εκείνη που επιτρέπει στο Ποίημα να αναπνέει, αλλά και την μόλις στην κόψη του ξυραφιού ψυχική εκείνη συμμετοχή που κρατά το σύνολο σε επαφή με την ανθρώπινη διάσταση.)
Τι ήταν λοιπόν εκείνο το διαφεύγον, εκείνο το καταραμένο έλλειμμα, αυτό το αδιόρατο ολίσθημα σε ένα κατά τα άλλα συγκλονιστικής ιστορικής σημασίας όσο και υψηλής -αντικειμενικά- αξίας ηχογράφημα; Θα μονολογούσα στο εξής μέχρι να καταλάβω:
Μια δύσκολη Αφροδίτη
To view-master υπήρξε ένα διαβολικό εργαλείο στα χέρια όλων μας όταν ήμασταν παιδιά. Σήμερα μπορώ να πω με ακρίβεια ότι το πλεονέκτημά του ήταν η ψευδοτρισδιάστατη οπτική του κόσμου που μας πρότεινε. Επίσης το μοναχικό της χρήσης του: έπρεπε να περιμένεις στη σειρά σου για να δεις. Η εμπειρία ήταν μοναδική: μόνο για σένα ακουγόταν το τακ του κουμπιού που άλλαζε παράσταση, μόνο για σένα κατέβαινε το μαγικό παραθυράκι με τον πύργο του Άιφελ ή με το λιοντάρι και τους κανίβαλους ή με μια γυμνή Αφροδίτη που έστελνε αυτόματα το αίμα σου σε κάθε άκρο. Αυτή η ατέλεια στη θολή εικόνα ήταν ταυτόχρονα η δύναμη αυτού του εργαλείου, επειδή σου άφηνε μια χαραμάδα χώρο να βάλεις τη δική σου φαντασία, να ακουμπήσεις την ψυχή σου και να ονειρευτείς. Τα περιεχόμενα ενός view-master πάνω στον θόλο του Πλανηταρίου θα ήταν σήμερα μια απογοήτευση, αφού η τελειότητα και το όνειρο είναι συνώνυμα μόνο στις σαπουνόπερες. Περί αυτού λοιπόν πρόκειται;
Θα ισχυριστώ ότι ο Χατζιδάκις -όσο και ολόκληρη η γενιά του- μεγάλωσαν με αυτή τη βασική «έλλειψη» του view-master, και ότι σε προέκταση η μουσική του προϋποθέτει τη ρωγμή, το ημιτελές, τη θολή εικόνα, έναν στιγμιαίο ίλιγγο που προκαλείται κοινή συναινέσει ανάμεσα στο τραγούδι και στον αποδέκτη του. Ο μουσικός εκεί όφειλε απλά να τοποθετήσει επί σκηνής έναν σταθερό σκελετό, ένα αμετακίνητο περίβλημα μέσα στο οποίο θα άνθιζε η συγκίνηση. Αυτόν τον σκελετό στον Χατζιδάκι θα τον πω ασφαλή αίσθηση της κάθετης ανάγνωσης του κειμένου.
[Εννοώ ότι η αντίστιξη στον Χατζιδάκι θα παρέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ένα πάρεργο -τόσο εξαιρετικής σημασίας βέβαια, ώστε αυτός αν και με μηδενική γνώση της (όπως ο άλλος ομόλογός του ο Σούμπερτ) κατάφερνε να αφήσει και στη δική της επικράτεια το στίγμα του. Εδώ, τα προβλήματα λύνονται ενστικτωδώς - με έναν «λάθος» τρόπο. Δεν είναι αυτό όμως άραγε το λάθος που κάνει τον ορίζοντα της γραφής του αναγνωρίσιμο;]
Λέω λοιπόν ότι μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη -με αντικειμενικούς όρους (και ποιοι είναι αυτοί άραγε!)- «οριζόντια» γραφή είναι ίσως ένα θαύμα για τα αυτιά μας, είναι μια άσκηση για τα μουσικά ανακλαστικά μας, είναι όμως ταυτόχρονα και μια ιεροσυλία προς την οπτική που συζητάμε, γιατί επουλώνει τη ρωγμή, μας λέει τη λύση, μας βάζει την απάντηση στο στόμα, υποτιμά την ικανότητά μας να γεφυρώσουμε από μόνοι μας τα κενά. Ο Χατζιδάκις δεν μας υποτίμησε. Ονειρεύτηκε μαζί μας μέσα στην κλειστή αυλή δυο-τριών συγχορδιών και μόνο, δεν «μεγαλοπιάστηκε», γι αυτό και πήγε βαθιά. Δεν είναι τυχαίο που διάλεξε τον Ανδρέα Ροδουσάκη -έναν κολοσσό της σταθερής αίσθησης της τονικότητας και της δυναμικής αντιμετώπισης των ρυθμικών ιδιαιτεροτήτων του έργου του- για να παίζει το κοντραμπάσο δίπλα του (πήγα να πω για να περιφράξει την αυλή του). Ήθελε να πατά καλά στα πόδια του -ας το πούμε έναν ισχυρό πατέρα- και πάνω εκεί να αναπτύσσει το κέντημα της θηλυκής του πλευράς. Ήθελε την Έλλειψη πάνω σε μια σταθερή Βάση.
[Ο ήχος με αφήνει να γκρεμοτσακιστώ στη λέξη Έκλειψη. Ναι, ίσως εδώ ταιριάζει να πούμε απλά ότι μια απρόσμενη Έκλειψη Σελήνης ήταν που γέννησε την ανάγκη για ένα «Χάρτινο το φεγγαράκι». Μια ολόλαμπρη σελήνη δεν θα το επέτρεπε - όπερ και εγένετο.]
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης…
Η ηχητική λοιπόν κατεύθυνση της Αμοργού -αλλά και της βραδιάς που συζητάμε- ήταν μια εξαιρετικού γούστου «εκλέπτυνση», που όμως φανέρωνε επί σκηνής κάθε φυσική «Σελήνη». Στην άκρη αυτής της σκέψης θα μπορούσε κανείς να τολμήσει τον ισχυρισμό ότι -όπως στο «Άγνωστο Αριστούργημα» του Μπαλζάκ - η εκτέλεση θα έπαιρνε τελικά το ρίσκο ακόμα και της «επικάλυψης» του αρχικού έργου.
(Στο έργο του αυτό ο Μπαλζάκ -αν δεν με απατά εδώ η μνήμη μου- αφήνει τον καλλιτέχνη να παρασυρθεί από τον οίστρο μιας ες αεί «εμβάθυνσης» και να επιχρωματίζει εξακολουθητικά το αριστούργημά του, με αποτέλεσμα στο τέλος ο ίδιος, και μόνον αυτός, να μπορεί να διακρίνει σ’ αυτό ένα άγγιγμα του θείου στα ανθρώπινα πράγματα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έβλεπαν απλώς μια μαυρισμένη από τις διαρκείς επεμβάσεις επιφάνεια.)
Ναι, μόνο ο Χατζιδάκις θα ήξερε που να σταματήσει τις «βελτιώσεις» του έργου του ή τέλος πάντων θα είχε το δικαίωμα να παίξει μαζί του μέχρις εσχάτων έστω και εξαφανίζοντάς το, γιατί κατά την ταπεινή μου αίσθηση είχε μιαν ενστικτώδη μεν, ασφαλή όμως γνώση του συνολικού σκηνικού. Αυτή η ικανότητα δεν μεταδίδεται -αυτοκαταστρέφεται άμα τη παραδώσει. Πολύ δε περισσότερο, η λειτουργία της δεν υποκαθίσταται από καμιά αυθεντία, εξ’ ου και η μοναδικότητα του προσώπου και του έργου που μιλάμε.
Μα, τότε, απαγορεύεται να ακουμπήσουμε ξανά αυτό το έργο; Όχι βέβαια, γιατί έτσι θα χάναμε αυτή τη συγκεκριμένη Αμοργό, που είναι βέβαια μια «μετά θάνατον» Αμοργός, αλλά είναι ασφαλώς η καλύτερη που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε, και μπράβο στον Σείριο και στον Κυπουργό γι αυτό το τιτάνιο εγχείρημα.
Ο πρώτος πυλώνας
Ναι, ισχυρίζομαι ότι ο Χατζιδάκις είναι δισδιάστατος, όπως οι ταινίες του Φίνου που τον ανέδειξαν και όπως οι ζωγραφιές του Θεόφιλου που τον ανέθρεψαν. Όπως το ρεμπέτικο που τον θάμπωσε, και όπως οι μουσικές του Μωρίς Ζομπέρ που άκουγε λαθραία, μικρός, από τους εξώστες των κινηματογράφων για να τις αποστηθίσει και να πάει μετά στο σπίτι του να τις παίξει στο πιάνο. Η μυθολογία του περιείχε από τα σπάργανα ήδη το απολύτως απαραίτητο, και πάνω σ’ αυτό το σταθερό έδαφος βρήκε πιστεύω τη συγγένειά του με τον Γκάτσο και με τη λαϊκή μουσική της πατρίδας του. Να ένας βασικός πυλώνας που λείπει από τις σημερινές -ακόμα και τις καλύτερες όπως αυτές που συζητάμε- εκτελέσεις. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ζούμε σε άλλο χρόνο. Ίσως μια «Χατζιδακική» εκτέλεση να αφορά μόνο τους εναπομείναντες τελευταίους των Μοϊκανών μιας εποχής με τους δικούς της εσωτερικούς μύθους, μύθοι που όμως θάφτηκαν μαζί με το άλλο αγγελικό τραγούδι κάτω από εκείνη την περίφημη πέτρα του βουνού Ντέβι -που έλεγε ο Γκάτσος- και περιμένουν τον χρόνο τους για να ξυπνήσουν ενάντια στη φθορά. Έως τότε θα μοιάζουμε κι εμείς με τα γερόντια του Muppet Show.
Ένας αφελής οδοιπόρος
Ο δεύτερος πυλώνας θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να αναζητηθεί στον Ερασιτεχνισμό του Χατζιδάκι. Κάθε αυτοδίδακτος έχει στη βάση της δημιουργίας του το στοιχείο της έκπληξης. (Ακόμα και κάποιοι μη αυτοδίδακτοι όπως ο Στραβίνσκυ, παραδέχονταν ότι ήταν εφευρέτες μουσικής. Η ξαφνική έκρηξη της «Ιεροτελεστίας» μέσα στην ιστορία της μουσικής ήταν ένα επίτευγμα απρόσμενο ακόμα και για τον δημιουργό της.)
Ο Χατζιδάκις, θα θυμάστε, όταν διηύθυνε ήταν μονίμως με το στόμα ανοιχτό, και αυτό δεν ήταν ένας όψιμος ναρκισσισμός -όπως ίσως συνέβαινε με τον Μπερνστάιν. Όποιος βρισκόταν στη σωματική εμβέλεια αυτής της έκπληξης -μέσα στην ίδια της την αύρα- καταλάβαινε ότι η καταγωγή αυτής της εκστασιασμένης κίνησης ακουμπούσε με το ένα της σκέλος στην εικόνα του παιδιού Χατζιδάκι που πετά τα χρυσά μαχαιροπήρουνα της τότε οικογένειάς του στον δρόμο για να ακούσει τον ήχο τους, και με το άλλο της σκέλος στον ενήλικα Χατζιδάκι που είχε συναίσθηση της σημασίας του έργου του και με τη σημασία αυτή ήθελε πάση θυσία να τροφοδοτήσει την κάθε στιγμή που το εκτελούσε ξανά και ξανά.
Εδώ η εικόνα ήταν ενός ανθρώπου που περιφέρεται σε ένα -πολλαπλών διαστάσεων αυτή τη φορά- σύμπαν και εκπλήσσεται με κάθε καινούργια εικόνα και με κάθε νέο άκουσμα. Είναι ο τρόπος -να το ξαναπώ- του Ερασιτέχνη που και ο ίδιος ήταν. Γι αυτόν τον Ερασιτέχνη, το πέρασμα σε ένα αναπάντεχο σολ μινόρε θα ήταν ισοδύναμο με ένα μικρό ράγισμα του χρόνου στη στιγμή που θα το ξανασυναντούσε, με μια όμορφη ρυτίδα, με ένα πραγματικό ανατρίχιασμα στους κροτάφους, και αυτό το αφανές ανατρίχιασμα θα γινόταν παραδόξως άμεσα αντιληπτό από όσους τον περιστοίχιζαν, γιατί θα προκαλούσε στην έλευσή του το απειροελάχιστο εκείνο πάγωμα του δείκτη των δευτερολέπτων, μια ύπουλη χρονική υστέρηση που θα άφηνε ξεκάθαρα το δαχτυλικό της αποτύπωμα στον αέρα, θα ξυπνούσε έναν σωματικό σπασμό τόσο ειλικρινή και αδιάψευστο -στο σύνορο του θανάτου και του έρωτα λένε- που δεν θα χωρούσαν πλέον περιθώρια παρερμηνείας ούτε από τους μουσικούς ούτε από το κοινό. Αυτός ο σπασμός ακούγεται ακόμα σε κάποιες ηχογραφήσεις του, και είναι ο λόγος που κρίνεται μάλλον δύσκολο να επαναληφθούν αυτές σήμερα. Αυτός επίσης ο σπασμός δεν θα μπορούσε να ζήσει στο σώμα ενός Κάραγιαν, (στη συνέχεια ενός Λογιάδη, ενός Καρυτινού) επειδή η τεχνική η ίδια θα απέτρεπε έναν τέτοιο μαέστρο από το να υποδείξει το «αυτονόητο». Ή για να το πω καλύτερα, οι μαέστροι αυτοί -εθισμένοι πιθανότατα στην υψηλή γραφή (άλλης όμως προέλευσης) των «μεγάλων συνθετών»- θα θεωρούσαν αφελές να επισυνάψουν στην εκτέλεσή τους μια υπόδειξη φαινομενικά άχρηστη. Να το πω κι αλλιώς: θα πρέπει να είσαι παιδί -ή υπερβολικά νάρκισσος ή και καθόλου!- για να μπορέσεις να υποστηρίξεις ένα τέτοιο ρίσκο, να επιχειρήσεις μια πιρουέτα ανήκουστη για τις σοβαρές υποθέσεις του ενήλικα. Και όμως αυτή η παιδικά «αφελής» υπόδειξη ήταν που δημιουργούσε το μαγικό στη μουσική του Χατζιδάκι. (Υπενθυμίζω ότι ο μαγικό και το κιτς χωρίζονται από ένα απειροελάχιστο σύνορο, μια ευαίσθητη κλωστή που ο ορισμός της παραχωρείται γενναιόδωρα στις αρμοδιότητες μάλλον του ακροατή παρά του μουσικού.) Ήταν αυτή κατά κάποιον τρόπο η υπενθύμιση ότι στην αρχή και στο τέλος της ζωής μας τα πράγματα συμβαίνουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η υπογράμμιση της βεβαιότητας ότι η αγνότητα μπορεί να είναι κοντά στο απλοϊκό, αλλά δεν αξίζει να τη χάσεις εν’ ονόματι οποιασδήποτε συνοφρύωσης των δασκάλων, οποιασδήποτε καταχθόνιας υπόδειξης ενός μαγαρισμένου υπερεγώ. Μέσα στον Χατζιδάκι και μέσα σε κάθε ακροατή του τραγουδούσε ολόκληρο το παρελθόν μας και ολόκληρο το μέλλον μας, χωρίς δασκάλους. Γι αυτό μέναμε κι εμείς με το στόμα ανοιχτό.
Επιστροφή
Οι μουσικοί που ακούσαμε προχθές στη συναυλία ήταν όντως από τους μόνιμους συνοδοιπόρους του Χατζιδάκι (ανάμεσά τους η Στέλλα Κυπραίου, ο Νίκος Γκίνος, ο Βαγγέλης Σκούρας, η Στέλλα Γαδέδη). Μουσικοί εξαίσιοι (δεν ξέρω πώς μου ήρθε στο νου εκείνος ο νεκρικός θίασος του Καβάφη), που -όπως κι εγώ κάποτε- είχαν την τύχη να βρεθούν στην καθηλωτική εμβέλεια αυτής της μυστηριακής αύρας του Χατζιδάκι όταν διηύθυνε. Και είναι αυτοί οι μόνοι ίσως, που μέσα σε κάποιες στιγμές της νυν παρουσίας τους μπορεί και να κουβαλήσουν ψήγματα εκείνης ακριβώς της μαγείας. Γι αυτό ήταν απόλυτα σωστή σαν πρόθεση η «τσιμπημένη» ένταση της κιθάρας της Κυπραίου. Αυτή η εξαιρετική μουσικός (και οι υπόλοιποι μαζί της) ανατράφηκε στην περιφέρεια ενός φωτοστέφανου το οποίο συνειδητά ή όχι ενεργούσε άντ’ αυτής σε κάποιες ευλογημένες στιγμές, και υποθετικά θα μπορούσε να υπάρξει μια Συναστρία ας πούμε, κατά την οποία αυτή η ίδια λειτουργώντας στην περιοχή της «ζώνης» (εκεί όπου τα πράγματα συμβαίνουν ερήμην μας) θα επανέφερε μια αλήθεια της εποχής στο σήμερα.
(Αυτό πιστεύω ότι ήλπισε ο διευθυντής του συνόλου, γι αυτό και φαντάζομαι ότι από την πλευρά του φόρτωσε την Κυπραίου με δυσβάσταχτες ευθύνες. Μα, γιατί μόνο την κιθάρα; Επειδή ακριβώς αυτή είναι που φέρει αδιάψευστα την οπτική της «κάθετης ανάγνωσης» για την οποία μίλησα παραπάνω. Θέλω να πω: η ανάγκη έγινε ενστικτωδώς -ίσως- κατανοητή!)
Όμως αυτό θα ήταν μόνο μια εξαίρεση. Καμιά υψηλή μαγειρική δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τα υλικά της και μόνο. Λείπει ο σεφ, και καθόλου δεν φταίει γι αυτό ούτε ο Καρυτινός, ούτε κανείς άλλος. Το «μη χείρον βέλτιστον» είναι πάντα μια κάποια λύση, η δυστυχία όμως εδώ είναι ότι -κατά πάσα πιθανότητα- το έργο Χατζιδάκι παραμένει συνυφασμένο με μια συγκεκριμένη στρατηγική της εκτέλεσης. Και ποια είναι αυτή;
Θα προσπαθήσω στο επόμενο μέρος να μιλήσω γι αυτήν.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
(26 Φεβρουαρίου 2007)