[ZipUnzip]
Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
«Φάσμα Θησέως εν όπλοις καθοράν, προ
αυτών επί τους βαρβάρους φερόμενον»
Στα τέλη Ιουνίου του 2008 η Ορχήστρα των Χρωμάτων έκανε το τελευταίο της αφιέρωμα στον ιδρυτή της Μάνο Χατζιδάκι – 14 χρόνια απ’ το θάνατό του. Το κεντρικό έργο του αφιερώματος ήταν το Blue – σουίτα για κιθάρα και ορχήστρα, κι εγώ ήμουν στην κιθάρα, με τον Μίλτο Λογιάδη στη διεύθυνση [Τα άλλα έργα της βραδιάς ήταν το Ragtime Concertino του Μηνά Αλεξιάδη και η 2η συμφωνία του Leonard Bernstein, με τον Χ. Αγγελόπουλο στο πιάνο].
Η Αίθουσα Φίλων της Μουσικής (ένας σχεδόν σοσιαλιστικής αισθητικής τίτλος) του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ένας οπωσδήποτε μικροαστικής ηθικής τίτλος) ήταν κατάμεστη από κόσμο. Αλλά τι κόσμος ήταν αυτός; Οι συνήθεις ύποπτοι των βορείων προαστίων με πολιτισμικά κενά προορισμένα να μασκαρευτούν πίσω απ’ την αγορά του ακριβότερου εισιτηρίου; Οι «φίλοι» –για διαφορετικούς ο καθείς λόγους-μιας προβληματικά χρηματοδοτούμενης ορχήστρας που δήλωναν με την παρουσία τους μια πολιτική στήριξη; Οι «φίλοι» –παλαιοί και νέοι- της μουσικής του Χατζιδάκι, που ήρθαν να εορτάσουν ή να ελέγξουν τη συνέπεια των επιγόνων; Οι φίλοι και γνωστοί και συγγενείς των συμμετεχόντων, που πριμοδοτούσαν με την παρουσία τους το πολιτικώς ορθό της μετά-Μέγαρον-Μουσικής παράνοιας των συναυλιακών μας χώρων; Οι «φίλοι της μουσικής» –γενικώς και αορίστως- που οσμίσθηκαν μια βραδιά στο μεταίχμιο αυτής της παράνοιας και που είχαν τη γενναιοδωρία προς τον εαυτό τους να δοκιμάσουν μια έξοδο απ’ την ασφάλεια του καναπέ; Τι ήταν αλήθεια αυτό το κοινό;
Το ερώτημα θα παραμείνει για να φωτίζει στο περιθώριο αυτού του κειμένου.
Προσανατολισμοί
Πριν βγω να παίξω ή να μιλήσω ή να πω κάτι με κάποιον τέλος πάντων τρόπο –που παραμένει εξακολουθητικά το ίδιο πράγμα- με κυνηγάει για λίγο αυτό το ερώτημα: Σε Ποιούς και Για Τι;
Να ένας καλός τρόπος να αποσυντονιστείς, να αποσυναρμολογηθείς για την ακρίβεια στα κομμάτια απ’ τα οποία κι εσύ ο ίδιος αποτελείσαι μέσα στο χρόνο.
Αυτό που λένε «αγωνία» λίγο πριν απ’ την έξοδο στη σκηνή, μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, ανάλογα με το βάθος των νερών που αποφασίζεις να κολυμπήσεις.
Αγωνία άραγε για το αν θα είσαι συνεπής στις μέχρι τούδε αισθητικές και τεχνικές προσλαμβάνουσες από τα πρότυπα του είδους και άρα «επαρκής» με βάση μια φαντασιακή επιτροπή θανόντων (ασφαλώς) που σε ελέγχει και σε καθοδηγεί σε κάθε στροφή του επαγγελματικού σου βίου;
Αγωνία αν θα καλύψεις τις επί μέρους ανάγκες του κοινού σου – κάθε μικρή αδήλωτή του προσμονή- που συμβολίζεται από την αγορά του εισιτηρίου και λύνεται ψυχικά κατά τη διάρκεια ενός χλιαρού ή θερμού χειροκροτήματος στο τέλος;
Αγωνία αν θα υπάρξεις κατά τη διάρκεια της παρουσίας σου επαρκώς Ειλικρινής ώστε να μην μπορεί κανείς να σου καταλογίσει υστεροβουλία ή στην καλύτερη περίπτωση βλακεία;
Αγωνία μήπως και σε αυτήν την νέα σου πάλι ευκαιρία (ο Χρόνος είναι Τώρα και για Πάντα -ποτέ γραμμικός- εξ’ ου και κάθε ευκαιρία είναι η τελευταία) μήπως δεν καταφέρεις να αρθρώσεις εκείνο το Καίριο που σε καίει και που νοηματοδοτεί την ίδια σου τη ζωή στην πλήρη της ανάπτυξη;
Σε ποιάς αγωνίας τελικά τα ίχνη θα προσαρμόσει για λίγο τη μοναχική του πορεία εκείνος που τα φώτα τον θαμπώνουν και τον θερμαίνουν κάτω απ’ τα μάτια και τις ψυχές ενός κοινού που περιμένει; (περιμένει τι;)
Καθησυχαστικό Μάντρα
Μια αγαπημένη μέσα στα χρόνια φίλη, μου έστειλε λίγο πριν από μια τέτοια συναυλία το σπάραγμα κάποιων στίχων του Εγγονόπουλου από τον «Μπολιβάρ» του:
«…Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, …
…Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’ ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ ’ ά σ τ ρ α . »
Μου έστειλε μόνο το τέλος, αλλά ολόκληρο το ποίημα αντηχούσε ήδη μέσα μου σαν προσευχή. (Και να λοιπόν η σημασία της Τέχνης, απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται – είναι εκεί για να μας υπενθυμίζει το Απαραίτητο…)
Αποφάσισα στη ζωή μου (μεγάλη κουβέντα, μα μόνο έτσι ξεγελιέται περιστασιακά κάθε θάνατος) να προσπαθήσω προσανατολισμό προς ένα τέτοιο δικό μου Απαραίτητο. Κι αυτό μπορεί βεβαίως για τον καθένα να χτίζεται από διαφορετικά υλικά, παραμένει όμως εκ των υστέρων –όπως δείχνει ο χρόνος- η δική του προσωπική Βαβέλ, το δικό του μοναδικό αποτύπωμα στην προσπάθεια να ορίσει το πώς και το γιατί της ζωής του.
Η ουτοπία δεν είναι εδώ ένα πρόβλημα –απεναντίας είναι ένα Συν, γιατί είναι από παλιά γνωστό πως σημασία έχει ο προσανατολισμός κι όχι το αποτέλεσμα: Εκείνος που «κατάφερε» κι Εκείνος που όχι, θα έπρεπε στην εσωτερική ιδανική μας Πόλη να παίρνουν από κοινού ένα κάποιο χρυσό μετάλλιο. Η αντιπνευματικότητα των σύγχρονων Ολυμπιακών θα λάμψει εδώ σαν πυρσός και δάδα περασμένη κατ’ ευθείαν απ’ τα χέρια ενός καθημερινού Λεωνίδα όσο και ενός Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. (Ρήγα Φεραίου, Οδυσσέα Ανδρούτσου, Μάρκου Μπότσαρη…)
Απορίες
Για να μη μείνω πολύ στα παρατιθέμενα ερωτηματικά: Οι μαθητές μου ρωτάνε συνεχώς για την ιδιαίτερη εκείνη στιγμή που «εκτίθεσαι» στο κοινό. Ίσως αυτοί οι μαθητές να είναι ο μόνος λόγος που γράφω: για να τους προσφέρω (και σ’ όποιον άλλον στενεύεται από τέτοια ερωτήματα) ένα πιθανό δώρο, λιθαράκι… Και ευτυχώς μια τέτοια απάντηση δεν θα αρθρωθεί από μια σειρά τεχνικών που σε σπρώχνουν αναίμακτα σε κάποια αντικειμενική (υπάρχει τέτοια άραγε;) επιτυχία.
Θα προχωρήσω πλαγίως: Αυτός ο τόπος ευλογήθηκε -απ’ την τύχη ή από κάποια άνωθεν πρόνοια- να κρατά στο κύτταρό του τη βιωμένη παράδοση της Ορθόδοξης Λειτουργίας. Ακόμη και γι αυτούς που δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία, υπάρχει κάτι που ζει και αναπνέει στην καθημερινότητά τους και που προέρχεται από όλες τις προσευχές των γιαγιάδων. Θα το πω άκομψα: ένα συλλογικό ασυνείδητο χτισμένο με τα στέρεα υλικά του Θεάτρου, όπως αυτό ξαναβιώνεται μέσα στο σκηνικό της θείας λειτουργίας.
Συνήγορος αλλότριων δαιμόνων
Εδώ θα κάνω μια αναγκαστική παρένθεση, για να δηλώσω μια θέση προς τους άθεους φίλους μου (που είναι και οι περισσότεροι): Παρόλο που κατανοώ την απέχθεια κάθε ελεύθερου πνεύματος προς τη διαδικασία της κατήχησης, και το δίκαιο (αν υπάρχει τέτοιο) μίσος προς τη μικρόνοια των πρώτων χριστιανών, που τις περισσότερες φορές στάθηκαν με ασέβεια μπροστά στην κορυφή του πολιτισμού που κατέκτησαν οι πρόγονοί τους, θα εξακολουθώ να πιστεύω πως η βιωματική σχέση με τον Άγνωστο Άλλο που προτείνεται μπροστά στα μάτια ενός παιδιού μέσα στην κυριακάτική λειτουργία παραμένει ένας μικρός παράδεισος που είναι αμαρτία να του στερήσουμε.
Σε πείσμα των αθλιοτήτων κάθε μονής Βατοπεδίου και κάθε τέτοιου αποπνευματικοποιημένου χώρου της ζωής μας, η δική μου σκέψη δεν μπορεί παρά να επιστρέφει επίμονα στην καθαρότητα του παιδικού βιώματος: Η μάνα μου η Αντιγόνη –έτσι καθώς λέει και τ’ όνομά της- με τραβούσε με τη διαδικασία του επείγοντος στην εκκλησία, και παρόλο που αυτό καταχωρείτο τότε στο πρώτο επίπεδο της μνήμης ως μια απάνθρωπα υλοποιημένη βία, δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ σήμερα τα παράπλευρα οφέλη της εμμονής της.
Πασχαλιές μέσα απ’ την (εξακολουθητικά) νεκρή γη
Εκείνα τα μικροδιαστήματα στο σύνορο του ριζίτικου και της ψαλμωδίας -της γλυκύτητας και της αυστηρότητας- που το αφτί μου άκουγε, εκείνο το ασαφές σκηνικό με τους δικούς του ήρωες στις εικόνες και με τα ανεξιχνίαστα ακόμα σύμβολα που τα μάτια μου έβλεπαν στο μισοσκόταδο, εκείνη η ανακατωμένη με το λιβάνι μυρωδιά των σωμάτων που ίδρωναν ανάμεσα σε κολόνιες, λακ και πούδρες –η ίδια η μυρωδιά μιας αυστηρής αλλά θηλυκής αίσθησης της γυναίκας όπως αργότερα τη γνώρισα, και αντίστοιχα μιας αρρενωπότητας που δεν λογοδοτούσε στα διαφημιστικά σποτ- εκείνο το κάθε φορά όμοια επαναλαμβανόμενο δράμα και ο χαλαρός όλο εμπιστοσύνη χρόνος του που δεν μετριόταν με το ρολόι αλλά με την κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, εκείνη η «δημοκρατική» ομοιογένεια της λάμψης των κεριών στα χέρια των πιστών (το φιλί της ανάστασης και το λίγο σκύψιμο σαν αγκαλιά πάνω απ’ το φως που σου δίνει ένας άγνωστος μετά το Χριστός Ανέστη, αλλά που είναι το ίδιο το σύμβολο όλων όσων σου δίδονται ανέξοδα και γενναιόδωρα απ’ τη ζωή), όλα αυτά υπήρξαν το πρώτο και καλύτερο μάθημα - μάθημα μάλιστα που δεν δόθηκε από κανέναν δάσκαλο: Εγώ είχα όλη την ευθύνη να το αποκρυπτογραφήσω και να το καταχωρήσω στις ενδυμασίες που κι αργότερα θα με συνόδευαν.
Τέτοια πλούσια προσφορά δύσκολα θα μπορούσε κανείς να περιμένει ακόμα και στις τότε πόλεις που μεγαλώναμε. Ο μικρόκοσμος της εκκλησίας κρατούσε –και ίσως ακόμη κρατάει στις ευτυχείς του περιπτώσεις- μέσα στη μικρή του δεξαμενή στοιχεία απ’ τη θερμοκρασία μιας άλλης εποχής, που στους δρόμους χανότανε σιγά-σιγά. Σπαράγματα μιας βιωμένης Σχέσης με τον άλλον, που για να λειτουργήσει χρησιμοποιούσε όχι μονάχα το μυαλό –όπως εξακολουθητικά και αναίσχυντα διαλαλείται στα ρηχά της τηλεοπτικής μας καθημερινότητας- αλλά κάθε μια απ’ τις αισθήσεις, και κυρίως αυτές από την πέμπτη και ύστερα…
Η ευδαιμονία μιας καθησυχαστικής βεβαιότητας σύμπνοιας κάτω απ’ την κοινή μας μοίρα ήταν κάτι που πρώτα είχες υποπτευθεί κατά την παραμονή σου στο περιθώριο της ενορίας και που στη συνέχεια θα ξανάβρισκες στα υγρά μάτια φίλων και στο δεύτερο «ανεξήγητο» ενός έρωτα που θα σε περίμενε στη γωνία (το πρώτο ανεξήγητο το είχες ήδη συναντήσει εκεί, στο μισόφωτο των κεριών).
Το να ισχυριστώ πως αυτό υπήρξε μονόδρομος θα ήταν υπερβολή. Η ανάγκη σε σπρώχνει να πάρεις από παντού. Αλλά μέσα σ’ αυτό το «παντού» της εποχής πρωταγωνιστούσε ο χαλαρός χρόνος της λειτουργίας.
Στη σημερινή φτώχεια πού θα τα βρεις αυτά; Και μιλώ βέβαια για τα παιδιά, για την εποχή δηλαδή πριν απ’ τη μείζονα αλλοτρίωση του σχολείου, τότε που κάθε κύτταρο ανέπνεε ακόμα τις αλήθειες και τις διηθούσε στο φίλτρο της διαυγούς μέσα σοφίας.
Λεπτομέρειες -θα μου πείτε- μπροστά στην επαγγελματική αποκατάσταση, όμως όποιος είναι ικανός να φανταστεί τον εαυτό του στο τελευταίο πεντάλεπτο του βίου του θα συμφωνήσει ότι δεν είναι και ακριβώς έτσι. Κι αυτό όχι βέβαια για το «μετά». Όχι. Μόνο –και πάντα- για το πριν! Για το Εδώ και το Τώρα κάθε δευτερόλεπτου που ζούμε και που μπορεί εκ των υστέρων να λογαριαστεί ως κερδισμένο ή χαμένο.
Η σκηνή
Επιστρέφοντας απ’ αυτή την παρένθεση, θα έχετε ήδη καταλάβει τι θα ήθελα να πω στους μαθητές μου. Όχι αγαπημένοι μου. Ο Σεγκόβια ευτυχώς ποτέ δεν πέρασε από εδώ –τουλάχιστον όχι με τη δική μας ειλικρινή συναίνεση. Σε μας, η δουλειά όποιου αποφασίζει να εκτεθεί στην αγορά δεν είναι αυτή του δασκάλου, αλλά του Ιερέα. Και ασφαλώς δουλειά του ιερέα δεν είναι να φανεί άξιος στα μάτια κάποιου εκκλησιάσματος, αλλά άξιος απέναντι στο θείο, κατά τη διάρκεια εκείνης της στιγμής που για λίγο θα χριστεί φορέας μιας κατάστασης «μετά τα φυσικά», εκείνης της στιγμής που θα μεταμορφωθεί σε γέφυρα του Άγνωστου προς αυτήν εδώ τη Στιγμή. Γι αυτό η προετοιμασία του δεν θα πρέπει να είναι μόνο τεχνική (όχι, αυτό είναι το λιγότερο). Συμβατικά μιλώντας, χρειάζεται νηστεία και προσευχή.
Να βρεθεί επειγόντως: ποιά είναι τα υλικά απ’ τα οποία συναρμόζεται εκείνο το «ολόφωτο τραμ» του Εγγονόπουλου, και ποιά είναι τα καύσιμα που θα το κινήσουν προς τον προορισμό του, που δεν μπορεί παρά να είναι εξακολουθητικά «τα άστρα»; Αυτή είναι η αγωνία που κρατώ για την ώρα πριν απ’ την έξοδο στη σκηνή. Όχι για το ανθρωπίνως επαρκές, αλλά για το θείο επαρκές.
Αυτό που είναι ο καλλιτέχνης (ή να το πω καλύτερα ο μάστορας, με την παλιά ωραία έννοια) χτίζεται πάνω σε ένα επίπονο πήγαινε έλα ανάμεσα στην πίστη προς το υπερβατικό που προτείνει και σε μια ταπεινότητα μοναχού, ο οποίος γνωρίζει ότι τίποτα δεν του δόθηκε δωρεάν (είναι όλα ήδη πληρωμένα μέσα στη μοναξιά), αλλά και τίποτα δεν του ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα. Έτσι, αυτός ο σοφός γνωρίζει καλά πως το κοινό δεν είναι μια αριθμητική λεπτομέρεια, μα ένα σύνολο Προσώπων που συλλειτουργούν, που είναι στο 100 % συνυπεύθυνα για το βαθύ ή το ρηχό όποιου αποτελέσματος. Δική του δουλειά είναι να βρίσκεται συνεχώς προσανατολισμένος προς τον Θεό του – αδιάφορο προς ποιόν. Αν Αυτός κατέβει στο κέντρο της αίθουσας, τότε ο ιερέας δεν επαίρεται, αλλά ευχαριστεί. Ποιόν; Και την Τύχη – Θεό και τα Πρόσωπα που συλλειτούργησαν σ’ αυτή την κατεύθυνση (και να η πραγματική σημασία της υπόκλισης!).
Θυμάμαι τώρα τον Ελύτη που έλεγε για το τρίπτυχο: Τέχνη-Τύχη-Τόλμη. Αυτό βεβαίως δεν ήταν μια απλή συνταγή. Το μεσαίο σκέλος του τρίπτυχου θα μιλήσει ευθύβολα για τη θερμοκρασία της στιγμής που κάποιος Θεός παρουσιάζεται ενώπιόν μας με τα δώρα Του. Η Τέχνη περιέχει την προετοιμασία του Μάστορα. Η Τόλμη μιλά για τον προσανατολισμό του στο θείο και όχι στο γήινο. Εκείνη όμως η Τύχη είναι ο συνεκτικός κρίκος, το δακτυλικό αποτύπωμα του χρόνου, η ενέργεια του εκκλησιάσματος, που οφείλει να είναι σωστά κι αυτό προσανατολισμένο προς την πλευρά ενός Ανοίγματος – προς μια ζωή στους αντίποδες της ε-πα-νά-λη-ψης.
Κενό αέρος κι επιστροφή στα 2000 πόδια
Αυτά θυμήθηκα εκείνη τη βραδιά στο μέγαρο -μαζί με τα «τρέχοντα» για να γειωθούμε ελάχιστα:
Ξέρουμε όλοι πως αυτή η πολυδιαφημισμένη αίθουσα έχει σοβαρότατα προβλήματα ακουστικής όταν χρησιμοποιεί ενισχυόμενα όργανα (σε κάθε γωνιά της ακούς διαφορετικά-και μάλιστα όταν μιλάμε για μεγάλη ενίσχυση).
Ξέρουμε ότι το έργο του Χατζιδάκι, γραμμένο και ενορχηστρωμένο για την ηχογράφηση του soundtrack της ταινίας του Narizzano, είναι ακατάλληλο για τις ζωντανές ισορροπίες μιας συναυλίας.
Ξέρουμε ότι κάθε «εορταστική» αναφορά στους εκλιπόντες κουβαλάει την κακοδαιμονία του πολιτικώς ορθού των ιδίων της των προθέσεων.
Ξέρουμε ότι το ίδιο το μέγαρο με τη μεγαλοαστική αισθητική του και την πολιτικά σκιασμένη πορεία του είναι συναισθηματικά και ηθικά ο πλέον ακατάλληλος χώρος για να λειτουργήσει η Μουσική.
Ξέρουμε ότι η παρουσία στο κοινό επαρκούς αριθμού «ειδικών» στα επί μέρους (κιθαριστές, πιανίστες, μαέστροι, μουσικοί…) γεννά την υποψία πως εδώ είναι που θα βρεις τους γραμματείς και τους φαρισαίους των ημερών και όχι μια ειλικρινών προθέσεων συγκέντρωση ανθρώπων που αναζητούν ΚΑΤΙ.
Παρόλα αυτά, ο σωστά προετοιμασμένος (κατά το ψυχικό και μόνο σκέλος) μουσικός, μπόρεσε να αισθανθεί την ειλικρινή θερμοκρασία μιας λειτουργίας που έβγαινε από τα καθιερωμένα του χώρου. Και το λέω αυτό χωρίς καμία έπαρση, γνωρίζοντας ότι αυτό ανήκει σε όλους όσοι ήταν εκεί.
Υπόκλιση και αποχωρισμός
Σε ένα από τα bis της βραδιάς –που ήταν και το τελευταίο- αποφάσισα να παίξω κάτι που δεν είχα ετοιμάσει, αλλά το είχα για αφανείς λόγους «κρατήσει» μαζί μου (να μια Τύχη που θα ζητούσε επίμονα την παρουσία μιας Τόλμης-εάν…). Ήταν το «Πέρα στο θολό ποτάμι» του Λόρκα, του Γκάτσου και του Χατζιδάκι (για να ακριβολογήσουμε και μια φορά).
Από τις πρώτες κιόλας νότες -να πω καλύτερα ήχους- ένοιωσα πως κάθε ανάσα της αίθουσας είχε γίνει χαμηλόφωνη, και πως εκείνη τη στιγμή κάθε μικρή ενέργεια ακουμπούσε σε ό,τι ακούγαμε όλοι μας - και μόνο σ’ αυτό.
Η συστολή δεν θα με εμποδίσει εδώ να μοιραστώ τη συγκλονιστική χροιά μιας τέτοιας σπάνιας εμπειρίας: να ξέρεις πως δεν παίζεις εσύ, αλλά πως σε οδηγεί ένα συμπαγές σύνολο σε κάθε σου ελάχιστη κίνηση. Αυτό το πηχτό ενεργειακό υλικό είναι κάτι πέρα απ’ την κατανόηση. Είναι η συλλογικότητα που μας θερμαίνει και μας απογειώνει κάποιες ώρες, ερήμην μας. Προϋπάρχει και έπεται. Παρελήφθη και θα παραδοθεί στους επόμενους. Είναι εκεί από κάποιο σημείο της ιστορίας μας και μετά και θα φτάσει κάπου πολύ μακριά, ίσως στο τέλος αυτού του κόσμου.
Αυτό που σε άλλες στιγμές θα μπορούσε να αναλυθεί σε επίπεδα ηχητικών δυναμικών, χαλαρού τέμπο, διαφοροποίησης ηχοχρωμάτων, συγκινησιακής ή όχι φόρτισης κάθε μικρής φράσης, εδώ παρουσιαζόταν ως το αυτονόητο αποτέλεσμα μιας εντελώς φυσικής κατάστασης-δίχως-πρωταγωνιστή. Ούτε η μουσική του Χατζιδάκι, ούτε ο υποφώσκων λόγος του Λόρκα μέσα απ’ τις λέξεις του Γκάτσου που ανακλούσε στη μνήμη μας η κάθε φράση, ούτε η κιθάρα που στεκόταν μόνη της στο κέντρο της εκκλησίας, ούτε ο κιθαριστής, ούτε η ορχήστρα που περίμενε τρυφερά κάθε μικρή συνέχεια, ούτε ο κόσμος… αλλά όλο αυτό μαζί, που ψιθύριζε κάτι για τη σημασία της Μουσικής όταν καταφέρνει να λειτουργήσει έξω απ’ τα πλαίσια που τη στριμώξαμε μέσα στη μικρόνοιά μας.
Τέλος ή αρχή;
Στο τέλος του κομματιού σηκώθηκα και πήρα την κιθάρα με μια συστολή –θα το κατάλαβαν οι φίλοι- γνωρίζοντας βαθιά μέσα μου πως τίποτα δεν μου ανήκει ερήμην της Σχέσης με τον Άλλον, και πως αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα θα χωρούσαν ένα ολόκληρο μάθημα για όλους όσοι ήταν προετοιμασμένοι σωστά για να το πάρουν (όποιος δεν ήταν ευνοημένος απ’ τη δική του εσωτερική Τύχη, απλώς θα παρίστατο, περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία του).
Κάθε μουσικός ζει για αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που νοηματοδοτούν την πορεία του και δικαιώνουν κάθε κόπο που προηγήθηκε.
Πού είναι λοιπόν ο «σολίστας»; Ο συνθέτης; Η «μεγάλη ή μικρή ορχήστρα» που λένε ανενδοίαστα οι διαφημιστές; Πού είναι ο μαέστρος; Πού είναι οι κριτικοί και οι καλοθελητές του δημόσιου βίου μας;
Τίποτα δεν ζει σε χαμηλές θερμοκρασίες. Πέραν αυτής της Θείας (;) Λειτουργίας θα παραμένουν μόνο οι αγαθές μας προθέσεις - μέχρι νεωτέρας...
Θα καταλάβατε βεβαίως πως μια στιγμιαία ταπεινότητα ήταν που με οδήγησε σ’ όλα αυτά, κι όχι η ανάγκη να μιλήσω για ένα Εγώ ταλαιπωρημένο όσο όλων μας.
Γιώργος Μουλουδάκης
Οκτώβριος 2008