«ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΗΣ»
Παρουσίαση του βιβλίου του Ισαάκ Σούση, για τον Μάνο Λοϊζο.
Με τον τίτλο «Μια μέρα ζωής» εκδόθηκε το βιβλίο για τον Μάνο Λοϊζο σε επιμέλεια του Ισαάκ Σούση (εκδόσεις Ιανός, με την χορηγία της ΑΕΠΙ). Ένα χορταστικό βιβλίο 500 περίπου σελίδων, με αναφορές ανθρώπων που βρέθηκαν στο άμεσο (αλλά και έμμεσο) περιβάλλον του εκλιπόντος. Όχι πως στο βιβλίο αυτό δεν λείπουν και άλλοι που θα μπορούσαν με τις μαρτυρίες τους να φτιάξουν το πορτρέτο του με ακόμα περισσότερα στοιχεία και αξιοπιστία, αλλά -ίσως- αυτά δεν τελειώνουν ποτέ και αυτό που θα πρέπει να σκεφτόμαστε είναι πως το βιβλίο αυτό, μαζί με άλλα που αναφέρονται στον Λοϊζο, προσπαθούν να φτιάξουν αυτό το πορτρέτο που επιθυμούμε όλοι. Το TaR δεν φιλοδοξεί να κάνει βιβλιοπαρουσίαση σχετικά με αυτή την καινούργια έκδοση, ωστόσο, έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που υποθέτω πως δεν θα περάσει απαρατήρητο με τόσες μαρτυρίες, τόσο φωτογραφικό υλικό, τόση συγγραφική και οργανωτική φροντίδα από τον στιχουργό - συγγραφέα Ισαάκ Σούση.
Στις 11/12/07 έγινε στον Ιανό η παρουσίαση του βιβλίου και εκεί βρέθηκαν οι παλαιοί φίλοι του Λοϊζου, καθώς και οι νεότεροι ενδιαφερόμενοι γύρω από το πρόσωπό του, που πάντα υπάρχουν και συνεχώς αυξάνονται, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του…
Στο πάνελ των ομιλητών ήταν προσκεκλημένοι οι: Θανάσης Νιάρχος (συγγραφέας), Νότης Μαυρουδής (συνθέτης), Μανώλης Ρασούλης (στιχουργός), Γιάγκος Ανδρεάδης (καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου), οι οποίοι μίλησαν, ο καθένας από την πλευρά του, για τον Λοϊζο. Εκτός του Νότη Μαυρουδή (που μίλησε από γραπτό κείμενο), όλοι οι άλλοι ομιλητές αναφέρθηκαν προφορικά κι έτσι δεν έμεινε κείμενο προς δημοσίευση. Το TaR δημοσιεύει την ομιλία του Νότη Μαυρουδή για τον Λοϊζο όπως διαβάστηκε σ’ αυτή την εκδήλωση.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ
(του Νότη Μαυρουδή)
Μια ακόμα αναφορά στο Λοϊζο μπορεί, ενδεχομένως, να μη σημαίνει και τίποτα. Έχουν γραφεί τόσα και τόσα εξ’ άλλου. Μαρτυρίες, αφιερώματα, βιογραφίες, τόσα χρόνια από τη γέννησή του, τόσα από τον θάνατό του, βιβλία, δίσκοι, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά αφιερώματα, κρατάει πολλά χρόνια αυτή η εμμονή όλων όσοι επιμένουν σε αναφορές στη μνήμη του. Μια εμμονή όμως που στηρίζεται στο ότι ο κόσμος, οι καινούργιες γενιές δε σταματούν να αναζητούν να μάθουν και να συνδεθούν με αυτόν τον μελαγχολικό ευγενή που έφτιαξε (ή του έφτιαξαν) μύθο, όχι αναίτια. Είναι η περίπτωση που πάντα μου έρχονται οι στίχοι του Ελύτη στο ποίημα Ευγενικιά περήφανη μελαγχολία… Αυτό ήταν ο Μάνος Λοϊζος.
Είναι σαφές πως τα τραγούδια του περιείχαν ιδιόμορφες παρακαταθήκες που δεν τις υποπτευθήκαμε στην εποχή τους. Δεν ήταν απλά τραγούδια που έγιναν μια διαρκής μόδα. Γιατί, ακόμα και η μόδα θέλει να γλιστράει μέσα στο χρόνο και δεν συμπαθεί τη μεγάλη διάρκεια. Στοχεύει σε μικρά χρονικά διαστήματα. Η «μόδα» όμως του Λοϊζου δεν έχει να κάνει με τεχνάσματα αλλά με την διαχρονική ουσία των μελωδιών του. Δηλαδή, θέλω να πω πως, τα τραγούδια του, παρ’ όλο που απέχουν κατά πολύ από τα της ίδιας περιόδου, (θυμηθείτε: Άξιον Εστί, Επιφάνια, Λιποτάκτες, Μαουτχάουζεν, και άλλα του Θεοδωράκη), διαθέτουν και αυτά -στο πέρασμα του χρόνου- μια φρεσκάδα από την ίδια πηγή μελαγχολίας καθώς και μια διαχρονικότητα εντυπωσιακή.
Εάν επιχειρήσουμε να εντάξουμε τα τραγούδια του σε κατηγορία, θα μπερδευτούμε και θα εμποδιστεί η επικοινωνία της συνεννόησης. Γιατί το ύφος τους είναι Λαϊκό, σε μερικά, ατόφιο. Είναι μπαλάντες, είναι αισθηματικά, βαθιά ερωτικά, είναι πολιτικά, είναι οικεία, είναι αυτό που λέμε: τραγούδια της παρέας! Πάντως, είναι υλικό που στοχεύει ευθύβολα στην καρδιά και στο συναίσθημα. Αλλά δεν είναι ο μοναδικός συνθέτης του ’60 που τα τραγούδια του περιέχουν αυτά τα στοιχεία. Και ο Μαρκόπουλος και ο Ξαρχάκος και ο Σπανός και ο Κουγιουμτζής έχουν τέτοιο υλικό, όμως ο Λοϊζος κρατάει μια πρωτόγνωρη επαφή με το κοινό, όχι μόνο το κολλημένο στα συναισθηματικά του ’60 αλλά και τις νέες γενιές που τον θεωρούν, λίγο πολύ ως μέντορα… Η παρέα του, οι φίλοι του, αναφέρονται σ’ αυτόν στα ΜΜΕ, τόσα χρόνια τώρα. Πολλοί από την κοντινή παρέα (Χ. Λεοντής, Λ. Παπαδόπουλος, Φ. Λάδης, Α. Θεοφίλου, Μ. Ρασούλης, Δ. Κατοίκος, Φαραντούρη, Αλεξίου, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Γαλάνη, Μηνάς Παπάζογλου, Δημήτρης Γκιώνης κά) τον αγάπησαν και δεν σταμάτησαν να μιλούν γι αυτόν, αφού η έμμεση παρουσία του με τους ήχους των τραγουδιών του, υπήρξε και ο ήχος της δικής τους εποχής, δηλαδή ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής και της νιότης τους. Πώς να χωριστούν από αυτή τη μνήμη;
Έλεγα πριν πως θα δυσκολευτούμε να τον εντάξουμε σε κατηγορία. Ακούω δεξιά κι αριστερά για το ότι ο Λοϊζος είναι «έντεχνος». Μία κατηγορία που επικράτησε (κυρίως μεταπολιτευτικά) θαρρείς για να στριμώξουν όλα τα καλά και τα κακά της τραγουδοποιίας. Η πρόθεση -φαντάζομαι- ήταν να διαχωριστεί το λαϊκό από τα υπόλοιπα μουσικά είδη για να συνεννοούμαστε. Ήταν μια ανάγκη της εποχής λίγο πριν από το ’60 (το 1958 συγκεκριμένα) όταν μετά από τον «Επιτάφιο» ο Μ. Θεοδωράκης προσπαθούσε να διαχωρίσει τα τραγούδια του (στους στίχους του Γιάννη Ρίτσου) από τα τότε λαϊκά της εποχής. Μη ξεχνάμε: Λαϊκή ορχήστρα του Μανώλη Χιώτη, Γρ. Μπιθικώτσης ερμηνευτής, χασάπικα και ζεϊμπέκικα και μοιρολόγια και στιλ καντάδας. Όλα αυτά μαζεμένα σε έναν ιστορικό δίσκο. Όμως δεν θα έπρεπε το υλικό αυτό να μπλεχτεί στο ύφος και τις μυρωδιές του ρεμπέτικου και του αμιγώς λαϊκού τραγουδιού. Ήταν μια νεότερη λαϊκή κουλτούρα που το στοιχείο του «λαϊκού» το πήγαινε σε διαφορετικούς δρόμους. Το πήγαινε παραπέρα… Τότε ήταν που είχα διαβάσει για πρώτη φορά πως ο Μίκης χαρακτήριζε τα τραγούδια του «Επιτάφιου», «έντεχνα μιας λαϊκής κουλτούρας». Αυτή η φράση έβγαλε ορολογία. «Έντεχνο» και όποιον πάρει ο χάρος… Μέσα σ’ αυτό τον όρο εντάχθηκαν μύρια είδη που πολλές φορές είναι ικανά να μας σπάσουν τα νεύρα με την ευκολία που κατηγοριοποιούνται ώστε να έχουν θαρρείς το κάλυμμα μιας …ευλογίας.
Επιμένω να ψάχνω το χώρο για να εντάξω τα τραγούδια του Λοϊζου. Έντεχνα λοιπόν; Πολύ φοβούμαι πως θα πελαγοδρομήσουμε διότι εκεί μέσα υπάρχουν αλλοπρόσαλλα τραγούδια μόνο και μόνο γιατί ο καθείς μπορεί να αποφασίσει το πού θα εντάξει τα δημιουργήματά του, πόσο μάλλον και οι ανεξέλεγκτες εταιρείες δίσκων με τις σκέψεις του ποδαρού. Ίσως θα έπρεπε να επινοηθεί μια άλλη κατηγορία, λίγο πιο ελεγχόμενη, που θα μας διευκολύνει όμως για το παραπέρα, ώστε να μη μπερδεύουμε τα νεολαϊκά, τα μοδάτα, τα εμπορικά, τα τραγούδια της πίστας, τα χαβαλοτράγουδα, μαζί με τα ονομαζόμενα ποιητικά, ποιοτικά, μιας ειδικής ατμόσφαιρας και ο κατάλογος που είναι σαν την Ελλάδα, δεν πεθαίνει ποτέ… Ας πούμε λοιπόν πως ο Λοϊζος υπήρξε ένας απαράμιλλος «ατμοσφαιριστής» και ίσως ο όρος (αδόκιμος και πρόχειρος βεβαίως) να μπορεί να αγκαλιάσει τέτοιες περιπτώσεις, μια που οι ατμόσφαιρες των τραγουδιών του υπήρξαν καταλυτικά δείγματα μιας τέχνης που επιβίωσε διαχρονικά σε διαφορετικές εποχές και στο πέρασμα των καιρών, διαφορετικά, ο Χατζιδάκις, ο Λοϊζος, ο Κουγιουμτζής, ο Σαββόπουλος, θα ανακατευτούν επικίνδυνα με τον Χατζηνάσιο, τον Κατσαρό, τον Πλέσσα, τον Ιγνατιάδη, τον Κριμιζάκη, ή έστω, τον Μιχάλη Ρακιτζή… (Συγχωρήστε μου τα ακραία παραδείγματα).
Πάντως, ανεξάρτητα από την ένταξη του Λοϊζου σε μουσικό χώρο μέσα από ορολογίες και ετικέτες, εδώ έχουμε την ευκαιρία να εκδηλώσουμε τη μόνιμη διάθεσή μας γι αυτή τη μνήμη. Είναι δε και η πρώτη φορά που η ΑΕΠΙ συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη μνήμη, έστω μέσα από το βιβλίο του Ισαάκ Σούσση, για να υπογραμμίσει πως η εκτίμηση στην προσωπικότητα του δεν έλειψε ποτέ. Να θυμηθούμε πως ο Λοϊζος ήταν από τους πρώτους ιδρυτές της ΕΜΣΕ, καθώς και Πρόεδρός της. (Μαζί του και ο Λεοντής, ο Παπαδόπουλος, ο Δερβενιώτης, ο Καλδάρας, ο Πυθαγόρας, ο Νικολόπουλος, ο Κακουλίδης κα.) Ένα σωματείο (και εισπρακτικός οργανισμός) των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, για την αυτονόμηση –αυτοδιαχείριση και, παράλληλα, την εναντίωση και τον διαχωρισμό του από τον εισπρακτικό οργανισμό της ΑΕΠΙ. Ήδη από το ξεκίνημα της ΕΜΣΕ (1971) τα πνευματικά δικαιώματα στη χώρα μας πέρασαν από σαράντα κύματα. Σήμερα, τα πάθη και οι αγωνίες των δεκαετιών από το ‘71 έως τις μέρες μας, βρίσκονται σε διαφορετική φάση δίχως τις μεγάλες αντιμαχόμενες έριδες του παρελθόντος χρόνου. Οι συνάδελφοι του Μάνου εξακολουθούν να είναι μια οικογένεια αδιάσπαστη και ενωμένη στο επίπεδο της εκτίμησης και της περιβόητης διατήρησης της μνήμης. Είναι λοιπόν αυτονόητη η συμπαράσταση των συναδέλφων μου του ΔΣ της ΑΕΠΙ στη μνήμη αυτή.
Οι μνήμες οι δικές μου έχουν πολύ λιγότερη σημασία από το γεγονός ενός βιβλίου που πρέπει να υποστηριχτεί. Συμμετείχα κι εγώ σε παρέες και σε φιλικό περιβάλλον που τον αγάπησε. Συμμετείχα σε ηχογραφήσεις και σε προετοιμασίες. Τον γνώρισα επαρκώς ώστε να στοιχειοθετήσω μέσα μου την ατμόσφαιρά του που αργότερα την μετουσίωσα σε τραγούδι. Εξ’ άλλου, όλοι όσοι τον γνώρισαν και είχαν λίγο ή πολύ συναναστραφεί μαζί του, έχουν κάτι να θυμηθούν και να προσθέσουν στον μακρύ κατάλογο των καταθέσεων από μικρά ή μεγάλα συμβάντα, που όμως στοιχειοθετούν το περίγραμμα μιας εσωστρεφούς προσωπικότητας που είχε την ικανότητα να κρύβει βαθιά μέσα του ότι τον πλήγωνε και τον μάτωνε. Αυτά εξ’ άλλου ήταν που του σχημάτιζαν το πιο μελαγχολικό χαμόγελο που έχω δει ποτέ μου. Αυτή η χαρμολύπη γέννησε τόσα αξιολάτρευτα τραγούδια και γι αυτήν είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ απόψε και θα ακολουθούμε όπου αλλού μας ζητηθεί, ποιος ξέρει για πόσες δεκαετίες ακόμα…
(Δεκέμβριος 2007)
Ακούστε στο tar-radio.com:
1. Μάνος Λοΐζος (Ναζίμ Χικμέτ): "Γράμματα στην Αγαπημένη" (1974)
2. Μάνος Λοΐζος: "Τα τραγούδια της Χαρούλας" (1979)
3. Μάνος Λοΐζος (Γιάννης Νεγρεπόντης): "Κάτω από ένα κουνουπίδι" (1990)
Manos Loizos: Che Guevara (1974)
LINKS
http://www.manosloizos.gr/ (υπό κατασκευή)
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CE%BF%CE%90%CE%B6%CE%BF%CF%82
(επιμέλεια σελίδας: Κώστας Γρηγορέας)