“Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ”, ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΚΙΘΑΡΑ;
Το εξώφυλλο του άλμπουμ
Εδώ, η πλήρης μορφή, σε 16 μέρη, του έργου μου “Ο νέος και η κουκουβάγια”, απ’ την ηχογράφηση του 2001, όπως εκδόθηκε στο άλμπουμ “Η Γιορίντε, ο Ακροβάτης και η Κουκουβάγια” (Lyra-Musurgia Graeca, ML 0707, 2001). Το άλμπουμ περιέχει επίσης έργα του Γιώργου Κουμεντάκη και του Νίκου Κυπουργού, γραμμένα για μένα και, αντιστοίχως, αφιερωμένα. (Νίκος Κυπουργός: “Εννέα μουσικές εικόνες για κιθάρα”, Γιώργος Κουμεντάκης: “Σουίτα των αδελφών Γκριμμ”)
Κείμενα, μουσική, κλασική κιθάρα: Γιώργος Μουλουδάκης.
Βίντεο: Studio 19, Βασίλης Κουντούρης
Οι παρτιτούρες όλων των έργων του άλμπουμ κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις Panasmusic.
Το εξώφυλλο της έκδοσης
Γιώργου Μουλουδάκη: “Ο νέος και η Κουκουβάγια”
(Στην Αθηνά Αθανασίου)
1. Πρόσωπα της εφηβείας
Ξυπνάω στο παιδικό δωμάτιο. Τα πόστερ του Hamilton με τα ισχνά, ξανθά πρόσωπα της εφηβείας με τριγυρίζουν. Γέρνω ακόμα ο μισός μέσα στις τρυφερότητες. Μια ακαθόριστη ανησυχία για τη μάνα μου διαπερνά τις φλέβες της επιδερμίδας τους. Εκείνη, ακουμπά το χέρι της στην πλάτη μου, να με καθησυχάσει. Φεύγω και έρχομαι, μονότονα, ανεβοκατεβάζοντας το δάχτυλο, τακ-τακ, πάνω στη ζαλισμένη κουπαστή του φορτηγού. Στον ήσυχο βυθό ετούτης της ονειροπόλησης θα απλώσω μια καρό πετσέτα. Ο χρόνος θα καθίσει πάνω της, ακίνητος. Σκύβω και συλλαβίζω απ’ την αρχή τις λέξεις που είπα κάποτε. Τι μέλλον να ‘χει ένα παρελθόν φρεσκοδιορθωμένο; Ο άνεμος φυσά, φυσά δίχως να φαίνεται, γιατί τα φύλλα μένουν σταθερά στη θέση τους, σαν μέσα σε τρισδιάστατη φωτογραφία. Όλα είναι γλυκά και εφιαλτικά και είναι απόγευμα του 1973.
2. Η γιορτή
Η γιορτή θα κρατήσει όλη τη νύχτα με την πανσέληνο. Χορευτές με ψηλά, μαύρα στιβάνια, ραμμένα απ’ τον πατέρα μου, τινάζουν στον αέρα το βήμα ενός αρχαίου πεντοζάλη. Κάπου αλλού την έχω ξαναζήσει ετούτη τη σκηνή· δε γίνεται.
3. Το τύμπανο
Κι όμως, τα αυτιά μου δεν ακούνε πια τη λύρα, μα το τύμπανο. Καλεί μονότονα σε άγνωστη μάχη, σίγουρο και ύπουλο, σαν τον αυλό του Αμαντέους. Το πένθος που δεν αξιώθηκες θ’ αλλάξει τη μεσαία χαρακιά της αίσθησης. Για λίγο, θα βρεθώ από κει, μονάχος.
4. Γαλάζιο αμαξάκι
Τρέχω καβάλα σε γαλάζιο αμαξάκι, με κουδούνια, στους δρόμους της μητέρας πόλης. Ό,τι κρατήσω μες τα χέρια μου, από δω και μπρος -είπα- θα ‘ναι δικό μου.
5. Βαμβακεροί τοίχοι
Τη φυλακή με τους βαμβακερούς τοίχους την κουβαλάς, αν τύχει. Αρρυθμίες. Οι παλμοί υπακούουν πειθήνια στο εσωτερικό τέμπο της κατολίσθησης.
6. Έμμονη ιδέα
Μια έμμονη ιδέα αλλά δεν ξέρω ποια- κλειδώθηκε στον λαβύρινθο και είναι τόσο εξαίσια εγκορμισμένη, που γύρω της, σταδιακά, η ύλη αραιώνει· μπορώ να τηνε πω κιόλας αόρατη.
7. Παράκληση
Τα δάχτυλά της στα μαλλιά αφήνουν ήρεμο ένα αποτύπωμα-προίκα στα υφαντά του προθάλαμου.
8. Αθηνά
Αναζητώ την Αθηνά στο δάσος με τα νανουριστικά κατάρτια. Τη βρίσκω στο πλατύσκαλο της εκκλησιάς, αντικριστά στα μυρωδάτα «δόξα σοι» και στα λιβανωτά «άξιος». Ξεφυλλίζουμε μαζί μια αγκινάρα. Δαγκώνουμε τις άκρες της, γελώντας. Τσουγκρίζουμε ρακή και πίνουμε, μαζί με κάποιον άγνωστο. Ο αλμυρός αέρας της χαϊδεύει τα μαλλιά και αναπνέει το λευκό πουκάμισο, ιστίο και ιστός· ερωτευμένος. Το φρούριο των ενετών, με το λιοντάρι πάνω από την είσοδο, ορθώνεται στο φόντο, αμετακίνητο. Μπορώ να αγκαλιάσω τρυφερά την πόλη ολόκληρη, με ένα μονάχα τίναγμα του βραχίονα· κι εμένα μες σ’ αυτήν.
9. Νυχτερινή πτήση
Στρώνω την μπέρτα στο χαλίκι και κάνω τόπο να πατήσει. Δεν ξέρω τόσα χρόνια πού το έκρυβα αυτό το χαλί. Το τράβηξα, με μια αστραπιαία κίνηση, όπως ο πατέρας μου τραβούσε την τσατσάρα του απ’ την κωλότσεπη για να ισιώσει μια τούφα που ξέφυγε απ’ τον έλεγχο. Πάνω σ’ αυτό το χαλί θα ταξιδέψουμε. Από ψηλά βλέπουμε την Κνωσό ερείπια, κάτω από το λευκό κρίνο του πρίγκηπα· πέρα, μακριά κάτω απ’ τη θάλασσα κοιμάται το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Χτυπάει μέσα μου ασταμάτητα ο παλιός ήχος του τύμπανου, βουβός. Με σπρώχνει, υπνωτισμένο. Στέκομαι πάνω απ’ το κορίτσι μου, διατάζοντας τη μπέρτα να διαβεί αυτόν τον κόσμο.
10. Μικρή επιστροφή
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στη γη με τύλιξε ένα χέρι αόρατο και μ’ άφησε κουλουριασμένο σαν έμβρυο πίσω στο παιδικό μου δωμάτιο. Μικρούλες γέφυρες πατάνε και στις δυο μεριές του κόσμου.
11. Η πομπή
Ακίνητος σ’ αυτή τη θέση, είδα, μονάχο του, το δάχτυλό μου να σηκώνεται στην οροφή της κάμαρας, σπρώχνοντας την πορεία μέσα στο κουκλοθέατρο. Το άδειο φέρετρο θα περπατήσει ήσυχο μπροστά απ’ τα μάτια μου. Μάταια θα σηκωθώ στις μύτες των ποδιών, να δω ποιος κρύβεται ευτυχισμένος μέσα του. Προσπέρασε η πομπή μέσα σε άφατη μελαγχολία. Μια ανεξήγητη συγγνώμη θα ανεβεί ιριδίζοντας στα μάγουλα γι αυτόν τον άγνωστο. Ποιος ξέρει;
12. Παλιοί συμμαθητές
Με ξύπνησαν παλιοί συμμαθητές, παρέες τρέχοντας να πάνε στη γιορτή, με τα κορίτσια, τις οικογένειες και τις φιλοδοξίες στην αριστερή μασχάλη. Με παρασέρνουνε. Θα τους ξεφύγω. Η κυριακάτικη γραβάτα μου στεγνώνει χρόνια μόνη της στον απλωτό.
13. Πράσινη στιγμή
Σκυμμένος κάτω από το πράσινο θρανίο, θα αναλογιστώ όσους αγάπησα, και όσους όχι. Ό,τι κι αν κάνεις, θα ‘ναι πίσω σου αυτοί.
14. Δάσκαλοι
Κόβει το χρόνο, κάθετα και απρόσμενα, η λεγεώνα όσων μας διδάξανε. Μανάδες, δάσκαλοι, παλιοί συμμαθητές, πολιτικοί και φίλοι, προσπεράσανε, σ’ ένα μονάχα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου, ανούσιοι, θορυβώδεις, διεκδικώντας ο καθένας οβολό ένα εισιτήριο για τη ζωή μου. Δεν τους το έδωσα. Φυσούσε ακόμα μες στο στήθος μου, θαλασσινός αέρας με τη μυρωδιά της Σαντορίνης.
15. Τρεις καμάρες
Έτσι θα επιστρέψει η εμμονή για τελευταία φορά. Την κουβαλάνε, σαν σακίδιο εκστρατείας, φαντάροι που βαδίζουν για το μέτωπο, μονότονα. Τεντώνεται ορθό το χέρι, ξύλινο, πάνω απ’ το κράνος. Χτυπάει στις παρθενικότητες το εμβατήριο για ν’ ανοίξει. Όμως εγώ, κάτω απ’ το εμβατήριο, θ’ αφουγκραστώ ξανά το τύμπανο μιας λυπημένης έξαρσης, σαν ελπίδα. Μαζί της θ’ ανεβώ την πλατεία με τον άγνωστο στρατιώτη. Εκεί, στις τρεις καμάρες της μητέρας πόλης, στο ζαχαροπλαστείο, πλάι στο στρογγυλό τραπέζι των γονιών μου, με το γαλακτομπούρεκο, θα αποχαιρετήσω την οικογένεια κάτω απ’ τους φάλτσους ήχους της πολύχρωμης μπάντας του δήμου. Τα λαμπιόνια του περίπτερου αναβοσβήνουν σηματοδοτώντας μέσα μου μια νέα αρχή, μια γέννηση καινούργια.
16. Μια μικρούλα κουκουβάγια
Φεύγω, σηκώνοντας στους ώμους, σαν μωρό παιδί χαρούμενο, μία μικρούλα κουκουβάγια. Πλήθος επευφημεί, χωρίς ν’ ακούγεται. Η μουσική δεν λέει πια τον κόσμο. Η κουρτίνα κλείνει πίσω μου.
Γιώργος Μουλουδάκης, 2001
(κείμενα, μουσική, κλασική κιθάρα: Γιώργος Μουλουδάκης. Απ’ το ομώνυμο έργο του για σόλο κιθάρα που κυκλοφόρησε απ’ την Lyra-Musurgia το 2001, στο άλμπουμ με τίτλο “Η Γιορίντε ο ακροβάτης κι η κουκουβάγια”. Το άλμπουμ περιέχει επίσης έργα του Ν.Κυπουργού και του Γ.Κουμεντάκη)
Γιώργος Μουλουδάκης
Οκτώβριος 2013
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας