ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
(Β΄Μέρος)
Στην Τίνα Βαρουχάκη
(Διαβάστε το πρώτο μέρος της συνέντευξης ΕΔΩ)
Τ.Β. Yπάρχει κάποια περίοδος στην ιστορία της μουσικής που σας αρέσει περισσότερο αισθητικά; Αν ναι, γιατί;
Α.Σ. Ακούω συστηματικά όλο το φάσμα της «κλασικής» μουσικής από την Αναγεννησιακή και το Μπαρόκ ως και τι γράφεται σήμερα. Παρακολουθώ και το τι παίζεται σήμερα. Το παρακολουθώ, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποιεί. Πολλές φορές όμως ακούω και μουσική που δεν μου αρέσει, γιατί πρέπει να ενημερωθώ. Οδηγός μου, είναι τα λόγια του φιλόσοφου του πόντιουμ, του Μπρούνο Βάλτερ. Αυτή η καταπληκτική συνέντευξη που έδωσε το 1960 -61 λίγο πριν πεθάνει και που υπάρχει αυτούσια στο youtube (και μπορεί να την παρακολουθήσει ο καθένας) χαράσσει γραμμές με τις οποίες συμφωνώ απόλυτα. Αν ακούσετε τι λέει για το Δωδεκαφθογγικό σύστημα και για τη τζαζ, αμέσως θα καταλάβετε γιατί και το ένα και το άλλο, χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να ακουστούν από έναν άνθρωπο που συστηματικά παρακολουθεί κλασική μουσική του παραδοσιακού ρεπερτορίου. Η περίοδος του Μπαρόκ δεν ήταν ποτέ η μεγάλη μου αγάπη. Η περίοδος του πρώτου κλασικισμού μου αρέσει περισσότερο, αλλά επειδή έχει και στοιχεία μπαρόκ, δεν έρχεται πρώτη στην προτίμησή μου. Αρχίζει να μου αρέσει συστηματικά πάρα πολύ από την εποχή των τελευταίων χρόνων του Μπετόβεν και του Σούμπερτ, η Ρομαντική περίοδος, η Νεορομαντική περίοδος και η Νεοκλασική περίοδος. Δηλαδή, συστηματικά ακούω μουσική ως την εποχή περίπου του Μεσοπολέμου. Δεν θα υιοθετήσω τα λεγόμενα του-κατά τα άλλα αγαπημένου μου- σερ Τόμας Μπήτσαμ (Sir Thomas Beecham) ότι «τον 20ο αιώνα δεν γράφτηκε μια σελίδα αξιοπρεπούς μουσικής»! Aλλά ο Μπήτσαμ, ήταν ένας δηκτικός άνθρωπος, γεμάτος χιούμορ και μερικές φορές έλεγε πράγματα για να δημιουργήσει αίσθηση. Όπως το περίφημο εκείνο: «Μπαχ, είπατε; Δώστε μου ένα κομμάτι από τον Μασνέ (Massenet) και τον Γκουνό (Gounod) και σας επιστρέφω όλο τον Μπαχ!». Από την άλλη πλευρά όμως, ο Μπήτσαμ, ο οποίος έκανε και ο ίδιος μεταγραφές κομματιών του Χαίντελ και τα ερμήνευε με το δικό του τρόπο, έχει δικαίωμα, αν θέλει να το πει αυτό.
Τ.Β. Στα έργα σύγχρονης λόγιας μουσικής υπάρχει μια Σχολή (και αναφέρομαι κυρίως στη Σχολή του Ακαδημαϊκού Θ. Αντωνίου), τα έργα των εκπροσώπων της συνήθως στερούνται μελωδικότητας και επικεντρώνονται σε άλλους είδους πειραματισμούς. Σας εκφράζει αυτή η τάση;
Α.Σ. Παρακολουθώ και ακούω σύγχρονη μουσική. Ο Αντωνίου ο ίδιος μου αρέσει, μάλιστα μου αρέσει πάρα πολύ το κονσέρτο του για κοντραμπάσο. Ως πολύ έμπειρος μουσικός γνώστης, είναι και πολύ καλός μαέστρος (το έχω σημειώσει και στον πρόλογο των «Μεγάλων μαέστρων»). Ένα μέρος της μουσικής του δημιουργίας, απλώς δεν βρίσκει «σύμφωνα» τα αυτιά μου. Θα αρκεστώ και εδώ στον Μπρούνο Βάλτερ, που έλεγε: «έχω τόσα πράγματα που θέλω να ακούσω από τις μουσικές περιόδους που πραγματικά υπεραγαπώ, που θα πρέπει να είμαι πολύ φειδωλός στο τι ακούω από τις νεότερες δημιουργίες». Κατά καιρούς, ακούω κυρίως από συναυλίες της EBU που μεταδίδονται συστηματικά και από το Τρίτο Πρόγραμμα (και γι΄αυτό είναι άξιο συγχαρητηρίων το «Τρίτο» που είναι τόσο καλά ενημερωμένο και παρουσιάζει αυτές τις συναυλίες). Πολλές φορές, ακούω κομμάτια που γράφουν σύγχρονοι συνθέτες και μάλιστα «κατά παραγγελίαν». Η έννοια αυτή δεν μου αρέσει στη μουσική. Η προγραμματική μουσική που γίνεται κατά παραγγελία, είναι εν μέρει «βιασμένη». Η μουσική δεν γράφεται κατά παραγγελία. Μπορείς να εμπνευστείς από ένα θέμα και να γράψεις κάτι, αλλά δεν θα στο έχει ζητήσει κάποιος να το γράψεις, για παράδειγμα, μέσα σε ένα μήνα, για να το παίξει η Ορχήστρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να ακούμε ανο(υ)σιουργήματα! Υπάρχουν όμως και πρόσφατοι συνθέτες, οι οποίοι κέρδισαν τη δική μου αγάπη και εκτίμηση, όπως ο πρόσφατα αποθανών Φινλανδός, ο μάγιστρος επίγονος του Σιμπέλιους, Rautavaara. Για μένα, είναι μια πάρα πολύ σημαντική μορφή και ό,τι έχω ακούσει από το έργο του μου αρέσει. Υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί νεότεροι και σύγχρονοι που όσο και να προσπαθώ να τους ακούω, δεν μπορώ όμως να πω ότι μου αρέσουν. Πρέπει να υπάρξει αυτή η τάση, διότι πρέπει να υπάρξει και εξέλιξη. Και δεν σημαίνει ότι όλες οι φάσεις των εξελίξεων πρέπει να αρέσουν σε όλους. Απλώς σταματάω τη συστηματική μου ακρόαση περίπου μέσα στο 1950-60. Με μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον ακούω Στραβίνσκυ (Stravinsky), Σοστακόβιτς, Χίντεμιντ (Hindemith,), Πουλένκ, Ονεγκέρ και Ιμπέρ, Φρανκ Μαρτέν (τον υπεραγαπώ) - αυτούς τους δημιουργούς που έχουν και το κλασικό και το ρομαντικό στοιχείο μέσα στο νεότερο.
Τ.Β. Παρατηρήσαμε ότι στα άρθρα σας αναφερόμενος στη λεγόμενη «κλασική» μουσική, χρησιμοποιείτε τον όρο «έντεχνη», δεν συνηθίζετε τον όρο «λόγια μουσική» και απορρίπτετε τον όρο «σοβαρή». Θα θέλατε να τεκμηριώσετε την επιλογή της ορολογίας;
Α.Σ. Καταρχήν, η λέξη «σοβαρή» καλώς ή κακώς, από το αρχικό της περιεχόμενο-το οποίο ήταν σαφώς καθορισμένο-κατέληξε να πάρει μια κάπως προσηγορική σημασία και να θέλει να διαφοροποιήσει ό,τι άλλο υπάρχει εκτός από το συγκεκριμένο περιεχόμενο και να το κατατάξει σε «χαμηλοτερου» επιπέδου κατηγορίες. Η λέξη «σοβαρή» δεν είναι … “σοβαρή” (!) στην προκειμένη περίπτωση, γιατί υπάρχουν και άλλου είδους μουσικές απολύτως «σοβαρές». Άρα, η έννοια «σοβαρή» μουσική, είναι κατά τη γνώμη μου, ατυχής. Ο όρος «Λόγια» δεν νομίζω ότι είναι επιτυχής (είναι πιο πολύ όρος της λογοτεχνίας/φιλολογίας) –ο όρος «έντεχνη», είναι κατά τη γνώμη μου ο πληρέστερος. Γιατί πράγματι, εάν δει κανείς τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο γράφεται αυτή η μουσική, οπτικά γι΄ αυτόν που μπορεί να διαβάσει και να καταλάβει τον καμβά που έχει μπροστά του, η λέξη «έντεχνη», μπορεί να μας δώσει πολύ καλά να το αντιληφθούμε αυτό. Έχετε δίκιο ότι η σωστά χρησιμοποιούμενη ορολογία, αν είναι μάλιστα συνεπής, μας κάνει να αποφεύγουμε δύσκολες, κακές ατραπούς και να λέμε πράγματα, τα οποία πολλές φορές δεν τα εννοούμε κιόλας. Χρησιμοποιώντας άκριτα και βιαστικά όρους τους συρμού, κατά κάποιο τρόπο υπονομεύουμε εμείς οι ίδιοι αυτό το οποίο θέλουμε να εκφράσουμε. Ο όρος «έντεχνο», δεν έχει εφαρμογή μόνο για τη μουσική, αλλά και για κάθε μορφή τέχνης. Γι΄αυτό και είναι, θαρρώ, μια κοινά αποδεκτή ορολογία. Απλώς, επειδή όσο μπορώ παρακολουθώ και μου αρέσουν και οι άλλες μορφές της τέχνης, θέλω να το προκαθορίσω αυτό λιγάκι και να σας πω γιατί προτιμώ τη μουσική από τις άλλες τέχνες.
T.Β. Γιατί σας συγκινεί η μουσική περισσότερο από τις υπόλοιπες τέχνες;
Α.Σ. Με συγκινεί πάρα πολύ η μουσική, διότι όταν παύουμε να την ακούμε δεν είναι εκεί για να μας «ενοχλεί» συνέχεια, θυμίζοντάς μας αενάως ότι «είναι εδώ». Υπάρχει σιωπή, για να την ξανακούσουμε πάλι όταν εμείς θέλουμε. Ένα έργο τέχνης, το οποίο θα εγκαταστήσει κάποιος έξω από το σπίτι σου, δεν θα σε αφήσει ήσυχο ούτε στιγμή, είτε θέλεις να το βλέπεις είτε όχι. Οι ζωγραφικοί πίνακες είναι εκεί συνέχεια, αιώνια, για να τους βλέπεις και να τους «υφίστασαι» ανά πάσα στιγμή. Η μουσική είναι αιώνια μέσα στη σκέψη και στο μυαλό. Δε σε βασανίζει συνέχεια οπτικά. Είναι ίσως λίγο αιρετικό αυτό που λέω, αλλά έτσι ακριβώς αισθάνομαι. Είναι οι στιγμές της απόλυτης σιωπής που με κάνουν να αγαπώ πολύ την προσμονή του νέου που θα ακούσω. Γι΄αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία η έννοια της παύσης και της απόλυτης σιωπής. Μερικές φορές η παύση, σου δίνει τη δυνατότητα να αφομοιώσεις ακόμη καλύτερα αυτό που μόλις άκουσες.
Τ.Β. Προσφάτως, κυκλοφόρησε επικαιροποιημένο το πόνημά σας, «Μαέστροι στο διαδίκτυο». Θα θέλαμε να μας μιλήσετε γι΄αυτό το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα;
Α.Σ. Το πρώτο βιβλίο «Μαέστροι στο διαδίκτυο» εκδόθηκε το 2014. Τώρα, το 2017 είμαστε στην 4η έκδοση. Βέβαια, δεν είναι βιβλία που κυκλοφορούν σε ένα τεράστιο αριθμό αντιτύπων. Το ότι κινούνται όμως αυτά τα βιβλία, σημαίνει ότι υπάρχει στην Ελλάδα ένα σημαντικά αξιοπρόσεκτο κοινό που παρακολουθεί εκτός από τη δισκογραφία και τη βιντεογραφία, επίσης και τη βιβλιογραφία. Το βιβλίο αυτό, σε συνδυασμό με το εγκυκλοπαιδικό λεξικό «Μεγάλοι Μαέστροι», είναι χρησιμότερο για τον ακροατή της μουσικής που θέλει να έχει και οπτική εικόνα. Σήμερα, υπάρχει η μεγάλη λύση του youtube στο διαδίκτυο και μπορεί κανείς ψάχνοντας να βρει videos που ούτε κατά διάνοια μπορεί να βρει στο εμπόριο ή ακόμη και στα κυκλοφορημένα dvds. Στο βιβλίο μου, που αρχικά του τμήματα φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του tar, υπάρχουν ντοκουμέντα και μια καταγραφή αρκετά αναλυτική. Γι΄ αυτό, το βιβλίο υποτιτλοφορείται: «ένας πρακτικός οδηγός για τον ακροατή» που θέλει να δει και να απολαύσει το μουσικό του ακρόαμα παρακολουθώντας τον μαέστρο, την Ορχήστρα τη μέθεξη του κάθε μουσικού, τη μαγική αυτή σχέση του αρχιμουσικού με μια ομάδα πολλών ανθρώπων. Όταν είχε περιγράψει ο Μπρούνο Βάλτερ πώς είχε νιώσει όταν διηύθυνε για πρώτη φορά, είχε πει: «ένιωσα ότι είμαι μπροστά από ένα Δράκοντα, με ένα σωρό κεφάλια!»
Τ.Β. Ποιοι λόγοι σας ώθησαν στην απόφαση να συγγράψετε μουσικολογικά πονήματα;
Α.Σ. Ενώ είχα πλέον τελειώσει την ακαδημαϊκή μου ανέλιξη στο χώρο της Mεσαιωνικής/Βυζαντινής Ιστορίας, όταν πια έγινα τακτικός καθηγητής και προσπαθώντας να τακτοποιήσω τις αμέτρητες μουσικολογικού περιεχομένου σημειώσεις που συγκέντρωνα όλα αυτά τα χρόνια, πήρα την απόφαση να ασχοληθώ πλέον συγγράφοντας μουσικολογικά πονήματα. Τούτο το έκανα όμως και για έναν άλλο λόγο: διότι έβλεπα ότι στην Ελλάδα, παρότι έχουμε καλούς μουσικολόγους (και πρέπει να το τονίσω αυτό) εντούτοις, η ελληνική σε σχέση με την ξενόγλωσση βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, σε «εμβρυακό» επίπεδο. Περνούσαν τα χρόνια και περίμενα να δω κάποια βιβλία σαν αυτά τα οποία επιχείρησα να γράψω. Και δεν κυκλοφορούσε τίποτε! Γι΄αυτό το βιβλίο «Οι μαέστροι στο διαδίκτυο» που κυκλοφόρησε η πρώτη του έκδοση κάποια χρόνια μετά τη δεύτερη έκδοση των «Μεγάλων μαέστρων», στην ουσία είναι ένα companion volume, ένας συνοδευτικός τόμος χρήσης του λεξικού «Μεγάλοι Μαέστροι», με αποκλειστική όμως εστίαση στην οπτικοακουστική παρουσία των μαέστρων στο διαδίκτυο.
Τ.Β. Μπορεί ο αναγνώστης να κάνει παράλληλη χρήση των δυο συγγραμμάτων;
Α.Σ. Αυτός που συστηματικά ακούει και τυχαίνει να έχει αυτά τα βιβλία – πράγματι το ένα συμπληρώνει και πολλές φορές ερμηνεύει/επεξηγεί και ορισμένα σημεία του άλλου. Ο πρακτικός οδηγός αυτού του πρόσφατου βιβλίου, από τις αθηναϊκές εκδόσεις «Ηρόδοτος» του Δημήτρη Σταμούλη, εγκαινιάζει μάλιστα και μια νέα σειρά. Αυτή η σειρά ήδη προγραμματίζεται να συμπεριλάβει και άλλους τόμους, είναι σε πορεία εξέλιξης. Το βιβλίο μου κατά κάποιο τρόπο, δίνει μια τράπεζα πληροφοριών για κάθε μαέστρο ξεχωριστά με μια αναλυτική εισαγωγή, όπου εξηγείται εκεί γιατί για ορισμένους μαέστρους-που θα περίμενε κανείς να δει λήμματα μέσα-δεν υπάρχουν. Ο λόγο είναι ότι δυστυχώς δεν έχουν σωθεί οπτικοακουστικά τεκμήρια. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν είναι πλήρης ο κατάλογος. Το βιβλίο, μας δίνει προτάσεις σε αρκετά μεγάλο βαθμό πληρότητας για το τι μπορεί να κανείς να δει τη στιγμή που θέλει ν΄ ακούσει κάτι συγκεκριμένο. Σε ορισμένα από τα λήμματα υπάρχει και βιβλιογραφική ενημέρωση για περαιτέρω πληροφόρηση.
Τ.Β. Πρόκειται να υπάρξει επόμενη έκδοση του έργου «Μεγάλοι Μαέστροι»;
Α.Σ. Το Λεξικό «Μεγάλοι Μαέστροι» πρωτοκυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2008 από τις εκδόσεις του φίλου και παλαιού μου συνεργάτη Στέφανου Πατάκη. Κυκλοφόρησε σε μια δεύτερη έκδοση, αρκετά πιο εμπλουτισμένη έκδοση το 2009. Είναι ένα έργο που για πρώτη φορά βλέπει σφαιρικά το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα (και όχι μόνον, μια και εξειδικευμένο λεξικό αρχιμουσικών ως προς τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπάρχει ούτε σε άλλες γλώσσες –σημαντικά ξενόγλωσσα λεξικά φτάνουν ως τις αρχές του 2000). Σε αυτή την εμπλουτισμένη έκδοση, παρέχονται αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία για 567 μεγάλους κλασικούς αρχιμουσικούς συμφωνικής, «οπερατικής» και «μπαλετικής» μουσικής του διεθνούς στερεώματος. Έκτοτε, έχω ετοιμάσει και την γ΄έκδοση, η οποία όμως πρέπει να πω ότι ακόμη δεν μπορώ να διαβεβαιώσω κανέναν ότι θα εκδοθεί. Γιατί πλέον τα πράγματα στα εκδοτικά έχουν δυσκολέψει πολύ! Αυτό είναι ένα απαιτητικό έργο και για να επανεκδοθεί με τις πολλές προσθήκες που υπάρχουν και τις μεγάλες δισκογραφίες και βιντεογραφίες που προστίθενται στα ήδη υπάρχοντα λήμματα, θα ήθελε μια συστηματική ενασχόληση και εκδοτική επιμέλεια. Ο εκδότης που μου έκανε την τιμή να αναλάβει την πρώτη και δεύτερη έκδοση, προσωρινά δεν είναι έτοιμος ν΄ αναλάβει και την τρίτη έκδοση. Έτσι αισθάνομαι λίγο «ορφανός» ως προς το ότι ίσως χρειαστεί να περιμένω πολύ για να δω την Τρίτη έκδοση αυτού του έργου. Το έργο, «Οι μεγάλοι μαέστροι», περιλαμβάνει και ένα ανέκδοτο παράρτημα, το οποίο δεν έχω βρει χρόνο να γράψω. Είναι ένα συμπλήρωμα με περίπου 350 – 400 νέα λήμματα. Ένας παράγοντας που λειτουργεί ανασταλτικά, είναι το γεγονός ότι είναι πολυδάπανο έργο και στενοχωριέμαι που βλέπω ότι μπορεί να μην βγει η Τρίτη έκδοση. Γιατί θα είναι πολύ εμπλουτισμένη, όχι τόσο με νέα λήμματα, αλλά με βελτίωση των υφισταμένων ως προς δισκογραφία, βιντεογραφία και ανάλυση της κινησιολογίας.
Τ.Β. Το 2016, κυκλοφόρησε η τρίτη αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου σας «Δοκίμια κλασικής μουσικής παιδείας». Ποιος είναι ο σκοπός και οι επιμέρους στόχοι του πονήματος;
Α.Σ. Είναι ένα βιβλίο, το οποίο προσπαθεί να οριοθετήσει την μουσική επικαιρότητα της έντεχνης μουσικής μέσα στα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, με επικέντρωση στην ελληνική πραγματικότητα. Πρέπει να πω ότι με έχει αιφνιδιάσει πολύ ευχάριστα ότι ενώ πρωτοβγήκε το 2009, έχει ήδη κάνει γ΄έκδοση. Κάθε νέα έκδοση, περιλαμβάνει και ένα άλλο ενημερωτικό κείμενο, το οποίο κάθε χρόνο παραθέτω υπό μορφή άρθρου στο περιοδικό «Πολύτονον», που είναι το χρονολόγιο επικαιρότητας, ανάλογα με τους συνθέτες των οποίων η μνήμη ή η γέννηση, συμπίπτει τη συγκεκριμένη χρονιά. Και εκεί πάντοτε μαζί με τα βασικά στοιχεία, παραθέτω και δισκογραφία και βιντεογραφία, ώστε να ενημερωθεί ο αναγνώστης. Και χαίρομαι να πω ότι αυτά τα κείμενα έχουν χρησιμοποιηθεί και από μουσικούς παραγωγούς του Τρίτου Προγράμματος, όταν αναφέρονται στις εκπομπές τους.
Τ.Β. Ποιος είναι ο σκοπός και οι επιμέρους εκπαιδευτικοί στόχοι του πονήματός σας;
Α.Σ. Και τα τρία συγγράμματα, τα οποία έχω εκδώσει από το 2008 μέχρι σήμερα, έχουν έναν και μόνο σκοπό: να διαβαστούν από τους ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική, ώστε να τους βοηθήσουν να έχουν μια καλύτερη ενημέρωση, βιντεογραφική και ορισμένες φορές και ερμηνευτική. Για παράδειγμα, στο έργο «Μεγάλοι Μαέστροι», στα περισσότερα από τα λήμματα, προσπαθώ να εξηγήσω με λόγια την κινησιολογία των χεριών των μαέστρων – κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Σε λεξικά διάφορα που έχω διαβάσει (η ξενόγλωσση βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη) η ερμηνεία της κινησιολογίας δεν υπήρχε. Για παράδειγμα, αν διαβάσετε το λήμμα για τον αείμνηστο Κλαούντιο Αμπάντο, (Claudio Abbado) είτε για τον επίσης αείμνηστο τον Σερ Κόλιν Νταίηβις, (Sir Colin Davis) ο τρόπος που κινούσαν τα χέρια τους, εμένα μου θύμιζαν αιθέρια κίνηση κύκνων! Aν προσέξετε επίσης τα χέρια του Μητρόπουλου- από τα ελάχιστα δυστυχώς οπτικά τεκμήρια που έχουμε- φαίνεται ακόμη περισσότερο η κινησιολογία αυτή. Νομίζεις ότι είναι πουλί, το οποίο πετάει! Μάλιστα ο Μητρόπουλος, δεν κρατούσε μπαγκέτα. Βέβαια, δεν είναι άναρχες οι κινήσεις του, είναι μετρημένες ενός ανθρώπου που ξέρει άψογα και την παρτιτούρα και το τι πρέπει να κάνει και το πώς πρέπει να μεταδώσει αυτό με τις κινήσεις. Σε άλλα λήμματα, προσπαθώ να περιγράψω τα χέρια των αρχιμουσικών σε σχέση με την μπαγκέτα. Γιατί εάν προσέξει κανείς τα χέρια που κρατούνε την μπαγκέτα, υπάρχουν μύριες όσες διαφορετικές τοποθετήσεις της μπαγκέτας μέσα στην παλάμη.
T.B. Πώς γίνεται αυτό;
Α.Σ. Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι κρατήματος της μπαγκέτας! Αν δείτε πώς κρατάει την μπαγκέτα όταν διευθύνει (και υπάρχουν οπτικά τεκμήρια) ο Πιερ Μοντέ, (Pierre Monteux), θα καταλάβετε γιατί ο Τοσκανίνι (Arturo Toscanini) κάποτε είπε: «σαν αυτόν τον Γάλλο μαέστρο δεν υπάρχει άλλος χρήστης της μπαγκέτας! Είναι προέκταση του χεριού του!» Υπάρχουν και μαέστροι, οι οποίοι δεν είναι τόσο καλοί χρήστες της μπαγκέτας και επέμεναν στο να τη χρησιμοποιούν πάντοτε σε βάρος της οπτικής απόλαυσης του ακροατή. Όλο και πιο πολύ οι μαέστροι αποχωρίζονται την μπαγκέτα και διευθύνουν με τα χέρια τους. Αυτό το περιγράφει και σε κείμενο που έγραψε ένας «γίγαντας» του πόντιουμ, ο Ρώσος Σβετλάνοφ (Yevgeni Svetlanov). Εκεί κανείς άμα διαβάσει τι νιώθει τελικά αποχωριζόμενος τη μπαγκέτα και διευθύνοντας μόνο με το χέρι (που πλέον νιώθει ότι κρατάει μπαγκέτα, ενώ δεν κρατάει)… Τέτοια θέματα με απασχόλησαν στο λεξικό των μεγάλων μαέστρων και εν μέρει σε ορισμένα από τα κεφάλαια των δοκιμίων που προηγήθηκαν. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς εκτός από τις καριέρες των αρχιμουσικών, τη ζωή και την καριέρα των ορχηστρών σε συνάρτηση με τις εναλλαγές των αρχιμουσικών. Είναι ένα άλλο θέμα, το οποίο επίσης έχω προσπαθήσει να δώσω μέσα στα λήμματα του λεξικού των μαέστρων. Διότι η αρχική μου σκέψη ήταν να γράψω ένα λεξικό των ορχηστρών του κόσμου, την ιστορία των ορχηστρών. Περιστασιακά, το έχω κάνει αυτό στα «δοκίμια κλασικής μουσικής παιδείας» με μερικές από τις ορχήστρες (με την ευκαιρία εμφάνισής τους στην Ελλάδα) και το μεγάλο κεφάλαιο που έχω γράψει για την άνθιση των συμφωνικών ορχηστρών της Ιαπωνίας. Είναι ένα κεφάλαιο το οποίο πολλοί μουσικολόγοι και μουσικοπαραγωγοί έχουν βρει πολύ ενδιαφέρον, το έχουν σχολιάσει ευμενώς και το έχουν μελετήσει.
Τ.Β. Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο σας στο www.tar.gr με τίτλο: «Ο Βάγκνερ του Μπαυρώυτ (2014) –Κάθε πέρσι και καλύτερα …» ασκείτε κριτική στην Ορχήστρα του Φεστιβάλ του Μπαυρώυτ και επιπλέον θίγετε ένα σημαντικό ζήτημα: «την προβολή αρχιμουσικών αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικής αξίας τους.» Πιστεύετε ότι ζούμε σε μια εποχή εμπορευματοποίησης και της συμφωνικής μουσικής;
Α.Σ. Όχι μόνο της συμφωνικής μουσικής, αλλά και της όπερας, καθώς και της μουσικής δωματίου. Μερικές φορές βλέπω σε εξώφυλλα δίσκων και cds καταστάσεις «καρικατουρίστικες»! Βλέπω τους νέους μουσικούς να είναι ντυμένοι εκκεντρικά με κάτι περίεργες στάσεις του σώματός τους, που δεν αρμόζουν στο πνεύμα των έργων που ερμηνεύουν. Ο «Αβαντγκαρντισμός» πρέπει να έχει και ορισμένα όρια. Ως προς το Μπαυρώυτ, ήδη από πέρυσι, αλλά και φέτος, η σταδιακή αυτή πτώση της ποιότητας της ορχήστρας και των ερμηνευτών-είδα με μεγάλη μου χαρά να αντιστρέφεται πάλι και να βελτιώνεται. Το 2016, ο Κίριλ Πετρένκο, (Kirill Petrenko) -ο διάδοχος του Rattle στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής του Βερολόνου- διηύθυνε πολύ καλά τα περισσότερα από τα Βαγκνερικά αριστουργήματα, ενώ εφέτος ο Πολωνός Μάρεκ Γιανόφσκι (Marek Janowski), αποτέλεσε την ευχάριστη «μεγάλη ανατροπή» επί τα βελτίω. Ο Μάρεκ Γιανόφσκι είναι ένας θαυμάσιος μουσικός, «Μπρουκνεριστής» πολύ καλός, με θητεία σε μεγάλες ορχήστρες, ησσόνων τόνων προσωπικότητα. Γιατί υπάρχουν κάτι περίεργοι μαέστροι, που ενώ είναι ταλαντούχοι, δεν τους αρκεί αυτό, αλλά θέλουν να προβάλλουν τον εαυτό τους σαν να είναι super stars του ροκ ή του ποδοσφαίρου! Αυτοί κάνανε κακό στη μουσική! Μερικούς, τους έχω συμπεριλάβει στο λεξικό των μεγάλων μαέστρων, μιλώντας θετικά για το έργο τους και προσπαθώντας να προβάλλω πάντοτε τις θετικές πλευρές τους. Αλλά έχουν δυστυχώς παρασυρθεί από τη «διαφημισιολογία» και το μάνατζμεντ που τους έχει κάνει κακό.
T.Β. Τι εννοείτε λέγοντας «διαφημισιολογία»;
A.Σ. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα: πριν από μερικά χρόνια διηύθυνε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την συμφωνική ορχήστρα της Φιλανδικής Ραδιοφωνίας ένας πολύ ταλαντούχος νέος Φιλανδός μαέστρος, ο οποίος μετά έγινε και μαέστρος της ορχήστρας του Μπέρμινγχαμ και του BBC μέχρι πρόσφατα, o Σάκαρι Όραμο (Sakari Oramo). Τον άνθρωπο αυτό ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω. Μας έδωσε πολύ καλές ερμηνείες της 3ης τοιυ Μπρούκνερ και της 5ης του Σιμπέλιους και πήγα μέσα στο καμαρίνι και του πρόσφερα και ένα αντίτυπο του βιβλίου «Μεγάλοι Μαέστροι». Xάρηκε πάρα πολύ! Δεν μπόρεσε όμως να μου μιλήσει όσο ήθελε, γιατί τον εμπόδιζε μια ξερακιανή κυρία, η οποία ήταν η μανατζέρ του. Δεν του επέτρεπε να μιλάει πολύ με κόσμο, σαν να ήθελε να τον προστατέψει από κάποιον που ήθελε να του κάνει κακό! Διαπίστωσα λοιπόν ότι και με άλλους μαέστρους, ότι τους έχουν «καπελώσει» μάνατζερς και λίγο-πολύ τους υπαγορεύουν με ποιους θα μιλάνε και πώς θα φέρονται. Είναι τραγικό! Και όμως συμβαίνει! Και όχι μόνο με μαέστρους, αλλά με σολίστες, μονωδούς, ερμηνευτές κ.ά. Αυτό έχει και μια κοινωνική εξήγηση: οι μάνατζερς ενδεχομένως θα ήθελαν να είναι στη θέση εκείνων τους οποίους προμοτάρουν, αλλά δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, είτε επειδή δεν είχαν ταλέντο, είτε γιατί δεν είχαν την αντοχή να μελετήσουν! Ωστόσο, θεωρούν κατά κάποιο «διαστροφικό» τρόπο, προνόμιό τους να «χειρίζονται» τους μουσικούς. Νομίζω ότι το φαινόμενο αυτό θα άξιζε να μελετηθεί στο πλαίσιο ειδικής έρευνας.
Τ.Β. Νομίζετε ότι ενδεχομένως υπάρχουν και αδικίες ως προς την επιλογή και την προώθηση αρχιμουσικών;
Α.Σ. Δεν ξέρω αν υπάρχουν αδικίες, θα προτιμούσα τον όρο «παράδοξα». Ένα παράδειγμα, είναι αυτό του Κρίστιαν Τίλεμανν (Christian Thielemann). Είναι πολύ ταλαντούχος μαέστρος (τον είχε δασκαλέψει και ο Φον Κάραγιαν), σήμερα είναι μαέστρος μιας από τις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου, της κρατικής της Δρέσδης. Φημολογείτο ότι ενδεχομένως θα ήταν αυτός ο διάδοχος του Σάιμον Ρατλ (Sir Simon Rattle) της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Tελικά, έγινε η έκπληξη και είναι ο Κίριλλ Πετρένκο (Kirril Petrenko), ένας Ρώσος μαέστρος, ο οποίος δεν ήταν και τόσο γνωστός. Αλλά όπως ξέρετε, στις ορχήστρες αυτές γίνεται ψηφοφορία ανάμεσα στους μουσικούς. Έτσι είχε εκλεγεί και παλαιότερα ο Ράτλ. Παλαιότερα, μετά το θάνατο του Κάραγιαν (Karajan), είχε εκλεγεί και ο Αμπάντο (Abbado). Και αυτός ο οποίος δεν είχε εκλεγεί τότε στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, ήταν ο Ντάνιελ Μπάρεμπόιμ (Daniel Barenboim), κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο όλων των εποχών διαχρονικά! Αν είχε εκλεγεί τότε, μπορεί να ήταν αλλιώς και η ιστορία της ορχήστρας. Εξαιρετικός πιανίστας, πολύ καλός μαέστρος και εκπληκτικός γνώστης της μουσικής. Δεν έχει κανείς παρά να δει ντοκιμαντέρ, πως αναλύει τη μουσική, πώς ερμηνεύει και γενικότερα τις σκέψεις του. Αυτός δεν εκλέχτηκε μαέστρος στο Βερολίνο, δεν τον ψήφισαν οι Γερμανοί, ίσως λόγω της Εβραϊκής του καταγωγής. Όλα παίζουν ρόλο. Και ο Αμπάντο, ήταν μια μεγάλη μορφή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι΄αυτό. Μακροημέρευσε στη Φιλαρμονική του Βερολίνου και της έδωσε και το νέο «ηχόχρωμα» για τη μετά τον Φον Κάραγιαν εποχή. Μετά τον Αμπάντο ήλθε ο Σερ Σάιμον Ράτλ, ένας ταλαντούχος βρετανός μουσικός, δεν μπορεί όμως κανείς να πει, όσο και να αναγνωρίζεται η αξία του, ότι επί των ημερών του η Φιλαρμονική του Βερολίνου βελτιώθηκε σε σχέση με τους προκατόχους του.
Τ.Β. Έχετε αρθρογραφήσει εκτενώς μεταξύ άλλων και για το «τρίτο πρόγραμμα» και μάλιστα έχετε καταθέσει εγγράφως όχι μόνο κριτική (κάποιες φορές δριμύτατη), αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις για την περαιτέρω αναβάθμισή του. Πώς κρίνετε το Τρίτο Πρόγραμμα σήμερα?
Α.Σ. Πέρασε από διάφορες φάσεις το Τρίτο. Έχω παρακολουθήσει ενδελεχώς την ιστορία του. Δεν ήθελα να είμαι δριμύς. Αλλά μερικές φορές η ανάγκη επιβάλλει ορισμένα πράγματα να τα πούμε κυρίως όταν το σφάλμα επαναλαμβάνεται. Στο Τρίτο Πρόγραμμα, δεν μπορεί να παρουσιάζει το μουσικό πρόγραμμα ένας απλός εκφωνητής (που τουλάχιστον θα πρέπει να έχει σπουδάσει ορθοφωνία και άρθρωση …). Πρέπει κάποιος να έχει συντονίσει τι και πώς θα ειπωθεί, και αυτός που θα το εκφωνήσει, να έχει προετοιμαστεί και να ξέρει τι είναι αυτό που εκφωνεί. Αν και έχουν περάσει 53 χρόνια από τότε που ακούω συστηματικά Τρίτο Πρόγραμμα, μερικές φορές νιώθω ότι αυτός ο συντονισμός δεν υπάρχει. Κάποιες φορές μάλιστα, αυτός ο οποίος εκφωνεί δεν έχει καμία σχέση με το εσωτερικό περιεχόμενο αυτού το οποίο παρουσιάζει. Όλοι όμως οι άνθρωποι που πέρασαν από το «τιμόνι» του Τρίτου, ήταν πολύ αξιόλογοι, είτε μουσικοί, είτε συνθέτες, είτε ερμηνευτές. Επίσης, ο σημερινός διευθυντής, ο Διονύσης Μαλλούχος, είναι ένας θαυμάσιος πιανίστας και εξαιρετικός μουσικοπαραγωγός. Οι εκπομπές που κάνει ο ίδιος είναι πάντοτε πολύ καλά ενημερωμένες, μέσα στην επικαιρότητα και με ένα τρόπο πολύ επαγωγικό που βοηθάει τον ακροατή. Αυτό όμως δεν φθάνει. Πρέπει οι συνεργάτες που συναποτελούν το προσωπικό, να είναι όλοι τους καταρτισμένοι -αν όχι σε ένα optimum σημείο, τουλάχιστον σε βασικά θέματα.
Τ.Β. Δεν υπάρχουν καταρτισμένοι παραγωγοί;
Α.Σ. Υπάρχουν πάρα πολύ καλοί μουσικοπαραγωγοί, αλλά δυστυχώς η θέση τους πίσω από το μικρόφωνο του Τρίτου δεν είναι εξασφαλισμένη! Στους πολύ άξιους συνεργάτες-παραγωγούς που έδωσαν εξαιρετικά προγράμματα στο Τρίτο αλλά ατυχώς γι’ αυτό δεν τον ακούμε την τελευταία διετία, θα ήθελα να αναφέρω την περίπτωση του άψογα καταρτισμένου μουσικοπαραγωγού Θόδωρου Λούστα, με άριστα τεκμηριωμένες (και βιβλιογραφικά) εξειδικευμένες εκπομπές και με άκρως επαγγελματικό τρόπο παρουσίασης όπερας (π.χ. Μπαυρώυτ) και ζωντανών συναυλιών, με έναν τρόπο που πραγματικά μας λείπει στο Τρίτο! Από τους –ευτυχώς εξακολουθούντες (αν και εν μέρει και αυτοί είναι σε επαναλήψεις)- μπορούμε να προσθέσουμε τον Γιάννη Ευσταθιάδη (με σπουδαίες σειρές για τις πρόβες των μεγάλων μαέστρων, για τον Τοσκανίνι για την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννησή και των 60 χρόνων από το θάνατό του, αλλά και για την μουσική που ενέπνευσαν τα έργα του Shakespeare). Ακόμη, τον Κυριάκο Λουκάκο, με τις απαράμιλλης γνώσης και φροντίδας εκπομπές του για την όπερα (δεν γνωρίζω αν άλλος ειδικός γνωρίζει τόσο καλά τα της όπερας) και την Κάτια Καλλιτσουνάκη, με επίσης λίαν καλοδουλεμένες και τεκμηριωμένες εκπομπές που συχνά έχουν έναν βασικό θεματολογικό πυρήνα, πάνω στον οποίο απλώνεται μια περίτεχνη μουσική «βεντάλια», με εξαιρετικές επιλογές και ερμηνείες. Τα τελευταία χρόνια το Τρίτο Πρόγραμμα έχει την ευκαιρία να προβάλλεται και μέσω της τεχνολογίας (μέσω των γκάλοπ ή των ιστοσελίδων). Μπορεί εύκολα πλέον να έχει μια καλύτερη άποψη για τη δημοτικότητά του απ΄ ότι παλαιότερα. Μέσω αυτών των μέσων, βλέπουμε ότι πολλές φορές ασκείται κριτική από ακροατές που συνήθως δηλώνουν την ταυτότητα και το όνομά τους.
Τ.Β. Έχετε κάποια πρόταση;
Α.Σ. Το Τρίτο Πρόγραμμα, δημιουργήθηκε το 1954 για να είναι σταθμός προβολής της κλασικής μουσικής. Δεν λέω, να υπάρχουν και μερικές εκπομπές για το θέατρο, το βιβλίο, τη λογοτεχνία. Περιορισμένες όμως. Μερικές φορές παραγίνεται. Και περνάνε πάρα πολλές ώρες με εκπομπές λόγου, τέχνης, θεάτρου, χωρίς να ακούγεται μουσική. Όλα αυτά θα πρέπει να βάλουν σε σκέψη τη διοίκηση του Τρίτου ότι θα πρέπει να υπάρξει μια πιο εξορθολογιστική αντιμετώπιση των προγραμμάτων σε σχέση με τους ανθρώπους που τα παρουσιάζουν. Επίσης, κατά καιρούς υπήρξαν πολύ αξιόλογοι παρουσιαστές των οποίων όταν έληξε η σύμβαση, δεν ανανεώθηκε. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί στην Ελλάδα όταν λήγει μια σύμβαση ενός ανθρώπου που έχει προσφέρει τόσα πολλά με τις εκπομπές και τα προγράμματά του, να μην ανανεωθεί! Ειδικά, όταν αυτός έχει συμβάλει στο να εξυψωθεί το επίπεδο. Θυμάμαι μια πολύ ωραία εκπομπή που την άκουγα μέχρι και προ ολίγων ετών τις Κυριακές, με τίτλο: «Το αναπάντεχο ερώτημα» του Γιώργου Μανιάτη. Δεν ήταν μόνο μια εκπομπή μουσικής, αλλά και υψηλής μουσικής παιδείας. Διότι ο άνθρωπος που την παρουσίαζε είναι ένας επιφανής πανεπιστημιακός ερευνητής, ο οποίος ήξερε να θέσει και να «παντρέψει» το μουσικολογικό περιεχόμενο της εκπομπής του και με άλλα θέματα επικαιρότητας που του έδιναν μια σωστή διάσταση. Γιατί αυτή η εκπομπή δεν υπάρχει; ΄Η η εκπομπή που έκανε ο Χάρης Βρόντος (και πιο πρόσφατα ο τσελλίστας και μαέστρος Βύρων Φιδετζής) για την ελληνική μουσική, γιατί δεν συνεχίστηκαν;
Τ.Β. Τι ερμηνεία δίνετε;
Α.Σ. Δεν νομίζω οι ίδιοι οι παραγωγοί να μην ήθελαν να συνεχίσουν. Kαι μπορώ να πω και άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Με τις ανακατατάξεις που γίνονται, χάνουν πολύ σημαντικοί παραγωγοί τη θέση και την παρουσία τους και δεν αντικαθίστανται. Σιγά σιγά, συρρικνώνεται το προσωπικό του Τρίτου Προγράμματος. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια με τις περικοπές που έχουν γίνει, στο Τρίτο Πρόγραμμα έχουμε όλο και περισσότερες επαναλήψεις παλαιότερων εκπομπών -αξιόλογων εκπομπών, δεν λέω, αλλά αν μια εκπομπή μεταδίδεται σχεδόν κάθε δεύτερη, κάθε τρίτη εβδομάδα, ο συστηματικός ακροατής που παρακολουθεί Τρίτο Πρόγραμμα θα κάνει αυτό που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να γίνει: θα κλείσει το κουμπί ή θα αλλάξει σταθμό! Αν είναι να μεταδίδονται επαναλήψεις, γιατί να μην αναμεταδοθούν σπουδαίες εκπομπές του παρελθόντος (δεν υπάρχουν τακτοποιημένα αρχεία;). Γιατί, για παράδειγμα, με τις αλλεπάλληλες επετειακές συγκυρίες για τον Δημήτρη Μητρόπουλο, να μην ξανακούσουμε τις παλαιότερες συνεντεύξεις του μεθοδικού συλλέκτη και ρέκτη μουσικόφιλου Στάθη Αρφάνη, του ανθρώπου που γνωρίζει περί Μητρόπουλου περισσότερα απ’ όσα ίσως γνωρίζουν όλοι οι μουσικολόγοι (και όχι μόνον) μαζί! Το Τρίτο Πρόγραμμα είναι μια «κιβωτός» της έντεχνης μουσικής. Τα κατά καιρούς άρθρα μου για το Τρίτο Πρόγραμμα, είχαν πρωτοεκδοθεί στο περιοδικό «Μουσικής Πολύτονο» της ΄Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών ή στον ημερήσιο Τύπο (π.χ. «ΑΥΓΗ»). Το «Πολύτονον» μάλιστα με τίμησε να με συμπεριλάβει στους εξωτερικούς συνεργάτες του, με την πρωτοβουλία του καλού φίλου και εξαίρετου συνθέτη Κωνσταντίνου Λυγνού. Όλα αυτά τα κριτικά κείμενα έχουν επανεκδοθεί στο πλαίσιο του βιβλίου μου «Δοκίμια κλασικής μουσικής παιδείας» (εκδόσεις Παπαζήση).
Τ.Β. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Α.Σ. Θα ήθελα να συμπληρώσω πως ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα για τη μουσική, είτε ως ακροατής, είτε ως σχολιαστής, είτε ως ερευνητής, είτε ως συγγραφέας αυτών των πονημάτων, είναι γιατί απολαμβάνω τη μουσική. Αλλά αισθάνομαι μεγάλη μοναξιά να την απολαμβάνω μόνος μου. Έχω τη σφοδρή επιθυμία να την απολαμβάνουν μαζί μου και άλλοι. Και η προσφορά μου η βιβλιογραφική είναι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Ούτε προσβλέπω σε κανένα θώκο, ούτε πρόκειται να διεκδικήσω τίποτε από κανέναν στο χώρο της μουσικής/μουσικολογίας. Ο χώρος αυτός είναι η όασή μου στη ζωή. Και τυχαίνει να συνδέεται με ένα επάγγελμα που αγαπώ και το ένα συμπληρώνει και «συν-ακροάται» το άλλο. Αποκλειστικά και μόνο η αγάπη μου στη μουσική και το μουσικόφιλο κοινό, είχε ως αποτέλεσμα τη συγγραφή αυτών των βιβλίων. Και αν μπορέσω να συνεχίσω, θα γράψω και άλλα. Προσπαθώ να δώσω ένα έναυσμα για να υπάρξει στην Ελλάδα μια φιλολογική μουσικολογική βιβλιογραφία, γιατί έχω γράψει τα βιβλία τα μουσικολογικά ως φιλόλογος, ως ιστορικός. Και εύχομαι διακαώς να δω βιβλία από άλλους συγγραφείς, είτε μουσικολόγους, είτε φιλόμουσους. Υπάρχουν ήδη πολύ σημαντικοί στην Ελλάδα που έχουν και παρουσία και έργο. Θα πρέπει όμως οι νέες γενιές να το αγκαλιάσουν και να το συνεχίσουν.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ TaR
ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΑ
Από Νότη Μαυρουδή,
(Διευθυντή του διαδικτυακού περιοδικού TAR).
Αγαπητοί μου φίλοι και συνεργάτες,
Του TAR και του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ της Ραδιοφωνίας,
Παρακολουθώ κι εγώ με προσοχή την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ τού εξαιρετικού συνεργάτη τού ηλεκτρονικού περιοδικού μας TAR και πιστού ακροατή του Τρίτου κου Αλέξιου Σαββίδη, με το Τρίτο πρόγραμμα, σχετικά με παρατηρήσεις του επί των πληροφοριών γύρω από λεπτομέρειες των μεταδιδόμενων έργων. Θα ήθελα ως εκπρόσωπος του περιοδικού να πάρω θέση για να λυθούν οι παρεξηγήσεις, τουλάχιστον στο μέρος εκείνο που αφορά στο TAR και τους συνεργάτες που έχουν επιφορτιστεί με την δημιουργία και οργάνωση της ύλης του.
Ο προορισμός του περιοδικού ήταν, είναι και θα είναι, η προβολή της σοβαρής, λόγιας μουσικής σκέψης και αντίστοιχων πρωτοβουλιών. Οι προσπάθειες των συνεργατών μας προς αυτή την κατεύθυνση στοχεύουν. Συγχρόνως, όπου θεωρούμε πως υπάρχει ανάγκη κριτικής στάσης, δεν διστάζουμε παρεμβάσεις στο μέτρο που αφορά την ελεύθερη και απρόσκοπτη έκφραση.
Ως άνθρωποι που έχουμε δουλέψει σε ραδιοφωνικά Μέσα, γνωρίζουμε τις δυσκολίες που προκύπτουν, μέσα από λεπτομέρειες αυτής της δουλειάς, ώσπου να φτάσει στο σημείο της ραδιοφωνικής παρουσίασης. Σε αυτό το σημείο, οι αντιρρήσεις τις οποίες εκφράζει ο κος Διονύσης Μαλούχος, για να υπερασπιστεί τον κο Μιχάλη Μεσσήνη, είναι σοβαρές και πειστικές, διότι το θέμα δεν είναι να γίνουμε… ιεροεξεταστές και να ξεκινήσουμε εμείς την… «δίκη» του παραγωγού. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Θεωρώ λοιπόν ατυχές το γεγονός πως το θέμα πήρε διαστάσεις τέτοιες που φτάνουν στο σημείο να αιωρείται θαρρείς μια… «τιμωρία» του παραγωγού…
Όχι, δεν θα υποστηρίξει το TAR μια ενδεχόμενη… απόλυση (!!!) ενός παραγωγού, ο οποίος δουλεύει χρόνια στο Τρίτο και διαθέτει, απ’ ότι γνωρίζω, καλλιέργεια και γνώσεις.
Ο κος Σαββίδης είναι ένας γνώστης πληροφοριών γύρω από την λόγια μουσική φόρμα. Η ενασχόλησή του με το αντικείμενο τον έχει καταστήσει βαθύ γνώστη των μεγάλων και των μικρότερων έργων, της μεγάλης και της μικρότερης φόρμας. Η βιβλιογραφία, οι εκδόσεις και οι παρεμβάσεις του, τιμούν τον γενικότερο μουσικό μας μικρόκοσμο. Όλα αυτά τα καταγράφω για να στηρίξω το επιχείρημά μου πως ένας τέτοιος άνθρωπος «κινητή βιβλιοθήκη», δικαιούται δια να… ομιλεί και να προβάλλει θέσεις προσωπικές, τις οποίες δεν μπορούμε εμείς, οι ασχολούμενοι με τα κείμενα, να λογοκρίνουμε…
Το περιοδικό TAR, όπως και κάθε περιοδικό, παραχωρεί χώρο σε ανθρώπους που τους θεωρεί άξιους και κατάλληλους για συγκεκριμένη θεματολογία. Από κει και πέρα ο χειρισμός τής γραφής είναι στην κρίση τού κάθε αρθρογράφου. Το περιοδικό οφείλει να προστατεύει τον καθένα όχι από την αυστηρή κριτική, αλλά από την συκοφάντηση, προσβολή, καθώς και τον σεβασμό των προσωπικών του δεδομένων.
Το Τρίτο πρόγραμμα είναι ο φυσικός σύμμαχός μας και η καθημερινή μας συντροφιά. Γνωρίζουμε πως η εποχή δεν ευνοεί «εξειδικευμένα» ραδιόφωνα, τα οποία εύκολα πνίγονται μέσα στο τεράστιο πέπλο του λαϊκισμού που μας κατατρέχει. Το Τρίτο αντίθετα αγωνίζεται, παλεύει, αντιστέκεται σε δύσκολες συνθήκες. Γι’ αυτό το σεβόμαστε, το προσέχουμε και επιθυμούμε την περαιτέρω ανάπτυξή του και όχι την συρρίκνωση…
Οποιαδήποτε κριτική, έστω και κατά κάποιους αυστηρότερη απ’ όσο θα έπρεπε, γίνεται -πιστεύω- από ανάγκη περισσότερης εγκυρότητας.
Ελπίζω η παρέμβασή μου να παίξει κατευναστικό ρόλο, στοιχείο αναγκαίο για την ομαλή και δημιουργική συνέχεια, τόσο του Τρίτου, όσο και του TAR.
Σας ευχαριστώ,
Νότης Μαυρουδής