[CITY 1>LIVE] – Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΜΙΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ (*)
του Γιώργου Μουλουδάκη
Το εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου που κυκλοφορεί απ’ τον ΣΕΙΡΙΟ
“Εν αρχή ήν ο Λόγος”, ασφαλώς, αλλά εκείνος ο πρωταρχικός θεολογικός λόγος δεν είναι άλλος απ’ τον πυρήνα της ίδιας της δυνατότητας ύπαρξης του Θεού. Στα αυτιά κάθε άθεου αυτό θα μπορούσε να λειανθεί ως “ο πυρήνας της ίδιας της δυνατότητας να είμαστε εμείς οι ίδιοι το κέντρο του σύμπαντος”. Με κάποιον μυστήρια εφικτό τρόπο η αρχή και το τέλος του.
Κάνοντας μουσική φλερτάρουμε με τη διαρκή ύβρη να εξομοιωθούμε με τον δημιουργό των πάντων. Κάθε ανάγνωση του κόσμου προϋποθέτει μια καίρια κατανόηση, μια έκλαμψη στην διάρκεια της οποίας μπορείς -και πρέπει- να ισχυριστείς ότι “κατάλαβες” τον τρόπο που λειτουργεί το μηχάνημα του χρόνου μαζί με όλες τις παραμέτρους που το συνοδεύουν στην αδιάλειπτη πορεία του απ’ τη μεγάλη έκρηξη ως την κατακρήμνιση.
Το αίνιγμα που κάθε μουσικός καλείται κάθε φορά να λύσει είναι ο τρόπος που αυτή η έκλαμψη επικοινωνείται, προσφέρεται στο σώμα του ακροατηρίου του, για να χρισθεί τις ευχές του δήμου και να τοποθετηθεί στη συλλογική μνήμη ως εργαλείο θέασης του ακατάληπτου. Και εδώ ακριβώς είναι που αρχίζει η περιπέτεια της έκθεσης.
Ο τρόπος που ο καθένας μας εφευρίσκει για να εκθέσει το εύρημά του σε κοινή θέα είναι από μόνος του μια μέθοδος, που συνήθως την ταυτίζουμε με το πρόσωπο. Λέμε λόγου χάριν: “Αυτό θυμίζει Μουλουδάκη”. Θα χρησιμοποιήσω ως αφορμή τη συναυλία μας με τη Στέλλα Γαδέδη στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης για να μιλήσω για την περιπέτεια των διαδοχικών αναγνώσεων ενός μουσικού σώματος, αυτήν την φαντασιακή πορεία ανάμεσα στον λαβύρινθο των καθρεπτών που είναι κάθε μουσικό εγχείρημα.
Σκύβοντας στην είσοδο
Εκκίνηση ήταν ένα ήδη σε μεγάλο ποσοστό διαμορφωμένο πρόγραμμα, με κάποια απ’ τα ομορφότερα, κατά τη ματιά μας, έργα για φλάουτο και κιθάρα. Πολλά από αυτά ήταν δημοφιλή, που θα πει ότι θα έπρεπε να επανεφεύρουμε τον λόγο που εμείς τα παρουσιάζουμε. Ένας επαρκής ασφαλώς λόγος ήταν που αισθανόμασταν πως κάτι καινούργιο είχαμε να πούμε με αυτά, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς -μια καλή αρχή δηλαδή. Στην πορεία νιώσαμε εκείνη την συγγένεια με τους πατεράδες των έργων -όλοι άνδρες εδώ- που μας έβαζε στον ωραίο πειρασμό της συνδημιουργίας. Ήμασταν σίγουρα σε σωστό δρόμο.
Η πρώτη στροφή του λαβυρίνθου
Αυτή η μουσική για φλάουτο και κιθάρα προτείνει τον διάλογο δύο προσώπων, δυο μουσικών εν προκειμένω. Κάτω απ’ τους ήχους αναδύεται το ψυχικό εκτόπισμα του κάθε προσώπου, το αρχαίο φάντασμα ενός αγνώστου άλλου, που το επικαλούμαστε με μαγικά και με προσευχές να εγερθεί επί σκηνής, μπροστά στα μάτια όλων μας. Ισχυρίζομαι ότι στην περιοχή της μουσικής που παίζεται ζωντανά (σε ένα ντουέτο επί παραδείγματι), τα πρόσωπα που εμπλέκονται είναι οι δύο μουσικοί καθώς και η ρευστής υφής συνισταμένη ενός ακροατηρίου, ένα ψυχικό παρόν αδιευκρίνιστο πριν την έναρξη της παράστασης. Το σώμα της ερωμένης θα παρουσιαστεί ή όχι, ανάλογα με το σε ποιο βαθμό το ακροατήριο το ποθεί και το καλεί από κοινού με τους μουσικούς. Ναι, μέχρις εδώ γνωρίζαμε τη διαδικασία. Σε τι βαθμό όμως ο σημερινός μουσικός παίρνει το ρίσκο να αφήσει τον έρωτά του έρμαιο μιας τυχαιότητας, όπως κάθε αληθινά ζωντανή μουσική μπορεί να θεωρηθεί;
Η δεύτερη στροφή
Το σύγχρονο κοινό είναι συχνά υπερβολικά απασχολημένο με τα διαδικτυακά καμώματα και με τα πρακτικά μιας ιλιγγιωδώς επιταχυνόμενης καθημερινότητας που μπορεί κάθε στιγμή να σε αφήνει μετέωρο κι απελπισμένο, ώστε δύσκολα μπαίνει στο κλίμα μιας έστω στοιχειωδώς δύσκολης μουσικής, ακόμα κι αν αυτή είναι “δημοφιλής” -ίσως μάλιστα περισσότερο τότε. Σε άλλες εποχές, σε εποχές με πιο ήπιους ρυθμούς, η προετοιμασία γινόταν ήδη απ’ το σπίτι, απ’ την πορεία προς την αίθουσα, κάποτε μέρες πριν την έναρξη της συναυλίας, και η προσμονή αυτή ήταν το αντίστοιχο μιας νηστείας πριν τη μετάληψη, το πιο πλούσιο δηλαδή στοιχείο της κοινωνίας. Θα έπρεπε να εφεύρουμε μια εικονική νηστεία, και μάλιστα ταχύρρυθμη και ταυτοχρόνως με αναφορές αυτοματισμού προς την πραγματική ώστε να λειτουργήσει όντως ως πραγματική, μια νηστεία που θα διαρκούσε ακριβώς όσο ο χρόνος πριν τις πρώτες νότες κάθε κομματιού.
Ένας ήχος φάντασμα
Οι ανακαλύψεις της ψυχοακουστικής μας υπενθυμίζουν πως κάποιοι ήχοι προκαλούν ασυνείδητες κινήσεις μέσα μας. Ο ήχος μιας πόρτας που κλείνει δεν είναι ποτέ μια απλή πληροφορία στο ακουστικό νεύρο. Κατά κανόνα ξυπνά μια σειρά από ηχητικές μνήμες που υπάρχουν καταχωρισμένες στη δεξαμενή της ιστορίας μας, και αλιεύουν απ’ το ασυνείδητο την πρωταρχική αίσθηση μιας πόρτας που κλείνει, μιας πόρτας που ανοίγει. Αυτός ο ήχος στους δαιδαλώδεις δρόμους της συλλογικής μνήμης είναι συνυφασμένος με μιαν ελπίδα ή με μιαν απειλή, πάντως δεν φεύγουμε αδιάφοροι απ’ την σκηνή. Αυτό ακριβώς χρησιμοποιήσαμε. Διαλέξαμε ήχους-φαντάσματα από διαφορετικές περιοχές της παρούσας αστικής γεωγραφίας και από διαφορετικά χρονικά σημεία της ιστορίας της. Ο κάθε ήχος περιείχε ένα κρυφό μήνυμα, διαφορετικό για κάθε παραλήπτη, κάτι σαν χειρόγραφο σε μπουκάλι ριγμένο σε ένα πέλαγος πιθανοτήτων που καταγράφει ό,τι ο παραλήπτης θέλει να καταγράφει, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αυτό το μήνυμα θα περέμενε ασφαλώς αγνώστου περιεχομένου, και από μας τους ίδιους, ως την τελευταία στιγμή. Κάθε “κατανόηση” εδώ θα ήταν μια μείζων αμαρτία.
Η τρίτη στροφή
Μόλις φτιάξαμε (από κοινού με το Studio 19, δηλαδή τον Κώστα Μπώκο και τον Βασίλη Κουντούρη, αυτές τις ήρεμες οάσεις δημιουργικότητας) το ηχητικό τοπίο της πόλης μας, ανακαλύψαμε πως αυτή η πόλη δεν ήταν απλά μια Αθήνα όπως τη ζούσαμε καθημερινά, αλλά μια φαντασιακή πόλη που δεν υπάρχει πουθενά, εκτός ίσως… Ήταν η ιδανική μας πόλη, αφού ήταν πάντα συνυφασμένη με έναν χρόνο που είχε περάσει ή με έναν χρόνο που δεν είχε ακόμα φτάσει εδώ. Σ’ αυτήν την πόλη όμως είχαμε ζήσει ήδη ολόκληρο το παρελθόν μας.
Το τέχνασμα μιας πρόσκλησης
Σ’ αυτήν την πόλη αποφασίσαμε να καλέσουμε τους δημιουργούς των έργων που παίζαμε. Τον Στραβίνσκυ απ’ την Αγία Πετρούπολη, τον Σανκάρ απ’ την Ινδία, τον Ραβέλ και τον Σατί απ’ το Παρίσι, τον Βίλα-Λόμπος απ’ τη Βραζιλία, τον Πιατσόλα απ’ την Αργεντινή… Εδώ ζούσε ήδη ο “δικός μας” Μάνος Χατζιδάκις, στο νούμερο 17 της οδού Ρηγίλλης και ύφαινε σαν υπομονετική Πηνελόπη άγνωστης ακόμα Οδύσσειας τη δική του καθημερινή μυθολογία. Οι καλεσμένοι μας δεν ήρθαν απλά για μια βόλτα από δω, αλλά έγιναν για λίγο δικαιωματικά συγκάτοικοι στην αιωρούμενη πόλη μας, αφού τα δικά τους έργα περιφέρονταν στο ηχητικό της τοπίο και δέσποζαν, μπολιάζοντας το αστικό περιβάλλον με τους δικούς τους ακριβούς μύθους. Τότε ήταν που συνειδητοποιήσαμε πως αυτή η μυθολογία ήταν από αιώνες δική μας, πως ο λόγος που αγαπούσαμε αυτούς τους ανθρώπους ήταν μια βεβαιότητα στη ρίζα της μνήμης ότι τους περιείχαμε σαν συγγενείς πριν απ’ τη γέννηση ακόμα, και πως αυτοί έκρυβαν στον δικό τους χρόνο ένα μέλλον μας που δεν γνωρίζαμε. Ήταν γονείς, συγγενείς, φίλοι, γείτονες, αγαπημένοι κι εραστές, το πιο πολύτιμο κομμάτι του τόπου και του χρόνου μας.
Τα φάκελα
Τότε ήταν που αρχίσαμε να βρίσκουμε στο γραμματοκιβώτιο, φερμένα με ταχυδρομείο του παλιού καιρού, κιτρινισμένα φάκελα με τις αποδοχές της πρόσκλησης. Ένας-ένας οι καλεσμένοι έλεγαν το μεγάλο ναι κι έβαζαν τα καλά για τη γιορτή. Ο καθένας κρατούσε παραμάσχαλα το μικρό του δώρο, μια σοφή κουβέντα για τον κόσμο ή μια καθημερινή χαμογελαστή λέξη, ένα κομμάτι ύφασμα απ’ τον χρόνο του, μια μυρωδιά υπόγειου ή αρχοντικού με μόλις σβησμένο τζάκι, ένα δαχτυλίδι ή ένα καπέλο, μια φωτογραφία κρυφής αγάπης στη μέσα τσέπη του παλτού, τον ιδρωμένο σκελετό γυαλιών και νότες, νότες σαν πουλιά μεταναστευτικά προς την ήπειρο που όλοι περπατάμε στο μέλλον μας. Η καρδιά μας άνοιγε.
Οι πόλεις των άλλων
Η δική μας φιλοφρόνηση ήταν να τους υποδεχτούμε με λέξεις και εικόνες των δικών τους τόπων, που στήσαμε από παλιές φωτογραφίες, στιγμιότυπα χρόνου που κύλησε αλλά αεί παρόντος, που σκιρτούσαν σαν πρωινά ξυπνήματα ερώτων πάνω στην ονειρική μας οθόνη τη στιγμή που παίζαμε. Και πάλι υπεύθυνοι ήταν αυτοί οι κύριοι του στούντιο, μα ξέρετε τώρα τι είναι μια δουλειά ανάμεσα σε σοβαρούς ανθρώπους: Ο ένας καταφέρνει εκείνο που ο άλλος σκέφτεται και επιθυμεί, πριν το σκεφτεί ή το επιθυμήσει ο άλλος. Αυτό είναι ομάδα, και ασφαλώς δεν είναι δεδομένη σε διάρκεια, μα υπακούει στους νόμους μιας σειράς χρονικών συμπτώσεων τέτοιων που να την κάνει κάθε φορά μοναδική. Αύριο δεν θα είμαστε έτσι, χτες ποτέ δεν ήμασταν αυτό.
Κυκλώνοντας τον λαβύρινθο
Στο τέλος ήρθε η ανάγκη μας οι ήχοι να γενούν ανάγλυφοι όσο κι η καθημερινότητα, κι έτσι τους βάλαμε να ψιθυρίζουν κυκλικά μέσα στην αίθουσα και να μας προσκαλούν από κάθε κρυφή γωνιά της. Οι ίδιοι νιώσαμε πως περπατάμε δρόμους της φανταστικής μας πόλης και πως ακούμε μέσα μας να ψιθυρίζουν μουσικές ιδανικών συντρόφων. Ο Ραβέλ χόρευε μια χαμπανέρα, ο Στραβίνσκυ μια πόλκα, ο Γκόσεκ χτυπούσε το ταμπουρίνο του στη γωνιά, ο Βίλα-Λόμπος κάπνιζε το πούρο του σ’ ένα παγκάκι ανθισμένου κήπου, ο Πουλένκ συνομιλούσε με τον Χίτσκοκ πάνω από ένα πνιγμένο πτώμα, ο Πιατσόλα έπινε καφέ με τον Χατζιδάκι στον Μαγεμένο Αυλό, και ο Σατί πίσω απ’ το πονηρό του γενάκι παραμόνευε πότε να σηκώσει ο άνεμος τον γύρω του φουστανιού εκείνης της ωραίας χορεύτριας. Ο ίλιγγος μιας διαρκούς αγάπης προς μια ζωή πλατιά σαν θάλασσα απέραντη, γεμάτη ελπίδες, μας κύκλωνε.
Βάφτιση
Και τι όνομα να δώσουμε σ’ αυτήν την πόλη; Ο Νίεμάιερ κάποτε ονόμασε Μπραζίλια τη δική του ιδανική πόλη. Αυτή όμως υπήρξε πράγματι, μισή στη σκέψη του, μισή στα κτίριά της που ευτύχησε να δει στα 103 χρόνια της ζωής του. Εμείς δεν είχαμε τα μέσα για να ονοματίσουμε μια ουτοπία. Θα ‘ταν ιδανικό ένα ξόρκι προς το κακό, μια λέξη όπως “Οκτάνα” του Εμπειρίκου ή “Αμοργός” του Γκάτσου ή ίσως ένα απλό και εύγλωττο “Κινγκ-Κονγκ”, λέξεις που περιγράφουν το τίποτα και το όλο μαζί, ταυτόχρονα. Αποφασίσαμε να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αφού η δική μας πόλη είχε ήχο, θα την προφυλάσσαμε απ’ τα μάτια της αγοράς δίνοντάς της ένα χυδαίο και κοινό όνομα. Δεν είχε ανάγκη από νονό. Αυτό συμβολίστηκε απ’ την αγοραία ουδετερότητα του “City”, κι ο αριθμός “1” ήρθε να μπει εκεί, δίπλα στην πιο κοινή γλώσσα του κόσμου σαν ευχή: εμείς ή κάποιοι άλλοι να σχεδιάσουν με τη σειρά τους τις ιδανικές τους πόλεις και να φυσήξουν στην τρομπέτα ένα προσκλητήριο. Αν ο καθένας ανακαλύψει την πόλη του, θα βρεθούμε όλοι στο τέλος της γιορτής με ένα όνειρο στα χέρια, μια ζωή έτσι απλά νοηματοδοτημένη απ’ το ανέφικτο, όμορφα βαφτισμένη στο καθαρό νερό της ουτοπίας. Σε μια τέτοια πόλη σας προσκαλούμε στις 13 Μαρτίου του 2015 να ζήσετε για λίγο.
Γιώργος Μουλουδάκης, 7 Φεβρουαρίου 2015
(*) Το City 1>live θα παρουσιαστεί απ’ τη Στέλλα Γαδέδη, τον Γιώργο Μουλουδάκη και το Studio 19, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης-Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης, την Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015, στις 9 μμ.
Το [City 1] κυκλοφορεί σε CD από τον ΣΕΙΡΙΟ
Σχετικοί με την παράσταση σύνδεσμοι:
https://www.facebook.com/events/928046023895604/?pnref=story
http://www.tch.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=3&cdate=13%2F3%2F2015&tcheid=1447
Και εδώ, τα στοιχεία του προγράμματος: http://www.tar.gr/content/content.php?id=4876