Δεν μπορείς να υπηρετείς ταυτόχρονα δύο Θεούς:
ή σολίστας, ή μαέστρος …
Ακούγοντας πρόσφατα από τις ζωντανές ηχογραφήσεις συναυλιών της EBU, στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, τον διάσημο στις μέρες μας Νορβηγό πιανίστα Λέιφ ΄Οβε ΄Αντσνες, να ερμηνεύει τα πιανιστικά κονσέρτα του Μπετόβεν, διευθύνοντας παράλληλα από το πιάνο την Ορχήστρα Δωματίου «Μάλερ» (στα «Προμς» του Λονδίνου/καλοκαίρι 2015), δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε ορισμένους συνειρμούς των τελευταίων ιδιαίτερα χρόνων, που σχετίζονται με την ολοένα εξαπλούμενη «μόδα» όλο και περισσότερων σολιστών (κυρίως πιανιστών και βιολονιστών) να «ανεξαρτητοποιούνται» από την παραδοσιακή, υπεύθυνη, συνεργασία τους με μαέστρους κατά την ερμηνεία κονσέρτων και άλλων έργων του ρεπερτορίου των οργάνων τους, με ορχηστρική συνοδεία. Επιθυμούν, υποθέτει κανείς, την δική τους –ολοδική τους- ερμηνεία των έργων σε όλο το φάσμα της.
Ακούγοντας όμως την «χλωμή», «επιδερμική» εκτέλεση των μπετοβενικών κονσέρτων από τον ΄Αντσνες, συνειδητοποιήσαμε (κατόπιν σχετικής πληροφόρησης εκ μέρους της μουσικοπαραγωγού/παρουσιάστριας των συγκεκριμένων συναυλιών στο Τρίτο), ότι ο Noρβηγός πιανίστας εδώ και τέσσερα χρόνια πραγματοποιεί αλλεπάλληλες τουρναί σε πολλές χώρες του κόσμου («Ταξίδι του Μπετόβεν» τις αποκαλεί), παίζοντας και ξαναπαίζοντας, αλλά και «διευθύνοντας» τα αθάνατα αυτά πιανιστικά κονσέρτα ή άλλα σχετικά έργα (π.χ. Χορωδιακή Φαντασία) του Τιτάνα της Μουσικής. Ευτυχώς όμως μαθαίνουμε ότι το «μαρτυρικό» αυτό ταξίδι τελειώνει με τις φετινές συναυλίες …
Σεβόμενοι την αδιαμφισβήτητη αξία, αλλά και τις μεγάλες δισκογραφικές καταθέσεις του Νορβηγού πιανίστα σε τόσα και τόσα σπουδαία έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου (με μάλιστα έργα όχι τόσο συχνά ερμηνευόμενα –λ.χ. 1η Σονάτα του Σούμανν), θα θέλαμε απλά να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο λόγος που επιμένει να «διευθύνει» ο ίδιος τα κονσέρτα που παίζει, αφού εκ του αποτελέσματος παράγεται τουλάχιστον «ισχνή» δημιουργία/ερμηνεία; Επιπλέον, αναρωτάται κανείς, γιατί ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης (ανάμεσα σε τόσους άλλους πιανίστες που υιοθετούν με αυξητική τάση την ίδια πρακτική) «ενθαρρύνεται» να συνεχίζει κάτι που μακροπρόθεσμα ίσως αποβεί σε βάρος της προσωπικής, ατομικής του, συνεισφοράς στην ερμηνευτική ιστορία της δισκογραφίας/βιντεογραφίας; Δεν θα ήταν προτιμότερο να θυμόμαστε και να ακούμε τον ΄Αντσνες στις εξαιρετικές του ερμηνείες στο Γκρηγκ, για παράδειγμα («Λυρικά κομμάτια» και πιανιστικό κονσέρτο, με στιβαρή συνοδεία της Φιλαρμονικής του Βερολίνου υπό τον εξαίρετο Λεττονό αρχιμουσικό Μάριςς Γιάνσονς);
Δεν θα αμφισβητούσε κανείς ότι στην ιστορία της μουσικής ερμηνείας υπήρξαν (και υπάρχουν) ξεχωριστής αξίας σολίστες (πιανίστες, βιολονίστες, βιολοντσελλίστες κ.ά.), με ισόρροπη διάκριση και στον τομέα της διεύθυνσης ορχήστρας, πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι οι εξαιρέσεις αυτές (και όχι ο κανόνας) υπήρξαν βασικά τεράστιου μεγέθους αρχιμουσικοί, όπως λόγου χάριν οι αθάνατοι Μητρόπουλος και Μπερνστάιν, με επίλεκτο αριθμό δισκογραφήσεων με τη «διττή» τους ιδιότητα (και ο Μπρούνο Βάλτερ ήταν έξοχος πιανίστας, με εξαιρετικές παλαιές δισκογραφήσεις μοτσάρτειων κξονσέρτων και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ). Όμως, κανείς δεν μπορεί να θέσει σε αμφιβολία το γεγονός ότι η βασική δισκογραφική παραγωγή των προαναφερθέντων «ιερών τεράτων» του πόντιουμ που τους καθιέρωσε στη δισκογραφική συνείδηση του μουσικόφιλου κοινού ήταν αυτόνομη, μη συνοδευτικού χαρακτήρα (σε οργανικούς, ή φωνητικούς σολίστες κ.λπ.). Υπό αυτήν την έννοια, στις μέρες μας ο μόνος που μπορεί να τοποθετηθεί σε παραπλήσιο «βάθρο ποιότητας», ως μαέστρος και σολίστας ταυτόχρονα, είναι ο (αρχικά πιανίστας, μετεξελιχθείς και σε ικανότατο μαέστρο) Ντανιέλ Μπάρενμποϊμ, ακμαιότατος ακόμη στα 73 του, με εξαιρετικές ερμηνείες και στο σόλο πιάνο, και με τη διττή του ιδιότητα σολίστα-μαέστρου, αλλά και, φυσικά, σε αυτόνομο αυτοτελές συμφωνικό/οπερατικό ρεπερτόριο. Πόσοι πιανίστες των τελευταίων δεκαετιών που συχνά διευθύνουν τα κονσέρτα που παίζουν, μπορούν να διεκδικήσουν δάφνες στο αμιγώς συμφωνικό ή οπερατικό ρεπερτόριο; Εκεί όμως κρίνεται τελικά η συνεισφορά του μαέστρου! Πόσα λοιπόν άλλα παραδείγματα σαν αυτό του Μπάρενμποϊμ μπορεί κανείς να απαριθμήσει;
Για να αποφευχθούν ίσως κάποιοι γενικόλογοι «αφορισμοί», καλό θα ήταν να θυμηθούμε εδώ μερικούς άλλους σημαντικούς πιανίστες των τελευταίων δεκαετιών, που είτε διηύθυναν σε κάποια φάση (συνήθως όψιμη) της καριέρας τους αποτελεσματικά τα κονσέρτα που δισκογράφησαν (σ’ αυτούς πρέπει να συμπεριλάβουμε τον Φρήντριχ Γκούλντα και τον Μάρραιϋ Περάια –τον τελευταίο σε έναν εξαιρετικό κύκλο όλων των μοτσάρτειων κονσέρτων, αν και ο ίδιος παραμένει κατά βάσιν πιανίστας, χωρίς να προβάλλει τις μαεστρικές του ιδιότητες), είτε μετεξελίχθηκαν, επίσης σε ώριμη φάση της καριέρας τους, σε πολύ καλούς μαέστρους: εύγλωττα παραδείγματα εδώ ο Γερμανός Κριστόφ ΄Εσενμπαχ και οι Ούγγροι Ταμάς Βασάρυ και Ζολτάν Κόκσις. ΄Αλλοι πάλι πιανίστες με σπουδαία δισκογραφία δίπλα σε κολοσσούς των πόντιουμ, όπως ο Πολωνός Κρυστιάν Ζίμερμαν, σε όψιμη φάση της καριέρας τους δοκίμασαν να ηχογραφήσουν και πάλι κονσέρτα της δισκογραφίας τους, διευθύνοντας παράλληλα οι ίδιοι τα συνοδεύοντα ορχηστρικά συγκροτήματα (στην περίπτωσή μας εδώ, την Πολωνική Ορχήστρα Δωματίου, στο 2ο κονσέρτο του Σοπέν). Ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του ο ακροατής ακούγοντας την προαναφερόμενη ερμηνεία συγκριτικά με την παλαιότερη, από τον ίδιο, δίπλα στον στιβαρό και απέριττο Κάρλο-Μαρία Τζιουλίνι στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής του Λος ΄Αντζελες (ίσως σε μια από τις καλύτερες δισκογραφήσεις όλων των εποχών για τα τόσο δημοφιλή δύο πιανιστικά κονσέρτα του Σοπέν).
Αρκετά όμως με τους πιανίστες-«μαέστρους». Ας έλθουμε τώτα στον έτερο «βασιλιά των οργάνων», το βιολί. Μπορεί κανείς εδώ να ισχυρισθεί, με πειθώ, ότι φημισμένοι βιολονίστες του παρελθόντος (ή του παρόντος) με παράλληλη μαεστρική δραστηριότητα (εξαιρούμε εδώ την τόσο συχνή αυτή διττή παρουσία στο μπαροκικό και πρώιμο κλασσικό ρεπερτόριο, όπου τα πράγματα δεν είναι ερμηνευτικώς τόσο «σύνθετα»), έμειναν στη συνείδηση του μουσικόφιλου κοινού και ως μαέστροι, πλην της αξιομνημόνευτης περίπτωσης του «καθολικοί καλλιτέχνη» Σερ Γιεχούντι Μενούχιν; (αντίστοιχη περίπτωση στο βιολοντσέλλο ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, που όχι μόνο μετεξελίχτηκε σε σημαντικό μαέστρο αυτόνομου συμφωνικού/μπαλλετικού ρεπερτορίου, αλλά ήταν επίσης και εξαιρετικός πιανίστας, ιδίως «ακομπανιατέρ»). Ακόμη και ο «θεϊκός» Νταβίντ ΄Οιστραχ, με παράλληλη αξιόλογη θητεία και ως μαέστρος ήδη από το 1959/60, ως κορυφαίος βιολονίστας ( κατά πολλούς ο κορυφαίος των κορυφαίων …) έχει καταγραφεί στη συλλογική μουσική μνήμη, αφού οι σπάνιες ηχογραφήσεις του στο πόντιουμ (μεταξύ τους μια εξαιρετική ερμηνεία της 2ης Συμφωνίας του Μπραμς) έγιναν σε μια εποχή που η δισκογραφική παραγωγή στην τότε Σοβιετική ΄Ενωση είχε περιορισμένη διάχυση στις αγορές του δυτικού κόσμου. Το ίδιο ισχύει και για τον υπέροχο Αλεξάντερ Σνάιντερ, που αν και αξιόλογος μαέστρος στην όψιμη σταδιοδρομία του, έχει μείνει ανεξίτηλος στην ιστορία της δισκογραφίας ως πυλώνας του περίφημου Κουαρτέτου Εγχόρδων της Βουδαπέστης. Οι περισσότεροι όμως από τους ονομαστούς βιολονίστες που διηύθυναν (ή διευθύνουν) τα κονσέρτα που ερμηνεύουν, ουδόλως έχουν καθιερωθεί με την παράλληλη ιδιότητά τους στη συνείδηση του ενημερωμένου ακροατή. Ποιος θυμάται, για παράδειγμα, ως μαέστρο τον Σαλβατόρε Ακκάρντο; Από την άλλη πλευρά, στις αξιοσημείωτες περιπτώσεις νεότερων βιολονιστών που τους «κέρδισε» τελικά το πόντιουμ (όπου μάλιστα προσφέρουν πραγματικά ισάξιο, ή και καλύτερο αποτέλεσμα) συγκαταλέγεται κατά τη γνώμη μας ο Ολλανδός Γιάαπ βαν Ζβέντεν.
Και εδώ, κλείνοντας το αυθόρμητο, ‘de profundis’, σημείωμά μας αυτό, θα θέλαμε να αναφερθούμε στον ημέτερο Λεωνίδα Καβάκο, έναν από τους κορυφαίους σήμερα βιολονίστες της διεθνούς μουσικής σκηνής, με σπάνιο ταλέντο, ωριμότητα και αξιοζήλευτη δισκογραφία/βιντεογραφία ήδη από νεαρότατη ηλικία. Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, ο μεγάλος μας σολίστας (και έξοχος –τονίζουμε- ερμηνευτής μουσικής δωματίου) δεν αρκείται στις δάφνες του δοξαριού του, αφού το έχει κι αυτόν καταλάβει η «σειρήνα» της μουσικής διεύθυνσης (κατάσταση που αν δεν ελεγχθεί εγκαίρως μπορεί να μετεξελιχθεί σε εμμονή). Εδώ και μερικά χρόνια ο Καβάκος ηχογραφεί σπουδαία έργα του βιολονιστικού κονσερτικού ρεπερτορίου διευθύνοντας ο ίδιος (συνήθως την Καμεράτα του Ζάλτσμπουργκ) σε ερμηνείες οι οποίες, όμως, θα μπορούσαν στην καλύτερη περίπτωση να θεωρηθούν απλά αξιοπρεπείς (π.χ. η σειρά των κονσέρτων του Μότσαρτ και το κονσέρτο του Μέντελσσον), σε αντιδιαστολή για παράδειγμα με τις εξαιρετικές του πράγματι εκτελέσεις όταν «συμπράττει» αρμονικά με σημαντικούς μαέστρους του καιρού μας, όπως ο Φιλανδός ΄Οσμο Βένσκε (κονσέρτο Σιμπέλιους και στις δύο διασκευές του), ο Ρώσσος (Οσσετός) Βαλέρι Γκέργκιεφ (κονσέρτο Τσαϊκόφσκυ) κ.ά. Πιστεύουμε ότι τα μοτσάρτεια κονσέρτα του Καβάκου θα ήταν ενδεχομένως κατά πολύ αρτιότερα, αν τα είχε ηχογραφήσει συμπράττοντας με κάποιο/-ους αρχιμουσικό/ -κούς, μοιραζόμενος το βάρος και τις απαιτήσεις μιας τέτοιας ερμηνείας. Συγκρίνοντάς τα, έτσι όπως έχουν, με την απαράμιλλη ηχογράφηση του Νταβίντ ΄Οιστραχ (ως βιολονίστα και μαέστρου, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου από την αθάνατη εκείνη εγγραφή των μέσων της δεκαετίας του ’60), τα βρίσκουμε –ας μας συγχωρεθεί η έκφραση- κάπως «χλιαρά» και «άοσμα» …
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: σε τι ωφελεί την καλλιτεχνική ανέλιξη του Καβάκου η εκ μέρους του μουσική διεύθυνση –ή, ίσως σωστότερα, τί έχει να κερδίσει η μουσική διεύθυνση από τον Καβάκο;, που εξακολουθεί (ακόμα …) να διαπρέπει ως σολίστας συναυλιών, αλλά και ερμηνευτής ξεχωριστός έργων μουσικής δωματίου (με εξαιρετικούς κύκλους Σονατών του Μπετόβεν και –ακόμη καλύτερες- του Μπραμς, αλλά και με καθοριστικές συμμετοχές σε ευρύτερα σύνολα/ θυμ’ομαστε πόσο σημαντικό ρόλο είχε πριν από μερικά χρόνια σε ερμηνεία του σπάνια παιζόμενου κουιντέτου εγχόρδων του Μπρούκνερ σε μια ζωντανή μετάδοση της ΕΒU στο Τρίτο, με σύμπραξη, μεταξύ άλλων, της βιολίστας Κιμ Κασκασιάν και του τσελλίστα Γκωτιέ Καπυσσόν). Αυτός ο τελευταίος είναι ο τομέας που, πιστεύουμε, θα έπρεπε να «θεραπεύσει» συστηματικά ο μεγάλος μας βιολονίστας –αυτό είναι το δυνατό του σημείο!
Αυτά αναλογιζόμασταν όταν πριν από μερικούς μήνες ακούγαμε στο Τρίτο ηχογραφημένη συναυλία όπου ο Καβάκος, εκτός από το προβλέψιμο μοτσάρτειο κονσέρτο, διηύθυνε ως ο κύριος μαέστρος της συναυλίας (στο πόντιουμ διάσημης γαλλικής ορχήστρας) δύο έργα πολύ αγαπημένα, αλλά ταυτόχρονα και πολυπαιγμένα μα και διαρκώς αναδεικνυόμενα από επιφανείς μαέστρους: την 1η «Κλασσική» Συμφωνία του Προκόφιεφ και την 9η «Μεγάλη» Συμφωνία του Σούμπερτ. Στα έργα αυτά ο Καβάκος δυστυχώς λίγα πράγματα είχε να προσθέσει ερμηνευτικώς …
Το ζήτημα είναι αν θα το συνειδητοποιήσει έγκαιρα, ή αν θα αφήσει το προφανές πάθος του για τη μουσική διεύθυνση να συμπαρασύρει κάποια στιγμή «προς τα κάτω» το ποιοτικό σολιστικό του τάλαντο. Εδώ κι αν έχει ισχύ το σοφό εκείνο αρχαίο ρητό: «΄Εκαστος εφ’ ω ετάχθη»!
Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης*
asavv@otenet.gr
Σεπτέμβριος 2015
Μουσικές επιλογές & Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)
*Ο ιστορικός Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, είναι συγγραφέας των «Μεγάλων Μαέστρων» (εκδόσεις Πατάκη), των «Δοκιμίων κλασσικής μουσικής παιδείας» (εκδόσεις Παπαζήση) και των «Μαέστρων στο διαδίκτυο» (εκδόσεις Ηρόδοτος).