ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ
(Μια συζήτηση με την Τίνα Βαρουχάκη για την Ινδική Μουσική και τους ΙΧΩΡ)
Η συνέντευξη με τον Δημήτρη Ρουμελιώτη δε συνιστά απλώς μια ευκαιρία γνωριμίας με το ύφος και την ειδική ορολογία της Ινδικής μουσικής. Είναι πρωτίστως μια ευκαιρία γνωριμίας με μια πολύ ενδιαφέρουσα νοοτροπία, εντελώς ξένη με αυτήν του «μέσου Έλληνα». Γιατί θέλει γερό σθένος να ξεκινήσεις σιτάρ στα 25 σου και όχι απλώς να μάθεις, αλλά να εξελιχθείς σε επαγγελματία. Να προσεγγίσεις από μόνος σου τον Ross Daly και να του προτείνεις να σου κάνει μαθήματα και τελικώς να γίνεις μαθητής του. Να ταξιδέψεις στην Ινδία και μετά την επιστροφή σου στην Ελλάδα να συνεχίζεις τη μαθητεία μέσω…τηλεφώνου! Να δίνεις συναυλίες προσπαθώντας να μυήσεις το μαθημένο στα «εύπεπτα» ακούσματα κοινό. Να «πειραματίζεσαι» με πολλά μουσικά είδη και να εμπλουτίζεις επιρροές: ερμηνεία ρεμπέτικων με το σιτάρ, μελοποίηση ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, όπως ακούσαμε στην πολύ ενδιαφέρουσα συναυλία του με τους «ΙΧΩΡ» στις 24 Μαΐου στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης. Όποιος δεν ήταν εκεί, θα έχει την ευκαιρία να ακούσει το ίδιο πρόγραμμα στις 30 Μαΐου στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων».
Ο Δημήτρης Ρουμελιώτης δεν μιλάει μόνο για μουσική. Μιλά ή καλύτερα αντανακλά, τα διαβάσματά του: αρχαίους τραγικούς, Ευαγγέλιο, λογοτεχνία, ιστορία, φιλοσοφία... Αυτό το εύρος πνεύματος το μεταφέρει και στη μουσική του σε μια διαρκή αναζήτηση που διέπεται από πάθος, βάθος και αφοσίωση…
«Ο δάσκαλός μου, μου είπε ότι μπορείς να βάλεις στην ράγκα και στοιχεία που δεν είναι Ινδικά, είναι ευρωπαϊκά. Εγώ δεν αποφεύγω τα ελληνικά στοιχεία. Γιατί είναι μια μουσική που αυτοσχεδιαστικά προσαρμόζεται στο ράγκα. Οι ράγκες έχουν φτιαχτεί από διαφορετικούς ανθρώπους στην ιστορία, έχουν «ταξιδέψει» πολύ, έχουν φορτωθεί με πολλή ιστορία!
Δεν σημαίνει ότι μπορείς να απορροφήσεις την κάθε μια, όποια σου «πάει» θα παίξεις. Αλλά κάθε φορά, αφήνομαι να μου έρχεται νέα μουσική. Αυτό που ακούσατε είχε περίπου 70%-80% νέα μουσική εκείνης της ώρας! (…) Στο ρεμπέτικο ήθελα να δείξω μια εφαρμογή του σιτάρ στην ελληνική μουσική. Επειδή έχει αυτό το ίσο που επικρατεί δανεισμένο από τη Βυζαντινή, μπορεί να «φιλοξενήσει» το σιτάρ».
* * * * * * * *
T.B. Η σχέση σας με τη μουσική ξεκίνησε μαθαίνοντας τραγούδι και κιθάρα. Από ποια ηλικία γνωρίσατε την Ινδική μουσική και ποιοι παράγοντες σας ώθησαν να εμβαθύνετε σε αυτό το είδος μαθαίνοντας σιτάρ και συνθέτοντας;
Δ.Ρ. Το ΄88 σε ένα κονσέρτο του Ravi Shankar στο Ηρώδειο, όπου φύγαμε «πετώντας»!. Σκέψεις με πλημμύριζαν όλη την ώρα που τον άκουγα σε σημείο που καταλάβαινα σιγά, σιγά ότι με οδηγούσε σε κάθαρση η ίδια η μουσική. Μιλάμε για απαράμιλλη τέχνη. Ο Ravi Shankar δεν είναι ένας απλός μουσικός που παίζει καλά ένα ράγκα, δημιουργεί συνέχεια φράσεις μέσα στο ράγκα. Συνέχεια σ΄έχει σε εγρήγορση. Από τότε για ενάμιση χρόνο με «ζητούσε» το σιτάρ. Στην αρχή έλεγα: «τι να παίξεις τώρα. Δύσκολο όργανο, είσαι μεγάλος...»
Ravi Shankar
Τ.Β. Είχατε ξεκινήσει από κιθάρα και τραγούδι;
Δ.Ρ. Κιθάρα λίγο. Ινδικά σόλα-τέτοια μουσική μου έβγαινε.
Τ.Β. Είχατε σχετικές επιρροές ως παιδί;
Δ.Ρ. Rock μουσική κυρίως: Doors, Pink Floyd ειδικά τους στίχους του Μόρισον επειδή τον άκουγα από 13-14 χρονών.
H ροκ ήταν η πρώτη μου επιρροή. Επειδή το πρώτο κομμάτι που άκουσα ήταν το «the end» και άκουσα συμβολισμούς διάφορους, επηρεασμένος από τους στίχους άρχισα να διαβάζω αρχαίους τραγικούς μέχρι Baudelaire, Rimbaud, Νietzsche και ό,τι άλλο βρήκα.
Τ.Β. Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε σιτάρ;
Δ.Ρ. Περίπου 25-26 ετών. Ερχόταν αυτό σε μένα όχι εγώ σε αυτό! Πήρα το πρώτο σιτάρ το Δεκέμβρη του ΄89 από το Λαουτάρη στον Πειραιά και τον Δεκέμβρη του 1989, γνώρισα τον Ross Daly τυχαία στα Εξάρχεια. Του μίλησα και του ζήτησα αν μπορεί να μου δείξει. Βέβαια μου είπε ότι «πρέπει να πας Ινδία για να γίνεις καλός» και σύντομα αρχίσαμε τα μαθήματα. Έκανα 3-4 χρόνια με το Ross Daly, πήρα πολύ υλικό και δισκογραφικό και γνώση και την πρώτη κατεύθυνση μέσα στα Ράγκα. Το 1993 πήγα για πρώτη φορά στο Δελχί και αγόρασα ένα σιτάρ. Το 1994 γνώρισα τον Rabindra Goswami από το Benares της Ινδίας που ερχόταν εδώ για ένα κονσέρτο. Είναι αυτός ο μουσικός που εμφανίστηκε στο σχήμα «Έλληνες και Ινδοί» με τον Πετρολούκα Χαλκιά στο κλαρίνο. Από τότε, ερχόταν συνέχεια μια-δυο φορές το χρόνο, κάναμε μαθήματα εντατικά. Ακόμη επειδή φαινόταν ότι είχα έφεση και ήδη είχα ακούσει πολύ, κάναμε μαθήματα και από το τηλέφωνο! Είχα και ένα βασικό βιβλίο που εξηγεί την κίνηση και τον τρόπο που αποδίδεται ένα ράγκα και το κάθε ράγκα ξεχωριστά (τα πιο πολλά από τα διάσημα). Το 1996-97, άρχισα να εμφανίζομαι σιγά, σιγά παίζοντας σιτάρ με τον Αμήν Αλαγκαμπού που έπαιζε μπεντίρ και τουμπερλέκι αφρικάνικο με τον Γ. Κόλλια στο ούτι και άλλους μουσικούς. Αργότερα άρχισα να παίζω ινδική κλασσική στο κοινό. Στην αρχή σε χώρους όπως το «μπαράκι του Βασίλη», «Λαμπυρίδες», κτλ. Γύρω στο ΄96, με βοήθησε μια συνεργασία με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, τον τραγουδοποιό από τη Θεσσαλονίκη, όπου παίξαμε τον «Αμερικάνο» ένα ρεμπέτικο, όπου είχε την ιδέα να βάλει σιτάρ, ούτι και φυσαρμόνικα. Είμαστε τρεις φίλοι από τον Άγιο Δημήτρη και τότε παίξαμε στο «Μύλο» Θεσ/κη και εδώ στο «Μετρό», στο Ρόδον. Με τον Satnam Ghai συνεργαζόμαστε από το ΄99 όταν ίδρυσα τους «ΙΧΩΡ».
tabla
Τ.Β. Α, από τότε συνεργάζεστε με τον Ghai;
Δ.Ρ. Στην πραγματικότητα έχουμε δέσιμο και ως μουσικοί και ως φίλοι. Αλλά οι Ινδοί τι κάνουν: μελετάνε σπίτι τους. Συναντώνται, μπορεί να κάνουν μια πρόβα ένα τέταρτο και συζητάνε από πριν πώς θα παίξουν. Μπορεί να παίξουν μια συναυλία δυο μουσικοί που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ! Επειδή ξέρουν να παίζουν αυτόνομα. Και αυτό προϋποθέτει μεγάλη γνώση! Εμείς δεν κάναμε πρόβα αυτά που ακούσαμε στο β΄μέρος της συναυλίας στο μουσείο Ισλαμικής Τέχνης.
Τ.Β. Μουσικολόγοι περιγράφουν τηv ινδική κλασική μουσική ως «άγραφη, τροπική, μονοφωνική, λειτουργική και αυτοσχεδιαστική»[1] αλλά ωστόσο διευκρινίζουν ότι βασίζεται σ΄ένα τέλειο θεωρητικό σύστημα το οποίο διδάσκεται. Τη διαχωρίζουν επίσης σε ινδουστανική (Hindustani) ή βορειοινδική και Καρνατική ή νοτιοινδική. Ο ίδιος έχετε διδαχθεί κάποιον από αυτούς τους κλάδους ή έχετε σχετικές επιρροές ως συνθέτης;
Δ.Ρ. Είναι τελείως διαφορετικά συστήματα. Αυτό που έχει διαδώσει ο Shankar είναι η βόρεια Ινδική μουσική. Η νότια έχει πιο πολύ σχέση με την παλιά Ινδική μουσική. Τα κομμάτια της κλασικής Ινδικής μουσικής λέγονται ragas. Raga είναι σανσκριτική λέξη (raag το λένε τώρα). Τα Ράγκας παίζονται ορισμένη ώρα της ημέρας πάντα και είναι ένα αυστηρό σύστημα μουσικής έκφρασης ενός δρόμου, ο οποίος στην αύξουσα κλίμακα από το ντο μέχρι το πάνω ντο, μπορεί να έχει π.χ. πέντε νότες και πίσω επτά ή το ίδιο και ζικ ζακ, ή πέντε και πέντε ή πέντε και έξι κ.τ.λ. Σπάνια σε μια ράγκα μπορεί να παίξει ό,τι θέλει ο καθένας. Έχει δεσπόζουσες, υποδεσπόζουσες «εχθρικές» νότες που δεν πρέπει να ακουστούν, που θα τους αλλοίωναν τον χαρακτήρα.
Ο Δημήτρης Ρουμελιώτης σε συναυλία
Τ.Β. Ως άγραφη, η Ινδική μουσική περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι υπόκεινται σε κανόνες. Θα θέλατε να μας βάλετε λίγο στο κλίμα του πώς εργάζεστε όταν επιχειρείτε αυτοσχεδιασμούς και τι ιδιαίτερες δυσκολίες έχει αυτό το εγχείρημα;
Δ.Ρ. Υπάρχουν περιορισμοί, πολλοί περιορισμοί! Είναι αυτοσχεδιασμός σ΄έναν περιορισμένο χώρο μουσικό, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να εκφράζει έναν χαρακτήρα παίζοντας ορισμένες φράσεις του ράγκα. Γι΄ αυτό πάμε σε δασκάλους. Δεν μπορείς να πάρεις μια κλίμακα πεντατονική ή επτατονική και να παίζεις ό,τι θέλεις. Πρέπει να ξέρεις τις βασικές φράσεις του ράγκα και να τις παίξεις με το δικό σου τρόπο εκφραστικά και χρονικά. Οι πρωινές π.χ. έχουν φωνή ψηλά στο λα στο σι, πάνω από το σολ είναι που επικεντρώνονται αφού έχουμε και ίσο (ground note), τo Sa. Οι βραδινές, χαμηλώνουν παίζουνε στο ρε μι, το πολύ φα. Το Sa είναι το ντο. Είναι η «ground note».
Αλλά για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ας πάρουμε την εμπειρία της πρόσφατης συναυλίας μας στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης. Στο αργό μέρος η ράγκα Kirwani που παίξαμε, έχει ένα θέμα μετρημένο στους 16 χρόνους. Είναι αυτοσχεδιασμός σε μια ράγκα που έχω παίξει πάρα πολλές φορές. Αλλά κάθε φορά αφήνομαι να μου έρχεται νέα μουσική. Αυτό που ακούσατε είχε περίπου 70%-80% νέα μουσική, εκείνης της ώρας.
Βέβαια καμιά φορά αισθάνομαι περίεργα, όταν είμαι μόνος μου (ειδικά στο alap). Σε χώρους όπου γίνονται live, που τυχαίνει να πίνουνε και ο άλλος να μην ενδιαφέρεται και όταν βλέπεις ότι σε κάποια τραπέζια μιλάνε, νομίζεις ότι δεν τους αρέσει. Και λες «μα εγώ το αγαπάω τόσο πολύ αυτό, μόνο εγώ το αγαπάω; » ή «δεν το δίνω καλά;» «Γιατί δεν μπορώ να τον μαγέψω;» Και εκεί θυμώνω και με τον εαυτό μου. Αλλά είναι και το κοινό έτσι, πολλές φορές το λέω: δεν είναι μουσική για διασκέδαση. Αλλά προχθές στο μουσείο Μπενάκη το κοινό ήταν πολύ προσηλωμένο.
Τ.Β.Η καταγωγή της Ινδικής μουσικής θεωρείται θεϊκή;
Δ.Ρ. Η παλιά Ινδική μουσική που προέρχεται από τους ναούς του Ινδουισμού, γιατί είχε καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, η παλιά μουσική λέγεται dhrupad. Γύρω στο 14ο και 15ο αι. που έρχονται οι πρώτοι Μογγόλοι στη Βόρεια Ινδία και την καταλαμβάνουν έχουμε την εισαγωγή του Ισλάμ και την επιρροή τους. Το 1300- 1400 έχουμε τον Amir Khusraw ένα σημαντικό μουσικολόγο ποιητή και μουσικό όπου επινοεί το σιτάρ και την τάμπλα.
Ερχόμενα τα Περσικά στοιχεία και Περσικές ονομασίες η ράγκα ξεφεύγει από το dhrupad και γίνεται πιο εύκολη, υπό τον όρο khayal. Το επινόησαν οι γενιές μετά τον Khusraw με αποκορύφωμα τον Miyan Tansen, για τον οποίο οι Ινδοί λένε ότι είναι ο μεγαλύτερος μουσικός όλων των εποχών. Ήταν βέβαια τραγουδιστής. Η φωνή ήταν πάντα το βασικό όργανο. Ο Tansen επινόησε και πολλές ράγκες. Υπάρχει μια βραδινή ράγκα μαγική, λόγω του εορταστικού σοβαρού της χαρακτήρα. Έχει και τραγικό συναίσθημα και εορταστικό και λέγεται Darbari Kanada, που είναι διάσημη, πολύ όμορφη και δύσκολη και είναι δημιούργημα του Tansen όπως υπάρχει και η Miyan ki Tansen η ράγκα των Μουσώνων, η Miyan ki Sarang, η Desh Mallhar, η Soudh Kalyan, η Soudh Sarang, όλες δημιουργήματά του. Ο Miyan Tansen ίδρυσε τεράστια Σχολή. Άφησε δυο γιούς τον Bilas Khan, ο οποίος ήταν ειδικευμένος στις πρωϊνές ράγκες, τον Vibhas Khan στις βραδινές και όταν πέθανε έπρεπε να αφήσει έναν αρχιμουσικό στην αυλή. Ο Akbar the Great, ο οποίος ήταν «φοβερός» Αυτοκράτορας και ενδιαφερόταν πολύ για τις τέχνες, ήθελε να διορίσει έναν αρχιμουσικό στη θέση του Tansen. Πέρασαν πολλοί και δεν μπορούσε να αποφασίσει - όλοι ήταν ίδιοι! Και ο μύθος λέει ότι ήρθε να δείξει ο νεκρός, ποιος είναι ο κατάλληλος! Και αφού έπαιξαν πολλοί μουσικοί, έπαιξε μια κλίμακα και ο γιός του ο Bilas που είναι ειδικευμένος στις πρωινές ράγκες, τη ράγκα “Bilas Khani Τοdι”. Και κίνησε το χέρι του ο νεκρός, οπότε ο “Bilas Khan ήταν ο επόμενος αρχιμουσικός. Η μουσική του γενιά υπάρχει μέχρι τώρα.
http://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=YOB7PCDJiCo
Τ.Β. Γνωρίζουμε ότι με τον όρο «Sagmita» ονομάζεται τόσο η φωνητική και οργανική μουσική, όσο και ο χορός. Στις δικές σας συνθέσεις έχει κάποια μεγαλύτερη βαρύτητα η οργανική μουσική έναντι της φωνητικής ή του χορού;
Δ.Ρ. Στη φωνή βασίζονται όλα. Αν θες να καταλάβεις μια ράγκα θα ακούσεις έναν τραγουδιστή γιατί το όργανο αλλοιώνει. Το σιτάρ έχει ιδιαιτερότητες από μόνο του, λειτουργικά.
Τ.Β. Το Σιτάρ διδάσκεται από πατέρα σε γιο;
Δ.Ρ. Από πατέρα σε γιο και από δάσκαλο σε μαθητή.
Τ.Β. Δεν διδάσκεται σε γυναίκες έτσι δεν είναι;
Δ.Ρ. Τελευταία αρχίσανε να μαθαίνουν, εδώ και χρόνια έχουν αρχίσει.
Τ.Β. Υπήρχαν πολλές ράγκες και τώρα είναι λιγότερες;
Δ.Ρ. Θεωρητικά μπορούν να παιχτούν πάνω από 72.000 ράγκες! Ένας καλός τραγουδιστής άμα μπορεί να παίξει 12 ράγκες, θεωρείται πολύ καλός (μπορεί να κρατήσει 2-3 ώρες η κάθε μια). Θεωρείται πλήρης μουσικός. Όταν παίζεις δυο ώρες μουσική, έχεις παίξει πολλά! Μπορείς να απομονώσεις φράσεις και να κάνεις τραγούδια. Αυτό κάνουν οι Ινδοί. Παίρνουν από κάπου έναν αυτοσχεδιασμό (ένα bandish), το θέμα που επαναλαμβάνεται μες τη ράγκα και κάνουν ένα τραγούδι. Όπως και μια ράγκα παίρνει από ένα συγγενικό με τη ράγκα τραγούδι και το χρησιμοποιεί μέσα στη ράγκα σαν αυτοσχεδιασμό, σαν θέμα. Για παράδειγμα, το τραγούδι «καρδιά μου η καημένη», το βρήκαν ίσως από τον Ινδικό κινηματογράφο και είναι η ράγκα «Mishra Piloo». Επίσης από τη ράγκα Khamaj που είναι θρησκευτική, προέρχονται πολλά τραγούδια.
Αφού παιχτεί το alap παίζεται το jor: ρυθμική κίνηση μόνο με το σιτάρ, όπου παίζει ρυθμό ελεύθερο. Μετά το jor μπορεί να πάει ο μουσικός στο jhala (γρήγορη ανάπτυξη του jor). Μετά το jhala, εισάγεται η τάμπλα και αρχίζει το gat το ρυθμικό θέμα, το οποίο μπορεί να έχει 3-4 μέρη (gat είναι το σημείο που μπαίνει ο ρυθμός) έχει ένα bandish, το θέμα που επαναλαμβάνεται μες το gat πολλές φορές και εκείνη την ώρα που το σιτάρ ή η φωνή παίζει το gat τότε είναι που αυτοσχεδιάζει το κρουστό, η τάμπλα και ξεκινά και αυτό από χαμηλή οκτάβα, μέση και μετά ανεβαίνει. Η ράγκα πρέπει να κρατείται κανονικά αυστηρά μέχρι το τέλος. Το gat μπορεί να ξεκινήσει από αργό, να πάει μέσο, γρήγορο, μέχρι πάρα πολύ γρήγορο. Οι Ινδοί είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένοι στους ρυθμούς.
Τ.Β. Από τον 20ο αιώνα άρχισε μια στοιχειώδης γραφή, δεν είναι έτσι;
Δ.Ρ. Γράφουν οι Ινδοί τις νότες όπως τις μιλάνε. Δεν έχουν πεντάγραμμο. Γράφουν κάτι σύμβολα που δεν είναι τόσο ακριβή. Πρέπει να έχεις έναν δάσκαλο να σου τα εξηγήσει και μετά το αποστηθίζεις για να μην το ξεχάσεις.
Τ.Β. Στη πρόσφατη συναυλία σας στο μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με τον Satnam Ghai (tabla) αποδώσατε ''Ragas'', αλλά και 'Dhuns' συνθέσεις με ελαφρότερο χαρακτήρα. Αναφέρατε ότι τα ragas παίζονται σε αυστηρά καθορισμένες ώρες και εποχές και περιστάσεις εκφράζοντας συγκεκριμένα συναισθήματα. Υπάρχουν κάποια από τα παραπάνω είδη ή (υποδιαιρέσεις τους πχ νυχτερινά ragas) που σας εκφράζουν περισσότερο είτε ως ερμηνευτή, είτε ως συνθέτη;
Δ.Μ. Τα dhuns προέρχονται από ράγκα. Οι Ινδοί το περιγράφουν ως μουσικά κομμάτια με ημι-κλασικό χαρακτήρα. Έχουν μια πιο ελαφρά απόδοση. Ένα dhun μπορεί να προέρχεται από δυο-τρεις ράγκες. Το dhun είναι ελαφρότερο, σαν τραγούδι και συνήθως δεν κρατάει πολύ χρόνο. Ωστόσο το dhun όπως και η ράγκα, επιτρέπει τον αυτοσχεδιασμό.
Τ.Β. Ως ερμηνευτής και ως συνθέτης έχετε ιδιαίτερη αγάπη σε κάποια είδη ράγκας;
Δ.Ρ. Έχω στις πρωινές, στις βραδινές σε αυτές που είναι πριν το χάραμα (4.00 το πρωί -είναι ιδιαίτερες ράγκες!) και στις ράγκες που παίζονται στο ηλιοβασίλεμα. Ας πούμε μια πρωινή ράγκα (που παίζεται 6.00 το πρωί) είναι η Bhairav. Αυτή λειτουργούσε στους ναούς σαν όρθρος. Οι ράγκες επειδή διαρκούν πολύ χρόνο, παίρνουν μια οντότητα.
Στις πρωινές ράγκες, η διαφορά είναι ότι έχουν δεσπόζουσες ψηλά στην οκτάβα, στο σολ στο λα στο σι. Οι βραδινές χαμηλά. Οι πρωινές είναι πιο λαμπερές, αλλά συνήθως πιο θλιμμένες ράγκες. Οι βραδινές είναι πιο σοβαρές, οι «ράγκες του ναργιλέ» που είναι ράγκες με πολύ σοβαρό χαρακτήρα παίζονται από ηλιοβασίλεμα, έως αργά τη νύχτα. Οι χρόνοι των κατηγοριών χωρίζονται το 24ωρο σε οκτώ τρίωρα. Ο Ali Akbar Khan κάποτε έπαιξε μια ράγκα 8 ώρες! Οι ράγκες αλλάζουν ανάλογα με το φως της ημέρας και φυσικά αλλάζει και η κλίμακα. Ο τρόπος που επικοινωνούν οι νότες μες στο ράγκα με ένα γλισάντο, το αποκαλούμενο meend, μπορεί να σηματοδοτήσει από μόνος του μια ράγκα. Υπάρχουν δυο τρεις που είναι πεντατονικές ίδιες Ντο Ρε Φα Σολ Σι ύφεση. Οι ίδιες νότες! Επειδή έχουν άλλη δεσπόζουσα και άλλο τρόπο ανάπτυξης είναι διαφορετικές ράγκες. Αυτό πρέπει να το διδαχθείς και να έχεις αυτί να το καταλαβαίνεις. Υπάρχουν ράγκες ελεύθερου χαρακτήρα και άλλες «αυστηρές» σαν την Darbari ή την Kaushik Kanada που είναι τόσο ευαίσθητος ο χαρακτήρας τους, που δεν επιτρέπουν αποκλίσεις από τον τρόπο ανάπτυξής τους και απαιτούν πολύ μεγάλη τεχνική.
Τ.Β. Έχετε άλλα ράγκας που είναι πιο αγαπημένα σας ως συνθέτη και άλλα ως ερμηνευτή ή συμπίπτουν;
Δ.Ρ. Μια ράγκα από έναν “μάστερ” που θα το παίξει με ψυχή και γνώση έχει μεγάλη διαφορά από κάποιον που απλώς θα παίξει σωστά. Ακόμη και οι Ινδοί δεν έχουν πάντα την αίσθηση του ράγκα. Οι “μεγάλοι” ερμηνευτές Ινδοί έχουν μερικές ράγκες ως ειδίκευση. Ο Ravi Shankar που είναι ιδιοφυής μουσικός μόνο σε μερικές απ’ αυτές μπόρεσε να εκφράσει το 100% των δυνατοτήτων του. Φυσικά εισήγαγε και πολλά στοιχεία από τη δυτική μουσική. Βέβαια η Ινδία μπορεί να περιλάβει στα ράγκας και ξένα στοιχεία απ’ τη παράδοσή της. Ο δάσκαλός μου, μου έλεγε ότι μπορείς να βάλεις στην ράγκα και στοιχεία που δεν είναι ινδικά, είναι ευρωπαϊκά. Εγώ δεν αποφεύγω τα ελληνικά στοιχεία και τα προσαρμόζω στο ράγκα. Οι ράγκες έχουν φτιαχτεί από διαφορετικούς ανθρώπους στο παρελθόν, έχουν ταξιδέψει πολύ, έχουν φορτωθεί με πολλή ιστορία. Δεν σημαίνει ότι μπορείς να απορροφήσεις την κάθε μια, όποια σου ταιριάζει καλύτερα θα παίξεις.
Τ.Β. Όπως γνωρίζετε, το ρεμπέτικο αναπτύχθηκε από τα “περιθωριοποιημένα» κοινωνικά στρώματα των πόλεων και στη συνέχεια έτυχε ευρείας διάδοσης αλλά λόγω της εμπορευματοποίησής του, υπέστη κάποια τυποποίηση πχ περιορίστηκαν τα ταξίμια (αυτοσχέδια μέρη του μπουζουκιού). Εντοπίζετε κοινά στοιχεία σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ανάπτυξης του ρεμπέτικου με κάποιο ή κάποια είδη της Ινδικής μουσικής και αντίστοιχα «σημάδια» τυποποίησης στις μέρες μας;
Δ.Μ. Έχει συμβεί σε έναν βαθμό. Μια ράγκα μπορεί να γεμίσει, αν χρειαστεί, ένα διπλό δίσκο βινυλίου ή δυο cd των 80 λεπτών. Ο Shankar είχε την ευφυΐα μέσα σε 15-20 λεπτά να περάσει τα πιο εκφραστικά βασικά στοιχεία ενός ράγκα.
Στην Ινδία υπάρχουν μουσικοί πολύ εξελιγμένοι τεχνικά. Έχουν την τεχνική που θα εντυπωσιάσει, αλλά έχουν χάσει το βάθος των παλιών. Αλλά και πάλι η Ινδική μουσική είναι δύσκολη. Οι Έλληνες μπορούμε να την αντιληφθούμε. Γιατί εμείς έχουμε το Βυζαντινό και εμείς τους μικροτονισμούς τους ακούμε. Ο Γερμανός δεν τους «παίρνει χαμπάρι»! Το ίδιο και ο Αμερικάνος…
Όμως δυστυχώς, η Ελληνική κοινωνία έχει περάσει τόση παρατεταμένη παρακμή στην παιδεία της, όπου οι Έλληνες θέλουν να ακούσουν μουσική διασκέδασης. Τα μπουζούκια μπορεί να είναι γεμάτα με τα «σκουπίδια», να χορεύει ο Έλληνας στα τραπέζια… Αλλά μια μουσική η οποία θα λειτουργήσει σαν κάθαρση θέλει το χρόνο της! Δεν θα κάτσει να την ακούσει γιατί προβληματίζει! Η ράγκα σε κάνει και φιλοσοφείς. Χρειάζεται εκείνη την ώρα που ακούς αυτή τη λεπτή μουσική και ευαίσθητη να σου φύγουν οι σκέψεις και να συγκεντρωθείς. Εγώ πιστεύω στις ιδιότητες τις μαγικές της Ινδικής μουσικής. Γιατί έγινε μια αλλαγή μέσα μου. Το πνεύμα στο διευρύνει. Μπορεί να αποταυτίζεσαι πιο εύκολα από τα πράγματα. Σου φέρνει ηρεμία αλλά μαζί και μια απέχθεια για το «φθηνό». Δυστυχώς όμως, η άρχουσα τάξη δεν θέλει την ποιότητα. Γιατί οι ίδιοι δεν έχουν ποιότητα! Είμαστε τυχεροί που ο Χατζιδάκις τους τα λεγε. Δεν «σήκωνε μύγα στο σπαθί του» όταν έβλεπε ανθρώπους άσχετους με την τέχνη!
Αντιστοίχως, ο Vilayat Khan όταν του έδωσαν ένα βραβείο, το αρνήθηκε «δεν είστε ικανοί να κρίνετε την τέχνη εσείς οι πολιτικοί!».
Τ.Β. Μιλήστε μας λίγο για το σχήμα «ΙΧΩΡ» με το οποίο εμφανίζεστε στις 24 Μαΐου. Πότε και με ποια αφορμή δημιουργήθηκε;
Δ.Μ. Το 1999 συστήθηκε το γκρουπ. Έγινε με ένα φίλο που με κάλεσε τότε στο Ζερβουδάκη, τον Γιώργο τον Κόλλια που έπαιζε ούτι. Φτιάξαμε την πρώτη μπάντα με σιτάρ, ούτι, έναν μουσικό από το Πακιστάν τον Bakir Chuktai που έπαιζε bansuri και τον Satnam Ghai που έπαιζε τάμπλα και παίζαμε κυρίως δικές μας συνθέσεις.
Eπειδή ο Ghai είναι αναγκασμένος να λείπει τους περισσότερους μήνες το χρόνο δεν είχα τάμπλα, έφτιαξα τους «ΙΧΩΡ» με τον Νίκο Σουλιώτη που παίζει κρουστά, μπεντίρ τουμπερλέκια και με ένα φίλο βιολιστή, τον Γιώργο Μυλωνά.
Το μουσικό σχήμα «ΙΧΩΡ»
Τ.Β. Στη συναυλία της 24ης Μαΐου στο μουσείο Μπενάκη, παρουσιάζετε έργα σας που περιέχουν μελοποιημένη ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Τι σας ώθησε να μελοποιήσετε τον συγκεκριμένο ποιητή;
Δ.Ρ. Γιατί με συγκίνησε, απλά. Είναι απαγγελία σε μουσική δική μου. Έχει σιτάρ, βιολί και κρουστά. Έχει κάτι στίχους οι οποίοι είναι εκπληκτικοί.
Τ.Β. Στην ίδια συναυλία θα παίξετε ρεμπέτικα τραγούδια όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δελτίο τύπου: «χρωματισμένα από τις μελωδίες και τους ήχους του σιτάρ». Βρίσκετε κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στους δρόμους του ρεμπέτικου και της ινδικής μουσικής;
Δ.Ρ. Στο ρεμπέτικο ήθελα να δείξω μια εφαρμογή του σιτάρ στην ελληνική μουσική.
Επειδή έχει αυτό το ίσο που επικρατεί δανεισμένο από τη Βυζαντινή, μπορεί να «φιλοξενήσει» το σιτάρ. Μέχρι πριν μερικούς μήνες παίζαμε αρκετά ρεμπέτικα, αλλά είδα ότι δεν μπορώ να παίξω τα δικά μου, δεν είχα χρόνο σε μια συναυλία είναι και μεγάλα και πολλά. Οπότε κρατήσαμε ένα- δυο ρεμπέτικα για να δείξουμε στον κόσμο πώς μπορεί να «παντρευτεί» αξιοπρεπώς και συνεχίζουμε με δικά μου κομμάτια. Πάνω στη ράγκα Bhairav, μια ράγκα πρωινή, τη μελωδία κρατάει το βιολί όπου απαγγέλλω ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Υπάρχουν ρεμπέτικα που τους δρόμους δεν τους συναντάς στην Ινδία. Τα ρεμπέτικα του Μπάτη. Όμως οι δρόμοι οι μουσικοί είναι κοινοί πολλές φορές. Αλλά η ιδιότητα που έχει το ίσο και η μουσική μνήμη που κουβαλάω ως Έλληνας μου επέτρεψε να παίξω στο ρεμπέτικο σόλο σιτάρ.
Επίσης παίζουμε και ένα κομμάτι με δικούς μου στίχους. Το κρατάμε τελευταίο στη συναυλία. Ένα κομμάτι βασισμένο στη ράγκα Bhairavi που τραγουδάω. Το έγραψα συγκινημένος με αφορμή αυτό που έγινε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια σχετικά με το μνημόνιο και τη κρίση.
Τ.Β. Ποια είναι τα σχέδιά σας για το 2013;
Δ.Μ. Παίζουμε στις 30 Μαΐου στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων», ένα μικρό χώρο πολύ όμορφο και αξιοπρεπή χωρίς μικρόφωνα με τους ΙΧΩΡ το ίδιο πρόγραμμα. Ίσως και στα Κύθηρα ένα live και σε άλλους χώρους στην επαρχία.
ΤΒ. Υπάρχει κάτι που δεν σας ρώτησα και το θεωρείτε σημαντικό;
Δ.Ρ. Με ενοχλεί που οι Έλληνες δεν ασχολούνται με τα γράμματά τους. H έλλειψη της τόσο πλούσιας παιδείας που κληρονομήσαμε από τους Αρχαίους είναι η βασική αιτία της παρατεταμένης παρακμής μας!!!
Η δική μας απουσία από το φως τιμωρείται!!!
* * * * * * * * * *
Γλωσσάρι της Ινδικής Μουσικής
| Ινδουστανική Παράδοση | Καρνατική Παράδοση |
Ράγκα (raga) | καθαροί μουσικοί τόνοι με περιστασιακά ολισθήματα σε διανθισμένους τόνους | πλούτος μελωδικών διανθισμάτων ζωτικών για τη φύση των καρνατικών ράγκα |
Τάλα (tala) | περιορισμένος αυτοσχεδιασμός | μεγαλύτερη ρυθμική ελευθερία |
Φωνητική Μουσική | 3 είδη κλασικής (dhrupad, dhamar, khayal) και 3 είδη ελαφρότερης κλασικής μουσικής (thumri, dadra, ghazal) | κύρια είδη:varnam, pallavi, ragamalika, kriti, padam, javali, tillana |
Οργανική Μουσική | βασικό είδος: gat (μουσική για σιτάρ και σάροντ), αλλά και είδη που μιμούνται αυτά της φωνητικής μουσικής | τα είδη της οργανικής είναι τα ίδια με αυτά της φωνητικής μουσικής |
Μουσικό Παράδειγμα |
ΠΗΓΗ: Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, «Λίλιαν Βουδούρη», http://www.mmb.org.gr/page/?id=2678
[1] Κώστιος Απ κ.ά. Μουσική, Αθήνα, 2007, Εκδοτική Αθηνών, σσ 241-253
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: |