Για τον Ηλία Κατσούλη
Ο Ηλίας Κατσούλης δεν κατοικεί πλέον εδώ. Ξεκίνησε χθες, 21 Αυγούστου, για να διαβεί τον Αχέροντα. Κάποιον στίχο σίγουρα θα έχει ετοιμάσει, αντί τον οβολό, για να προσφέρει στον βαρκάρη, που θα τον μεταφέρει στην αντίπερα όχθη…..
Τον Ηλία, τον γνώρισα πρώτα μέσα από τα τραγούδια του και ύστερα, πολλά χρόνια αργότερα, είχα την τύχη να επιβεβαιώσω από κοντά όλα όσα μου είχανε μεταφέρει οι στίχοι του. Την γλυκύτητα, την τρυφερότητα, την καλοσύνη, την ευαισθησία, την αστείρευτη φαντασία και το χιούμορ του. Ο Ηλίας ήξερε καλά τις λέξεις και την ιστορία τους. Τις γνώριζε, όπως άλλοι γνωρίζουν την πόλη που τους γέννησε. Όχι μόνο κάθε δρομάκι και κάθε πλατεία, αλλά την ενέργεια, τη λαχτάρα, την επιθυμία και το πάθος που αφήνουν στον χώρο οι άνθρωποι, καθώς διασχίζουν την καθημερινότητα. Τις μικρές τους χαρές και λύπες που υφαίνουν, εν τέλει, το ηχόχρωμα της γειτονιάς, της γενιάς και το στίγμα του τόπου τους.
Ο Ηλίας ήξερε να αφηγείται και να κλείνει, μέσα στους μετρημένους στίχους, αμέτρητες εικόνες και νοήματα. Πολλές φορές, καθώς άκουγα στίχους του, ή να διηγείται ιστορίες, μου έδινε την εντύπωση παλιάς υφάντρας. Με τέτοια μαεστρία επέλεγε τους τόνους, τις σιωπές, τα χρώματα και τα σχήματα, που έμοιαζε να είχαν βγει από αλλοτινούς χρόνους και εποχές. Από την αυγή του Χρόνου, τότε που τη δημιουργία τη δούλευαν στον αργαλειό και τη δίδασκαν στους ανθρώπους ξωτικά και διάφανοι θεοί. Φαντάζομαι πως θα γινόταν ένας μεγάλος παραμυθάς, εάν δεν έγραφε τραγούδια. Εξ’ άλλου διέθετε την απαραίτητη παιδικότητα, γι’ αυτό. Όπως και την παιχνιδιάρικη διάθεση.
Ο Ηλίας ήταν σοφός άνθρωπος. Κι όπως όλοι οι σοφοί, γνώριζε πως όλα έχουν τη σημασία τους. Και τα μικρά και τα μεγάλα. Γι’ αυτό είχε τον τρόπο να μετουσιώνει συναισθήματα, σκέψεις και γεγονότα, σε λόγο που άγγιζαν τα σωθικά μας.
Ο Ηλίας κατάφερε με απλές λέξεις, καθημερινές, να γράψει στίχους που έκρυβαν σπουδαίες μελωδίες. Ευτύχησε να συναντηθεί με μουσικούς που, όπως οι ικανοί μαρμαρογλύπτες ανακαλύπτουν τα κρυμμένα στην πέτρα αγάλματα, μπόρεσαν να τις φέρουν στο φως. Ευτύχησε επίσης, να αγαπηθεί εν ζωή και να το γευτεί. Από τους τυχερούς που τον γνώρισαν, καθώς κι από τους τυχερούς που τον αγάπησαν μέσα από το τραγούδισμα των στίχων του. Και είναι πολλοί αυτοί…
Ο Ηλίας έτυχε να φύγει στο μήνα που όπως ο ίδιος είχε γράψει…
«Αύγουστος είναι ο ρεμβασμός του Σκιαθίτη
κι οι αναμνήσεις απ' το φως του Πανορμίτη
φλόγα κεριού σε ταπεινό προσκυνητάρι
με το σπαθί του Αρχαγγέλου στο θηκάρι.»
Ο Ηλίας υπήρξε και δάσκαλος. Καθηγητής φιλόλογος, που μετέδωσε με πάθος τις γνώσεις του στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Που πριν πάει να διδάξει το μάθημα, ετοιμαζότανε πολλές ώρες. Που πήγαινε στο σχολείο και ένιωθε καθημερινά να δίνει εξετάσεις. Δάσκαλος που γνώριζε πολύ καλά, ότι στο σχολείο δεν μεταδίδεις απλά γνώση και πληροφορίες, αλλά και παράδειγμα προς μίμηση…
Ο Ηλίας Κατσούλης, έφυγε πολύ νωρίτερα απ’ ότι θα θέλαμε κι απ’ ότι είχαμε ανάγκη. Ίσως στο βάθος να το «γνώριζε» και γι΄ αυτό να μας φίλεψε με τόσα πολλά τραγουδιστά καλούδια.
Ο Ηλίας, στις έξι το απόγευμα, αποχαιρετά τον λουσμένο από τα χρώματα του δειλινού γενέθλιο τόπο του, στο Λουτρό Κορινθίας κι εγώ, αφού του στείλω για άλλη μια φορά το ευχαριστώ και την αγάπη μου, θα τον αποχαιρετήσω με δύο τετράστιχα από ένα τραγούδι του, που το είχε αφιερώσει στον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Νομίζω πως του ταιριάζουν.
«Σε εκκλησιές ταπεινές κερί θ' ανάψω
και μ' έναν άνεμο παλιό θεού πνοή
αυτό το ξύλο της φωνής σου θα το κάψω
να ευωδιάσει μύρο η μέσα μου ζωή
Σε λιτανείες της βροχής, σ' άγριους δρόμους
μάζεψες όλα τα σχισμένα μου πανό
μ' ένα τραγούδι σου με σήκωσες στους ώμους
το χώμα μου 'δειξες και το πες ουρανό»
Καλό κατευόδιο.
Αθήνα 22 Αυγούστου 2008
Βάσω Μαυρουδή