ΕΝΑΣ ΨΑΡΟΓΙΩΡΓΗΣ ΣΤΟΝ ΥΑΚΙΝΘΟ
Αυτό το κείμενο είχε τον άλλον χρόνο του, μια καλοκαιρινή υποσημείωση στα πράγματα που μας χαϊδεύουν τη μνήμη σε θερμοκρασίες καύσωνα, τότε που ο καιρός δεν σου επιτρέπει κανενός είδους νοσταλγία, είναι στο σύνολό του παρών και εκμαυλιστικός. Ο Χειμώνας έχει άλλους νόμους, και μέσα στην πρώτη του μέρα (οι θερμοκρασίες μόλις θυμήθηκαν κι έπεσαν ξαφνικά, σαν με κάποια ντροπή, σαν από τακτική υποχρέωση) ανασύρω με τη σειρά μου αυτές τις μνήμες σαν χρέος προς ένα καλοκαίρι πλούσιο, όσο είναι πάντα το ελληνικό καλοκαίρι.
Είχα ανέκαθεν έναν θαυμασμό προς τον άνθρωπο που “πιάνει το λαγούτον του και σιγανοπροπατεί” στ’ αχνάρια ενός Ερωτόκριτου, έξω απ’ το παλάτι εκείνης της εποχής. Η εικόνα παραμένει εγκορμισμένη στη μνήμη κάθε κρητικού ήχου απ’ τα παιδικά χρόνια, και ίσως οι μεταμορφώσεις αυτής της πρωταρχικής εικόνας να έφεραν κάποτε μια κιθάρα και στη δική μου αγκαλιά. Όλοι στην Κρήτη είμαστε δυνάμει ένας Ερωτόκριτος, με την ανδρεία και τον λυρισμό του, και ίσως ταυτόχρονα με την προίκα του δύσκολα κατορθωμένου καλού τέλους. Να το πεις ευχή ή κατάρα είναι άσκοπο.
Οι Ξυλούρηδες είναι μια οικογένεια των Ανωγείων με βαριά παράδοση στα μουσικά πράγματα του μικρόκοσμού τους. Ο πρόωρος θάνατος του πιο διάσημου απ’ αυτούς (στην απολύτως κατάλληλη στιγμή κατά το θεϊκό σχέδιο, σε μια λάθος στιγμή για τα ανθρώπινα μέτρα) του Νίκου, αλλιώς Ψαρονίκου, υπήρξε ένα κομβικό σημείο για την οικογένεια. Η μυθοποίηση, επίσης, μέσα στα χρόνια του αδερφού του, του Ψαραντώνη, είναι στοιχείο χρήσιμο στον σχολιασμό της πορείας αυτής της οικογένειας, που άλλοι τους λένε Ψαρούς κι άλλοι Ξυλούρηδες, δηλώνοντας την πίστη της καταγωγής του μουσικού τάλαντου. Υποθέτω πως οι πρώτοι κυριάρχησαν σ’ αυτήν την μάχη, γιατί όλοι οι μετέπειτα Ξυλούρηδες λέγονται Ψαρονίκος, Ψαραντώνης, Ψαρονίκη, Ψαρολάμπης και Ψαρογιώργης, εν προκειμένω.
Ο Ψαρογιώργης λοιπόν είναι γιος του Ψαραντώνη, ανιψιός του Ψαρονίκου και αδερφός της Ψαρονίκης και του Ψαρολάμπη. Κυρίως όμως είναι ένας άνθρωπος με μια παράξενα διπλή ταυτότητα, που κάποτε αποφάσισε να φύγει στην Αυστραλία, για να σπάσει -μπορεί να υποθέσει κανείς- τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της δεσποτικής παρουσίας ενός απρόσμενα πολύπλοκου και ισχυρού πατέρα. Επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια στην Ελλάδα και στην Κρήτη, έδειξε πως τίποτα απ’ το αρχικό κύτταρο της οικογένειας δεν χάθηκε σ’ αυτήν την περιπέτειά του στις άλλες ηπείρους. Το λαγούτον του συνέχισε να ηχεί με τον ίδιο πειστικό τρόπο, ίσως και καλύτερα, γιατί δοκιμάστηκε και επέζησε στις αφανείς μάχες μιας ξενιτιάς οικείας στους κρητικούς, μα, πάντως ξενιτιάς.
Βρέθηκα, αρχές Ιουλίου του 2013, στον Άγιο Υάκινθο, έναν ευλογημένο τόπο πάνω απ’ τα Ανώγεια, για να παρακολουθήσω την πρώτη μέρα των “Υακινθείων’, όπως λέγονται οι γιορτές που εδώ και 16 χρόνια γίνονται στους πρόποδες του Ψηλορείτη, σε ένα μικρό πέτρινο θέατρο δίπλα σε μια παράξενη εκκλησία-μιτάτο που φιλοξενεί με τον πλέον αισθητικό τρόπο τη μορφή του προστάτη των Ελλήνων ερωτευμένων και ίσως και των άλλων. Ποτέ δεν είχα κατορθώσει τα προηγούμενα χρόνια να ανηφορίσω σ’ αυτές τις γιορτές, και η μόνη πληροφορία που είχα ήταν η καλή μαρτυρία μιας λάμπουσας, τότε, οργανωτικής επιτροπής, και η νυν παρουσία του Λουδοβίκου των Ανωγείων στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή των γιορτών. Περιγράφω την πορεία της άφιξης, οριζοντίως, γιατί η πορεία, όπως ξέρουμε απ’ την εποχή της Οδύσσειας, αποτελεί το κυρίως μέρος της άφιξης.
Φτάνοντας στα Ανώγεια αρχίζεις να ανεβαίνεις προς τη Νίδα, το οροπέδιο, που, κατά την εκεί παράδοση, φιλοξενεί την κούνια του Δία, του πατέρα κάθε μυθικής σωματικής σχέσης με τον κόσμο μας. Να προλάβω να πω ότι όλοι οι μύθοι στα Ανώγεια εξυψώνουν τον τόπο και τον κάνουν το αυτονόητο σημείο εκκίνησης κάθε σπουδαίου πράγματος στη γη, κάτι ψυχικά απαραίτητο σε έναν τόπο που ισοπεδώθηκε απ’ τους τότε Γερμανούς (το “τότε”, μια κουβέντα δύσκολη για να σκοντάψουμε προσωρινά πριν την προσπεράσουμε) και που έζησε αναδρομικά το σύνολο της ιστορίας του στην μοναξιά της πέτρας και του ανέμου. Όλα ήταν ανέκαθεν σκληρά εκεί πάνω, και οι άνθρωποι θα έπρεπε να φυτρώνουν στο τοπίο με τον ίδιο τρόπο που η αγριελιά κι ο αετός γεννιέται, ζει, και πεθαίνει σ’ αυτό το μυθικό όριο ζωής και ονείρου. Αυτό, ασφαλώς, δεν είναι αποκλειστικότητα των Ανωγείων, μα οι Ανωγειανοί ως καταφερτζήδες -κατά την υπόγεια μαρτυρία των λοιπών κρητικών, που άλλοτε τους θαυμάζουν κι άλλοτε τους αποστρέφονται- νίκησαν στη μάχη της πρωτοκαθεδρίας και πρόλαβαν να βάλουν τη σφραγίδα του μοναδικού -σε επικοινωνιακό εννοώ επίπεδο- στον δικό τους τον τόπο. Ποτέ καμιά ευκαιρία δεν έπεσε κάτω στα Ανώγεια, και ίσως αυτό να είναι ένα μάθημα της ζωής: Μην αφήνεις κάτι για αύριο, αφού στο αύριο παραμονεύει ο θάνατος. Και πώς αλλιώς να ιδωθεί μια ζωή που η ιστορία της δεν υπόσχεται τις ηδονές στο μέλλον; Όλα θα έπρεπε, με τη διαδικασία του επείγοντος να αναφέρονται στο “εδώ και τώρα”.
Ακόμα θυμάμαι μια κουβέντα του τότε “Λουδοβίκου των Ανωγείων” (όνομα-επινόηση του Χατζιδάκι, που στην υπεροπτική ευγένεια του μικρού Γιώργη Δραμουντάνη είδε τον ποιητικό τόπο ενός βασιλικού Λουδοβίκου και του τον προσέφερε, προίκα μαζί και κατάρα), θυμάμαι λοιπόν την κουβέντα εκείνου του Λουδοβίκου σε ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, στη μέση μιας ξεκαρδιστικής περιοδείας: “-Κάμε το, για θα το κάμει άλλος!” Και είχε δίκιο, ήταν προφητικός, όπως κάθε Ανωγειανός μπορεί να είναι.
Και τώρα αναρωτιέμαι αν σε αντιστάθμισμα αυτής της ευλυγισίας των Ανωγειανών δόθηκε και η παράλληλη απώλεια, σε τι βαθμό δηλαδή η βία του χρόνου συνυφάνθηκε με την προίκα μιας κάποιας αλλοτρίωσης. Παράξενο, αλήθεια, να ξεγελαστεί μια κοινότητα βουνίσιων που ξέρει καλά τους νόμους της ωρίμανσης. Κανένα κρασί και κανένα τυρί δεν θα ήταν καλό πριν την ώρα του. Μήπως λοιπόν αυτοί που ξέρουμε ως Ανωγειανούς δεν είναι τέτοιοι;
Ο Χατζιδάκις τους ανακάλυψε στο τέλος της δεκαετίας του ‘70, και τους θαύμασε και τους είπε οικογένειά του και τους βοήθησε με τον τρόπο του, ξέροντας πως αυτοί δεν χρειάζονταν καμιά βοήθεια κι από πουθενά. Είναι γνωστό το σύντομο ανέκδοτο:
“-Ήντα μωρέ δουλειά κάνεις;!
-Ανωϋειανός είμαι!”
Ε, ναι, ο Ανωγειανός δε χρειάζεται άλλες συστάσεις, κι αυτό μπορείς να το καταλάβεις κι απ’ τον τρόπο που τα παιδιά εκεί σου μιλούν σαν ίσος προς ίσο, ασχέτως ηλικίας και ταξικών οριοθετήσεων, ασχέτως χρώματος και καταγωγής, λες και το πρώτο πράγμα που βιάζονται να μάθουν είναι πως ετούτη τη ζωή την πολεμάς απ’ την πρώτη σου ανάσα ως την τελευταία, και κάθε άλλο πράγμα λογαριάζεται πεταμένος χρόνος.
Και η αρχή της ανάβασης, αυτό που κάποτε έλεγε αυτός ο Μάνος, “Άνοδος των Ανωγείων”: Φτάνοντας στη διασταύρωση προς τον Άγιο Υάκινθο, μια ξύλινη ταμπέλα κι ένα άγαλμα σαν ακατέργαστη πέτρα που βρέθηκε εκεί ριγμένη απ’ το χέρι ενός περαστικού θεού των αέρηδων σου δείχνει τον χωματόδρομο. Στο εξής, όλα γύρω σου λένε πως κάτι άλλο, παράξενο κι όχι εύκολα προσβάσιμο, συμβαίνει εδώ. Κάτι στον αέρα που λούζει αυτά τα λιόδεντρα ψιθυρίζει πως το λεξικό που μετάφραζες τον κόσμο θα σου είναι στο εξής άχρηστο. Εδώ τα πράγματα διαβάζονται με καινούργια άλφα-βήτα, το κάθε νυχτοπούλι είναι μέρος του γρίφου, όλα τείνουν σε μια νέα αποκρυπτογράφηση του μυστηρίου. Φύση και εσωτερική ανάγνωση του εαυτού μας ταυτίζονται, αφού εδώ η φύση απευθύνεται κατ’ αποκλειστικότητα, λέει το καίριο χωρίς ξόμπλια, με την προϋπόθεση πως είσαι έτοιμος να ακούσεις. Σ’ αυτό το απότομο φαράγγι της αντίληψης θα δεις τον εαυτό σου ένα μικρό θεό στου οποίου την μοναδικότητα θύουν όλα τα στοιχεία του σύμπαντος. Ο κόσμος αναπαρθενοποιείται, το αυτονόητο τιμωρείται, η ζωή απλώνει το πέλμα για πρώτη φορά, ακόμα κι αν είσαι -μετρώντας κατά τα τρέχοντα- στο τέλος της οριζόντιας ανάγνωσής της.
Μετά από λίγο θα βλέπαμε τον προβολέα και θ’ ακούγαμε τη γεννήτρια, σημάδι πως εδώ σταματάμε. Άνθρωποι του χωριού σε εθελοντική ή όχι υπηρεσία- σου λένε πού να βάλεις το αμάξι και σου θυμίζουνε να πάρεις και καμιά ζακέτα “για’ θα σου χρειαστεί”. Μετά αρχίζει ο ποδαρόδρομος, που είναι η καλύτερη εισαγωγή στα μελλούμενα. Μικροί λαμπτήρες άλλης εποχής πάνω στις πέτρες δείχνουνε τον δρόμο, κι αν κάνεις το λάθος και πάρεις το λεωφορείο που ανεβοκατεβαίνει θα χάσεις το καλύτερο κομμάτι, που είναι ο χρόνος τη προετοιμασίας, ο προθάλαμος του ιερού. Ναι, εδώ ξέρουν πως δίχως προθάλαμο, δίχως ένα λίγο παραμύθι, τίποτα δεν λειτουργεί. Ναός και πρόναος είναι ένα αδιάσπαστο σώμα, κι αυτό δεν αντιτίθεται στη σκέψη πως αυτοί οι άνθρωποι πάνε κατευθείαν στο κέντρο των πραγμάτων, ρίχνουν τη μπαλοθιά πριν σημαδέψουνε, γνωρίζοντας πως χρόνος για τέτοια δεν υπάρχει -ας σημαδέψει ο θεός γι’ αυτούς. Αυτός ο μικρός Ανωγειανός θεός είναι ο διαρκής προθάλαμος της πράξης τους, μιας πράξης γι’ αυτό προφυλαγμένης απ’ τις κακοτοπιές. Ακόμα κι η ελαφράδα θα έχει έτσι κάτι απ’ το σκηνικό ενός βάθους, ακόμα κι οι μπιστολιές στις πινακίδες -που σ’ όλη την επαρχία Μυλοποτάμου δείχνουν τις μαύρες τους πληγές- έχουνε κάτι απ’ την υποψία μιας δεύτερης ανάγνωσης, κι ας είναι κατά πάσα πιθανότητα καμωμένες από κοπέλια αμούστακα.
Στο τέλος αυτού του δρόμου θα βρίσκαμε άλλα φώτα, και τα πρώτα περίπτερα με τις ρακές και τα κουλουράκια και κάποια όμορφα κορίτσια να σου κόψουν το μικρό εισιτήριο για να μπεις. Αρχίζεις και υποπτεύεσαι πως όλα μπήκαν στη θέση τους, με τον πιο σοφό τρόπο. Ο Πάνας σκάει μύτη στη γωνιά, ο Υάκινθος δεν μπορεί να τον εμποδίσει, ακόμα και να ‘θελε. Είναι πολύ νέος Άγιος αυτός για να ‘χει τέτοια δύναμη. Άμα βγάλει μουστάκια, βλέπουμε. Ο λογαριασμός έρχεται λοιπόν με το γλυκό, όπως στα καλά εστιατόρια ή όπως η ρακή με τη σφακιανόπιτα. Κάτι περισσότερο ξέρουν αυτοί εδώ, σκέφτηκα, ή μήπως είναι ετούτη μια παράδοση που προϋπήρξε του κώδικα των εμπόρων; Πιθανότατο.
Κεραστήκαμε ρακή, κι αγοράσαμε κι ένα μπουκάλι (γιατί οι Ανωγειανοί πλάι στο παραδοσιακό κέρασμα δεν ξέχασαν τη σημασία του Κέρδιου Ερμή, κι εδώ ξαναθυμήθηκα τον Λουδοβίκο που χρησιμοποιούσε για πένα στο μαντολίνο του ένα διπλωμένο πεντοχίλιαρο, κάτι σαν υπενθύμιση πως επιφάνεια και βάθος των πραγμάτων είναι ένα και το αυτό στη μουσική, όπως και στην Κρήτη).
Πήραμε παραμάσχαλα κι ένα κουλούρι κι ένα μεγάλο κομμάτι τυρί κι αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τους βράχους ενός θεάτρου που ήταν κατάμεστο, αφού ήταν ήδη μια ώρα μετά την προγραμματισμένη έναρξη και κανένα αυτί δεν ίδρωνε. Εδώ ο χρόνος έχει τα δικά του τα χούγια.
Βρήκαμε το πιο βολικό βραχάκι κι απλώσαμε την πραμάτεια μας να πιούμε. Γύρω, ένας χαμός από πιτσιρικαρία, νέα παιδιά, ζευγάρια έτοιμα, και το φεγγάρι να βγαίνει κίτρινο σαν το ώριμο πεπόνι πίσω απ’ το βουνό, στην πλάτη μας. Το κλίμα ερωτικό με έναν παράξενο τρόπο. Κάτι απ’ τα πολύ νιάτα μου ανέπνεε εδώ πέρα και δεν ήξερα να πω τι.
Ένας συμπαθής αρχαιολόγος -αμαρτία, μα θα πω το όνομά του άλλη ώρα- μας μίλησε για τον Ίκαρο και το κατόρθωμά του να “εξυψωθεί πέφτοντας”, μια επινόηση του Λουδοβίκου όχι ιδιαιτέρως πρωτότυπη μα που βρήκε πολλούς θαυμαστές απ’ ότι μπόρεσα να αντιληφθώ. Κι αυτό γιατί το κύριο χαρακτηριστικό του Ανωγειανού είναι το να σε παραμυθιάζει, κι ο Λουδοβίκος ως αριστούχος απόφοιτος της “Ανωτάτης Μουσικής Σχολής Ανωγείων”, όπως χωρίς αναστολές τη λένε οι ντόπιοι, ξέρει καλά το μυστικό του παραμυθιάζειν. Εκεί ήτανε κι ο Γιώργης ο Γραμματικάκης, πάντα πρόθυμος να στηρίξει κάθε ιδανική ουτοπία με τη δική του ποιητική ματιά, αδιάφορο αν αυτή -και τον καταλαβαίνω- αναπνέει συχνά ερήμην του κοινού τόπου. Στο όνειρο είσαι μόνος, κι εδώ που τα λέμε, σωστά.
“Εδώ μυρίζει κάτι καλό!”, μου λέει η φίλη μου που με συνοδεύει. Γυρίζω και το λέω στην κοπέλα δίπλα μου, ένα κορίτσι γύρω στα 18, χαμογελαστό και όμορφο, αγκαλιά με τον φίλο της. Μου λέει, “-Ε, ναι, αυτό που κρατώ είναι. Θέτε;!” Εγώ είπα πως θα πάρω ευχαρίστως, όχι πως ήθελα, μα σαν καλός μουσαφίρης που δεν είναι πρέπον να αρνηθεί κέρασμα. Αργότερα θα φεύγαμε αφήνοντας χαιρετισμό το υπόλοιπο μπουκάλι τη ρακή και το τυρί, για να κατέβουμε στη σκηνή. Αυτό το τσιγάρο ήταν μια αγαπητική αποδοχή του σκηνικού που σε περιέχει, ακόμα κι αν δεν είναι δική σου επιλογή. Εδώ επιλογή και διολίσθηση προς την κοινή θέση αρχίζουν να συγχέονται, και δε σε πειράζει αυτό καθόλου, αφού Υάκινθος και Πάνας σε φροντίζουν αγκαλιά, κάτω απ’ το φεγγάρι-πεπόνι, κάτω απ’ τους ήχους του λαούτου του Ψαρογιώργη που μόλις άρχιζε να κουρντίζει.
Τώρα, εκεί πάνω, με τα νέα παιδιά γύρω, ακούγαμε για τον Ίκαρο και για την πτήση του, και σε λίγο τις πρώτες κοντυλιές του λαουτιέρη και τραγουδιστή, που δεν τον βλέπαμε μα που τον ακούγαμε σαν χρησμό μέσα στην υγρή νύχτα, μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα αγαλλίασης που ένα καλοκαιρινό βράδυ στην Κρήτη μπορεί να σου δωρίσει.
Ναι, ο Ψαρογιώργης είναι ένας μάστορας του λαγούτου και του γλεντιού, όμως, πρέπει να πω, εκείνο που εμένα με μαγεύει σ’ αυτόν είναι οι στιγμές λίγο πριν ζεσταθεί, πριν συντονισθεί στον παλμό της παρέας. Τότε είναι που πίσω απ’ τον δωρικό του τρόπο εκφέρεται ο “ήχος χρησμός” με τον οποίο μόνο μια πλούσια ζωή μπορεί να σε ευλογήσει. Ο Ψαρογιώργης σ’ αυτή του την ώρα είναι ο πιο λιτός τραγουδιστής που ξέρω, κι όμως ο τρόπος που αφήνει τη φωνή του να πάλλεται στις επιταγές ενός ριζίτικου ας πούμε διατηρεί ένα τέτοιο παράξενο βάθος που κάθε μικρόψυχος σχολιασμός θα ήταν μάταιος για την αλήθεια που προσφέρεται. Εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στα πολλά μέτρα που με χώριζαν απ’ τη σκηνή, και χωρίς καν να τον βλέπω, αναδύθηκε μια απροσδιόριστη συγκίνηση, όπως συμβαίνει με κάθε μουσική που είναι αληθινή, λιτή και ταυτόχρονα πλούσια σημασιοδοτημένη από όλη τη σοφία των γενεών που προηγήθηκαν.
Αυτό ήταν η ευτυχισμένη αρχή της βραδιάς. Κι όμως μετά από μερικά τραγούδια, κάτι παράξενο συνέβη. Σταδιακά ο οικοδεσπότης άρχισε να καλεί στη σκηνή όλο και περισσότερους συμμετέχοντες, όλο και περισσότερα όργανα για να τον “συνοδεύσουν”, κρουστά, κοντραμπάσα, τσέλα, λαγούτα, και έναν (ομολογώ συγκινητικό μέσα στην αδιαπέραστη -σχεδόν θεραπευτική για τις αμαρτίες μας- αξιοπρέπειά του) Αγγελάκα, που βγήκε για να πει ένα μοναδικό τραγούδι-αποχαιρετισμό σε μια Γυναίκα του χωριού, που επί πολλά χρόνια συμβόλιζε στην δική του την ψυχή την φιλοξενία αυτού του τόπου.
Όμως αυτή η πρόσθεση συμμετοχών στην επικράτεια του μυστηρίου, άρχισε με έναν σαφή τρόπο να ξεστρατίζει το μυστήριο και να το σπρώχνει βήμα-βήμα προς την πλευρά ενός κοινού “γλεντιού”. Και δεν έχω κάτι με το γλέντι -απεναντίας- όταν αυτό διατηρεί την ιερότητα της συνειδητοποίησης του “μαζί”, της κοινής μας ανθρώπινης μοίρας, όταν περιέχει την υπέρβαση ενός Καζαντζάκη, στον “Ζορμπά” ή στην “Ασκητική” του ας πούμε. Μα όχι, εδώ δεν κατάφερα να συντονιστώ, πολύ περισσότερο που ο “διασκεδαστής” είχε μόλις πριν από λίγο πει με έναν συγκλονιστικό τρόπο το “Για ιδές περβόλιν όμορφο” και όταν αυτός είναι ένας άνθρωπος με τη βαριά παράδοση του Ψαρογιώργη. Και εδώ είναι η καίρια κουβέντα. Η “βαριά παράδοση” είναι μια ανοιχτή δυνατότητα. Έχεις το ελεύθερο να την υπερβείς, να την καταργήσεις, ή να την καβαλήσεις σαν άγριο άλογο που θα σε πάει με τον πλέον, όντως Ά-λογο, τρόπο στον προορισμό σου. Και το ερώτημα εδώ για μένα ήταν: Ποιόν δρόμο θα διάλεγε ο Ψαρογιώργης;
Κάνω -για πρακτικούς λόγους- ένα μικρό διάλειμμα, και μετακινούμαι δυο μήνες μετά, στις 14 Σεπτεμβρίου του 2013, στην Αθήνα, στο Γκάζι, κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς που ονομάστηκε “Φεστιβαλάκι” -προφανώς προσδοκώντας στην εξαιρετική ηχητική προφορά αυτού του “κι” από κάθε κρητικό- όπου και πάλι βρίσκομαι μπροστά στην οικογένεια των Ξυλούρηδων. Ο Ψαραντώνης είναι εδώ, επί σκηνής, με όλη του την οικογένεια. Η Νίκη, ο Γιώργης, ο Λάμπης.
Είμαι απ’ αυτούς που σέβονται και θαυμάζουν τον τρόπο του Ψαραντώνη. Κατάφερε να στήσει εξ’ αρχής, σαν εφευρέτης, έναν τρόπο εκφοράς, που όχι μόνο περιέχει τα στοιχεία της παράδοσης όπως την έζησε στα παιδικά του χρόνια, μα κυρίως περιέχει μια μουσική μεταφορά των ήχων της φύσης που τον μεγάλωσε μέσα στα τραγούδια “του”. (Αυτό το “του” μπαίνει εδώ σε εισαγωγικά, όχι ως αμφισβήτηση της πατρότητας των έργων, μα σαν πρώτο σχόλιο σε μια ανοιχτή κουβέντα που κάποτε θα ξανα-ξεκινήσουμε, σχετικά με την πραγματική πατρότητα κάθε γεγονότος μέσα στην παράδοση. Ας το αφήσουμε προς το παρόν να αιωρείται με ασφάλεια πάνω απ’ τις σκέψεις.)
Ο Ψαραντώνης λοιπόν, όταν λέει “ντουφέκι”, το λέει με έναν τρόπο που να ακούς όντως ντουφεκιά. Και όταν μιλά για το “μικιό κοπελιδάκι μου” το “αφράτο ωσάν τον άρτο”, η φωνή του περιέχει όλες εκείνες τις αρμονικές που πλάι στη σαφή εικόνα δηλώνουν παράλληλα μια τρυφερότητα, έναν έρωτα, ίσως κι ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού προς κάθε υποψήφιο σάτυρο. Αυτό το επίτευγμα της διττής εκφοράς του λόγου μέσα στις μαντινάδες και στα ριζίτικα είναι ένα θαυμαστό μάθημα προς κάθε δυτικοθρεμμένο μουσικό. Ο ίδιος επιτρέπει στον εαυτό του να ριγήσει σύγκορμος στον παλμό αυτού τού έρωτα, κι ένα απ’ τα πράγματα που σε παρασέρνει αν τύχει και βρεθείς στην επικράτεια της τρέλας του, είναι αυτό το σωματικό ρίγος στην ιδέα πως όλα πηγάζουν απ’ τον πατέρα-Ψηλορείτη κι απ’ το θαυμαστό πέταγμα του αετού πάνω απ’ το θύμα. Ο Ψαραντώνης ποτέ δε λέει κάτι χωρίς εκείνο το ανατρίχιασμα, κι αυτός είναι ο λόγος που έχει ορκισμένους φίλους που τον λένε “Πατέρα” και ορκισμένους εχθρούς που δεν αντέχουν την προσωπική του πινελιά προς αυτό που θα ήθελαν μια αδιαπραγμάτευτη παράδοση, εκείνη δηλαδή την πινελιά για την οποία μπορεί κανείς να τον θαυμάζει. Στο δικό του μυαλό τίποτα δεν είναι αδιαπραγμάτευτο, πέραν του χρησμού του βουνού που συλλαβίζει τα λόγια του στα όνειρά του. Ο ίδιος μοιάζει να ονειρεύεται ενώ περπατά.
Έλα όμως που είναι ταυτόχρονα ένας Ανωγειανός, που θα πει ένας άνθρωπος με άριστη υποτίθεται σχέση με τα πρακτικά θέματα. Εκείνο που υποπτεύομαι στον Ψαραντώνη και που είναι ένα πράγμα που ακόμα με συγκινεί, είναι πως, παρότι ξέρει -κατά τη ματιά μου- πως ένα κομμάτι μέσα του μας “κοροϊδεύει”, αναπαράγοντας την εικόνα που αποκρυσταλλώθηκε πριν από τρεις δεκαετίες (ταυτόχρονα ίσως με την ανακάλυψή του απ’ τον Χατζιδάκι, και την φιλοξενία του ειδικού του τρόπου στα εξαίρετα εκείνα βινύλια της πρώτης εποχής του “Σείριου”), στα γλέντια και στις ηχογραφήσεις αυτός ο άνθρωπος στα 70-κάτι του καταφέρνει ακόμα όταν μιλά για το βουνό να σκύβει το κεφάλι του με έναν τρόπο σαν να σταυροκοπιέται, με το δέος ενός μικρού παιδιού που μόλις αρχίζει να μαθαίνει πως το πέρασμά μας από δω είναι προσωρινό, ενώ το βουνό είναι αιώνιο.
Στη μεγάλη λοιπόν σκηνή του βιομηχανικού χώρου στο Γκάζι, έβλεπες όλη την οικογένεια να υποτάσσεται στον πατέρα, να τον συνοδεύει όπως μπορούσε ο καθένας στη δική του την κουζουλάδα, στη δική του στιγμή της ανάτασης, παραδόξως όμως αποσυρόμενοι όλοι απ’ το πραγματικό τους πρόσωπο. Δίπλα στον Αντώνη δεν χωρά κανείς άλλος. Βεβαίως ο ίδιος ρωτούσε κάθε τόσο κάποιον απ’ τα παιδιά του δίπλα του: “Να πεις θέλει κανένα κομμάτι;”, μα το αποτέλεσμα δείχνει τις πραγματικές τάσεις μέσα στην από έτη παγιωμένη ισορροπία της οικογένειας. Ένα τραγούδι είπε η Νίκη, ένα ο Γιώργης, κι ένα ο Λάμπης μαζί με τον Γιώργη. Σαν κάποιο δέος να αποτρέπει ακόμα και τώρα τα παιδιά του απ’ το να είναι ολόκληρα δίπλα του. Ή μήπως δεν είναι δέος, μα η προαιώνια στάση κάθε κρητικής οικογένειας; Μπορώ να υποθέσω πως ο Γιώργης χρειάστηκε να φύγει στην Αυστραλία (πόσο πιο μακριά να πήγαινε;) για να αποσυμφορηθεί μέσα του η καταβροχθιστική ενέργεια του πατέρα. Το γεγονός ότι τραγουδά δωρικά, στους αντίποδες του τρόπου του πατέρα, ίσως να δηλώνει μια ακόμα ψυχική επιλογή. Έτσι το έκανε και στο Γκάζι, έτσι και στον Υάκινθο. Όσο για τη Νίκη, για μένα είναι συγκλονιστικός ο τρόπος της δικής της απόσυρσης δίπλα στην πατρική φιγούρα. Έχοντας ο ίδιος την εμπειρία της συνεργασίας μας στην παράσταση “Ριζίτικα-ο κύκλος της ζωής στην Κρήτη” ξέρω να πω ότι ο τρόπος της Νίκης είναι μια θηλυκή εκδοχή του πατέρα της. Έτσι, μακριά απ’ αυτόν, κατάφερε κάποιες αληθινά συγκλονιστικές ερμηνείες στα ριζίτικα μαζί μας, ενώ δίπλα στον πατέρα -το νιώθεις- είναι το βάρος μιας σκιάς που την πλακώνει. Όταν όμως απελευθερώνεται απ’ αυτήν, τότε ναι, σπάνια μπορείς να βρεις εκφορά σε τέτοιο βάθος, και αυτό ήταν απ’ τα πρώτα πράγματα που πρόσεξα όταν στο σπίτι της και στο σπίτι μου δοκιμάζαμε σε ηχογραφήσεις τον ήχο της φωνής της. Ναι, αυτός ήταν ένας ήχος χρησμός, ερήμην της, όπως πάντα πρέπει να είναι. Αυτό το “ερήμην”, αυτό το σχεδόν συνειδητό παιγνίδι εγγύτητας και απόστασης, είναι αυτούσιο το μάθημα που αποκρυπτογραφούσε κάποτε ο Αρανίτσης μιλώντας για τον Ελύτη: “Να ζεις τη ζωή σου την ίδια στιγμή που την ονειρεύεσαι”.
Ο Ψαραντώνης σε λίγο μπήκε κι αυτός στον ρυθμό ενός απαραίτητου γλεντιού, κι έτσι χάσαμε το καλύτερο κομμάτι του. Αυτός δεν είναι για να παίζει συρτά και πεντοζάληδες. Αυτός είναι για να μασά τα χόρτα της Πυθίας και να λέει χρησμούς. Να απογειώνεται μαζί με τον φαντασιακό του αετό (αυτόν που έχει σκαλισμένο στην πλάτη της λύρας του) στα χαράκια του Ψηλορείτη, κι από κει να μιλά σε όποιον ξέρει να ακούει. Τον σκέφτομαι ευτυχή μέσα σ’ αυτή του την πτήση, κι εύχομαι να την κρατήσει αδιαπραγμάτευτη. Η μυθοποίησή του στα μέσα δεν με αφορά ασφαλώς. Είναι το πιο αδύναμο κομμάτι. Προτιμώ την υπεροψία του αετού που κι ο ίδιος ευαγγελίζεται.
Να λοιπόν που, επιστρέφοντας στον Υάκινθο και στον Ψαρογιώργη, βρίσκουμε τα πράγματα με τις αντιστοιχίες τους. Ο Γιώργης λέει τα ριζίτικά του με πραγματική συγκίνηση, αποστασιοποιημένος, με τον δικό του τρόπο, στους αντίποδες του πατέρα. Μετά, μπαίνει κι αυτός στην ανάγκη του γλεντιού. Είναι άραγε επιλογή στηριγμένη στην παράδοση του βουνού, ή στην ανάγκη του επαγγέλματος; Θα πω ότι είναι μια μη συνειδητή διολίσθηση προς το δεύτερο. Το ήθος άλλωστε του βουνού υπερβαίνει το ανθρώπινο, οπότε εδώ δεν πρέπει να έχουμε καμιά αναστολή. Πού όμως βρίσκεται η “αμαρτία”;
Εκείνο το βράδυ είδα στη σκηνή κορίτσια με εικοσάποντα κενά στα φορέματα, να δείχνουν την όμορφα μαυρισμένη τους μέση με το σκουλαρίκι στο φάλι, και νεαροί με βερμούδες και σαγιονάρες, να καταχτυπούν τα πόδια στις σκόνες μιας ξύλινης εξέδρας, στον ρυθμό ενός συρτού, ενός πεντοζάλη, ενός μαλεβιζιώτη. Κι όμως, τα βοσκαράκια και οι μεγαλύτεροι, οι γέροντες, δεν έμειναν στο γλέντι. Φύγανε ή δεν ήρθανε καθόλου. Κι αυτό δεν ήταν ασφαλώς από έλλειψη αγάπης ή σεβασμού προς τον Ψαρογιώργη που ξέρουνε πως είναι ο δικός τους άνθρωπος, μα μια υπόδειξη πως αυτός, με αυτό το όνομα και αυτά που έχει καταφέρει μέσα στη δική του φωτεινή ιστορία, διαπράττει ίσως ένα λίγο αμάρτημα ταυτιζόμενος με τέτοιες στιγμές. Η θέση του είναι αλλού και το ξέρουνε. Στην ιερή πλατεία του χωριού, και σε κάθε μέρος που μπορεί να την αναπαράγει με όλη της τη συγκίνηση. Κι είναι σίγουρο πως ο Ψαρογιώργης κατέχει και την τέχνη και το ήθος για τέτοια δύσκολα πράγματα.
Ήθελα τη στιγμή που μια όμορφη Ανωγειανή κοπελιά σηκώθηκε να “παραγγείλει” για να επιδείξει τα κάλλη της να κατέβω και να τον βοηθήσω να την πετάξει έξω απ’ τη σκηνή και να φωνάξει έναν βαρβάτο χωριανό με κιλότα και στιβάνια να σύρει τον χορό. Δεν το έκανε ούτε αυτός ούτε εγώ.
Αυτή η στιγμιαία δειλία είναι ίσως που μας κρατά καθηλωμένους.
Γιώργος Μουλουδάκης
Νοέμβριος 2013
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/