Ο Σεγκόβια κι εγώ…
"Μπορείτε να διώξετε τις άρπες. Μόλις έφθασε ο Σεγκόβια" (Ιούνιος 1987)
Δεν είχα συμπληρώσει ακόμη τα δέκα χρόνια ζωής, όταν, ένα απόβραδο, καλεσμένος με την οικογένειά μου σε ένα σπίτι φίλων των γονιών μου, στη γενέτειρά μου, το Γύθειο, άκουσα να αναδύεται από το χωνί του παλιού γραμμόφωνου ένας ήχος κιθάρας, τελείως διαφορετικός από αυτόν που γνώριζα από τους κανταδόρους της πόλης μου, που έκαναν τα όμορφα βράδια του καλοκαιριού (αλλά και της άνοιξης και του φθινοπώρου) ακόμη πιο όμορφα. Ρώτησα τον οικοδεσπότη, τον κύριο Τάκη, τι ήταν αυτό που ακούγαμε και μου απάντησε: «Είναι ο Αντρέ Σεγκόβια που παίζει Μότσαρτ» - η παραδοσιακή γαλλομάθεια του επαρχιώτη μεσοαστού, δεν του επέτρεπε να πει Αντρές. Ούτε το ένα όνομα, ούτε το άλλο είχα ακούσει τότε, ομολογώ. Ωστόσο έμειναν βαθειά εντυπωμένα στην (παιδική) μνήμη μου. Πολύ περισσότερο βεβαίως έμεινε η μουσική ή πιο σωστά ο ήχος της κιθάρας που μου φάνηκε τότε ότι προερχόταν όχι από μια, αλλά από δυο, ίσως και περισσότερες. Έτσι όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1961 συγκεκριμένα, οι μουσικοί της Φιλαρμονικής Γυθείου δέχτηκαν την έλευση νέου αρχιμουσικού, μια και συμπληρώθηκαν τότε 20 χρόνια από το θάνατο του αείμνηστου Τζοκόντο Μορέτι (αυτό αποτελεί μιαν άλλη ιδιαίτερη και όμορφη ιστορία), και ο αρχιμουσικός αυτός έφτασε και εγκαταστάθηκε στο Γύθειο (Χρήστος Τσέκος ήταν, θυμάμαι, το όνομά του) δέχτηκα χωρίς να δυσανασχετήσω την απόφαση του πατέρα μου: «Θα πας να μάθεις κιθάρα». Τα μαθήματα άργησαν να αρχίσουν γιατί ήρθε λάθος κιθάρα από την Αθήνα και μέχρι να φτάσει η σωστή πέρασαν αρκετές βδομάδες, αν όχι μήνες. Ο Τσέκος δεν ήξερε κιθάρα, ήξερε όμως μουσική· ήταν, ωστόσο, άνθρωπος ιδιότροπος, αν όχι κακότροπος. Έτσι στα δέκα περίπου μαθήματα που τον άντεξα, μου έμαθε κάποια πράγματα για τη μουσική και μου έδειξε λιγάκι πώς να παίζω κιθάρα, με κανταδόρικο όμως τρόπο - μέθοδος Καρούλι, μεταλλικές χορδές, χωρίς νύχια φυσικά, άγνοια του «μπαρέ» κ.ο.κ. Κάποια στιγμή, πάντως, στις λιγοστές συναντήσεις μας τον ρώτησα για τον Σεγκόβια, που εν τω μεταξύ είχα ξανακούσει στο σπίτι του κ. Τάκη – εμείς δεν είχαμε γραμμόφωνο στο σπίτι. «Μεγάλος μουσικός» μου απάντησε ο Τσέκος, «αλλά δεν είναι για σένα. Μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα». Είχαν περάσει ένα-δυο χρόνια από την αποτυχημένη προσπάθειά μου να «διδαχτώ» κιθάρα – συνέχισα, ωστόσο, να προσπαθώ μόνος μου – όταν πάλι σε ένα σπίτι φιλικής μας οικογένειας άκουσα διαφορετικό ήχο κιθάρας. Ήταν ο κ. Παναγής – αργότερα σκέτος Παναγής, καλύτερός μου φίλος στο Γύθειο, άνθρωπος με βαθιά και ευρεία μουσική μόρφωση – γιος του οικοδεσπότη, μεγαλύτερός μου κατά μια δεκαπενταετία περίπου, που έπαιζε κλασική κιθάρα, με ανορθόδοξο έστω, διαπίστωσα αργότερα, τρόπο. Πιάσαμε φυσικά συζήτηση για την κιθάρα· ήταν ο τρίτος άνθρωπος από τον οποίο άκουγα το όνομα Σεγκόβια. Και θα το άκουγα από αυτόν πολλές φορές ακόμη. Επειδή ο Παναγής αγαπούσε και το πιάνο – πρωτίστως αυτό – σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα είχε βρει και είχε αγοράσει τη μεταγραφή-διασκευή μιας Μαζούρκας του Σοπέν, που είχε κάνει ο Σεγκόβια. Μου έδειξε την παρτιτούρα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα «δικό του πόνημα». Δεν είχα το θάρρος τότε ακόμη να τη ζητήσω από τον Παναγή για να τη μελετήσω – άλλωστε έμοιαζε βουνό για μένα, καθώς άλλαζε και το χόρδισμα όχι μόνο της έκτης αλλά και της πέμπτης χορδής. Αργότερα, φοιτητής πιά, μα και αυτοδίδακτος κιθαριστής με ικανοποιητική πρόοδο – οι άλλοι το λέγαν αυτό – βρήκα το θάρρος για να προβώ σε δυο αιτήματα που είχαν σχέση με τον τόπο μου και με τον Σεγκόβια: πρώτον ζήτησα από τον κ. Τάκη να μου δανείσει, για να ξαναδώ, έστω, το δίσκο από τον οποίο πρωτάκουσα τον ήχο του Σεγκόβια που με είχε μαγέψει – ήξερα τώρα ότι ήταν το περίφημο opus 9 του Φερνάντο Σορ με τις παραλλαγές σε ένα θέμα από το Μαγικό αυλό του Μότσαρτ - , ένα δίσκο 78 στροφών, που είχε, από την πρώτη στιγμή το θυμάμαι, το κομμάτι (έτσι το έλεγα τότε, έργο ή σύνθεμα το λέω τώρα) που ακούγαμε, «γραμμένο» και από τις δυο πλευρές του, και δεύτερον παρακάλεσα τον Παναγή να μου δώσει τη μεταγραφή της Μαζούρκας του Σοπέν για να την αντιγράψω. Στο πρώτο αίτημά μου ατύχησα, στο δεύτερο όμως ευτύχησα, και με το παραπάνω μάλιστα. Ο κ. Τάκης με πληροφόρησε ότι επειδή είχαν αποκτήσει σύγχρονο πικάπ στο σπίτι είχαν «παροπλίσει» το γραμμόφωνο και είχαν πετάξει (!) όλους τους παλιούς δίσκους – αχ κακούργα τεχνολογία. Ο Παναγής όμως δεν μου έδωσε απλώς την παρτιτούρα των Σοπέν-Σεγκόβια· μου έδωσε μαζί και την πρωτότυπη γραφή της Μαζούρκας για πιάνο. Έτσι αντιγράφοντας με το χέρι την παρτιτούρα της κιθάρας – τότε, θυμίζω, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 που συνέβησαν αυτά, δεν υπήρχαν ούτε σαρωτές και εκτυπωτές, ούτε καν φωτοαντιγραφικά για να κάνει κανείς ένα αντίγραφο - μελετούσα ταυτοχρόνως βήμα με βήμα και το πρωτότυπο. Ήταν το πρώτο μου πραγματικά μεγάλο μάθημα στη μουσική· και το οφείλω βεβαίως στον Αντρές Σεγκόβια. Ακολούθησαν πολλά ακόμη μαθήματα, αμέτρητα μπορώ να πω, όσο και διαφορετικά. Αλλά αυτό το πρώτο δεν θα το λησμονήσω ποτέ. Φυλάσσω πάντα το αντίγραφο-χειρόγραφο που εκπόνησα τότε σαν φυλακτό. Και το επιδεικνύω με υπερηφάνεια για να δείξω πως γνωρίζαμε τότε αλλά και πως «μαθαίναμε» μουσική και για τη μουσική. Ιδού λοιπόν πως: Χειρόγραφο ενός 20χρονου αυτοδίδακτου, ερασιτέχνη κιθαριστή.
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Μάιος 2007
Υ.Γ. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ποιος πραγματικά ήταν ο Αντρές Σεγκόβια ονειρευόμουνα να τον συναντήσω, να τον γνωρίσω. Σιγά-σιγά καθώς ωρίμαζα μουσικά ή πιο σωστά καθώς διεύρυνα τους μουσικούς μου ορίζοντες – αυτό αποτελεί την πραγματική μουσική ωρίμανση – δυο ακόμη προσωπικότητες του μεγάλου κόσμου της κιθάρας, προστέθηκαν στο συγκεκριμένο όνειρό μου. Ο Αταουάλπα Γιουπάνκι και ο Πιτ Σίγκερ. Πρόφθασα να γνωρίσω τους δυο από τους τρεις. Πάλι τυχερός ήμουν. Τον μεγάλο Αντρές όμως δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω. Αντ’ αυτού βεβαίως γνώρισα έναν από τους διαδόχους του: Τον Τζον Γουίλιαμς. Όμως ανάμεσα στον Βασιλιά και τον Πρίγκιπα υπάρχει – και πάντα θα υπάρχει – μια διαφορά.