Κωνσταντίνος Χίζαρης
Συνέντευξη
Στην Τίνα Βαρουχάκη
«Leo Brouwer: Μια διεισδυτική ματιά στη ζωή και το έργο του συνθέτη.» Αυτός είναι ο τίτλος της πολύ ενδιαφέρουσας διδακτορικής διατριβής του κιθαριστή, μουσικολόγου, καθηγητή μέσης εκπαίδευσης και συνθέτη, Κωνσταντίνου Χίζαρη.
Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του πονήματός του από τις εκδόσεις Cambia, ο διδάκτωρ Κωνσταντίνος Χίζαρης, μας ξεναγεί στην προσωπικότητα και το έργο του “Juan Leovigildo Brouwer”, όπως χαρακτηριστικά αναγράφει το πλήρες ονοματεπώνυμο του Κουβανού συνθέτη. «Κατά γενική ομολογία ο Leo Brouwer είναι ο σημαντικότερος εν ζωή συνθέτης για το όργανο της κλασικής κιθάρας» αναφέρει ο ομιλών. «Εγώ προσωπικά ως κιθαρίστας, μέσα από τα έργα του Brouwer πρωτογνώρισα την ανοικτή φόρμα (!), όταν ήμουν ακόμα μαθητής. Σκεφτείτε ότι ήταν ο πρώτος Κουβανός συνθέτης που χρησιμοποίησε αλεατορικές και ανοικτές φόρμες. Ήταν αποκάλυψη για μένα, σε ηλικία 14-15 χρονών, απ’όσο μπορώ να θυμηθώ, όταν παίζαμε 4 μαθητές κιθάρας το περίφημο κουαρτέτο του “Κουβανέζικο τοπίο με βροχή”. Δεν έμοιαζε τότε με τίποτα άλλο και ήταν και συναρπαστικό!» Σε αυτό το μουσικό βίωμα που εξομολογείται, εικάζω ότι «φυτεύτηκε» ο πρώτος σπόρος για την ερευνητική ενασχόληση με το έργο του Brouwer. Σήμερα, ο κ Χίζαρης, τεκμηριώνει επιστημονικά πλέον την αξία του συνθετικού έργου του Brouwer, που αντιλαμβάνεται ως διττή: «όχι μόνο ως μουσική (αισθητική αξία) αλλά και παιδαγωγική (τεχνική που απαιτείται να κατακτηθεί από τον σπουδαστή, σημειογραφικές καινοτομίες – νεωτερισμοί στην παρτιτούρα)». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανάλυσή του έχει η περιοδολόγησή του συνθετικού έργου του Brower: Πρώτη περίοδος (1955-1964), Δεύτερη Περίοδος (1968-1978), Τρίτη Περίοδος (1979-2003) και Τέταρτη Περίοδος (2004- σήμερα), διότι εφόσον ο συνθέτης είναι εν ζωή, υφίσταται και διαμορφώνεται ακόμη, αφήνοντας στον ερευνητή γόνιμο πεδίο για περαιτέρω μελέτη.
«Ο Brouwer είναι ένας συνθέτης ταυτόχρονα εθνικός και οικουμενικός, ενώ η σύνδεσή του με το μουσικό υλικό και τις τεχνοτροπίες του παρελθόντος είναι δημιουργική, ειρηνική και όχι ειρωνική. Το ενδιαφέρον και συνάμα αξιοπρόσεχτο είναι ότι συνθετικά κινείται στους χώρους της έντεχνης – λόγιας μουσικής (high art), της παραδοσιακής μουσικής (culture of folklore) και της εμπορικής μουσικής (popular music). Είναι ένας συνθέτης που δε θέλει τις ταμπέλες στη μουσική, αλλά ούτε και στη ζωή.»
Τ.Β. Είστε διδάκτωρ Σύνθεσης του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας ώθησαν να ερευνήσετε στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής σας διατριβής την προσωπικότητα και το έργο του Leo Brouwer;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Καταρχήν θα πρέπει να πούμε ότι κατά γενική ομολογία ο Leo Brouwer είναι ο σημαντικότερος εν ζωή συνθέτης για το όργανο της κλασικής κιθάρας. Τα έργα του για σόλο κιθάρα, οι σπουδές του, τα κοντσέρτα του για κιθάρα και ορχήστρα είναι διεθνώς αναγνωρισμένα και καθιερωμένα στο ρεπερτόριο. Επιπλέον, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση και εμπλουτισμό του ρεπερτορίου του οργάνου της κλασικής κιθάρας, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα πραγματικά αριστουργήματα. Να αναφέρω ενδεικτικά για τις σπουδές του ότι επιτελούν ένα πολύ σημαντικό παιδαγωγικό ρόλο: την εισαγωγή του μαθητή στις αρμονίες, τους ήχους, αλλά και τη σημειογραφία της μουσικής του 20ου αιώνα με την παράλληλη αντιμετώπιση των τεχνικών θεμάτων (συγκοπές, αντιχρονισμοί, αρπίσματα, λεγκάτα κτλ).
Κατά δεύτερον, αλλά εξίσου σημαντικό, σε όλη μου την πορεία ως κιθαρίστας, έτρεφα ένα θαυμασμό και εκτίμηση για τη μουσική του Leo Brouwer. Υπήρχε δηλαδή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μια αισθητική αποδοχή της μουσικής του συνθέτη. Tα συναισθήματά μου αυτά μεγάλωσαν και διευρύνθηκαν ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησα και το πόσο πολύπλευρη είναι η προσωπικότητά του, καθώς και το πώς λειτουργεί ως συνθέτης. Την προβληματική δηλαδή στην οποία εντάσσει το συνθετικό του έργο και τις απόψεις του σχετικά με το ρόλο που πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης. Υπήρξε πλήρης ταύτιση απόψεων, οπότε καταλαβαίνετε ότι ήταν πλέον μονόδρομος για μένα η ενδελεχής έρευνα της ζωής του και του έργου του.
Τέλος, να σας αναφέρω και το ευτυχές γεγονός ότι ένας από τους δασκάλους μου στην κιθάρα και μετέπειτα φίλος, ήταν και ο διεθνούς φήμης σολίστ κλασικής κιθάρας Κώστας Κοτσιώλης, ο οποίος-όπως ίσως γνωρίζετε-διατηρεί στενές σχέσεις με τον Leo Brouwer. Η βοήθειά του, η ενθάρρυνση και στήριξή του, υπήρξε πολύ σημαντική.
Τ.Β. Από ποιες απόψεις ο Brouwer συνέβαλε στην ανανέωση του κιθαριστικού ρεπερτορίου;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Όπως σας είπα χάρισε στο ρεπερτόριο της κιθάρας πολλά έργα – και όχι μόνο στο τελευταίο επίπεδο τεχνικής δυσκολίας – τα οποία καθιερώθηκαν διεθνώς. Έργα τα οποία έχουν διπλή αξία: όχι μόνο ως μουσική (αισθητική αξία) αλλά και παιδαγωγική (τεχνική που απαιτείται να κατακτηθεί από τον σπουδαστή, σημειογραφικές καινοτομίες – νεωτερισμοί στην παρτιτούρα). Έργα για σόλο κιθάρα όπως οι σονάτες του, το El Decameron Negro, το Paisaje Cubano con Cabanas, το La Espiral Eterna, το Canticum κ.α. είναι έργα ορόσημο. Για τις σπουδές του, όπως σας είπα, είναι ουσιαστικά ότι είναι ο “Μικρόκοσμος” του Bela Bartok για τους πιανίστες (εισαγωγή και εξοικείωση με τη μουσική του 20ου αιώνα), ενώ τα κοντσέρτα του είναι πραγματικά ύμνος για την κιθάρα. Θα σας εκμυστηρευτώ ότι το ν.4 «του Τορόντο» είναι το αγαπημένο μου, αλλά βέβαια το κάθε ένα έχει την ιδιαιτερότητά του. Επίσης, ο Brouwer υιοθέτησε πολλά νέα, για την εποχή του, τεχνικά στοιχεία στα έργα του, όπως τα Bartok pizzicati και τα glissandi αλά μπλουζ, τεχνικές που συνήθως συναντούσε κανείς σε άλλα όργανα. Μια λεπτομέρεια εδώ: όχι μόνο τα χρησιμοποίησε, αλλά και τα απεγκλώβισε από το μουσικό συνειρμό που αυτά προκαλούσαν (π.χ. τα glissandi εκτός μπλουζ μουσικής). Αλλά θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε και πιο προχωρημένες πρακτικές, που αν και σήμερα τις θεωρούμε δεδομένες, τότε δεν ήταν: το παίξιμο με δοξάρι, χτυπήματα σε διάφορα μέρη του οργάνου, χρήση όλης της έκτασης του οργάνου, χρήση μεταλλικών ή γυάλινων εξαρτημάτων, κ.α. Τέλος, να αναφέρω κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: αν και ο Brouwer είναι συνθέτης που σέβεται την παράδοση, τις δομές και τις φόρμες της, ωστόσο προχωρεί παραπέρα. Προσπαθεί και καταφέρνει να είναι πρωτότυπος και ευρηματικός, ακόμα και αν το θέμα του προέρχεται από την παράδοση. Εγώ προσωπικά ως κιθαρίστας, μέσα από τα έργα του Brouwer πρωτογνώρισα την ανοικτή φόρμα (!), όταν ήμουν ακόμα μαθητής. Σκεφτείτε ότι ήταν ο πρώτος Κουβανός συνθέτης που χρησιμοποίησε αλεατορικές και ανοικτές φόρμες. Ήταν αποκάλυψη για μένα, σε ηλικία 14-15 χρονών, απ’όσο μπορώ να θυμηθώ, όταν παίζαμε 4 μαθητές κιθάρας το περίφημο κουαρτέτο του «Κουβανέζικο τοπίο με βροχή». Δεν έμοιαζε τότε με τίποτα άλλο και ήταν και συναρπαστικό!
Τ.Β. Διακρίνετε τέσσερις περιόδους στο έργο του Brouwer. Ποια θεωρείτε ότι υπήρξε πιο καθοριστική ως προς τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του ως συνθέτη και ποια η σημαντικότερη από άποψη κοινωνικής απήχησης του έργου του;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Όπως αναφέρεται και στη διατριβή μου, κάθε περίοδος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η δε τελευταία (4η) περίοδος είναι ακόμα... «ανοικτή»! Ειδικά για την τελευταία, θα πρέπει να περάσουν κάποια χρόνια ώστε να μπορεί να υπάρξει εκείνη η ασφαλής και απαραίτητη χρονική απόσταση ώστε ένας μελετητής να εξάγει συμπεράσματα και να κάνει μια ... «ασφαλή» αποτίμηση. Για τις τρεις πρώτες θεωρώ ότι αυτές οι συνθήκες ικανοποιούνται. Κατά την άποψή μου λοιπόν, η 3η περίοδος είναι πολύ σημαντική. Εκτός από το γεγονός ότι είναι η πιο μεγάλη χρονικά περίοδος του συνθέτη και το ότι στη διάρκεια αυτής ο συνθέτης συνέθεσε πολλά και σημαντικά έργα (μεταξύ των οποίων και τη συντριπτική πλειοψηφία των κοντσέρτων του για κιθάρα και ορχήστρα, γεγονός πολύ σημαντικό, καθώς αναβαθμίζει σημαντικά την κιθάρα ως συμφωνικό όργανο), σ’αυτή την περίοδο διαμορφώνεται και αποκρυσταλλώνεται το ύφος που ο ίδιος περιγράφει ως «Νέα Απλότητα» (”New Simplicity”). Ένα ύφος όπου η τονικότητα και η τροπικότητα αποτελούν τα βασικά εργαλεία διαχείρισης του μουσικού υλικού, ενώ κατά περίπτωση μπορεί να ενσωματώνονται είτε παραδοσιακά στοιχεία, είτε avant-garde τεχνικές με τις συναφείς ηχητικές καταβολές, είτε μινιμαλιστικά στοιχεία όσον αφορά την κυτταρική ανάπτυξη του θεματικού υλικού. Όλα αυτά σε ένα ύφος νεο-ρομαντικό (υπερ-ρομαντικό κατά το συνθέτη) με το προσωπικό φιλτράρισμα του Brouwer. Είναι αυτή η περίοδος που ο συνθέτης χρησιμοποιεί δημιουργικά και δανείζεται υλικό από ποικίλες πηγές με απώτερο σκοπό τη σύνθεση πανανθρώπινων έργων τέχνης, “βοηθώντας” τον ακροατή να βρει κάποιο προσωπικό σημείο αναφοράς. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας: στα βασικά πιστεύω του Brouwer εντασσόταν πάντοτε η πεποίθηση ότι ο συνθέτης έχει βαρύτατη κοινωνική ευθύνη και πρέπει με το έργο του και τη γενικότερη στάση του να αποτελεί ενεργό και οργανικό μέλος του κοινωνικού ιστού. Η δραστηριότητα του καλλιτέχνη αποτελεί λειτούργημα κατά τον Brouwer, και όχι επάγγελμα. Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, μέσα από τη συνθετική του δημιουργία ο Brouwer προσπαθεί να αμβλύνει την αντιπαράθεση μεταξύ της «υψηλής» και «χαμηλής» τέχνης (high vs low art), να ενθαρρύνει την πρόσβαση στο μέσο ακροατή και ταυτόχρονα να εξυψώσει τις διανοητικές και καλλιτεχνικές του απαιτήσεις. Αυτό αποτελούσε πάντοτε για τον συνθέτη μέγα “πρόβλημα” και προς την εξεύρεση λύσης κινείται το μεγάλο συνθετικό του έργο που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και πάνω από εκατό (100) μουσικές επενδύσεις κινηματογραφικών ταινιών. Σήμερα πια, μετά από μια μακρόχρονη δημιουργική πορεία – η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμα – είναι περισσότερο εμφανής αυτή η στάση και πρόθεση του συνθέτη.
Τ.Β. H μουσικολογική ανάλυση εκ μέρους σας των έργων του “Elogio De La Danza” (1964) και “La espiral eterna” (1971) σας οδήγησε σε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις τους;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Νέες, από την άποψη ότι άλλαξα ριζικά την ερμηνεία τους, όχι. Ωστόσο φωτίστηκαν ιδιαιτέρως πολλές πτυχές των έργων αυτών, γεγονός που αναμφίβολα οδηγεί και σε πιο ξεκάθαρες ερμηνευτικά επιλογές.
Εκτέλεση σε σόλο κιθάρα του tango "Ο Θάνατος ενός Αγγέλου" του A.Piazzolla σε επεξεργασία L.Brouwer
Τ.Β. Aναφέρετε ότι ο Brouwer είχε εκτός των άλλων και εξωμουσικές επιρροές από επιστήμες (πχ μαθηματικά, αστρονομία) και τέχνες (πχ ζωγραφική του Klee). Πώς νομίζετε ότι ο ακροατής του έργου του αντιλαμβάνεται αυτές τις επιρροές;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Εδώ ένα ζήτημα είναι το τί κριτήρια θέτουμε ώστε να θεωρήσουμε έναν ακροατή ικανό να αντιληφθεί κάποια πράγματα. Σε ποιόν ακροατή αναφερόμαστε; Στον εξειδικευμένο-έμπειρο ή τον μέσο ακροατή; Επίσης, είναι κοινώς αποδεκτό, ότι σπανίως δύο άνθρωποι θα ακούσουν ένα έργο με τον ίδιο τρόπο ή με τον ίδιο βαθμό αντίληψης και κατά πάσα πιθανότητα θα αποκομίσουν διαφορετικές εμπειρίες και συναισθήματα, τα οποία σχετίζονται και με την ιδιοσυγκρασία του καθενός, αλλά και τα ακουστικά ερεθίσματα που αυτός έχει. Αν αναφερόμαστε στο μέσο ακροατή, νομίζω ότι αυτός θα συλλάβει μάλλον επιδερμικά τέτοιες λεπτομέρειες. Θα σας παραπέμψω και στον J.Blacking ο οποίος υποστηρίζει, μέσω αντίστοιχων τεστ που πραγματοποίησε, ότι η μουσική δεν μπορεί να εκφράσει μια συγκεκριμένη εξω-μουσική ιδέα αν αυτή δεν υπάρχει ήδη στο μυαλό του ακροατή. Με άλλα λόγια, ένα μουσικό έργο δεν μπορεί να επιφέρει μια συγκεριμένη αντίδραση σε έναν ακροατή αν αυτός δεν έχει την προδιάθεση, κοινωνικά και πολιτισμικά, να αντιδράσει κατ’αυτόν τον τρόπο. Είναι γεγονός όμως, ότι αναλόγως τις επιρροές που κάθε φορά λαμβάνει ο Brouwer στη συνθετική του δημιουργία, αυτές επηρεάζουν εμφανώς αισθητικά το μουσικό έργο. Π.χ. εξωμουσικές επιρροές από τα μαθηματικά, όπως μαθηματικοί τύπου και φόρμουλες: σειρά Fibonacci και Χρυσή Τομή, και την αστρονομία, όπως σπιροειδείς διατάξεις που συναντώνται στους γαλαξίες, αλλά και σε οργανικές μορφές ζωής, χαρακτηρίζουν τα έργα της 2ης περιόδου του Brouwer, που είναι η περίοδος της Avant Garde (διεθνώς άλλωστε) με το αντίστοιχο αισθητικό και ακουστικό αποτέλεσμα: μια μουσική βυθισμένη στην ατονικότητα γεμάτη από τραχείς διάφωνους διαστηματικούς σχηματισμούς.
Τ.Β. Σε κάποιο σημείο της διατριβής σας, αναφέρετε ότι: «η πολιτική ιδεολογία για τον Brower, δεν αποτελεί σύγκρουση με τον καλλιτέχνη, αλλά μάλλον ενοποιητική πηγή». Ποια στοιχεία του έργου ή της δράσης του, καταδεικνύουν αυτή την ενοποιητική σχέση;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Αυτό που εμμέσως μας λέει ο συνθέτης είναι ότι ουσιαστικά με το έργο του μπορεί ο καλλιτέχνης να υπηρετήσει μια πολιτική ιδεολογία που τον εκφράζει. Η τέχνη του δηλαδή να υπηρετήσει και να προάγει τα ίδια ιδανικά που προασπίζει η πολιτική ιδεολογία. Για να το πω όμως λίγο πιο εξιδανεικευμένα, θα πρέπει το έργο του καλλιτέχνη να έχει και μια πολιτική αξία (πέρα από αισθητική), έχοντας ιστορικές και πολιτικές επιρροές από την κοινωνία στην οποία ζει και εργάζεται αυτός. Είναι γνωστό ότι ο Brouwer ήταν αγαπημένο παιδί της Επανάστασης στην Κούβα (και υποστηρικτής της βέβαια) και ότι έλαβε υποτροφία από την τότε κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο για να σπουδάσει μουσική στην Αμερική (!) στα κολλέγια Julliard και Hartt. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν λάθος να κάνει κανείς σ’αυτή την περίπτωση τη σύνδεση πολιτικής ιδεολογίας – κομμουνισμού με τη στενή έννοια. Ο Brouwer έχει πει ότι σκέφτεται τη ζωή και τη δημιουργία ως Μαρξιστής: οι νόμοι της Μαρξιστικής διαλεκτικής συνδέονται πάντα με μυθολογικούς και θεωρητικούς νόμους της Φύσης. Η Φύση και η πολιτισμική ιστορία, η οποία δημιουργείται από τον Άνθρωπο, έρχονται συνεχώς σε σύνδεση, σύνθεση και υπέρθεση. Αυτή είναι η διαλεκτική ερμηνεία της ζωής. Η προσέγγιση του Brouwer στην Τέχνη είναι λοιπόν Μαρξιστική υπό την έννοια ότι η Μουσική ως τέχνη πρέπει να ολοκληρώνεται σε ένα κόσμο εννοιών και σημασιών που έχει άμεση σχέση με την κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Σε πιο πρακτικό και λιγότερο φιλοσοφικό επίπεδο ο Brouwer ουσιαστικά επιδιώκει τη δημιουργία οικουμενικών μορφών τέχνης. Δεν έχει κανένα ενδοιασμό να δανειστεί υλικό από οποιαδήποτε πηγή και πολιτισμό που θα αφομοιωθεί σε μια νέα μουσική γλώσσα για να εξυπηρετηθεί έτσι ένας απώτερος καλλιτεχνικός σκοπός. Συνδυάζει ευφάνταστα και δημιουργικά, μουσικά στοιχεία από τον πλουραλιστικό μας κόσμο κάτω από την ομπρέλα του κουβανικού φολκλόρ.
Τ.Β. Αναφέρετε ότι ο συνθέτης «δεν δέχθηκε τον όρο του “μεταμοντέρνου”». Εσείς τον τοποθετείτε στο κίνημα του μεταμοντερνισμού ως εκπρόσωπο του μουσικού μεταμοντερνισμού ή ως συνθέτη που το έργο του συμπίπτει χρονικά με το κίνημα του μεταμοντερνισμού στην Τέχνη;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Είναι ένας συνθέτης, στου οποίου το έργο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στοιχεία που σχετίζονται με την «υγιή» πλευρά του μεταμοντερνισμού. Πιο συγκεριμένα: στα έργα του θα βρούμε πολλές φορές μουσικά στοιχεία προερχόμενα από διάφορες και ετερόκλητες πηγές, φιλταρισμένα από το προσωπικό αισθητήριο του συνθέτη και την κουβανική κουλτούρα. Το εκλεκτικό ύφος που παρατηρούμε σε πολλά του έργα κινείται προς την πρωτογενή δημιουργία παρά την αναδημιουργία διαχειριστικού τύπου. Ο Brouwer είναι ένας συνθέτης ταυτόχρονα εθνικός και οικουμενικός, ενώ η σύνδεσή του με το μουσικό υλικό και τις τεχνοτροπίες του παρελθόντος είναι δημιουργική, ειρηνική και όχι ειρωνική. Το ενδιαφέρον και συνάμα αξιοπρόσεχτο είναι ότι συνθετικά κινείται στους χώρους της έντεχνης – λόγιας μουσικής (high art), της παραδοσιακής μουσικής (culture of folklore) και της εμπορικής μουσικής (popular music). Είναι ένας συνθέτης που δε θέλει τις ταμπέλες στη μουσική, αλλά ούτε και στη ζωή. Είναι ένας συνθέτης που ασπάζεται το δόγμα μιας μουσικής που θα ικανοποιεί τον έμπειρο και πεπειραμένο ακροατή, αλλά ταυτόχρονα θα προσφέρει πνευματική, ψυχική και αισθητική ευχαρίστηση και εγρήγορση στον μέσο ακροατή. Τέλευταίο αλλά πολύ σημαντικό, αν και γενικώς στον Μεταμοντερνισμό οι σοβαρές σκέψεις σχετικά με το ηθικό κέντρο της Μουσικής απλά απορρίπτονται, ο Brouwer συνεχίζει να πρεσβεύει το βαθύτερο χαρακτήρα της Μουσικής. Έτσι λοιπόν, τον θεωρώ ως έναν μεταμοντέρνο συνθέτη, δεδομένου ότι συνδυάζει τα χαρακτηριστικά που σας ανέφερα παραπάνω και θεωρώ ότι πρέπει να έχει ένας τέτοιος συνθέτης. Σημειώστε ότι στη σχετική αρθρογραφία και βιβλιογραφία, πολλά από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού είναι μέχρι και αντίθετα μεταξύ τους! Μ’αυτό θέλω να πω ότι ουσιαστικά επιλέγει κανείς και πως πρέπει να λειτουργεί συνθετικά ένας μεταμοντέρνος συνθέτης, τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει η μουσική του και ποιά πρέπει να είναι η προβληματική του έργου του.
Τ.Β. To συνθετικό έργο του Brouwer σας έχει επηρεάσει ως συνθέτη;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Ο καθένας που ασχολείται με τη σύνθεση αναπόφευκτα θα έχει κάποιες... προτιμήσεις, ενώ κάποια μουσικά έργα θα μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη του. Όσον με αφορά, ο Brouwer είναι ένας από τους συνθέτες που βρίσκεται στο προσωπικό μου πάνθεον συνθετών, μαζί με άλλους όπως ο Debussy, o Reich, o Takemitsu κ.α. Το δε έργο του “Cancion de Gesta” θεωρώ ότι είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ιδιοφυίας του ως συνθέτη. Αυτό όμως που με επηρέασε πραγματικά και ουσιαστικά ως άτομο είναι η συνολική του θεώρηση των πραγμάτων και η στάση του ως άνθρωπος και συνθέτης. Ήδη αναφέραμε αρκετά πράγματα, ενώ στη διατριβή προσπαθώ να ρίξω κι άλλο φως σ’αυτά τα στοιχεία του. Πρακτικώς, αυτό που εγώ ως συνθέτης προσπαθώ να πετύχω, είναι να βρίσκω μια – υποκειμενική βέβαια – χρυσή τομή: κάπου μεταξύ της απόλυτα λόγιας μουσικής, high art δηλαδή, και αυτού που εγώ ονομάζω public art, δηλαδή τη μουσική που προορίζεται για δημόσια-ευρεία χρήση. Το αποτέλεσμα είναι πάντα διαφορετικό σε κάθε έργο (!), πλησιάζοντας κάθε φορά σε διαφορετικό βαθμό το ένα από τα δύο “άκρα” – πόλους που σας ανέφερα.
Ένα έργο του Κ. Χίζαρη για βιολί και πιάνο, το "Danza Giocosa"
Εμηνεύουν οι Ιάσων Κεραμίδης στο βιολί (1ο βιολί στη Φιλαρμονική του Μονάχου) και η Carlota Amando στο πιάνο.
Τ.Β. O Brouwer χαρακτήριζε ως «ισοπεδωτική» τη συνήθη διάκριση της τέχνης σε «υψηλή» (art) και «δημοφιλή» (popular). Στις μουσικές επιρροές των μαθητών σας παρατηρείτε ως έκδηλη αυτή τη διάκριση;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Αν εξαιρέσουμε κάποιες λίγες περιπτώσεις «ανήσυχων» μαθητών από τα ωδεία ή/και τα μουσικά σχολεία, οι περισσότεροι απλά αγνοούν τι εστί υψηλή τέχνη (high art) ή αλλιώς λόγια μουσική. Αυτοί που γνωρίζουν και το ψάχνουν, αρχίζουν και κάνουν τις επιλογές τους και ζητούν συγκεριμένα πράγματα από τη μουσική που θα ακούν, βάζουν αν θέλετε συγκεριμένες απαιτήσεις και στάνταρ ποιότητας και καλλιτεχνικής αξίας. Και αυτό είναι το ζητούμενο βέβαια... Επίσης, μεταξύ άλλων καταλαβαίνουν και τις διαφορές και διαφοροποιήσεις μεταξύ των ποικίλων καλλιτεχνών, ακόμα και στο ίδιο είδος μουσικής. Βεβαίως αυτά μόνο για τους πολύ λίγους μαθητές. Οι περισσότεροι δυστυχώς ακολουθούν τα ρεύμα της μουσικής βιομηχανίας, και εκεί βέβαια οι ταμπέλες παίζουν τον «ισοπεδωτικό» ρόλο τους. Η εμφιάλωση π.χ. των διαφόρων παραδοσιακών μουσικών σε μια κατηγορία ονόματι «έθνικ» καταργεί ουσιαστικά τις επιμέρους διαφορές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η κάθε μία απ’αυτές. Το πρόβλημα ξεκινά όμως από την παιδεία που έχει κάποιος, και φυσικά τη μουσική παιδεία.
Σύμπραξη με τον βιολονίστα Γιάννη Κεραμίδη στο γνωστό έργο του M.de Falla, σε διασκευή Κ. Χίζαρη για βιολί και κιθάρα
Τ.Β. Είστε καθηγητής μουσικής στη Δημόσια Εκπαίδευση. Μπορείτε να μας επισημάνετε «ευκαιρίες» και «απειλές» από το υφιστάμενο σύστημα μουσικής εκπαίδευσης;
Κωνσταντίνος Χίζαρης: Κοιτάξτε, από τη μια μεριά έχουμε τη γενικότερη κρίση αξιών που βιώνουμε σήμερα, αλλά και ειδικότερα, και τη σχετική απαξίωση του εκπαιδευτικού ως ατόμου που ασκεί ένα σημαντικό λειτούργημα. Αν σ’αυτά προσθέσετε και το γεγονός ότι η Μουσική στα δημοτικά και γενικά γυμνάσια θεωρείται ένα... δευτερεύον μάθημα, για να το πω με ήπιο τρόπο, τότε νομίζω ότι έχετε την εικόνα που είναι η απειλή ή η κατάντια αν θέλετε του υφιστάμενου συστήματος δημοσίας μουσικής εκπαίδευσης. Στα μουσικά σχολεία η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη και ελπιδοφόρα από κάθε άποψη. Συντελείται αξιόλογη δουλειά, παρ’όλο που δυστυχώς ακόμη υπάρχουν πολλά προβλήματα και παθογένειες. Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δύναμη του εκπαιδευτικού μουσικής ως μονάδα, η οποία μπορεί να κάνει τη διαφορά μέσα στο δημόσιο σχολείο. Η πρόκληση, κατά την άποψή μου πάντα, για τον εκπαιδευτικό μουσικής είναι να αφυπνίσει αισθητικά τους μαθητές, να ξυπνήσει τη λαχτάρα και την ανάγκη τους για καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία. Η ακρόαση, ενεργητική και κριτική, είναι σημαντικό εργαλείο και το όχημα για να ταξιδέψουμε τους μαθητές στα διάφορα είδη μουσικής και στους διαφορετικούς μουσικούς πολιτισμούς. Μέσα από το μάθημα της μουσικής, τόσο στα γενικά όσο και στα μουσικά σχολεία, προσωπικά βλέπω πολλά παράθυρα – ευκαιρίες ώστε να παροτρύνω και να δίνω τα ερεθίσματα στους μαθητές για να ανακαλύπτουν συνεχώς μουσικές οάσεις. Μέσα απ’αυτή τη συνεχή διαδικασία η οποία μπορεί (και πρέπει) να γίνει στάση ζωής, η Μουσική γίνεται στήριγμα ζωής, αλλά και ο τροφοδότης ατόμων με κριτική σκέψη και ικανή βούληση.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Ιανουάριος 2019
Επιλογή εικόνων και τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου