ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Βασιλική Ορχήστρα «Κονσέρτ-γκεμπαου» του Άμστερνταμ
Το Μάιο του 2009 εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ένα από τα κορυφαία συμφωνικά σύνολα του κόσμου, με σπουδαία επίδοση στη διεθνή δισκογραφία, η Βασιλική Ορχήστρα «Κονσέρτ-γκεμπαου» του ΄Αμστερνταμ, υπό τον ταλαντούχο νεότατο Βρεταννό αρχιμουσικό Ντάνιελ Χάρντινγκ. Στο άρθρο που ακολουθεί δίνονται διάφορες πληροφορίες και στοιχεία για την ως σήμερα πορεία της στη διεθνή μουσική σκηνή.
Η πασίγνωση στον κόσμο της διασκογραφίας Ορχήστρα του ΄Αμστερνταμ «Κονσέρτ-γκεμπαου» (προφέρεται «Κονσέρτ-χεμπαου» στα ολλανδικά: Koninklijk Concertgebouworkest), «Βασιλική» από το 1988 (οπότε συμπλήρωσε μια εκατονταετία πλούσιας μουσικής ζωής), με επίσημη πράξη της Ολλανδής βασίλισσας Βεατρίκης, δεν χρήζει ιδιαιτέρων συστάσεων. Ξεκινώντας την πρώτη της επταετία υπό τη διεύθυνση του πρώτου κύριου αρχιμουσικού της, Βίλλεμ Κες (Willem Kes, 1888-1895), σε μια περίοδο που δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει οι πρώτες πειραματικές ηχογραφήσεις, στη συνέχεια πέρασε «στα χέρια» ενός από τους σπουδαιότερους αρχιμουσικούς του διεθνούς στερεώματος, του Βίλλεμ Μένγκελμπεργκ (Willem Mengelberg), που είχε μια από τις μακρύτερες καταγεγραμμένες διευθυντικές θητείες στην ιστορία των συμφωνικών ορχηστρών –ακριβώς για μισό αιώνα, από το 1895 ως την ατυχή «εκπαραθύρωσή» του μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945. Τότε του απαγορεύτηκε η διεύθυνση ορχήστρας στην πατρίδα του, λόγω των υπόπτων διεσυνδέσεών του με τους ναζί κατακτητές της –μια κατηγορία αρκετά υπερβολική (αφού αποδεδειγμένα πρόβαλε όσο μπορούσε έργα είτε μουσουργών εβραϊκής καταγωγής (όπως του Αυστριακού Μάλερ), αλλά και Γερμανών συνθετών μη αρεστών στο ναζιστικό καθεστώς (λ.χ. του Χίντεμιτ)[1].
Πρέπει να τονιστεί ότι η συνεισφορά του Μένγκελμπεργκ στα μουσικά πράγματα της Ολλανδίας (αλλά και της εν γένει ανόδου της μουσικής κουλτούρας της Ευρώπης και των ΗΠΑ) υπήρξε μέγιστη, κυρίως λόγω των σπουδαίων του συνεργασιών και ανταλλαγών με μεγάλους συγχρόνους του αρχιμουσικούς. Την εποχή της μακρότατης θητείας του προσκλήθηκαν ως «πρώτοι μαέστροι»[2] της «Κονσέρτ-γκεμπαου» αρχιμουσικοί του μεγέθους ενός Καρλ Μουκ (Karl Muck, στα χρόνια 1921-1925), ενός Πιερ Μοντέ (Pierre Monteux, στα χρόνια 1924-1934), ενός Μπρούνο Βάλτερ (Bruno Walter, στα χρόνια 1934-1939), αλλά και ενός ΄Ωυγκεν/ Ευγένιου Γιόχουμ (Eugen Jochum, 1941-1943) –ο τελευταίος μάλιστα έμελλε αρκετά χρόνια αργότερα να γίνει ένας από τους δύο κύριους αρχιμουσικούς της ορχήστρας στη μετάβαση από τη δεκαετία του ’50 σε εκείνη του ’60 (βλ. σχετικά εδώ, πιο κάτω). Επίσης ιδιαίτερα σημαντικές δισκογραφήσεις με την ορχήστρα πραγματοποίησαν και άλλοι κολοσσοί της μπαγκέτας, όπως ο ΄Οττο Κλέμπερερ (Otto Klemperer), o Γκέοργκ Σελλ (Georg Szell), ο Κύριλλος Κοντράσιν (Kirill Kondrashin/ ως κύριος προσκεκλημένος μαέστρος της από το 1978 ως τον ξαφνικό θάνατό του, το 1981), καθώς και ο Λήοναρντ Μπερνστάιν (Leonard Bernstein). Οι σωζόμενες ηχογραφημένες ερμηνείες του Μένγκελμπεργκ, καθώς και τα λίγα (αλλά ενδεικτικά) οπτικο-ακουστικά τεκμήρια των βιντεοσκοπήσεών του, τον έχουν κατατάξει ανάμεσα στους μεγάλους ερμηνευτές των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Οι απαράμιλλες εκτελέσεις του ιδιαίτερα σε έργα των Μάλερ, Ρίχαρντ Στράουςς και Μπέλα Μπάρτοκ επιβεβαιώνουν την πεποίθηση αυτή.
Ο διάδοχος του Μένγκελμπεργκ για την περίοδο 1945-1959, ΄Εντουαρντ Βαν Μπέινουμ (Eduard Van Beinum/ εσφαλμένα προφέρεται από τους γερμανομαθείς ως «Βαν Μπάινουμ»), κληροδότησε μέσα στην (συντομότερη, αλλά δραστηριότατη) θητεία του μια εξαιρετική δισκογραφία (κυρίως στις δισκογραφικές εταιρείες Philips και Decca), που κατά τα τελευταία χρόνια έχει επανέλθει δυναμικά στη διεθνή αγοραστική σκηνή. Εξαιρετικός ερμηνευτής, μεταξύ άλλων, των Μέντελσσον (η ερμηνεία του της 4ης «Ιταλικής» Συμφωνίας συγκαταλέγεται στις κορυφαίες, δίπλα σε εκείνες των Τοσκανίνι, Κουσσεβίτσκυ, Μυνχ/ Μυνς, Σελλ κ.ά.), Μπρούκνερ και Μπραμς, βρήκε το 1959 (ένα χρόνο πριν από τον Μητρόπουλο) «ένδοξο» τέλος από ανακοπή καρδιάς προβάροντας με την αγαπημένη του ορχήστρα την 1η Συμφωνία του Μπραμς[3]. Η σωζόμενη σε DVD πολυτιμότατη ερμηνεία του της 3ης «Ηρωικής» Συμφωνίας του Μπετόβεν (1957) αποτελεί κατάθεση αναφοράς![4]
Μετά την “interim” συν-θητεία (1960-1961) του προαναφερθέντος Γιόχουμ με τον βοηθό μαέστρο του Βαν Μπέινουμ, Μπέρναρντ Χάιτινκ (Bernard Haitink), ο τελευταίος τελικά έγινε ο τέταρτος κύριος αρχιμουσικός της «Κονσέρτ-γκεμπάου» για μια επίσης σημαντικά μεγάλη, εικοσιεπτάχρονη, θητεία (1961-1988), που συνοδεύτηκε επίσης με μια εντυπωσιακά μεγάλη και ποιοτική δισκογραφία, με εξαίρετες μεταξύ άλλων ερμηνείες συμφωνικών κύκλων των Τσαϊκόφσκυ και Μάλερ, αλλά και με πολύ αξιόλογες εκτέλέσεις έργων των Μπρούκνερ, Μπάρτοκ, Σοστακόβιτς κ.ά. Αξιοθαύμαστα μάλιστα διετέλεσε παράλληλα και κύριος μαέστρος της Φιλαρμονικής του Λονδίνου από το 1967 ως το 1979 (όπου παλαιότερα είχε διακριθεί και ο προαναφερθείς Βαν Μπέινουμ), αλλά και μουσικός διευθυντής του βρεταννικού οπερατικού Φεστιβάλ του Γκλάυντενμπερν (1977-1988). Δεινός συνοδός μεγάλων σολιστών (κυρίως πιανιστών), έχει βιντεογραφήσει σπουδαίες ερμηνείες Κονσέρτων των Μπετόβεν και Μπραμς με τους ΄Αρτουρ Ρουμπινστάιν και Βλαντίμιρ Ασκενάζυ. Στις ημέρες μας, ο δραστηριότατος (ήδη ογδοντηκοντούτης) Χάιτινκ, που ήδη στην εικοσαετία που μεσολάβησε από την αποχώρησή του από το «τιμόνι» της «Κονσέρτ-γκεμπαου» χρημάτισε μεταξύ άλλων κύριος αρχιμουσικός της Κρατικής (“Staatskapelle”) της Δρέσδης και της Συμφωνικής του Σικάγου, έχει καθιερωθεί στέρεα στα κορυφαία ονόματα των αρχιμουσικών της υφηλίου[5]. Τα πιο πρόσφατα τεκμήρια της «σοφίας» του στο πόντιουμ, από τα Προμς του Λονδίνου, βρίσκονται αποθησαυρισμένα στο διαδίκτυο (You Tube), αφενός με την Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης (δύο συναυλίες τον Αϋγουστο του 2011 με έργα Μπραμς/ 3η και 4η Συμφωνία, 1ο και 2ο πιανιστικό Κονσέρτο με σολίστα τον Ουκρανοαμερικανό βιρτουόζο Εμμάνουελ Αξ) και αφετέρου πολύ πρόσφατα, το 2012, με τη Φιλαρμονική της Βιέννης στην Αλπινική Συμφωνία του Ρίχαρντ Στράουςς.
Η ποιότητα των ερμηνειών των περιόδων ηγεσίας των Μένγκελμπεργκ, Βαν Μπέινουμ και Χάιτινκ (των οποίων οι θητείες συμποσούνται σε μια περίπου εκατονταετία: από το 1895 ως το 1988), διατηρήθηκε (με κάποια διεύρυνση του ρεπερτορίου προς έργα νεότερου και σύγχρονου ρεπερτορίου) από τον ικανότατο Ιταλό μαέστρο Ρικκάρντο Σαϊγγύ (Riccardo Chailly), που, ως ο πρώτος μη Ολλανδός μόνιμος μαέστρος της ορχήστρας, διαδέχτηκε τον Χάιτινκ για την επόμενη δεκαεξαετία (1988-2004), με μια αξιόλογη δισκογραφική-βιντεογραφική παραγωγή (μεταξύ της οποίας αξιόλογος είναι ο κύκλος Συμφωνιών του Μάλερ). Αλλά και ο διάδοχος του Σαϊγγύ (και σημερινός κύριος μαέστρος της «Κονσέρτ-γκεμπαου»), Λετονός Μάριςς Γιάνσονς (Mariss Jansons), γιος του πολύ σημαντικού μαέστρου΄Αρβιντ Γιάνσονς (που η θητεία του την περίοδο του σοβιετικού καθεστώτος ίσως να έπαιξε ρόλο στο ότι δεν έγινε ευρύτερα γνωστός στη δυτική δισκογραφία), έχει να επιδείξει αξιολογότατη δραστηριότητα παρά τα σοβαρότατα (προφανώς κληρονομημένα από τον πατέρα του) καρδιολογικά προβλήματα, από τα οποία πάντως επέζησε το 1996 και συνεχίζει ακάθεκτος … Εξαιρετικές οι δισκογραφήσεις και τηλεβιντεοσκοπήσεις του σε έργα των Μπερλιόζ, Ρίχαρντ Στράουςς, Μπάρτοκ, Σοστακόβιτς κ.ά.[6].
Απέραντη είναι η δισκογραφία, καθώς και (στα τελευταία χρόνια) η βιντεογραφία της ορχήστρας, από τις πρώτες ηχογραφήσεις της εποχής του Μένγκελμπεργκ, έως εκείνες των τελευταίων δεκαετιών υπό τους Σαϊγγύ και Μάριςς Γιάνσονς. Ανάμεσα σε πληθώρα συλλογών, ξεχωρίζουμε τρεις που συνδέονται με τους τρεις ονομαστότερους μαέστρους της: εκείνην της γερμανικής εταιρείας History, με ανθολογία ερμηνειών του Μένγκελμπεργκ και με τίτλο “Maestro appassionato”σε κασσεττίνα 5 CDs (έκδοση 2000), εκείνην των ραδιοφωνικών ηχογραφήσεων του Βαν Μπέινουμ, σε κασσετίνα 11 CDs, με συμπερίληψη ενός DVD με την προαναφερόμενη ερμηνεία του της «Ηρωϊκής» του Μπετόβεν, καθώς και εκείνην των ραδιοφωνικών ηχογραφήσεων του Χάιτινκ, σε κασσεττίνα με 14 CDs.
Πρόσφατα η ορχήστρα, μιμούμενη το παράδειγμα άλλων μεγάλων ορχηστρών (Συμφωνικών Λονδίνου και Σικάγου), έχει ιδρύσει ιδιόκτητη δισκογραφική εταιρεία για τις ηχογραφήσεις/ βνιτεογραφήσεις της. Ζωρίς αμφιβολία εδώ εκδοτικό/ βιντεογραφικό «γεγονός» αποτελεί η πρόσφατη κασσεττίνα με 11 CDs (1η έκδοση 2012) με τις 10 Συμφωνίες του Μάλερ καθώς και «Το τραγούδι της γης», στο πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε μεταξύ 2009 και 2011 σε ζωντανές συναυλίες με 9 διαφορετικούς μαέστρους (Ντάνιελ Χάρντινγκ [1η], Μάριςς Γιάνσονς [2η, 3η και 8η], ΄Ιβαν Φίσερ [4η], Ντανιέλε Γκάττι [5η],λ Λόριν Μάαζελ [6η], Πιέρ Μπουλέζ [7η], Μπέρναρντ Χάιτινκ [9η], Ελιάχου ΄Ινμπαλ [10η] και Φάμπιο Λουίζι [Τραγούδι γης]), με σπουδαίους φωνητικούς σολίστες, τη Χορωδία της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας κ.ά. φωνητικά σύνολα.
Το γνωστό μουσικό περιοδικό Gramophone στο τεύχος Δεκεμβρίου του 2008, στο πλαίσιο της έρευνας, ψηφοφορίας και καταγραφής των κορυφαίων συμφωνικών συνόλων, έδωσε στην «Κονσέρτ-γκεμπαου» την πρώτη θέση στον κόσμο. Βέβαια, εδώ λειτουργούν πολλές φορές υποκειμενικοί παράγοντες, δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως ότι, με μια πραγματικά επίζηλη δισκογραφία, ο ορχήστρα αυτή συγκαταλέγεται στις «κορυφαίες των κορυφαίων»!
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών(12 και 13 Μαϊου 2009) η Ορχήστρα «Κονσέρτ-γκεμπάου» υπό τον Ντάνιελ Χάρντινγκ έδωσε δύο συναυλίες με το ίδιο πρόγραμμα, παρουσιάζοντας το 2ο πιανιστικό Κονσέρτο του Σοπέν (με σολίστα τον διάσημο Κινέζο βιρτουόζο Λανγκ Λανγκ) και τη 2η Συμφωνία του Μπραμς.
Αλέξιος Σαββίδης
Φεβρουάριος 2013
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
[1] Βλ. σχετικά το περί Μένγκελμπεργκ λήμμα στοβιογραφικό λεξικό του Α. Σαββίδη, Μεγάλοι μαέστροι, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2η έκδ., 2009, σ. 236-238 με στοιχεία για τη δισκογραφία-βιντεογραφία του. Στην «εκπληκτική αφέλεια» του Μένγκελμπεργκ αποδίδει την μεταπολεμική του περιπέτεια ο David Patmore, A-Z of conductors, έκδ. δισκογραφικής εταιρείας Naxos, 2007, σ. 66, που επίσης τονίζει το γεγονός ότι κατά το μεσοπόλεμο είχε υπάρξει λαϊκός ήρωας και πραγματικό είδωλο στην πατρίδα του.
[2] Σύμφωνα με το ιδιότυπο σύστημα της λειτουργίας της «Κονσέρτ-γκεμπαου», πλην του κύριου μαέστρου, συλλειτουργούσαν μαζί του οι «πρώτοι» αλλά και οι «δεύτεροι» μαέστροι επικουρικά. Ο διάδοχος του Μένγκελμπεργκ, ΄Εντουαρντ Βαν Μπέινουμ, υπήρξε αρχικά «δεύτερος μαέστρος» εκεί.
[3] Παρά τα προβλήματα υγείας του, υπήρξε δραστηριότατος, διατελώντας παράλληλα με την επίσημη θητεία του, προσκεκλημένος μαέστρος της Φιλαρμονικής του Λονδίνου (1946/ 1947 και 1949-1951), καθώς και μουσικός διευθυντής της αμερικανικής Φιλαρμονικής του Λος ΄Αντζελες την περίοδο 1956-1959!
[4] Για τη δισκογραφία-βιντεογραφία του Βαν Μπέινουμ βλ. Σαββίδης, Μεγάλοι μαέστροι, ό.π., σ. 78-79.
[5] Αντίστοιχα για τη δισκογραφία-βιντεογραφία του Χάιτινκ βλ. στο ίδιο, σ. 487-488.
[6] Για τη δισκογραφία-βιντεογραφία των Σαϊγγύ, ΄Α. και Μ. Γιάνσονς βλ. Σαββίδης, στο ίδιο,αντίστοιχα στις σ. 382-383 και 98-99. Ο ΄Αρβιντ Γιάνσονς πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1984 διευθύνοντας το 1984 τη βρεταννική Ορχήστρα «Χαλλέ» του Μάντσεστερ (γι’ αυτόν βλ. στο ίδιο, σ. 98-98).