Φεστιβάλ Αθηνών 2007.
Συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης
Διευθυντής ορχήστρας: Μύρων Μιχαηλίδης
Σολίστ: Aldo Ciccolini, πιάνο
Κυριακή 17 Ιουνίου 2007 στο Ηρώδειο
ΚΟΘ. Φωτ: Νώντας Στυλιανίδης
Η ΚΟΘ φαίνεται ότι αφήνει πίσω προβλήματα, αδιέξοδα, δυσχέρειες και προχωρά δημιουργικά. Eίναι πολύ ευχάριστη μια τέτοια διαπίστωση! Βέβαιο είναι ότι η επιλογή του Μύρωνα Μιχαηλίδη το 2004 ως επικεφαλής της εκατονταμελούς ορχήστρας ήταν μια ευτυχής απόφαση. Άνθρωπος που συνδυάζει τη γνώση με τo χάρισμα της επικοινωνίας και τη μεθοδικότητα, τις ποιοτικές αγωνίες με τους υψηλούς στόχους, ο ηρακλειώτης γερμανοτραφής αρχιμουσικός στηρίζει εμπράκτως τις πολλές και –κυρίως- φρέσκιες επιλογές προγραμμάτων και συναυλιών του θεσσαλονικιώτικου συμφωνικού συγκροτήματος. Η βερολινέζικη παιδεία αλλά και η εμπειρία από τις συνεργασίες του σε ευρωπαϊκό επίπεδο παίζει ασφαλώς ρόλο στην αναδόμηση της αισθητικής και του επαναπροσδιορισμού του ρόλου της ΚΟΘ στο γκριζωπό μουσικό μας τοπίο. Η αρχή έχει γίνει, η ορχήστρα φτιάχνει τον ήχο της αξιοποιώντας τους μουσικούς της.
Αυτή τη φορά η ΚΟΘ μας πρόσφερε ένα δροσερό καλοκαιρινό πρόγραμμα στο Ηρώδειο, με έργα Μπετόβεν, Πουτσίνι και Ρεσπίγκι.
Η παρουσία του παγκόσμιας φήμης πιανίστα από την Πάρμα Άλντο Τσικολίνι (1925) –γαλλικής υπηκοότητας από το 1971- στο τέταρτο κοντσέρτο σε σολ μείζονα έργο 58 για πιάνο και ορχήστρα (1805-1806) του Μπετόβεν, αν και δεν περιείχε κάτι το ερμηνευτικά ξεχωριστό, εν τούτοις πρόβαλε –ιδίως στο τρίτο μέρος, rondo vivace- για μια ακόμα φορά τις μουσικές και τεχνικές ικανότητες του μεγάλου σολίστα, δίνοντας αξιοζήλευτα, μεταξύ άλλων, την αρμόζουσα θέση στο έντονο χαρακτηριστικό ρυθμικό μπετοβενικό στοιχείο. Θα σημειώσω παίρνοντας αφορμή από την πιο πάνω παρατήρηση ότι η θέση του μπετοβενικού έργου στο ρεπερτόριο του μεγάλου μουσικού δεν ήταν ποτέ κεντρική, αν και ηχογράφησε τις 32 σονάτες για πιάνο με την εταιρία Cascavelle και έπαιξε τα κοντσέρτα με σημαντικές ορχήστρες. Ο Τσικολίνι ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με άγνωστους σχετικά συνθέτες του πιάνου, όπως ο Σαμπριέ, ο Αλκάν, ο Μασσνέ ενώ κατέκτησε δόξα από τις μοναδικές ερμηνείες του σε έργα Γρηγκ, Σατί, Λιστ, Αλμπένιθ, Ντεμπυσύ.
Μύρων Μιχαηλίδης και Αldo Ciccolini, φωτ:Νώντας Στυλιανίδης
Το μελωδικό Συμφωνικό Πρελούδιο σε λα μείζονα του Τζιάκομο Πουτσίνι (1858-1924), μουσική για όλο το φάσμα του κοινού, ευχάριστη, φωτεινή, ελκυστική, μελωδική, παίχτηκε με ιδιαίτερη χάρη και άνεση και άρεσε, δικαιολογημένα, στο (ολιγάριθμο βέβαια, αλλά τι.. να κάνουμε;) κοινό του Ηρωδείου. Για το έργο του αυτό, όπως και για το Συμφωνικό Καπρίτσιο, ο Πουτσίνι διεκδικεί νομίζω καλύτερη θέση ανάμεσα στους συνθέτες που έγραψαν για ορχήστρα. Η αδικία στη περίπτωσή του είναι μάλλον το ότι η τόσο φωτισμένη πλευρά του ταλέντου του, η όπερα, σκίασε καταλυτικά την άλλη, τη συμφωνική του πλευρά. Ο Μύρων Μιχαηλίδης λοιπόν έδωσε ευκαιρία να την ανακαλύψουμε στο Ηρώδειο και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Τα Συντριβάνια της Ρώμης (1916) και τα Πεύκα της Ρώμης (1924) του Οττορίνο Ρεσπίγκι από τη Μπολόνια (1879-1936), συνθέσεις αναγνωρίσιμες από ένα ευρύ κοινό, ήταν τα έργα του δευτέρου μέρους του προγράμματος. Για την ιστορία και μόνον ας αναφέρουμε ότι πρόκειται για τα δύο πρώτα συμφωνικά ποιήματα ενός τριπτύχου που συμπληρώθηκε από τον συνθέτη το 1928 με τις Ρωμαϊκές Γιορτές. Η ΚΟΘ έπαιξε με μεσογειακό, θερμό ήχο, κάτι στο οποίο ο κόσμος δικαιολογημένα ανταποκρίθηκε με το θερμό του χειροκρότημα στο τέλος.
Εκτός των άλλων όμορφων σημείων της συναυλίας στο Ηρώδειο η ΚΟΘ, με το συγκεκριμένο πρόγραμμα, κράτησε ξεκούραστο το ακροατήριο της, χάρη στη σχετικά μικρή διάρκεια της προτεινόμενης μουσικής, αρετή που μου φάνηκε να... εκτιμήθηκε –και αυτή, από τους περισσότερους.
Το Ηρώδειο αυτή τη βραδιά της 17ης Ιουνίου, είχε αναλογικά πολύ νέο κοινό. Ευτυχής συγκυρία; Ανταπόκριση στη νέα ιδέα, τη διαφήμηση και τη προβολή; ή μήπως η θετική αύρα της σημερινής ΚΟΘ και του μαέστρου; Μακάρι να είναι όλα αυτά, μαζί με κάτι ακόμα: μια ηχηρή πρόταση των νέων ακροατών προς τους φορείς των εξουσιών μας που αγρόν αγοράζουν γενικώς περί τη μουσική.. Εμείς θα είμαστε εδώ και χωρίς εσάς!
Φεύγοντας από το Ηρώδειο, περπατώντας στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω για ακόμα μια φορά το πανέμορφο αυτό σημείο της πόλης. Οι πέτρες αναπνέουν εκεί, κάτω από τον ήλιο αλλά και κάτω από το φεγγάρι, περήφανες και σίγουρες ότι μας κρατούν ακόμα ψηλά στο πολιτιστικό ιστορικό δεδομένο της οικουμένης. Εμείς πάλι, περπατάμε και σκεφτόμαστε: γιατί τόση ασπλαχνία απέναντι στη σύγχρονη μουσική οικογένεια; Γιατί ο πολιτισμός και οι τέχνες να ακουμπούν τους πολιτικούς μας μόνον στη γλώσσα;
Έφη Αγραφιώτη