ΕΝΑ ΜΟΥΣΙΚΟ ΡΟΛΟΪ
Πληροφορίες για την ελβετική μουσική οικογένεια.
Β' μέρος
Η Ελβετία δεν έχει μόνον διακεκριμένες γυναίκες στη μουσική σκηνή και στη σύνθεση, έχει επίσης πολλές, καλές διευθύντριες ορχήστρας, όπως η Chiara Banchini (Lugano), 1946) Isabelle Ruf-Weber (1960), Chantal Wuhrmann (1946, Γενεύη), Sylvia Caduff (Chur, 1937) και καμιά δεκαριά ακόμα, που ζουν εκτός χώρας. Δεν θα υποστηρίζαμε ποτέ ότι η επαγγελματική τους θέση είναι ίση με αυτή των ανδρών συναδέλφων τους στην πράξη, υποστηρίζουμε πάντως ότι στην Ελβετία η προκατάληψη είναι σαφώς μικρότερη από αλλού.
RUF-WEBER ISABELLE CADUFF SYLVIA
Μια από τις παλαιότερες χρονολογικά συνθέτριες της χώρας ήταν η Margueritte Sara Roesgen – Champion (1894-1976). Έγραψε πολλές συνθέσεις για το αγαπημένο της όργανο που ήταν το κλαβεσέν και πλήθος κομματιών για πνευστά. Σε παλαιά προγράμματα παρατηρήσαμε ότι εκτός των μεγάλων συναυλιών όπου ακούστηκαν συνθέσεις της, είχε συχνά ως χώρους παρουσίασης έργων τις εκκλησίες και τους θρησκευτικούς προτεσταντικούς συλλόγους. Έχουν δισκογραφηθεί κάποια εξ αυτών, όπως το Preludio (για όμποε και Εκκλησιαστικό Όργανο), το Nocturne (για όμποε και πιάνο), η μελωδία Simple Bonheur (για σοπράνο και πιάνο), το Κουιντέττο πνευστών (1968), το Κοντσέρτο (για σαξόφωνο, φαγκότο και κλαβεσέν, 1920), το Κοντσέρτο για βιολί, φλάουτο και κλαβεσέν (1935) και οι Etoiles Filandes (1939), στην πρώτη εκτέλεση της οποίας συμμετείχαν η πρωτοποριακή για την εποχή Γυναικεία Ορχήστρα με τη μαέστρο Jane Ervard. Η συνθέτρια πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στο Παρίσι όπου και παίχτηκαν αρκετές φορές έργα της σε συναυλίες του Κονσερβατουάρ αλλά και από μεγάλες ορχήστρες και διάσημους μαέστρους, όπως για παράδειγμα ο Σαρλ Μυνχ. Μεμονωμένα μικρά κομμάτια της βρίσκονται σε δίσκους Ελβετών σολίστ διάσπαρτα στη δισκογραφία τους.
Η Tona Scherchen Hsiao είναι κόρη του μαέστρου Hermann Scherchen και η μητέρα της ήταν και αυτή συνθέτρια. Γεννήθηκε στο Neuchâtel στην Ελβετία στις 12 Μαρτίου 1938. Ξεκίνησε τη μουσική εκπαίδευση στη Σαγκάη και στο Πεκίνο, όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Η γιαγιά της, πιανίστρια και αυτή, επόπτευε τη πορεία των σπουδών της. Η Τόνα μου γράφει εμφαντικά ότι «δεν είναι ελβετίδα αφού ο λόγος που βρέθηκαν οι γονείς της στην Ελβετία ήταν απλώς για να γλυτώσουν από τις διώξεις των Ναζί». Δεν είναι όμως τόσο απλό. Από το 1923 μέχρι το 1947 ο μαέστρος διηύθυνε την ορχήστρα του Winterthour από το 1944 μέχρι το 1950 ήταν διευθυντής της Ορχήστρας του Ραδιοφωνικού σταθμού της Ζυρίχης. Ζούσε λοιπόν εκεί με φυσικό επακόλουθο να αναζητηθεί βοήθεια για την ανατροφή του παιδιού του. Λόγω της καριέρας των δύο γονιών και της ιδιαίτερης οικογενειακής τους κατάστασης η μικρή τότε Titigre ανατράφηκε από τη γιαγιά. Η συνθέτρια προτιμά να δηλώνει κάτοικος του πλανήτη γη και δεν σχολιάζει την επισήμανσή μου ότι σε κείμενα γάλλων αναφέρεται και ως γαλλίδα, έτσι μέσα στο παιχνίδι των συγχύσεων, δικαιολογούνται και οι Ελβετοί να την καμαρώνουν σαν δικό τους παιδί! Μαθήτρια του Μεσσιάν, του Λιγκέτι, του Χένζε, γνώρισε τις μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης μουσικής σκέψης μέσα στο σπίτι της και χάρη στην τύχη αυτή είχε ευκαιρίες να συνδυάσει γνώσεις και εμπειρίες από πολύ μικρή. Τα έργα της, συμφωνικά, σουίτες χορού και μουσική δωματίου εκπέμπουν εξωτισμό, τα περισσότερα έχουν κινεζικούς τίτλους και στηρίζονται σε ασυνήθιστους συγκερασμούς οργάνων (Hsun, Schen, Tzoué, Yi κ.α).
Tona – Titigre Scherchen, ευχαριστώ για τη φωτογραφία!
Η Marianne Schroeder από τη Λουκέρνη είναι εκτός από συνθέτρια και διευθύντρια ορχήστρας αλλά και εκλεκτή σολίστ του πιάνου με επαγγελματική παρουσία στις ΗΠΑ και την κεντρική Ευρώπη. Παίζει τα έργα συνθετών της πρωτοπορίας από τον Φέλντμαν μέχρι τον Στοκχάουζεν και έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους με παρόμοιο ρεπερτόριο (Scelsi, Ustvolskaia Galina, Braxton, Stiebler και είκοσι περίπου άλλους). Συνθέτει σύγχρονη μουσική και έχει εκδώσει δίσκο ακτίνας με τα κομμάτια για πιάνο Lasciando, Evocations.
Claudia Binder
Οι Elena Rieder, Urla Kahl, Haidi Baader, Sylvie Corvoisier, Regina Irman, Luisa Lasdun, Marie Christine Raboud, Marie Cecile Reber, Marianne Schuppe, Madlain Rougli, Claudia Binder, Erika Radermacher, Ursula Gut, Iris Szeghy, μαζί με πολλές ακόμα που ζουν σε άλλα κράτη, αποτελούν το δραστήριο, επιτυχημένο κομμάτι της γυναικείας συνθετικής συντροφιάς.
Iris Szeghy Haidi Baader
Το πιάνο στην Ελβετία του 18ου αιώνα. Παίζει φορτεπιάνο η Christine Sartoretti
Christine Sartoretti, pianoforte, Έργα Ελβετών συνθετών. Περιλαμβάνει συνθέσεις παλιών συνθετών και παίζει σε πιανοφόρτε το 1775.
Η Christine Sartoretti
Συνταξιούχος πια καθηγήτρια του Ωδείου Λωζάννης, διεθνώς καταξιωμένη σολίστ ειδικευμένη στη παλιά μουσική, με σοβαρές σπουδές εκκλησιαστικού οργάνου και κλαβεσέν, με βραβεία διεθνή και μεγάλη μουσική κατάρτιση, η Christine Sartoretti συνεχίζει να προσφέρει. Είναι από τις πρώτες γυναίκες που δημιούργησαν σελίδα διαδικτύου με τίτλο Clavida. Υπήρξε μαθήτρια μιας άλλης σοβαρής μουσικού με παρουσία στο παγκόσμιο στερέωμα, της Christiane Jaccottet από τη Λωζάννη που πέθανε το 1999 στα εξήντα δύο της χρόνια. Ξεπήδησε από παλιά μουσική οικογένεια και στα είκοσί της ήταν ήδη ένα ανερχόμενο γνωστό όνομα στη κεντρική Ευρώπη, κυρίως μετά το βραβείο που κέρδισε στο διαγωνισμό της ARD στο Μόναχο. Συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους σύγχρονούς της συνθέτες, ιδιαίτερα με τον Μαρτέν (έπαιξε πρώτη τα κοντσέρτα για τσέμπαλο) και με όλους σχεδόν τους Ελβετούς σολίστες. Από το 1975 δίδασκε στο Ωδείο της Γενεύης σε μια τάξη ιδιαιτέρως παραγωγική σε ταλέντα και συναυλίες. Μας άφησε περί τους εκατό δίσκους (!!!) με παλιά και νέα μουσική.
Chr. Jaccottet, φωτογραφία του 1990
σειρά συναυλιών στη RSR, στη μνήμη της Chr. Jaccottet στη Γενεύη
Ως οφείλουμε τώρα, θα σκιαγραφήσουμε τη μουσική προσωπικότητα των Πατεράδων της μουσικής αυτής πολυπρόσωπης οικογένειας, που είναι και οι υπεύθυνοι για τη σημερινή θετική, εύρωστη εικόνα της ελβετικής μουσικής ζωής. Όλοι τους στην πατρίδα τους έχουν ήδη γίνει δρόμοι, πλατείες, αγάλματα στα κεντρικά πάρκα, προγράμματα επιμόρφωσης, αίθουσες συναυλιών, γέφυρες κατά μήκος των ακτών των λιμνών, βραβεία, υποτροφίες, ο Αρτούρ Χόνεγκερ έγινε πρόσφατα και χάρτινο νόμισμα των 20 φράγκων.
Ακούστε: Arthur Honegger: "Intrada for trumpet and piano" (1947) Reinhold Friedrich (trumpet)
Γεννήθηκε το 1892 από γονείς ελβετούς που βρέθηκαν στη γαλλική Havre για επαγγελματικούς λόγους. Η μητέρα του που έπαιζε πιάνο τον έστρεψε στη μουσική. Οι πρώτες συνθέσεις του ήταν αυτοσχεδιασμοί για πιάνο και δυο βιολιά, για τα μουσικά βραδινά που έδιναν με τη μητέρα και έναν οικογενειακό φίλο τους, ψυχαγωγώντας την οικογένεια και τους συνεργάτες. Το 1909 τον βρίσκουμε σπουδαστή στο Ωδείο της Ζυρίχης και το 1911 στο Παρίσι. Το 1913 ολόκληρη η οικογένεια επιστρέφει στην Ελβετία, αλλά ο ανήσυχος νεαρός άλλοτε αποφασίζει να αφιερωθεί στη σύνθεση, άλλοτε να ξαναπάει στο Παρίσι, άλλοτε να στραφεί στη διδασκαλία.Το 1918 εγκαταλείπει τις σπουδές και λίγο μετά τον βρίσκουμε στο Παρίσι, στη συντροφιά του Απολλινέρ, του Σατί και του Πικάσσο. Τον Γενάρη του 1920 στο σπίτι του Μιγιώ είναι αυτός που πρωτοστατεί στην επίσπευση της διακήρυξης του μουσικού πιστεύω της μουσικής τους παρέας που συμπληρώνεται ως γνωστόν από τους Ντυρέ, Ορίκ, Ταϊφέρ, Πουλένκ. Το group des six, γίνεται γνωστό μέσα από άρθρο του φίλου τους δημοσιογράφου Henri Collet στην εφημερίδα Comoedia. Η Αρχιτεκτονική της μουσικής που θα επέτρεπε να συγκεραστούν οι αισθητικές τάσεις της τόσο πλούσιας εποχής του, είναι το μεγάλο του ζητούμενο. Από τα έργα του, κάποια ξεσήκωσαν σκάνδαλα –Dit des Jeux du Monde- ενώ άλλα ενέπνευσαν διθυραμβικά σχόλια –Βασιλιάς Δαβίδ, Ιωάννα στην Πυρά-. Γνωστότερος για τα μεγάλα έργα του, έγραψε εξαιρετική μουσική για πιάνο και μουσική δωματίου, μελωδίες, τραγούδια, μουσική για ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσική για κινηματογραφικά έργα. Η μουσική του γλώσσα προκάλεσε κείμενα και αναλύσεις κυρίως λόγω της ποικιλίας της. Άλλοτε τονικός και άλλοτε ατονικός (Αντιγόνη), πολυτονικός στη μουσική δωματίου και καθαρός υπερασπιστής των νεωτερισμών και των εξελίξεων μετά το 1940, ψάχνει ανήσυχα να καλλιεργήσει μια δυνατή επικοινωνία με τη μουσική γλώσσα του. Δεν διστάζει μάλιστα να δανειστεί ό,τι στοιχείο τον συναρπάζει από άλλους συνθέτες, Ντεμπυσσύ, Μπετόβεν, Στραβίνσκι, αδιαφορώντας για τις αρνητικές επιπτώσεις των σχολίων των αυστηρών κριτικών μουσικής. Ουμανιστής, ιδεολόγος, υπεράσπιζε με παρρησία τους νεότερους συνθέτες, πρωτευόντως τον Μεσσιάν, ελπίζοντας ότι σε αυτούς μπορεί να ακουμπήσει με σιγουριά το μέλλον της μουσικής τέχνης.
από αριστερά, καθιστή η Germaine Tailleferre, Darius Milhaud, Arthur Honegger, Louis Durey, Francis Poulenc, Jean Cocteau, Georges Auric. Στο κέντρο; Όποιος την αναγνωρίσει την όμορφη κυρία δεν έχει παρά να μας ενημερώσει!
Η παρουσίαση του Βασιλιά Δαβίδ, στη Μεζιέρ της Ελβετίας (1921)
Οι Ελβετοί γνώριζαν ανέκαθεν καλά τη μουσική του Χόνεγκερ, όχι όμως τη μουσική του Φρανκ Μαρτέν, του άλλου μεγάλου συνθέτη τους (1890-1974). Ο Martin ήταν παιδί ιερέα και έπαιζε πιάνο πριν πάει στο σχολείο. Μελέτησε αρμονία και πιάνο, σύνθεση και ιστορία μουσικής. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να σπουδάσει μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο της Γενεύης όχι μόνον γιατί τον ενδιέφεραν αλλά και για να ικανοποιήσει τους γονείς του. Από το 1915 το κοινό είχε την ευκαιρία να ακούει έργα του σε συναυλίες στις περισσότερες ελβετικές πόλεις. Ο δραστήριος νέος μουσικός ίδρυσε το 1926 τη Société de la Musique de Chambre στη Γενεύη και άρχισε να διδάσκει θεωρητικά και μουσική δωματίου στο Ινστιτούτο Νταλκρόζ και στο Ωδείο της Γενεύης. Από το 1942 μέχρι το 1946 ήταν πρόεδρος του Συλλόγου Ελβετών Μουσικών. Τότε είναι που αποφάσισε να απεμπλακεί από κάθε συναφή δραστηριότητα, να περιπλανηθεί, για να μπορέσει να προβάλει τη μουσική του ανά τον κόσμο, να αφιερωθεί στη σύνθεση. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα γραφικό μικρό τόπο στην Ολλανδία (1956), όπου και συνέθεσε μέγα πλήθος έργων, ενώ βρήκε χρόνο να στραφεί και στη φιλοσοφία και τη ψυχολογία. Ο πολυγραφότατος Μαρτέν σταμάτησε να γράφει δέκα μέρες πριν τον θάνατό του που επήλθε στις 21 Νοεμβρίου 1974 στο σπίτι του, στο Bolenaan.
Φρανκ Μαρτέν
Η ευγενική κυρία Μαρτέν υποδεχόταν μέχρι πολύ πρόσφατα κάθε επισκέπτη στο σπίτι που φιλοξενεί τις μνήμες και τα ντοκουμέντα της ζωής του συνθέτη. Η πόλη της Γενεύης το έχει θέσει από το 1996 υπό καθεστώς οικονομικής υποστήριξης. Η Société Frank Martin που ιδρύθηκε στη Λωζάννη το 1979 από αγαπητούς συνεργάτες και φίλους του, φροντίζει για τις εκτελέσεις και το αρχείο του συνθέτη, ενώ έχει εκδώσει σειρά δίσκων ακτίνας με τα έργα του. Εννέα βιβλία κυκλοφορούν που είτε γράφτηκαν, είτε αφορούν τη μουσική προσωπικότητα του συνθέτη. Ξεχωρίζω τα Entretiens sur la musique, Fr.Martin – Jean Claude Piguet – Correspondance 1934-1968 -Fr. Martin και Ernest Ansermet- Souvenirs de ma vie avec Frank Martin –Maria Martin.
O Ernest Ansermet γεννήθηκε στο γραφικό Βεβέ το 1893 και πέθανε το Φεβρουάριο του 1969 στη Γενεύη. Μελέτησε φυσική και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Πρώτα λοιπόν έγινε επιστήμων. Παράλληλα μελετούσε μουσική με τον Ερνεστ Μπλόχ και τον Αλέξανδρο Ντενερεάζ, διαπρεπή παιδαγωγό – θεωρητικό της μουσικής. Το 1912 δοκιμάζει δειλά να διευθύνει μια ορχήστρα στο Μοντρέ. Η μαγεία της μουσικής έκφρασης τον κατακτά. Όλοι προσέχουν την εξαιρετική φύση του και την επικοινωνιακή του δύναμη. Από το 1916 οι μουσικοί στόχοι του είναι να οργανώσει όσο γίνεται καλύτερα τη μουσική ζωή της Γενεύης. Δύο χρόνια μετά ιδρύει τη περίφημη Ορχήστρα της Ρωμανικής Ελβετίας και προτείνει στα προγράμματά της έργα ασύλληπτα μέχρι τότε στο χώρο αυτό. Ραβέλ, Μπάρτοκ, Στραβίνσκι, Χόνεγκερ κλπ.. Στάθηκε ικανός διευθυντής της μέχρι το 1969.
Ερνεστ Ανσερμέ, Βιλχελμ Κεμπφ
Έζησε μια μεστή ζωή και κατάφερε να εκτιμηθεί όσο ακόμα ήταν ζωντανός. Άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και πνευματικότητα, πέρα από την μουσική παρουσία στο πόντιουμ, συνέγραψε σπουδαία κείμενα, εκ των οποίων το πιο γνωστό είναι η Γένεση του Έργου, επηρεασμένο από τη Φαινομενολογία του Χούσερλ, μέσα από τις σελίδες του οποίου προσπαθεί διατρέχοντας την ιστορία της μουσικής από την αρχαία ελληνική σκέψη μέχρι τον Στραβίνσκι, να εξηγήσει τη θέση και τη φύση της μουσικής ως συνολικής έκφρασης της ανθρώπινης οντότητας, επομένως σαν αποτέλεσμα συνεργασίας της ιστορίας και της πολιτικής, της ψυχολογίας και των μαθηματικών, της θεωρίας και της αποκτημένης εμπειρίας του ανθρώπου.
Ο ένας από τους γιους του Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Σουλίμα, (1910-1994) ήταν κι αυτός συνθέτης. Ζούσε μέχρι το 1950 μαζί με τον ζωγράφο αδελφό του στο σπίτι της οικογένειας στη Μόρζ, μεταξύ Λωζάννης και Γενεύης. Μελέτησε πιάνο και θεωρητικά πρώτα στη Λωζάννη και συνέχισε με τον Ισιντόρ Φιλιπ και τη Νάντια Μπουλανζέ στο Παρίσι. Υπήρξε αξιόλογος ερμηνευτής των πιανιστικών έργων του πατέρα του και δάσκαλος πιάνου με μεγάλη φήμη. Το κεντρικό του ενδιαφέρον δεν ήταν όπως θα περίμενε κανείς οι ταλαντούχοι σολίστες αλλά τα μικρά παιδιά. Στη Μορζ ανέπτυξε σοβαρή δράση για την οργάνωση του ωδείου και την δραστηριοποίηση της μουσικής ζωής. Μετά το 1950 εργάστηκε στο Ιλλινόις ως καθηγητής και εκδότης χωρίς να διακόψει και την σταδιοδρομία του ως σολίστ. Από τις συνθέσεις του παίχτηκαν περισσότερο τα κομμάτια για πιάνο (σονατίνες, μουσική για παιδιά, δέκα πέντε χαρακτηριστικά κομμάτια, ινβενσιόνες, πρελούδια και φούγκες), το τρίο και η σονάτα για βιόλα, τα τρία κουαρτέτα εγχόρδων.
Ο Σουλίμα Στραβίνσκι σε μια από τις τελευταίες φωτογραφίες του.
Προς την Αμερική οδηγήθηκε κάποια στιγμή και ο Ερνεστ Μπλόχ, συνθέτης που οι Ελβετοί θεωρούν δικό τους, μόνο που κάνουν το ίδιο και οι Αμερικανοί. Ο συνθέτης εμπνεύστηκε από την εβραϊκή παράδοση τα περισσότερα και τα γνωστότερα από τα έργα του (Schelomo, Souplication for cello, Servisio Sacro, Nigun κ.α). Συνέθεσε όμως και μουσική εξαιρετική που δεν παίχτηκε αρκετά, για να γίνει εξ ίσου γνωστή στο ευρύ κοινό. Γεννήθηκε το 1880 στη Γενεύη και μελέτησε στις Βρυξέλλες βιολί, με δάσκαλο τον Ευγένιο Ιζαί. Από το 1917 για προσωπικούς, επαγγελματικούς και πολιτικούς πρωτίστως λόγους προτίμησε να μετακινηθεί στις ΗΠΑ. Πήρε αμερικανική υπηκοότητα το 1924. Εκεί δίδαξε, συνέθεσε και πέθανε, στο Όρεγκον, το 1959.
Ερνεστ Μπλοχ Ερνεστ και Σουζάννα Μπλοχ
Ο Ζακ Νταλκρόζ ίσως είναι η πιο διάσημη σε παγκόσμια κλίμακα μουσική προσωπικότητα του ελβετικού χώρου. Ένας άνθρωπος γεννημένος να αυτοσχεδιάζει. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική η παιδαγωγική του τακτική βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση.
Emile - Jacques Dalcroze (1865-1950). Η καταγωγή του ήταν από το γραφικό Saint Croix, κοντά στη Λωζάννη, γεννήθηκε πάντως στη Βιέννη όπου ο ωρολογοποιός πατέρας του έδραζε τις επιχειρήσεις του. Οικογενειακά εγκαταστάθηκε στα δέκα του χρόνια στη Γενεύη. Το μεγαλύτερο πάθος του από τότε ήταν το θέατρο, ενώ δοκίμαζε να διευθύνει μικρές ορχήστρες και να γράψει μουσικές παραστάσεις, οπερέτες, μουσικές σκηνές. Από το 1892 άρχισε να στριφογυρνάει στο μυαλό του το περίφημο σύστημά του, που θέλει τη διδασκαλία του σολφέζ «να περνά μέσα από το σώμα του παιδιού, να ενσωματώνεται και να γίνεται με τον καιρό ένα με αυτό». Μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας, σε συνεργασία πάντα με την ορχήστρα του ωδείου στη Γενεύη, εκμεταλλευόμενος μια χορηγία πήγε το 1910 στη Δρέσδη να συνεχίσει τις παιδαγωγικές έρευνες, όπου το 1914 δήλωσε έτοιμος να υπερασπιστεί πια τη μέθοδό του. Το 1915 με οικονομική και ηθική υποστήριξη των κατοίκων της Γενεύης το Ινστιτούτο Ζακ Νταλκρόζ άνοιγε τις πόρτες στους μαθητές. Η συγκινητικότερη εμπειρία του συνθέτη –όπως θυμόταν η κόρη του- ήταν όταν στα 75 του χρόνια, του έστειλαν ένα Χρυσό Βιβλίο, μέσα στο οποίο δέκα χιλιάδες υπογραφές μαθητών του συστήματος του εύχονταν Χρόνια Πολλά! Το 1946 έχασε τη σύντροφό του Νίνα. Φαίνεται πως αυτό ήταν η αρχή της ψυχολογικής του κατάρρευσης. Πάλεψε δουλεύοντας από το σπίτι του το οποίο μετέβαλε σε αρχηγείο και κέντρο συνεδριάσεων, μετά το 1948 όμως και για τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ακόμα και αυτό ήταν αδύνατο. Το Ινστιτούτο συνέχισε να λειτουργεί εποικοδομητικά με την υποστήριξη της πόλης της Γενεύης, επεκτείνοντας τη δραστηριότητά του στην έρευνα της μουσικής διδασκαλίας υπό τη διεύθυνση της Μαρτίν Νταλκρόζ. Διαθέτει εξαιρετικά πλούσια βιβλιοθήκη όπου εκτός του δανειστικού μέρους, πωλούνται οι παρτιτούρες και τα θεωρητικά του βιβλία, οργανώνει ετησίως αρκετές εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό και εποπτεύει την εργασία των παραρτημάτων και τη διδασκαλία από ειδικούς του συστήματος παγκοσμίως.
Ο Σάντορ Βέρες πήγε στην Ελβετία το 1949, στα σαράντα δύο του χρόνια, σε μια πολιτικοκοινωνικά δύσκολη εποχή για την Ουγγαρία. Είχε μελετήσει στη Βουδαπέστη μουσική με δασκάλους τον Μπάρτοκ και τον Κοντάι, καθώς και εθνομουσικολογία. Επιπροσθέτως είχε διδάξει στο εκεί Ωδείο και το Πανεπιστήμιο. Κρίνεται ως ο σπουδαιότερος Ούγγρος συνθέτης μετά τους δασκάλους του. Ως συνθέτης είχε ήδη παρουσιάσει από πολύ νωρίς έργα του και είχε τιμηθεί με σοβαρές διακρίσεις. Η συμφωνική μουσική και η μουσική δωματίου αποτελεί τον κατ’ εξοχήν χώρο του. Δοκίμασε να ερευνήσει τον ήχο των οργάνων της ορχήστρας με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Το τελευταίο από τα έργα του, η Τρομπονιάδα, είναι ένα ασυνήθιστο κοντσέρτο για 2 τρομπόνια και ορχήστρα διάρκειας δεκαπέντε λεπτών (1989-90). Στα χρόνια που έζησε στη Βέρνη (μέχρι το θάνατό του το 1992) δίδαξε με αυστηρή μέθοδο και εξ ίσου την θεωρία της παλιάς και της νέας μουσικής. Τόνιζε στους μαθητές του πάντα τη βασική του αρχή: «η σύνθεση είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση, δεν υπακούει στους νόμους της ...κληρονομικότητας ούτε όμως και στο δίκαιο των επιγόνων. Απαιτείται όμως σκληρή αναζήτηση γνώσης, σφαιρικής και μουσικής». Ανάμεσα στους επιφανείς μαθητές του ας αναφέρουμε απλώς (αν και είναι κορυφαίος μουσικός του εικοστού αιώνα) τον παγκοσμίως γνωστό σολίστα του όμποε, πολυγραφότατο συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και στενό συνεργάτη του Heinz Hollinger από το ελβετικό χωριό Langenthal, που δούλεψε κοντά του τα χρόνια 1955-1959. Ο συνθέτης Roland Moser (1943 Βέρνη) υπήρξε επίσης στενός συνεργάτης και μαθητής του. Διέγραψε σημαντική τροχιά στο χώρο της ηλεκτρονικής πειραματικής μουσικής και είναι από το 1984 ένας από τους καθηγητές σύνθεσης στην Ακαδημία της Bale.
1929 1952 1982
Sandor Veress
Στη Βουδαπέστη γεννήθηκε το 1936 και ο Istvan Zelenka. Στα είκοσι χρόνια του εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και το 1962 στη Γενεύη όπου εργάστηκε ως μηχανικός ήχου και παραγωγής δίσκων αλλά και ως παρουσιαστής – παραγωγός μουσικών προγραμμάτων. Πήρε την ελβετική υπηκοότητα το 1976. Οι παραγωγές του στο ραδιόφωνο RSR αποτελούν πλέον κομμάτι της ιστορίας του ελβετικού ραδιοφώνου. Μετά το 2000 εγκατέλειψε τη κλασική σύνθεση και ασχολείται με παραγωγές ήχου –εικόνας δημιουργώντας πολύ ενδιαφέροντα έργα.
Istvan Zelenka
Συνθέτης είναι και ο διεθνώς αναγνωρισμένος Οργανίστας Guy Bovet. Η μουσική του είναι κυρίως θεατρική αλλά συνέθεσε χορωδιακές συνθέσεις και κομμάτια για εκκλησιαστικό όργανο, μια όπερα και μικρές χαριτωμένες μουσικές κωμωδίες. Συνεργάστηκε πολλές φορές με την Ουνέσκο και ασχολήθηκε με την έρευνα των οργάνων στη Λατινική Αμερική. Είναι καθηγητής στη Μπαλ αλλά ταξιδεύει πολύ για τις ανάγκες της σταδιοδρομίας του. Και ο Pascal Favre (1949) ανήκει στη κατηγορία των συνθετών – σολίστ. Τρομπετίστας με διεθνείς επιδόσεις, εξ ίσου σημαντικός στις τζαζ και στις κλασικές ερμηνείες, διδάσκει μουσική δωματίου και τρομπέτα στο Ωδείο της Λοζάννης και συνθέτει.
Πηγαίνοντας πιο πίσω πρέπει να μη παραλείψουμε να αναφερθούμε στον διευθυντή ορχήστρας και συνθέτη Othman Schoeck (1886-1957) που μελέτησε στη Ζυρίχη και τη Λειψία, διηύθυνε και οργάνωσε με αυταπάρνηση μικρά και μεγάλα ελβετικά ορχηστρικά σχήματα και βραβεύτηκε για το έργο του 1945 από το Σύλλογο των Ελβετών Μουσικών. Τα έργα του χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη, ποιητική λεπτότητα και ευαισθησία που λίγο θυμίζει τη γερμανική του παιδεία, ας επιτραπεί να σχολιάσουμε.
Ο Willy Burkhard έπαιξε βασικότατο κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής ζωής και κυρίως της εκπαίδευσης στην Ελβετία. Άνθρωπος βαθιά μορφωμένος και δυναμικός, δραστηριοποιήθηκε σε ...άπειρες θέσεις και επίμονα οδηγούσε σχεδόν πάντα τα πράγματα σε θετική έκφανση. Γεννήθηκε στο μικρό Εβιλάρ το 1900 και πέθανε 55 ετών στη Ζυρίχη. Δίδασκε αδιάκοπα από το 1924, πρώτα στη Βέρνη και ακολούθως στη Ζυρίχη. Οι Ελβετοί τον ανεγνώρισαν πρώτα για τη ποιότητα της θρησκευτικής μουσικής του. Τα συμφωνικά του έργα και η άλλη θαυμάσια παραγωγή έργων του, χρειάστηκε να ιδρυθεί ο σύλλογος W. Burkhard, για να δουν σιγά- σιγά το φως της έκδοσης και της εκτέλεσης. Ο Σύλλογος φρόντισε επίσης για την έκδοση του καταλόγου έργων και δίσκων με ηχογραφήσεις. Το 2000 οργάνωσαν σειρά εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του που περιελάμβανε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά αφιερώματα.
Willy Burkhard
Μια μικρή στάση κάπου εδώ. Αλήθεια ποιος είναι ο εθνικός ύμνος της χώρας αυτής; Θέλω να σας διηγηθώ τη χαριτωμένη ιστορία του μέσα σε λίγες γραμμές. Το 1841 ο συνθέτης Alberich Zwyssig βάσισε πάνω σε ένα Καντίκιο αγαπητό στο κόσμο μια μουσική του, επιδιώκοντας να πείσει τους ιθύνοντες να τον προτείνουν ως εθνικό ύμνο. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο αρνήθηκε στην αρχή να την «ονομάσει» εθνικό ύμνο αφήνοντας στους πολίτες, που μέχρι τότε τραγουδούσαν έναν αντίστοιχο ύμνο πάνω στη μουσική του αγγλικού εθνικού ύμνου, την πρωτοβουλία να κρίνουν. Ακόμα κι αυτοί που έδειξαν να κοιτάζουν θετικά τη νέα μουσική πρόταση συνέχισαν να θεωρούν σαν καταλληλότερο ύμνο τον.. αγγλικό με στίχους από τον ύμνο του Καντικίου. Έθεσαν μάλιστα ως όρο ότι αν τελικώς κάτι αλλάξει, τα καντόνια θα έχουν αν θέλουν και δικό τους ξεχωριστό πατριωτικό τραγούδι… Για λόγους που είναι αυτονόητοι ξέσπασαν διπλωματικά ζητήματα, λάβρα κείμενα και αντιδράσεις. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο ονόμασε «πρόσκαιρη λύση» την καθιέρωση του Καντικίου ως εθνικού ύμνου το 1961. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού ακόμα και στην Ελβετία σε μερικές περιπτώσεις…
Ας ξαναγυρίσουμε στο σήμερα σκιαγραφώντας μια μεγάλη μορφή του σύγχρονου μουσικού χώρου. Ο Κlaus Huber συνθέτει από το 1952. Αποτελεί εξέχουσα φυσιογνωμία της παγκόσμιας πρωτοπορίας αν και δύσκολα θα τον κατέτασσε κανείς σε μια ομάδα συγκεκριμένη της αβανγκάρντ. Πολυγραφότατος διανοούμενος και μουσικός πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις, ενώ κάθε νέο έργο του αποτελεί θέμα για τη μουσική αρθρογραφία. Γεννήθηκε στη Βέρνη (1924), μελέτησε βιολί και θεωρητικά με το νονό του, τον Βίλλυ Μπούκαρντ. Δίδαξε βιολί από το 1950 για δέκα χρόνια και από το 1961 διδάσκει ασταμάτητα θεωρητικά και σύνθεση. Μετά το 1980 η τεράστια φήμη του τον οδηγεί να διδάσκει σε σεμινάρια σε όλα σχεδόν τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης. Παράλληλα παραμένει πρωταγωνιστής στη δραστηριότητα των συνδικαλιστικών σωματείων της Ελβετίας ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελβετών Μουσικών. Είναι μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου. Κατατάσσεται στους συνθέτες με την πλουσιότερη παρουσία στη δισκογραφία.
KLAUS HUBER
Ο Αργεντινός –ιταλικής καταγωγής- συνθέτης Alberto Ginastera (1916-1983) δεν έζησε παρά δέκα τρία χρόνια στη Γενεύη. Οι κάτοικοί της όμως τον καμάρωναν ως έναν από τους επιφανέστερους γείτονες τους. Τον θεωρούσαν Ελβετό, κι ας μην ήταν, με τον επίσημο τουλάχιστον ορισμό. Αυτό του άρεσε και τον κολάκευε, αφού ποτέ δεν έκρυβε την αδυναμία που έτρεφε για το μικρό αυτό κράτος. Η παρουσία του στη μουσική ζωή της Γενεύης ήταν έκδηλη. Μετά το θάνατό του ένα μεγάλο πλήθος εκδηλώσεων άλλοτε με πρωτοβουλία της οικογένειας και άλλοτε με πρωτοβουλία της πόλης έλαβαν χώρα μέχρι σήμερα. Πρόσφατο ήταν το αφιέρωμα του Ωδείου της Γενεύης (2006) το οποίο φρόντισε μια ομάδα μουσικολόγων με επικεφαλής της κόρη του, με αφορμή τα ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του.
AL. GINASTERA
Διαπρεπής και παγκοσμίως γνωστός συνθέτης ο Rolf Liebermann γεννήθηκε στη Ζυρίχη και μελέτησε δίκαιο στο Πανεπιστήμιο και μουσική ιδιωτικά, βάζοντας στην αρχή σαν πρώτη του επιλογή τη τζαζ (έπαιζε σαξόφωνο σε γκρουπ) και το καμπαρέ (όπου τραγουδούσε). Ωριμάζοντας στρέφεται στη διεύθυνση ορχήστρας και μελετά με τον Hermann Scherchen, του οποίου διετέλεσε βοηθός μέχρι το 1938. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο Λίμπερμαν ξεκινά την καριέρα με την οποία και έγινε διάσημος, δηλαδή αυτή του διευθυντή – μάνατζερ μεγάλων μουσικών σχηματισμών, παίρνοντας το βάπτισμα από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ζυρίχης, περνώντας στην Όπερα του Αμβούργου (1959-1972), την όπερα του Παρισιού και από το 1985 μέχρι το 1988 ξανά στην Όπερα του Αμβούργου. Η περίπτωσή του δημιούργησε μια ... μόδα, μια ειδικότητα, καθώς έλεγε με το ιδιαίτερο χιούμορ του, αυτή του διευθυντή θεάτρων. Το όραμά του ήταν από την αρχή να εμπνεύσει τις προϋποθέσεις για να μεγαλουργήσουν οι σύγχρονοι καλλιτέχνες όλων των ειδικοτήτων. Να γνωρίσει το κοινό τη σύγχρονη έκφραση μέσα από τη καλλιτεχνική της αξία και να πεισθούν οι φορείς να επενδύσουν χρήματα στη κάθε φορά «σημερινή» αισθητική». Ως συνθέτης ο Λίμπερμαν συνέθεσε μουσικά κομμάτια από το χώρο της ελαφράς μουσικής μέχρι το δωδεκαφθογγισμό και από το στυλ μπαρόκ μέχρι μαζικής παραγωγής τραγούδια αλλά και όπερες και σκηνική μουσική. Η πέμπτη και τελευταία του όπερα Μήδεια παίχτηκε το 1992. Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1999 στο Παρίσι.
Ένας γλυκύτατος Ελβετός, ο πολυγραφότατος συνθέτης και πιανίστας από τη Rolle Jules François Zbinden, σχεδόν στα 90 του, συνθέτει ακόμα έργα σε τζαζ ηχόχρωμα. Ήταν η πρώτη και αξεπέραστη αγάπη. Από μικρό παιδί, ως συνθέτης και μουσικός ασχολήθηκε με πάθος μαζί της. Από το 1947 ήταν προϊστάμενος του τμήματος τζαζ και ελαφράς μουσικής στη ρωμανική ραδιοφωνία, ενώ παράλληλα δίδασκε κλασικό πιάνο και για πολλά χρόνια διατελούσε μέλος μουσικών επιτροπών. Τα έργα του έχουν εκδοθεί από τους μεγαλύτερους μουσικούς εκδότες της Ευρώπης. Από τις ωραιότερες εμπνεύσεις του είναι η σύνθεση για σόλο κιθάρα (1999).
J.Fr.Zbinden
Άφησα για το τέλος τον Heinrich Sutermeister. Αν και παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό είναι ένας συνθέτης με υπέροχες μουσικές αποσκευές. Οι μουσικοί του καιρού του τον αποκαλούσαν ο Κύριος Βελούδο για την αριστοκρατική, διακριτική του συμπεριφορά. Γεννήθηκε στο Feuetrthalen τον Αύγουστο του 1910 και πέθανε το Μάρτη του 1995 στη Morges. Οι όπερές του είναι μάλλον τα μόνα γνωστά έργα, όλοι όμως συμφωνούν ότι ήταν ένας μάστορας της μουσικής δωματίου. Ένα κοντσέρτο για πιάνο, η μουσική μπαλέτου Μαξ και Μόριτζ, τα κοντσέρτα για βιολοντσέλο, το καπρίτσιο για κλαρινέτο μαζί με τα χορωδιακά του, αναδεικνύουν τη νεοκλασική του συνθετική αισθητική αν και επηρεάστηκε σε αρκετά άλλα έργα από την μουσική και φιλοσοφική άποψη των δασκάλων και φίλων του Carl Orff και Arthur Honegger. Ο συνθέτης μεγάλωσε σε περιβάλλον που λάτρευε την μουσική και όλοι στην οικογένεια έπαιζαν όργανα. Ο Προτεστάντης πάστορας πατέρας με επιμονή έστρεψε το γιο του στη σοβαρή μελέτη της αρμονίας στο Ωδείο της Μπαλ. Παράλληλα ο νεαρός μουσικός μελέτησε στο Πανεπιστήμιο μαθηματικά και φιλοσοφία. Από μικρός χαρακτηριζόταν από δύο ιδιότητες που δεν τον εγκατέλειψαν στη ζωή του, την υπερβολή και το πάθος. Ένα ταξίδι στο Παρίσι τον φέρνει κοντά στη μουσική του Ραβέλ και της ομάδας των έξι. Η φιλοδοξία να σπουδάσει σε βάθος τη μουσική σύνθεση τον κάνει να περιπλανηθεί στη Γερμανία αναζητώντας τους καλύτερους δασκάλους της εποχής. Το 1932 συνθέτει ινβενσιόνες για πιάνο και έξι μελωδίες μπαρόκ για τενόρο και χορωδία. Το 1934 που προσελήφθη για να προετοιμάζει τους χορωδούς στην όπερα της Βέρνης, ενθουσιάζεται με το λυρικό θέατρο και αφιερώνεται σε αυτό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 συνθέτει όπερες και χορωδιακά κομμάτια. Μετά την εγκατάστασή του στη Μορζ στρέφεται προς την οργανική μουσική, αλλά συνθέτει και το περίφημο Ρέκβιεμ που διηύθυνε λίγο μετά την ολοκλήρωσή του ο Χέμπερτ φον Κάραγιαν στη Ρώμη. Άνθρωπος απόμακρος και μονήρης ελάχιστα παρουσιαζόταν στα μουσικά και άλλα γεγονότα, ακόμα πιο ελάχιστα μιλούσε και προκαλούσε το ενδιαφέρον για τον ίδιο και τη μουσική του. Το 1977 έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαυαρίας.
ΗEINRICH SUTERMEISTER
Δεν έχω ολοκληρώσει τη περιστροφή του ρολογιού.. μια πρόγευση του τρίτου μας και τελευταίου μέρους αποτελεί η παρακάτω φωτογραφία:
Ιδού ένας πολύ διάσημος μη Ελβετός της Ελβετίας, ο γνωστός για το χιούμορ του πιανίστας Αρθούρος Ρουμπινστάϊν (1887-1982), στο σπίτι του στη Γενεύη στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Έφη Αγραφιώτη
effie@tar.gr
(Ιανουάριος 2007)