ΟΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ
Προ ημερών βρέθηκα σε δυσάρεστη θέση και στην ανάγκη να υπερασπιστώ το επίπεδο συναδέλφων μου αλλά και το κύρος του οργάνου, όταν γνωστός μαέστρος κατά τη διάρκεια ενός καφέ που πίναμε, άνοιξε συζήτηση για κάποιες αναρτήσεις κιθαριστών στο διαδίκτυο.
Μη κρύβοντας το ειρωνικό του ύφος και με ολοφάνερη διάθεση σαρκασμού, ζητούσε πληροφορίες για τις δραστηριότητες και την σταδιοδρομία των ‘διεθνούς φήμης’ κιθαριστών, όπως απροκάλυπτα χλεύαζε.
Αισθάνθηκα στο ύφος του μια απαξίωση για το όργανό μας και τους κιθαριστές γενικότερα.
Η ερευνητική του αρχική ματιά, ήταν αν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου τα δημοσιεύματα και κατά πόσο συμφωνώ με αυτά. Δεν άργησε μάλιστα να έλθει και η στιγμή που βρέθηκα σε θέση απολογούμενου για το κύρος του οργάνου στον τόπο μας.
Ο έμπειρος μαέστρος που έχει κατά καιρούς διευθύνει κονσέρτα κιθάρας, φάνηκε περισσότερο ενημερωμένος για τα του οίκου μας απ’ ό,τι αρχικά είχα πιστέψει. Και πρέπει να πω ότι στη συνέχεια υπήρξε απέναντί μου αρκετά οξύς – για να μη πω καυστικός – όταν διαπίστωσε πως προσπαθούσα να δικαιολογήσω τις αναρτήσεις, με το επιχείρημα πως λίγο ως πολύ και οι καλλιτέχνες των άλλων οργάνων αρέσκονται να δημοσιεύουν ανάλογα κείμενα προβάλλοντας κάτι παραπάνω από αυτό που στην πραγματικότητα είναι.
– “Συνηθισμένη πρακτική όλων των καλλιτεχνών η επιλογή μιας ρετουσαρισμένης φωτογραφίας, μιας μονταρισμένης ηχογράφησης ή ενός παραφουσκωμένου βιογραφικού. Χώρια οι απανωτές δημοσιεύσεις στα ΜΜΕ ανάλογα με τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις του καθενός τους. Που βρίσκεις δηλαδή τελικά το πρόβλημα για μια υπερβολή κάποιων κιθαριστών?”
Ο συνομιλητής μου χωρίς διάθεση υποχώρησης επανέφερε συνεχώς τη συζήτηση τονίζοντάς μου τις λέξεις “σοβαρό καλλιτεχνικό επίπεδο”. Οι αιχμές που άφηνε περιστρεφόντουσαν γύρω από τις γνώσεις, την συμπεριφορά και την καλλιέργεια που διακρίνει τους επαγγελματίες κιθαριστές σε σχέση με αυτούς των άλλων οργάνων. Μεταξύ των επιχειρημάτων που πρόβαλλε ήταν η προέλευση της κιθάρας, το ρεπερτόριό της, η Παιδεία των εκτελεστών και η καλλιτεχνική τους συνείδηση, καταλήγοντας πάντοτε στην έλλειψη “σοβαρού καλλιτεχνικού επιπέδου”
– “Τελικά τι είσθε? Πως ζείτε? Ως μουσικοπαιδαγωγοί ή ως διασκεδαστές?” ήταν κάποιες ωμές ερωτήσεις που απερίφραστα μου εκτόξευε, φροντίζοντας μάλιστα να αναφέρει ως παράδειγμα και κάποια ονόματα κιθαριστών.
– “Μα αυτό ίσως είναι και το μεγαλείο του οργάνου. Οι δυνατότητες που έχει να συμμετέχει σε όλα τα είδη της μουσικής. Όργανο πολυφωνικό, πολυσύνθετο, πολυδιάστατο, δημοφιλέστατο, μοναδικό στο να ανταποκρίνεται σε όλους τους ρόλους!”
Ήταν φανερό ωστόσο πως ο μαέστρος οδηγούσε τη συζήτηση στην κατεύθυνση που επεδίωκε, να με πείσει δηλαδή πως η πλειονότητα των κλασικών κιθαριστών είναι χαμηλότερου επιπέδου μουσικοί, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα και την ανάλογη συμπεριφορά τους στις εκτελέσεις των έργων, στην ύλη που διδάσκουν στα ωδεία, στον τρόπο που προβάλλονται.
– “ Ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι το όργανό σας έχει ρίζες λαϊκές, συνδεδεμένο από παλιά με τη συνοδεία και το τραγούδι που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους. Ίσως οφείλεται στην αγορά, επειδή είναι πολύ φτηνότερο από τα υπόλοιπα όργανα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ακόμη και ο χαμηλός ήχος που σας υποχρεώνει στη χρήση μικροφώνου ή το φτωχό ρεπερτόριο που σας αναγκάζει να παίζετε μεταγραφές, χώρια η δυσκολία σας να συμπράξετε με ορχήστρες ή μουσικά σύνολα, γεγονός που σας απομονώνει. Από ό,τι έχω διαπιστώσει ως τώρα, ελάχιστοι είναι οι κιθαριστές με σοβαρή μουσική κατάρτιση και καλλιέργεια”.
– “Δεν θα συμφωνήσω με όλα τα παραπάνω. Συγκριτικά με τα άλλα όργανα, το επίπεδο της κιθάρας στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο θα έλεγα, αν μετρήσει κάποιος τα ονόματα με πραγματική διεθνή σταδιοδρομία ή τα διεθνή βραβεία που κατά καιρούς έχουν αποσπάσει οι έλληνες κιθαριστές στο εξωτερικό. Και αν πράγματι είναι αλήθεια πως στερηθήκαμε την κληρονομιά μεγάλων συνθετών των περασμένων αιώνων, αυτό δεν μας εμπόδισε να δημιουργήσουμε αξιόλογες Σχολές κιθάρας που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τις φημισμένες της αλλοδαπής”.
Ειπώθηκαν πολλά ακόμη που δεν μπορώ να τα συμπεριλάβω στο κείμενο αυτό, καλύπτοντας έτσι τη συζήτηση μιας περίπου ώρας και ούτε ξέρω αν κατάφερα τελικά να μεταπείσω τον συνομιλητή μου ή τουλάχιστον να κλονίσω σε μεγάλο βαθμό τη βεβαιότητα που είχε για το μουσικό μας επίπεδο.
Είναι προφανές πως σε μια συζήτηση κανείς δεν σηκώνεται από το τραπέζι αποδεχόμενος στο έπακρο τις αντίθετες απόψεις. Από την άλλη ωστόσο είναι βέβαιο πως η ίδια συνομιλία – όταν γίνεται καλοπροαίρετα και δεν εκτραχύνεται – να δημιουργεί οπωσδήποτε κάποιους προβληματισμούς και στους δυο συνομιλητές, κάποιες σκέψεις διαφορετικές ‘ένθεν κακείθεν’.
Στην προκειμένη περίπτωση φαντάστηκα πως πολλά από τα επιχειρήματα του μαέστρου δεν ήταν ασφαλώς αυτοσχέδια της στιγμής εκείνης, αλλά απόψεις σε συνομιλίες που θα είχε κάνει ο ίδιος και με άλλους μουσικούς για την κιθάρα στην Ελλάδα. Και αυτό δυστυχώς είναι άδικο αφού υποθέτω πως δεν θα υπήρξε ποτέ κάποιος αντίλογος…
Η αποτίμηση – υποτίμηση του οργάνου μας από καλλιτέχνες άλλων οργάνων δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρο συναίσθημα για μένα.
Μιλώντας πάντα για την κλασική κιθάρα και τις δραστηριότητες που έχουμε είτε σε αίθουσες συναυλιών είτε σε χώρους διδασκαλίας, είναι διαπιστωμένο πως κάθε φορά όλο και κάποιο πρόβλημα θα προκύψει με τους γύρω μας: Ο ωδειάρχης που θα μας παραχωρήσει την δευτεροκλασάτη αίθουσα διδασκαλίας, ο πιανίστας που θα έχει τον πρώτο λόγο στη κατάρτιση της μαθητικής συναυλίας, η επιτροπή σε διεθνές φόρουμ που δεν θα συμπεριλαμβάνει κιθαριστή, ο μαέστρος που εκνευρίζεται με το μικρόφωνο στο κονσέρτο και ο τεχνικός για την άποψη που έχουμε στον ήχο και δεν τον ‘αφήνουμε να κάνει τη δουλειά του’.
Επί πολλές δεκαετίες διαπίστωνα πως σπάνιζαν οι περιπτώσεις μουσικών σε θέσεις κλειδιά (διευθυντές, σύμβουλοι, προγραμματιστές), οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν με την ίδια συμπεριφορά τους σολίστες της κιθάρας όπως συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν τους σολίστες των άλλων οργάνων.
Σκεπτόμουνα για παράδειγμα τα ελάχιστα ρεσιτάλ κιθάρας που φιλοξενούν κάθε χρόνο τα Μέγαρα Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης – για να μη μιλήσω για κονσέρτα με ορχήστρα – σε σύγκριση με αυτά των άλλων οργάνων, τη στιγμή που κατά γενική παραδοχή έχουμε εξαίρετους νέους σολίστες της κιθάρας που πασχίζουν να τους δοθεί μια ευκαιρία για να ακουστούν σε μια καταξιωμένη αίθουσα.
Υπάρχει κάποια προκατάληψη? Κάποια σύγχυση για την αξία του οργάνου? Κάποια εδραιωμένη άποψη για την ποιότητα των κιθαριστών που ταυτίζεται με αυτή του μαέστρου?
Από την άλλη ωστόσο, σκεπτόμουνα και το ενδεχόμενο αυτή η άποψη που πλανάται γύρω μας να μην είναι εντελώς τυχαία. Αναρωτιέμαι με άλλα λόγια μήπως πράγματι συμβάλλουμε και εμείς οι ίδιοι με τη συμπεριφορά μας δίνοντας δικαιώματα, ή όπως λένε “βγάζουμε τα μάτια με τα ίδια μας τα χέρια”.
Πόσο σοβαρά δηλαδή μπορεί να μας πάρει κάποιος όταν διαβάζει σε αναρτήσεις στο διαδίκτυο για τόσους πια ‘διεθνούς φήμης κιθαριστές’ για ‘παγκόσμιες ακτινοβολίες’ για ‘διάσημους προέδρους’ για ‘θρυλικές κιθάρες’ για ‘τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου’ για “παγκόσμιες κιθαριστικές ορχήστρες” και άλλα ηχηρά παρόμοια, στομφώδη και ιλαρά…
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
Σεπτέμβριος 2018
lizevas@yahoo.com
http://www.evangelos-liza.com/
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)