κάντε κλικ στο εικονίδιο-μεγάφωνο, για να ακούτε
σύντομο απόσπασμα του έργου Vexations με τον Τίτο Γουβέλη
από το Tar-radio.com!
Ο Κωνσταντίνος Λυγνός συζητά με τον πιανίστα Τίτο Γουβέλη
Το Σάββατο 10 Απριλίου, λίγο μετά τις εννιά το βράδυ, ο Τίτος Γουβέλης ξεκίνησε, την παρουσίαση ενός από τα πιο περίεργα «εναλλακτικά» έργα του ιστορικού ρεπερτορίου: το «Vexations» για πιάνο του Erik Satie (1866 – 1925). Πρόκειται για ένα «μουσικό θραύσμα» ή σκίτσο που διαρκεί πάνω – κάτω, μόλις ενάμιση λεπτό, το οποίο όμως πρέπει, σύμφωνα με τις οδηγίες του συνθέτη, να επαναληφθεί 840 φορές! (Δεκαπέντε περίπου ώρες αργότερα, το μεσημέρι της Κυριακής 11 Απριλίου, γύρω στις δωδεκάμιση, η εκτέλεση είχε ολοκληρωθεί...)
Ως «ΠΟΛΥΤΟΝΟν» ενδιαφερθήκαμε για το εγχείρημα μόλις το μάθαμε και δημοσιεύσαμε σχετικό άρθρο του ίδιου του Τίτου Γουβέλη στο προηγούμενο τεύχος μας. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει μερικές βασικές πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό της σύνθεσης τις προηγούμενες παρουσιάσεις της και λίγα στοιχεία ανάλυσης. Για όσους ενδιαφέρονται, επισημαίνω την ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να βρει υλικό για το «Vexations» στο διαδίκτυο: Άρθρα στη Wikipedia και αλλού, video από παρουσιάσεις και πολλά ακόμα.
Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με την «ελληνική πλευρά» του θέματος. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρώτη φορά που το έργο παρουσιάστηκε στην Ελλάδα. Η συζήτηση που ακολουθεί είναι μία απόπειρα καταγραφής του γεγονότος και έγινε την Παρασκευή 18 Απριλίου. Όσο δηλαδή πιο σύντομα γινόταν μετά «το τέλος της γιορτής».
Κ. Λ.
Κ. Λ. Θέλω να ξεκινήσω από την εμπειρία. Πώς αισθάνθηκες και ποιές είναι οι εντυπώσεις σου;
Τ. Γ. Η εμπειρία ήτανε εκπληκτική και αυτό ήτανε μία έκπληξη για μένα !
Κ. Λ. Είχες να παίξεις 840 φορές το ίδιο πολύ απλό πράγμα, που δεν έχει καμία δεξιοτεχνική απαίτηση: Τέταρτα και όγδοα, πολύ αργά, ένα μπάσο - πάντα το ίδιο - που πρώτα ακούγεται μόνο του και μετά προστίθενται από πάνω του δύο διαφορετικές εναρμονίσεις από άλλες δύο φωνές. Αυτό είναι όλο. Η μόνη ίσως δυσκολία είναι ότι πολλές από τις νότες είναι γραμμένες με ένα επιτηδευμένα «ανορθόγραφο» και δύσκολο τρόπο (π.χ. Σολ ύφεση, αντί το πολύ πιο αναγνωρίσιμο, φα δίεση). Νομίζω μάλιστα ότι αυτό είναι τυπικός Satie. Το κάνει επίτηδες.
Τ. Γ. Αυτό το συζητούσαμε κάποια στιγμή και λέγαμε ακριβώς αυτό: Ότι έτσι όπως είναι γραμμένο δεν μπορεί κανείς να το μάθει απ’ έξω. Τώρα πια βέβαια μετά τις 840 φορές το έχω μάθει...
Κ. Λ. Θα πρέπει να το είχα ήδη ακούσει 60 - 70 φορές και πάλι δεν μπορούσα να το ανακαλέσω επαρκώς στη μνήμη μου. Ακόμα και για να ακούσεις καθαρά το θέμα του μπάσου με τις προσθήκες που μπαίνουν από πάνω σου παίρνει αρκετή ώρα. Σκέφτομαι ότι αν κάποιος άκουγε 70 φορές, ακόμα και ένα από τα «Δέκα σκίτσα για έγχορδα» του Σκαλκώτα για παράδειγμα, θα το θυμόταν.
Τ. Γ. Είναι όντως δύσκολο. Αυτό που νομίζω ότι ο Satie πέτυχε πολύ καλά είναι να σου δίνει κάτι και συγχρόνως να σου το παίρνει πίσω. Να σε κάνει να νοιώθεις πάρα πολύ οικεία και ταυτόχρονα να σε μπερδεύει.
Η εμπειρία
Κ. Λ. Όμως παρ’ όλο που ως μουσική είναι τόσο περίεργη (θυμίζει έντονα δωδεκάφθογγο, έχει τα τρίτονα, κλπ), είναι σαφώς Satie. Έχει κάτι από τον ήχο του. Εδώ λοιπόν μπορούμε να σκεφτούμε γιατί ένας τέτοιος συνθέτης που είναι τόσο αμφιλεγόμενη περίπτωση, έγραψε τόσο λίγο και δεν κατάφερε να βγάλει το Conservatoire, έμεινε, ενώ πάρα πολλοί άλλοι, που αποφοίτησαν γράψανε όπερες, συμφωνίες και φούγκες, ίσως και πήρανε το Prix de Rome, έσβησαν...
Τ. Γ. Μία έκπληξη ήταν πώς μέσα στην διάρκεια των ωρών το κομμάτι αποκτούσε διαφορετικό μουσικό περιεχόμενο. Ένοιωθα ότι μπορούσα να παίξω με μικρές αυξομειώσεις της δυναμικής, με το φραζάρισμα, από το που να ξεκινήσει μία φράση και που να τελειώσει, με διαφορετικά σημεία στίξης...
Αυτό δεν το περίμενα. Κάποιοι μου είπανε: «Παρατηρούσαμε αυτά που έκανες, προφανώς τα έκανες για να μείνεις ξύπνιος». Τους απάντησα, με κάθε ειλικρίνεια, ότι δεν τα έκανα για να μείνω ξύπνιος, αλλά γιατί μου έβγαιναν με έναν πάρα πολύ αυθόρμητο τρόπο.
Έτσι κάποια πράγματα μπορεί να γινόντουσαν ακριβώς τα ίδια για ένα μεγάλο αριθμό φορών (δέκα και είκοσι), και κάποια στιγμή να μου ερχόταν η επιθυμία να το πω διαφορετικά. Όλα όμως είχαν ένα κοινό παρονομαστή: το tempo.
Κ. Λ. Επειδή εγώ σε άκουσα στην αρχή, στη μέση και στο τέλος, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αυτή η σταθερότητα. Βέβαια δεν έχω και κάποια απόλυτη μετρονομική αίσθηση, αλλά αυτό ένοιωσα.
Τ. Γ. Κάποιοι που το χρονομέτρησαν σε διαφορετικές στιγμές μου είπαν ότι έτσι ήτανε.
Κ. Λ. Εκτός φυσικά από τις τρεις τελευταίες φορές, που τις άργησες λιγάκι, τις δυνάμωσες λιγάκι και στην τελευταία έσβησες.
Τ. Γ. Αυτό ήταν επίσης κάτι που δεν μπορούσα να προβλέψω και θα ήτανε τελείως ανόητο να σχεδιάσω τί θα έκανα στο τέλος. Το άφησα και έγινε εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να συνοψίσω όλα όσα είχα νοιώσει κατά την διάρκεια όλων αυτών των ωρών στις δύο τελευταίες φορές.
Αυτό προέκυψε ως μία εσωτερική ανάγκη: Εφόσον ολοκληρώθηκε όλη αυτή η διαδικασία, ας πούμε - αν μπορέσουμε - όλα αυτά που έχουμε νοιώσει. Εξ’ ου και η απόφαση η προτελευταία φορά να είναι πιο forte και κάπως μεγαλειώδης και η τελευταία ένας απόλυτος ψίθυρος.
Κ. Λ. Σχετικά με τη σταθερότητα της εκτέλεσης: Κάποια στιγμή, γύρω στις μία με δύο, παρατήρησα ότι «έτρωγες» καμιά φορά την ανάκρουση της συγχορδίας πριν την κατάληξη της φράσης. (Είναι αυτό το χαρακτηριστικό όγδοο που έρχεται πριν κατάληξη της φράσης και είναι οι ίδιες νότες.) Μάλιστα δεν ήμουνα σίγουρος, οπότε κάποια στιγμή άρχισα να περιμένω την επόμενη φορά. Τελικά διαπίστωσα ότι κάποτε γινότανε, κάποτε «στο περίπου» και κάποτε όχι. Χρονικά ωστόσο το σχήμα δεν άλλαζε. Ερχόταν πάντα η «ανάσα» στο τέλος και η συνέχεια. Δεν αισθανόμουνα δηλαδή ότι κάτι είχε «σκοντάψει».
Ανεβαίνοντας επάνω λέω: «Ξέρετε, τώρα πια καμία φορά δεν χτυπάει ακριβώς την προτελευταία συγχορδία». Γυρίζει τότε κάποιος και μου λέει: «Αφού δεν χτυπάει το κεφάλι του στο πιάνο, πάλι καλά!»
Δεν ξέρω αν το κατάλαβες ποτέ αυτό. Ίσως να νόμιζες ότι το έπαιζες.
Τ. Γ. Ήταν και φορές που δεν το ένοιωθα καν σαν ανάκρουση. Για μένα πιο επιτακτική ήτανε η ανάγκη της κατάληξης. Νομίζω ότι είχε να κάνει και με το τί είχε προηγηθεί. Το πώς δηλαδή είχε δομηθεί αυτή η μικρή μουσική φράση.
Κ. Λ. Πάντως το πρωί που ξαναήρθα το έπαιζες ακριβώς όπως είναι γραμμένο. Αυτό με φέρνει κάπου αλλού. Έβαλες καθόλου «αυτόματο πιλότο»; Έφτιαξες δηλαδή μία εκτελεστική κατάσταση – ας το πούμε έτσι – και πάνω σ’ αυτήν πάτησες;
Τ. Γ. Όχι καθόλου. Δεν το έκανα γιατί αφ’ ενός δεν μου γεννήθηκε αυτή η επιθυμία και αφ’ ετέρου γιατί ίσως να ήταν και επικίνδυνο. Νομίζω ότι σ’ αυτό μας έχει προστατέψει και ο ίδιος ο Satie (δεν ξέρω πόσο συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτό μόνο ο ίδιος θα τα ήξερε), με το να έχει φτιάξει μία απλούστατη δομή: Το θέμα στο αριστερό, η πρώτη εναρμόνιση, ξανά το θέμα στο αριστερό, η δεύτερη εναρμόνιση. Όμως στη διάρκεια τόσων ωρών και επαναλήψεων αυτό δεν είναι καθόλου απλό και δεν μπορείς να λειτουργήσεις με αυτοματισμό.
Κ. Λ. Το ένοιωσα και εγώ, επειδή ήθελα να υπολογίζω που πετάς κάτω τη σελίδα για να σε φωτογραφίσω εκείνη τη στιγμή. Τελικά μου πήρε πολλή ώρα να βρω την αλληλουχία σε σχέση με την αλλαγή. Σκέφτομαι ότι πέρα από τη θεατρικότητα των σελίδων που σιγά – σιγά γέμιζαν το πάτωμα, πως αυτό ήταν και ένας πρακτικός τρόπος να μπορείς να παίξεις ακριβώς τις 840 φορές.
Κάποιος (ψιλοζηλιάρης – ψηλοζηλιάρα), συνάδελφός σου, είπε ότι αυτό ήτανε ένα εξωγενές στοιχείο, ότι δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, κλπ. Εγώ δεν συμφωνώ.
Τ. Γ. Κατ’ αρχήν αυτό έχει ξαναγίνει, άρα δεν είμαι ο πρώτος που επέλεξε αυτό τον τρόπο. Μου άρεσε όμως, και επίσης με βοηθούσε. Κατά καιρούς έχουνε κάνει διάφορα. Υπάρχουνε περιπτώσεις που έχουν κάποιο ηλεκτρονικό μέτρημα και μία οθόνη που προβάλλεται το 1, 2, 3.
Κ. Λ. Αυτό μου φαίνεται πολύ επικίνδυνο γιατί υποθέτω πως θα πρέπει να υπάρχει κάποιος χειριστής που παρακολουθεί.(Δεν μπορώ να φανταστώ τί μηχάνημα θα μπορούσε να ξεχωρίσει τις αλλαγές...) Αν γίνει έτσι, η πιθανότητα λάθους είναι αρκετά μεγαλύτερη.
Τ. Γ. Ένας άλλος τρόπος, που έγινε και με λίγο χιούμορ ως αναφορά στο έργο του Satie σε «φόρμα αχλαδιού», ήτανε να έχουνε τρία αχλάδια και 840 καρφίτσες. Όποτε τελείωνε μία επανάληψη βάζανε μία καρφίτσα σε ένα αχλάδι.
Ο λόγος που επέλεξα αυτό τον τρόπο όπως και να πετάω κάτω το χαρτί, είναι γιατί θεώρησα ότι πήγαινε πιο κοντά στην έννοια της performance. Η εικόνα των χαρτιών στο πάτωμα είναι - ας πούμε - η εικαστική αποτύπωση ενός χρόνου ο οποίος σχεδόν έχει πια πάψει να υπάρχει ως έννοια. Είναι επίσης ένα υλικό απομεινάρι αυτού του έργου. Ήθελα δηλαδή η εκτέλεση να αφήσει το αποτύπωμά της στο χώρο. Τα χαρτιά μπορείς να τα αγγίξεις και να πάρεις ένα φύλλο αν θέλεις, κάτι που πολλοί έκαναν.
Κ. Λ. Όταν ήρθα το πρωί ένας φανατικός ακροατής σύγχρονης μουσικής, ο Γιώργος Μπρατζιώτας, μου είπε: «Πέρασε από κοντά του να σε δει». Γενικά στην πρώτη φάση, όταν ξεκίνησε το Σάββατο βράδυ μετά τις εννιά, υπήρχε θόρυβος. Άνοιγε η πόρτα, κόσμος έμπαινε και καθότανε, ακουγόντουσαν από πάνω ομιλίες. Ήταν κάτι που εμένα και πολλούς άλλους μας ενόχλησε καθώς είμαστε ακόμα μέσα στη λογική μίας κανονικής συναυλίας. Αυτό που φαίνεται να προέκυψε είναι ότι μετά τόσες ώρες, ένας θόρυβος και η όποια αντίδραση από τον εξωτερικό χώρο γενικά, σου έκαναν καλό. Δεν ξέρω βέβαια πώς βγήκε αυτό συμπέρασμα αφού δεν μπορούσες να τους μιλήσεις...
Τ. Γ. Φυσικά και κάνει καλό. Υπήρξαν πολλές φάσεις. Στην αρχή, τις πρώτες έξη – επτά ώρες, κάτι ψίθυροι ή ο κόσμος που μπαινόβγαινε μου ήταν αρκετά ως επαφή με τον έξω κόσμο.
Κ. Λ. Δηλαδή το χρειαζόσουν;
Τ. Γ. Θα μπορούσα να κάνω και χωρίς αυτό, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν καθόλου ενοχλητικό για μένα. Ήταν ένας μικρός σύνδεσμος. Από εκεί και μετά, άρχισε να υπάρχει μία πιο άμεση επαφή με τον κόσμο ακόμα και οπτική. Είχανε μείνει πια λίγοι, υπήρχε μεγάλη ησυχία, οπότε - θα έλεγα - έγινε μία σύσφιξη των σχέσεων. Πολλές φορές άφηνα το βλέμμα μου λίγο να περιπλανηθεί, κάτι που κάνεις ακόμα και όταν παίζεις ένα πολύ κλασικό έργο.
Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή (δεν θυμάμαι τί ώρα ήτανε- ήτανε σίγουρα πολύ προχωρημένη ώρα), που για μία στιγμή είδα όσους είχαν μείνει μέσα να έχουν σχεδόν ή και τελείως αποκοιμηθεί. Ήταν τόσο γλυκιά και απολαυστική αυτή η αίσθηση, μ’ άρεσε τόσο πολύ! Επίσης ένας από τους ακροατές που έμεινε συνεχώς, κάποια δύσκολη στιγμή ήρθε και μου είπε από μακριά: «Τίτο, εμείς είμαστε ακόμα εδώ!» Πρέπει να απάντησα: «Και εγώ νομίζω ότι είμαι ακόμα εδώ...»
Είναι κι’ αυτό λίγο ανορθόδοξο, αυτή η στιγμιαία επαφή με τον κόσμο. Όμως, κακά τα ψέματα, το έχουμε νοιώσει όλοι: Ένας μουσικός θέλει να παίζει σε κοινό. Μετά από όλες αυτές τις ώρες, στις δέκα, έντεκα το πρωί της Κυριακής, όταν ξανάρθε αρκετός κόσμος, ανέκτησα σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις μου. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Έτσι είναι η δουλεία μας.
Για μένα και τις προσδοκίες μου, ο κόσμος ήτανε εντυπωσιακά πολύς και για πολύ μεγάλη διάρκεια.
Κ. Λ. Πότε ήτανε ο πιο λίγος κόσμος;
Τ. Γ. Ο κόσμος ήτανε λίγος μετά τις τέσσερις θα έλεγα. Στο διάστημα τέσσερεις με οκτώ ήτανε ο λιγότερος. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε κόσμος συνέχεια και αυτό ήτανε για μένα η δεύτερη μεγάλη έκπληξη.
Η προετοιμασία
Κ. Λ. Προφανώς δεν το προβάρισες ποτέ ολόκληρο.
Τ. Γ. Όχι. Το προβάρισα σε μικρότερες ενότητες, μέχρι τρεις – τέσσερεις ώρες, προσπαθώντας να το κάνω σε πολύ διαφορετικές ώρες της ημέρας. Άλλες φορές το έκανα πολύ νωρίς το πρωί, άλλες πολύ αργά το βράδυ, κλπ.
Κ. Λ. Δηλαδή το έπαιζες σε ώρες που ο βιολογικός ρυθμός σου ήταν διαφορετικός.
Τ. Γ. Ακριβώς. Και αυτό έγινε σε τυχαία χρονικά διαστήματα.
Κ. Λ. Εκτός από το να το παίξεις διαφορετικές ώρες της ημέρας έκανες κάποια άλλη προετοιμασία; Όταν βγήκες στην αρχή έκατσες αρκετή ώρα μπροστά στο πιάνο με κλειστό το καπάκι.
Τ. Γ. Σύμφωνα με τις επιταγές του έργου.
Κ. Λ. Όμως ο Satie δεν προσδιορίζει πότε γίνεται αυτή η προετοιμασία. Αν είναι πριν το παίξιμο ή ακόμα πιο πριν. Τις μέρες πριν την παράσταση προσπάθησες να αλλάξεις κάποιες συνήθειες σου; Έκανες ασκήσεις χαλάρωσης ή κάτι ανάλογο; Το ίδιο το μουσικό υλικό κάνει περιττά μία σειρά από πράγματα που θα χρειαζόντουσαν για την προετοιμασία ενός κανονικού κομματιού. Δεν υπάρχει δεξιοτεχνία, ταχύτητα, μεγάλες δυσκολίες μουσικής γλώσσας, επομένως μία κανονική διαδικασία πρόβας γίνεται περίπου άχρηστη. Ένα κανονικό κομμάτι παίζεται και ξαναπαίζεται πολλαπλάσιες φορές σε σχέση με την εκτέλεση ή έστω τις εκτελέσεις του. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο: το κομμάτι παίζεται ολόκληρο μόνο κατά την ώρα της εκτέλεσης. Ως εκ τούτου η ψυχική και πνευματική προετοιμασία αποκτά άλλη διάσταση.
Τ. Γ. Διότι πραγματικά πηγαίνεις για να ζήσεις κάτι πρωτογενώς. Μία σονάτα η ένα κοντσέρτο, τα έχουμε μελετήσει εκατοντάδες φορές, τα έχουμε ακούσει, έχουμε απομονώσει τα δύσκολα σημεία, πάμε σε ένα δρόμο τον οποίο λίγο - πολύ ξέρουμε. Εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να έχεις παίξει δεκαπέντε ώρες μόνος σου από πριν. Θα έλεγα ότι η δική μου προετοιμασία ήταν πολύ μεγάλη και σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου.
Η γνωριμία μου με το έργο είναι παλιά, εδώ και πέντε – έξη χρόνια, όταν έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο πετώντας προς το Παρίσι. Φτάνοντας, πήγα και αγόρασα τις νότες που ήτανε μέσα σε μία συλλογή μαζί με διάφορα άλλα κομμάτια του Satie. Από την πρώτη έκπληξη, «μα πάει καλά; Πλάκα μας κάνει!», σιγά –σιγά άρχισα να διαβάζω περισσότερο, να το ψάχνω και να διαπιστώνω ότι με πείθει. Να νοιώθω ότι υπάρχει περιεχόμενο αισθητικό.
Μετά άρχισε η συνεργασία με τη Χριστίνα Βατσέλα, που είναι μία αγαπημένη φίλη, ιστορικός τέχνης, με ειδίκευση στη video art και στα new media, για το πώς θα μπορούσε να στηθεί κάτι. Εδώ η επιστημονική της γνώση ήταν καταλυτική. Έτσι έγινε ο σύνδεσμος με την εννοιακή τέχνη (conceptual art), των εικαστικών. Τότε ήταν που αποκρυσταλλώθηκε μέσα μου το πώς θα μπορούσε να γίνει. Οπότε ήταν μία προετοιμασία πολύ – πολύ αργή και πολύ μεγάλη.
Όσο για τη σιωπή πριν το ξεκίνημα, ήξερα ότι το να πάω στο χώρο ή να βγω στη σκηνή, μοιραία θα ανέκοπτε όποια προετοιμασία και να είχα κάνει. Έτσι ήθελα η σιγή και η ακινησία που ζητάει ο Satie να υπάρξουν επί σκηνής και αυτό να γίνει αντιληπτό και από τον κόσμο.
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Satie (αυτό κι’ αν είναι ανατρεπτικό), δεν βάζει στο επίκεντρο των οδηγιών του το θέμα των 840 επαναλήψεων. Αυτό είναι η δευτερεύουσα πρόταση της φράσης του. Η κύρια πρόταση είναι ότι ο πιανίστας πρέπει να προετοιμαστεί σε «βαθιά σιωπή και σοβαρές ακινησίες». Παραδόξως αυτό είναι το πρωτεύον. Ε, αυτό το πρωτεύον ήθελα να το μοιραστώ και με το κοινό. Για όσους δεν ήξεραν τίποτα, ίσως φάνηκε λίγο περίεργο ένας πιανίστας που κάθεται τόση ώρα σκυμμένος και δεν ξεκινάει, αλλά είχα την ελπίδα ότι η ιδέα θα περάσει. Από αυτά που άκουσα μετά, νομίζω πώς αυτό έγινε.
Στοιχεία από την παράσταση
Κ. Λ. Όταν τέλειωναν τα φύλλα σταματούσες και έβαζες άλλο ένα πάκο στο αναλόγιο. (Αυτό είναι το μόνο που δεν μπόρεσα αν δω...) Γιατί δεν έβαλες κάποιον να σου φέρνει τα επόμενα ώστε να μην σταματάς;
Τ. Γ. Για να είμαι ειλικρινής στην αρχή το είχαμε σκεφτεί. Ήτανε αρκετά εύκολο να φτιάξουμε συγκεκριμένα πακέτα και να έρχεται κάποιος να κάνει αυτή τη δουλειά. Ο λόγος που τελικά δεν το έκανα ήταν ότι ήθελα να βιώσω τη μοναξιά επάνω εκεί, όσο γινόταν περισσότερο.
Κ. Λ. Κάποιοι είπανε ότι ευτυχώς έτσι έπαιρνες και μία ανάσα, έστω για πέντε – έξη δευτερόλεπτα. Υπήρχε όμως και ο Καίσαρας, ο κινηματογραφιστής που σε τριγύριζε κάθε τόσο.
Τ. Γ. Αυτός έκανε τη δουλειά του κινηματογραφώντας. Όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, ήθελα να είμαι απόλυτα μόνος. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που αποφάσισα να το κάνω μόνος μου: συνάμα ουσιαστικός και αισθητικός. Δεν ήταν για να πάρω εύσημα αντοχής. Ο Satie αυτό το πράγμα το έγραψε για να το παίζει ο ίδιος και να αδειάζει το μυαλό του από την ερωτική του απογοήτευση και να αυτοτιμωρείται.
Κ. Λ. Το έπαιξε άραγε ποτέ ολόκληρο ό ίδιος;
Τ. Γ. Ποιός ξέρει; Νομίζω θα μείνουμε πάντα με την απορία... Δεν έχουμε κάποια μαρτυρία Πάντως θα ήτανε ικανός.
Το θέμα είναι ότι κάτι που είναι τόσο προσωπικό και γράφεται για τόσο προσωπική χρήση, ήθελα και εγώ να το κάνω πολύ προσωπικό. Να δώσω τη μάχη με τον εαυτό μου. Όχι πως έχω τίποτα με το να το κάνουν περισσότεροι πιανίστες. Είναι πάρα πολύ ωραίο. Άλλωστε η πρώτη εκτέλεση από τον Cage, έγινε έτσι. Ίσως μάλιστα έτσι να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη διαύγεια και τελειότητα.
Κ. Λ. Δεν ξέρω για την τελειότητα. Σίγουρα ο ένας αναγκαστικά θα παίξει διαφορετικά από τον άλλον, άρα θα πάρει άλλες διαστάσεις.
Τ. Γ. Φυσικά. Ήταν λοιπόν ένα προσωπικό ταξίδι. Δεν ήταν φοβερό να σταματήσω να πιω λίγο νερό ή να φάω και ένα σοκολατάκι ή κομματάκια παρμεζάνας. Ήπια νερό κάποιες φορές, και ειδικά τα κομματάκια παρμεζάνας ήτανε ευεργετικά.
Κ. Λ. Όχι η σοκολάτα; Αυτή υποτίθεται ότι δίνει εύκολα ενέργεια.
Τ. Γ. Η παρμεζάνα το έκανε αυτό. Ήτανε μία μικρή τονωτική ένεση.
Κ. Λ. Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην ίδια την φυσική εμπειρία.
Τ. Γ. Η ίδια η εμπειρία είχε τις δυσκολίες της, κυρίως σωματικές. Η φυσική κόπωση του σώματος: πλάτη, μέση, χέρια. Αυτό είναι σίγουρο. Ευτυχώς δεν αντιμετώπισα δυσκολίες παραισθήσεων.
Κάποιοι που το έπαιξαν στο παρελθόν είπαν ότι το κομμάτι τούς γεννά πολύ μαύρες σκέψεις. Απεναντίας εγώ μέσα σ’ αυτό το μικρό κομματάκι μουσικής, ένοιωθα κάτι πάρα πολύ γλυκό και τρυφερό. Πολλές φορές μου γέννησε γλυκές αναμνήσεις από τη ζωή και το παρελθόν μου.
Συνεπώς οι δυσκολίες ήτανε σωματικού τύπου και όχι ψυχικού. Θα έλεγα ότι οι πιο δύσκολες ώρες, εκεί που συσσωρεύτηκε η κούραση, ήτανε γύρω στις πέντε με έξη το πρωί, μέχρι εννιά – δέκα. Από εκεί και πέρα ένοιωθα ότι πηγαίνουμε προς το τέλος, και επίσης ξαναήρθε περισσότερος κόσμος.
Κ. Λ. Ένα από τα αστεία που ειπώθηκε στο τέλος είναι ότι είναι ίσως η μοναδική συναυλία στην οποία κανείς δεν μπορεί να φωνάξει μπιζ. Δηλαδή εδώ τί θα έπαιζε κανείς; Κάτι άλλο από τον Satie;
Τ. Γ. Με το ίδιο χιούμορ εγώ είπα, ότι αν μου φωνάζανε μπιζ θα έπαιζα την επανάληψη 492.
Κ. Λ. Πώς αισθάνθηκες μετά το τέλος;
Τ. Γ. Είχα μία υπερένταση και μόνο μετά από αρκετή ώρα άρχισα να νοιώθω κούραση. Το απόγευμα κοιμήθηκα δύο - τρεις ώρες. Γενικά ένοιωθα καλά για πολλές ώρες μετά. Άλλωστε δεν είχα και πολύ μεγάλη δυνατότητα ξεκούρασης γιατί μετά τρεις μέρες έπρεπε να παίξω το Αυτοκρατορικό Κοντσέρτο του Beethoven.
Κ. Λ. Πώς ήτανε αυτή η εναλλαγή από τον Satie στον Beethoven;
Τ. Γ. Εκπληκτική! Το ‘χα ανάγκη να επιστρέψω σε κάτι τόσο γνωστό, βασικό και μέσα στο πιανιστικό ρεπερτόριο, αλλά και στο ρεπερτόριό μου. Μου δημιούργησε μία αίσθηση ισορροπίας. Φυσικά είχα και λίγο άγχος για τις καθαρά σωματικές μου αντοχές. Δόξα τω Θεώ, πιστεύω ότι δεν με πρόδωσαν.
Πάντως, για να επιστρέψω στις τελευταίες στιγμές, νομίζω ότι μόνο μία λέξη μπορεί να περιγράψει αυτό που ένοιωθα και αυτή είναι η λέξη συγκίνηση. Αισθανόμουνα ότι θα έπρεπε να αφήσω κάτι πάρα πολύ αγαπημένο. Ήταν σαν να είχα αποκτήσει ένα καινούργιο φίλο και έπρεπε να τον αποχωριστώ.
Κ. Λ. Ουσιαστικά δηλαδή ξεκουράστηκες μετά το «Αυτοκρατορικό».
Τ. Γ. Ε, ναι. Τότε πήρα μία καλή ανάσα. Και σωματικά και πνευματικά και από κάθε άποψη.
Κ. Λ. Κλείνοντας, θα ήθελα κάποιες πληροφορίες για ολόκληρη την παραγωγή και τους συντελεστές της.
Τ. Γ. Το video που παιζόταν είναι το «Sleep» του Andy Warhol. Αυτό που μας έδωσε το δικαίωμα και την ιδέα να το προβάλουμε, είναι το ότι ο Warhol εμπνεύστηκε το φιλμ από την πρώτη εκτέλεση των «Vexations». Όταν το ’63 στη Νέα Υόρκη ο Cage πρωτοπαρουσίασε το έργο, ο Warhol, που βρισκόταν στο ακροατήριο, συνέλαβε την ιδέα. Έτσι το «Sleep» είναι πνευματικό παιδί του «Vexations».
Οι συντελεστές, εκτός από την φίλη Χριστίνα, ήταν η ομάδα του Line Culture (ο Μιχάλης Αργυρού, η Ράνια Κλιάρη και η Κατερίνα Τζιλήρα), που βοήθησαν πάρα πολύ και είχαμε μία καλή ανταλλαγή ιδεών για το πώς θα γίνει και οι άνθρωποι του Beton 7. Φυσικά και ο Καίσαρ Βρεττός Ραμίρεζ, που βιντεοσκοπούσε την παράσταση. Η βιντεοσκόπηση προβαλλόταν εκείνη τη στιγμή στο ισόγειο του Beton και συγχρόνως στο διαδίκτυο. Σήμερα που κουβεντιάζουμε θα πρέπει να έχει τελειώσει και το μοντάζ, οπότε το video θα προβάλλεται μαζί με τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης του Beton, η οποία τελειώνει στις 20 Απριλίου.
Κωνσταντίνος Λυγνός
Συνθέτης, Μέλος της ΕΕΜ
Εκδότης του περιοδικού «ΠΟΛΥΤΟΝΟν»
Επιμέλεια σελίδας
Δημήτρης Κυπραίος