Massimo Gasbarroni - Gran Solo op.14, Moscow 1971
ΠΛΑΤΩΝ ΓΑΛΑΤΗΣ (1919-1993)
Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη ενός αφανούς ήρωα
της κλασικής κιθάρας.
Ας με συγχωρήσουν οι φίλοι του TAR που δεν θα τους απασχολήσω με την θεματολογία του φλαμένκο αυτή τη φορά, γράφοντας αυτό το αφιέρωμα για έναν κλασικό κιθαριστή ο οποίος δεν θα τους ήταν και γνώριμος, υποθέτω. Ελπίζω να με καταλάβουν διότι το αφιέρωμα αυτό αφορά έναν ανιδιοτελή, ρομαντικό λάτρη αλλά και ακούραστο εργάτη της κιθάρας που έτυχε να είναι και ο πρώτος μου δάσκαλος στο όργανο αυτό, αλλά και αδελφός του πατέρα μου. Για μένα ήταν ο λατρεμένος “θείος Πλάτων”. Αυτός ο τόσο ιδιαίτερος καλλιτέχνης με την έντονη, δημιουργική προσωπικότητα, ο τόσο ευχάριστος όταν έρχεται κανείς σε επαφή μαζί του, έτοιμος πάντα να δίνει, να μοιράζει γνώση, εμπειρία, αισιοδοξία, γέλιο, έμελλε να σημαδέψει δια βίου την αγάπη που έδειξα κι’εγώ από τα επτά μου χρόνια στην κιθάρα. Παρακάτω θα σας αφηγηθώ το πως.
Θεσσαλονίκη- προπολεμικά.
Όλα μπορούν να αρχίσουν με ένα παλιό οικογενειακό πορτρέτο.
Η οικογένεια του Ευσταθίου Γαλάτη (πίσω σειρά στη μέση), δεκαετία1930-1940.
Μια οικογένεια που λάτρευε την μουσική.
Στη φωτογραφία διακρίνονται από αριστερά, στην πίσω σειρά ο Πλάτων (κιθάρα), ο παππούς Ευστάθιος Γαλάτης (κιθάρα), ο Παναγιώτης- και πατέρας μου (βιολί). Στην κάτω σειρά, πάλι από αριστερά, ο Νίκος (βιολοντσέλλο), η γλυκύτατη και αρχοντική γιαγιά Ερρικέτη, και η Γαλάτεια (πιάνο). Δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτή η δεμένη οικογένεια λειτουργούσε σαν ένα μικρό ensemble δωματίου! Γεγονός που έχει τη λογική του εξήγηση αφού το πατρικό όνομα ήταν ένα από τα πιο παλιά της Ιθάκης- με ρίζες από τη Νότια Ιταλία, που ήταν άλλωστε η παλιά Magna Grecia και μπολιάστηκε διπλά σε έναν φιλέλληνα από την Τοσκάνη, εξάδελφο του Giuseppe Verdi, ο οποίος, αλλάζοντας το όνομά του σε Καλησπέρης ήρθε στην Ελλάδα παίρνοντας μέρος στην Επανάσταση και του οποίου απόγονος ήταν η Παρασκευή Καλησπέρη- Γαλάτη, δηλαδή η προ-γιαγιά μου! Η nonna, όπως την αποκαλούσαμε, που τραγούδαγε καθισμένη στην πολυθρόνα της μελωδικά νανουρίσματα της Τοσκάνης για τα εγγόνια της. Διπλή λοιπόν η μουσική φλέβα στην οικογένεια.
Για ένα παιδί που ζούσε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, η πόλη δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά κάτι απόλυτα μαγικό. Οι δρόμοι, αλλά και τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια φυτεμένα με ακακίες, με το αγιόκλημα και τον κισσό να πλημμυρίζουν τους χαμηλούς τοίχους των κήπων, φτιαγμένων με εκείνα τα υπέροχα κεραμικά διαχωριστικά σε σχήμα στάμνας που περιέκλειαν τα τόσο ανθρώπινα σε κλίμακα μικρά διόροφα ισόγεια σπιτάκια που έσφυζαν από ζωή όλες τις ώρες. Οι δρόμοι και τα λιθόστρωτα της Θεσσαλονίκης. Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει μια ολόκληρη μελέτη για την συμβολή τους στο συλλογικό, κοινωνικό φαντασιακό, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα στεγνά, τυποποιημένα οικοδομικά τετράγωνα, αλλά εστίες με την κυριολεκτική, αρχαιοελληνική έννοια κατά την οποία ο χώρος ζωής εστιάζονταν γύρω από τον προαύλιο ημιυπαίθριο χώρο, σε ελεύθερη συνάρτηση με τους χώρους εσωτερικής διαβίωσης. (Σε απόλυτη αντιστοιχία με την γιαπωνέζικη παραδοσιακή κατοικία). Μόνο που τώρα, το ρόλο της αρχαίας εστίας έπαιζε εκείνη η μικρή και τόσο ανθρώπινη βεραντούλα που σε έμπαζε στο σπίτι, ανυψωμένη μερικά σκαλάκια μόνο από το επίπεδο του δρόμου και που σε τελική ανάλυση ήταν πραγματικά ένας χώρος στάσης, κοινωνικής επαφής η απλά ρεμβασμού. Μερικές τέτοιες λοιπόν εστίες δημιουργούσαν την αίσθηση της γειτονιάς όπου όλοι γνώριζαν όλους και τα παιχνίδια των παιδιών στο δρόμο δεν είχαν τελειωμό. Και αν αναλογισθεί κανείς το πόσο εύκολα προσβάσιμη ήταν η θάλασσα μέσω των κάθετων φυγών προς την παραλία από σχεδόν οποιοδήποτε σημείο της πόλης, κατανοεί το γιατί της αποδόθηκαν τόσοι πολλοί χαρακτηρισμοί : ερωτική, γλυκειά, μυστηριακή, πλανεύτρα, κ.ά. Αυτό δεν είναι άξιο απορίας γιατί όταν ο διορατικός Φίλιππος ο Β ένωνε δώδεκα περίπου μικρές πόλεις σε μια διάταξη παράλληλη προς την ακτογραμμή του Θερμαϊκού, προστατευμένες από Βορρά με τον Χορτιάτη και έχοντας από τα αριστερά την πεδιάδα του Γαλλικού και του Αξιού, δίνοντάς της το όνομα της ετεροθαλούς αδελφής του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκης, εφάρμοζε στην εντέλεια τις αρχές της γεωφυσικής- πανάρχαιας γνώσης, αντίστοιχης με το κινέζικο feng shui!
Σε μια τέτoια γειτονιά- εστία αλλά και σε μια άλλη ανάλογη φυγή προς τη θάλασσα πέρασα τα προεφηβικά μου χρόνια μέσα στην αγάπη και την στοργή αυτής της απίστευτης οικογένειας. (Ο πατέρας μου είχε ήδη χαθεί μέσα στη δίνη του εμφύλιου και η μητέρα μου εργάζονταν μακρυά, σε άλλη πόλη). Ήταν επόμενο λοιπόν να έχω κρατήσει σαν μια από τις πιο αγαπημένες μου εικόνες από εκείνη την περίοδο τον Πλάτωνα Γαλάτη με την κιθάρα του. Να παίζει ατέλειωτες ώρες στα σκαλάκια της μικρής αυλής με φόντο την αμμουδερή παραλία και τη γαλάζια θάλασσα που λαμπύριζε ακριβώς πίσω απ’το σπίτι, εκεί που τελείωνε το δρομάκι, Scarlatti, Bach, Sor που ήταν οι αγαπημένοι του ή να τραγουδάει σπανιόλικα τραγουδάκια της εποχής του 1930 σε διάφορες συγκεντρώσεις. Πάντα σκορπώντας απλόχερα τη χαρά της μουσικής και το γέλιο με το αστείρευτο χιούμορ του. Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν από το 1950 και ύστερα, όταν ο Πλάτων επέστρεψε για πάντα στη Θεσσαλονίκη μετά από έναν μακρύ γολγοθά για τον οποίο ποτέ δεν μίλησε σε κανένα!
Βιογραφικά στοιχεία.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά: Το 1939 έγινε δεκτός στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων. Ξεχώρισε αμέσως τόσο με τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις (άριστος μαθηματικός), αλλά και και για τα ψυχικά του χαρίσματα (γενναιόψυχος, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος). Αγαπητός σε όλους, όντας σχεδόν ένα δίμετρο λιοντάρι, αθλητικός και γυμνασμένος, με τα φωτεινά πράσινα μάτια του και τα χρυσά, όλο δαχτυλίδια μαλλιά του, με την ολόλευκη στολή με τα χρυσά κουμπιά ήταν μια αγγελική θωριά. Με την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβρη του 1940, ο Πλάτων, δευτεροετής στη σχολή ονομάσθηκε ανθυπασπιστής και του ανατέθηκε η παραλαβή των Ιταλών αιχμαλώτων από τα μέτωπα του πολέμου και η μεταφορά τους στα ανάλογα στρατόπεδα. Έμεινε παροιμιώδης η ανθρώπινη και σχεδόν αδελφική συμπεριφορά του προς αυτούς.
Με την στολή του ανθυπασπιστή το 1940.
Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής μυήθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), έφυγε από τη Θεσσαλονίκη το1943 και κατατάχτηκε στον (Ε.Λ.Α.Σ.) πολεμώντας για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Τον Οκτώβρη του 1944 με την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη, μπαίνει με τους συναγωνιστές του ελευθερωτής στην πόλη, μέσα σε μια μέθεξη χαράς και συγκίνησης.
Στη φωτο. Την ημέρα της απελευθέρωσης. Από αριστερά, ο Ευστάθιος Γαλάτης, φρούραρχος Θεσσαλονίκης και διοικητής της ΧΙης μεραρχίας του Ε.Λ.Α.Σ. επιθεωρώντας και δεξιά ο γιος του Πλάτων Γαλάτης (βέλος).ανάμεσα σε συναγωνιστές του.
Τα γεγονότα όμως κύλησαν αστραπιαία με αποτέλεσμα, μετά τα Δεκεμβριανά, να βρεθεί κατηγορούμενος, να συλληφθεί και να εξορισθεί στον Αη Στράτη, στη Σαμοθράκη και τέλος στη Μακρόνησο. Στους τόπους αυτούς της εξορίας υπέστη πολλά βασανιστήρια για τα οποία δεν αναφέρθηκε ποτέ σε κανέναν! Με την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη καταφέρνει να επιβιώσει από δύο απόπειρες δολοφονίας. Εργάζεται πια σαν τοπογράφος, παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα κλασικής κιθάρας σε πολλούς μαθητές. Εγώ τον συνάντησα ξανά το1960 στην Αθήνα, όπου βάλθηκε να μου διορθώσει την τεχνική και το παίξιμό μου, όντας βέβαια γνώστης της μοντέρνας κλασικής τεχνικής. Εκεί μου χάρισε, θυμάμαι, και ένα αντίγραφο παρτιτούρας γραμμένο με το χέρι λέγοντάς μου με συγκίνηση: “Σταθάκη, ήρθε η ώρα να μελετήσεις αυτό το υπέροχο κομμάτι.” Ηταν η Leyenda (Asturias) του Isaak Albeniz. Το κομμάτι που έμελλε να μαγέψει κι εμένα, που το δούλεψα με μοναδικό κέφι νοιώθοντας εκείνη την ιδιαίτερη ικανοποίηση που νοιώθει ένας νεαρός μουσικός- και ακόμα περισότερο, πιστεύω, ένας κιθαριστής- που μπορεί και αναπαράγει μουσική. Τη “ γλώσσα που μιλάμε με τον Θεό” όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Πλάτων!
Εκείνη την ηρωική εποχή, όπου δεν υπήρχαν φωτοαντιγραφικά και scanners. Δείγμα (αντι) γραφής του Πλάτωνα μιας σύνθεσης του Vicente Gomez χαρισμένης σε μένα. Τότε, όταν κάποιος αποκτούσε μια παρτιτούρα, αυτό ήτανε ένα σημαντικό γεγονός, που το μοιραζότανε όμως με τους φίλους κιθαριστές μέσω αυτών των χειρογράφων.
Με τον στενό του φίλο και επίσης κλασικό κιθαριστή Μύρωνα Κυνηγαλάκη στη Θεσσαλονίκη (δεξιά).
Θεσσαλονίκη, στα χρόνια μέχρι την χούντα.
Τα επόμενα χρόνια ήταν για μένα σημαντικά: Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Αθήνα, διετέλεσα μαθητής του αλησμόνητου δάσκαλου Γεράσιμου Μηλιαρέση μαζί με τον αγαπημένο φίλο και συμμαθητή Στάθη Μιχαλόπουλο, ο οποίος τόσο πρόωρα έφυγε στερώντας το χώρο της κιθάρας από ένα εξαιρετικό ταλέντο. Ακολούθησαν τα χρόνια της φοίτησης στην Αρχιτεκτονική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης από το 1963-64.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια προσαρμογής στην πόλη που τότε μετέδιδε μια διάχυτη μελαγχολία με τις ομίχλες, τα χιόνια κι’εκείνη την ατέλειωτη και ήσυχη τότε παραλία. Η κιθάρα μου άρχισε να μοιράζεται το χρόνο που της διέθετα με τις Αρχιτεκτονικές συνθέσεις, την πολεοδομία κ.λ.π. Κάπου εκεί, καλώς ή κακώς, αποφάσισα να αφιερωθώ στις σπουδές, κρατώντας μόνο μια ευχάριστη ενασχόληση, την αγαπημένη μου κιθάρα. Σ’αυτή τη φάση με βοήθησε κι’ ο Πλάτωνας προτρέποντάς με να μην την εγκαταλείψω. Το ισόγειο σπιτάκι του στο Ντεπό ήταν για μένα ένα πολύτιμο καταφύγιο σ’αυτή την περίοδο προσαρμογής. Με άκουγε να παίζω, τον άκουγα να παίζει, κουβεντιάζαμε με τις ώρες για μουσική ή πηγαίναμε στα σπίτια των στενών του φίλων και κλασικών κιθαριστών επίσης κ.ο.κ. Θα θυμάμαι για πάντα ένα από τα “ μαθήματά” του, που αφορούσε στον τρόπο προσέγγισης του αγαπημένου οργάνου:
“ Να πλησιάζεις την κιθάρα σου όπως θα πλησίαζες μια άγνωστη αλλά ελκυστική γυναίκα. Μην απορείς. Είναι το ίδιο ζωντανή όσο κι’εκείνη! Θα σου δώσει να καταλάβεις αν θα παίξεις καλά ή όχι.”
(Δεν είναι ένα πρώτης τάξεως masterclass;). Στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια τον ακολουθώ σαν βοηθός του σε τοπογραφικές εργασίες που αναλάμβανε. Σέρρες, Καστοριά, Κατερίνη. Τον θυμάμαι να σκαρφαλώνει σε υψώματα κουβαλώντας στον ώμο τον τοπογραφικό του εξοπλισμό αφήνοντάς με μέτρα πίσω, λαχανιασμένο. Επίσης να κολυμπά σε παγωμένο ποτάμι Νοέμβρη μήνα κι εγώ έξω να τουρτουρίζω! Και το βραδάκι, η μεγάλη ανταμοιβή μου: εκείνος, εγώ και η κιθάρα του, γύρω από ένα χωριάτικο τζάκι, τρώγοντας ψωμί, τυρί, ντομάτα και σαρδέλες κονσέρβα, παίζοντας και τραγουδώντας. Ετσι απλά, ευτυχισμένα. Συνήθως είχαμε και σαν ακροατήριο τον παππού ή την γιαγιά με το τσεμπέρι (τους οικοδέσπότες), να ακούν με προσοχή και ευχαρίστηση. Εκεί κάπου συνειδητοποίησα ότι η κιθάρα αποτελούσε πια ένα αναπόσπαστο μέρος στη ζωή μου.
Πίσω στη Θεσαλονίκη με πρωτοβουλίες του οργανώνει το πρώτο Φεστιβάλ κλασικής κιθάρας στη Μακεδονία. Πρέπει να ήταν το 1963 στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Συμμετείχαν οι φίλοι του κιθαριστές της Θεσσαλονίκης Μύρων Κυνηγαλάκης, Παντελής Κίλιας. Είχα συμπεριληφθεί και εγώ, παρά τις αντιρρήσεις μου. Θυμάμαι μια κατάμεστη αίθουσα και ένα πολύ ζεστό χειροκρότημα από τον κόσμο.
Πάντα με την κιθάρα του στις φιλικές συγκεντρώσεις.
Στην περίοδοτης Παπαδοπουλικής δικτατορίας είχε συχνές ενοχλήσεις από την Ασφάλεια. Δεν βλεπόμαστε τόσο συχνά αν και πάντα ζητούσα την γνώμη του για συντονισμό κινητοποιήσεων στις φοιτητικές αντιστασιακές εκδηλώσεις, κ.λ.π. Ως γνωστό στέλεχος της Αριστεράς, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης.
Συνέχισε τα επόμενα χρόνια να οργώνει τη Μακεδονία αναλαμβάνοντας πάσης φύσεως τοπογραφικές εργασίες, καταφέρνοντας όμως παράλληλα να δίνει και ένα ρεσιτάλ κιθάρας στις περισότερες από τις πόλεις που διέμενε. Σε κάποιες από αυτές τις βραδυές, σε στιγμές μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης, στο τέλος του προγράμματος, αφιέρωνε λίγα λόγια στο έκπληκτο ακροατήριο για τις ιδέες και τους αγώνες της Αριστεράς! Ασυμβίβαστος κήρυκας κοινωνικής δικαιοσύνης. Ολα αυτά τα χρόνια ο Πλάτων Γαλάτης κατάφερε με την αστείρευτη αγάπη του για την κιθάρα να συσπειρώσει έναν μικρό αλλά δυναμικό κύκλο κιθαριστών, φίλων του οργάνου αλλά και μαθητών του στη Θεσσαλονίκη, του οποίου οι ομόκεντροι κύκλοι “απλώθηκαν” σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία.
Ευτύχησε να δεί τα δυό παιδιά του να μεγαλώνουν, να σπουδάζουν και να φτιάχνουν κι’αυτά τις οικογένειές τους, έχοντας κληρονομήσει την αγάπη του για τη μουσική και το αστείρευτο χιούμορ του. Λάτρευε να παίζει στην κιθάρα του το Gran Solo του Fernando Sor αλλά και τις “Αναμνήσεις από την Αλάμπρα” του Francisco Tarrega.
Η αρρώστια τον χτύπησε ξαφνικά. Αγωνίστηκε για την ζωή του αλλά νικήθηκε. Έφυγε από κοντά μας ανήμερα Χριστούγεννα το 1993. Τον συνόδευσε ένα πλήθος ανθρώπων απ’όλη τη Μακεδονία που τον αγάπησαν ως έναν ανιδιοτελή, ρομαντικό καλλιτέχνη.
Σαν επιτύμβιο θα ταίριαζαν απόλυτα οι στίχοι του φίλου και συναγωνιστή του Γιάννη Ρίτσου:
“ Το παλληκάρι που’πεσε μ’ορθή την κεφαλή του,
δεν το σκεπάζει η γης ογρή,
σκουλήκι δεν τ’αγγίζει.
Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι’
όλο χιμάει τ’αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς
και τους χρυσούς αγγέλους.”
Σ.Σ. Οφείλω πολλά ευχαριστώ στην κ.Γαλάτεια Συροπούλου- Γαλάτη, εκπαιδευτικό και βραβευμένη ποιήτρια, αδελφή του Πλάτωνα Γαλάτη, για τα βιογραφικά στοιχεία που μου διέθεσε από την συλλογή της: “Ποιήματα”, τόμος Β, Θεσσαλονίκη 1999, όπως επίσης και στην οικογένειά του συνολικά για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Στάθης Γαλάτης
egalat@tee.gr
(Νοέμβρης 2009)