Δεν είναι προφανές;
(3ο μέρος)
[Η σειρά των άρθρων με τον συγκεκριμένο τίτλο προέκυψε από την διαρκή και μάλιστα συν τω χρόνω εντεινόμενη διαπίστωση ότι πράγματα που σε μένα φαίνονται αυτονόητα, για πολλούς είναι από άγνωστα έως και αδιανόητα! Κι αφού η λεγόμενη "κοινή λογική" δεν είναι κοινή για όλους...]
...ότι για να ερμηνεύσει κάποιος λόγια μουσική, πρέπει οι γνώσεις του να υπερβαίνουν την απλή ανάγνωση;
Η σημασία της ιστορικής γνώσης είναι τόσο μεγάλη και αυτονόητη, που δεν θα έπρεπε καν να αποτελεί θέμα συζήτησης - ή αρθρογραφίας. Άλλωστε είναι γνωστή η ετυμολογική και εννοιολογική σχέση της ίδιας της λέξης "ιστορία" με το ρήμα οίδα (γνωρίζω), που την καθιστά συνώνυμη της γνώσης. Δεδομένου, βεβαίως, ότι ως ιστορία νοείται όχι η απλή αφήγηση ή χρονολόγηση γεγονότων, αλλά η ανάλυση της αιτιοκρατικής τους σχέσης. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που γνωρίζουμε ως "Ιστορία" στο σχολείο.
Καθώς τα ιστορικά γεγονότα αποτελούν αντανάκλαση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η ιστορική ανάλυση προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο από απλές πληροφορίες: την κωδικοποίηση των κανόνων συμπεριφοράς και αναγκών που οδήγησαν στα γεγονότα, και κατά συνέπεια την εξήγηση του παρόντος και την πρόβλεψη του μέλλοντος! Όχι φυσικά με όπλο "μαντικές" ικανότητες, αλλά λογικές και επιστημονικές αρχές.
Το ίδιο ακριβώς, κάπως πιο "χειροπιαστά", κάνουν και οι φυσικές επιστήμες, βασιζόμενες -ως γνωστόν- στην παρατήρηση, το πείραμα και την επαναληψιμότητα του αποτελέσματος σε δεδομένες συνθήκες. Κωδικοποιούν μια αλληλουχία γεγονότων με σχέση αιτίων και συνεπειών. Έτσι και οι ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα η ψυχολογία, ερμηνεύουν τις ανθρώπινες αντιδράσεις υπό ορισμένες συνθήκες και, βάσει αναλυτικών μεθόδων και στατιστικών, μπορούν και να τις διαγνώσουν αλλά και να τις προβλέψουν: πώς αντιδρά ένας τύπος ανθρώπου υπό πίεση, με αίσθημα ισχύος ή αδυναμίας κλπ. Φυσικά, όταν μιλάμε για ανθρώπους, υπάρχουν και περιθώρια απόκλισης, οι συμπεριφορές μας δεν είναι τόσο τυποποιημένες. Έχει αποδειχτεί, όμως, ότι ακόμα και σε μαζικό επίπεδο, ολόκληροι λαοί υπό ορισμένες συνθήκες αντιδρούν με σχετικά προβλέψιμο τρόπο, εξ ου και από τα βασικά προσόντα ενός ηγέτη είναι να αντιλαμβάνεται και να χειρίζεται (για καλό και για κακό...) τέτοιες προβλέψεις.
Ένα σοβαρό όσο και πλούσιο πεδίο ανθρώπινης έκφρασης είναι η τέχνη. Σ' ένα πρώτο επίπεδο, βέβαια, μπορεί κάποιος να την απολαμβάνει ως θεατής / ακροατής, χωρίς καθόλου να είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάτι περισσότερο γι' αυτήν. Εάν όμως όλοι παραμέναμε σ' αυτό το πρώτο επίπεδο, δεν θα υπήρχε κανένα περιθώριο ανάπτυξης της τέχνης. Θα παρέμενε για πάντα στην φάση της απλής, λαϊκής τέχνης, όπως αυτή παράγεται στις μικρές κοινωνίες από κάποια ταλαντούχα μέλη τους, αλλά με αναφορές και βιώματα εξ ορισμού κοινά μεταξύ καλλιτεχνών και "κοινού". Γνωρίζουμε όμως ότι, αντιθέτως, σε όλες τις τέχνες η επικοινωνιακή γλώσσα έχει εξελιχθεί με τρόπο που ανεβάζει το πνευματικό επίπεδο των κοινωνών τους (σωστά διαβάσατε, "κοινωνών", όχι "κοινωνιών").
Η μουσική είναι τέχνη εγγενώς αφηρημένη, στο βαθμό που αντλεί το βασικό υλικό της από τους ήχους της φύσης και την ενστικτώδη ανθρώπινη αντίδραση απέναντί τους. Συνδέθηκε από τα πρωιμότατα στάδια της κοινωνικής οργάνωσης με την καθημερινότητα, την εργασία και τις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, και στη συνέχεια με τον λόγο και την συναισθηματική και ποιητική του έκφραση. Ειδικά όμως από τότε που στην αστική / βιομηχανική κοινωνία ο ρόλος της επεκτάθηκε και απέκτησε και μια αυτόνομη έναντι όλων των άλλων τεχνών μορφή, η μουσική γλώσσα απέκτησε και μεγάλη ποικιλία και πιο περίπλοκες δομές. Είναι σαφές ότι τη μουσική του καιρού και του τόπου του μπορεί να την προσεγγίσει ο καθένας χωρίς την ανάγκη οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, χωρίς μαθήματα και αναλύσεις, χωρίς καν εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης. Ξέρω - όλοι ξέρουμε - καταπληκτικούς μουσικούς, συνθέτες και ερμηνευτές, που μπόρεσαν να εκφραστούν πολύ όμορφα, πειστικά και γλαφυρότατα χωρίς να χρειαστεί να περάσουν από τέτοιες διαδικασίες. Είναι, όμως, αυτό δυνατόν, όταν προσπαθεί κανείς να προσεγγίσει μουσικές άλλων τόπων και άλλων καιρών;
Όλοι μαθαίνουμε τη μητρική μας γλώσσα με την μίμηση, προτού να πάμε στο σχολείο. Πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, δείχνουν ότι η ικανότητα της ομιλίας είναι στον άνθρωπο έμφυτη και η ύπαρξή της δεν εξαρτάται από άλλους παράγοντες. Στην πράξη, βέβαια, νήπια στα οποία δεν μιλούν οι γονείς τους, αναπτύσσουν ανεπαρκώς τη γλωσσική ικανότητα - σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορούμε να μάθουμε τη μητρική γλώσσα χωρίς παρέμβαση οργανωμένης εκπαίδευσης. Ομοίως, μπορούμε να μάθουμε και μια ξένη γλώσσα, αν ζούμε στον ξένο τόπο - με την διαρκή πρακτική εξάσκηση. Είναι, όμως, σαφές ότι χωρίς την παρέμβαση συστηματικής εκμάθησης είναι πολύ δυσκολότερο και χρονοβόρο, έως και αδύνατο, να προσεγγίσουμε την λογοτεχνία, τα πιο δύσκολα κείμενα, το χιούμορ και την κρυμμένη ψυχολογία της. Ως ένα βαθμό, αυτό ισχύει και για τη μητρική μας γλώσσα ακόμη, αφού άλλο πλούτο έχει η καθομιλούμενη γλώσσα, αυτή που μαθαίνουμε "με το αυτί" και άλλο, πολύ μεγαλύτερο, η λόγια γλώσσα.
Δεν υπερασπίζομαι την άποψη ότι το (όποιο) εκπαιδευτικό σύστημα είναι πανάκεια, άλλωστε ούτε τέλειο σύστημα για όλους τους ανθρώπους υπάρχει, ούτε και αρκεί η εκμάθηση μιας γλώσσας μέσω βιβλίων, γραμματικών και συντακτικών κανόνων, χωρίς ακούσματα και πρακτική εξάσκηση. Έχω συναντήσει αρκετά παραδείγματα ανθρώπων που, ενώ έχουν διδαχθεί και γνωρίζουν αρκετά καλά μια γλώσσα, έχουν αδυναμία στον προφορικό λόγο εξαιτίας της αχρησίας. Χωρίς την συστηματική εκπαίδευση, από την άλλη, ακόμη και όταν ο προφορικός λόγος είναι έως και άριστος, εμφανίζονται αδυναμίες και περιορισμοί στη χρήση σημαντικών δομικών στοιχείων της γλώσσας.
Ακριβώς τα ίδια πράγματα ισχύουν και για τις μουσικές γλώσσες. Η θεωρητική εκπαίδευση προφανώς και δεν μπορεί να είναι αρκετή χωρίς τα ανάλογα ακούσματα, αλλά εάν κάποιος μάθει μόνο δια της ακοής, σίγουρα θα έχει μεγάλα κενά στην κατανόηση των βαθύτερων νοημάτων και των υψηλότερων απαιτήσεων μιας λόγιας γλώσσας που, επαναλαμβάνω, ανήκει σε άλλον τόπο και άλλην εποχή. Μια συγκεκριμένη έκφραση τέχνης γεννιέται σε ορισμένες συνθήκες, ευρύτερες (ιστορικές, κοινωνικές) και ειδικότερες (προσωπικές, συναισθηματικές, οικονομικές) που αφορούν τους δημιουργούς της. Η επαφή με τέτοιες "ξένες γλώσσες" δια της ακοής και μόνο μπορεί να είναι επαρκέστατη για τον ακροατή, αλλά ποτέ για τον μουσικό ερμηνευτή! Ο οποίος, για να μπορεί να κατανοήσει πρώτα (και να επικοινωνήσει στη συνέχεια) τα μηνύματα και τα συναισθήματα του έργου, τα κρυμμένα πίσω από τις "λέξεις" του κειμένου, πρέπει να υπερβαίνει το επίπεδο της απλής ανάγνωσης, που είναι άλλωστε ένα μόλις βήμα μετά την απλή ακρόαση. Ούτε και αρκεί η συλλογή κάποιων ιστορικών πληροφοριών γύρω από το συνθέτη ή την εποχή του, οι οποίες, χωρίς την αιτιοκρατική ανάλυση, την κατανόηση του πώς επηρέασαν τον συνθέτη και τον ώθησαν στη μία ή την άλλη επιλογή, μοιάζουν και άχρηστες, χωρίς νόημα! Η σημασία της ιστορικής γνώσης (πλεονασμός...) καθίσταται κατανοητή όταν κάποιος την κατακτήσει όχι ως άθροισμα πληροφοριών, αλλά ως τρόπο σκέψης.
Πολλούς ικανότατους μουσικούς έχω ακούσει να παίζουν πολύ εντυπωσιακά, χωρίς όμως να με γεμίζουν. Και, όσο περισσότερο καταλαβαίνω τη γλώσσα των έργων που ερμηνεύουν, τόσο πιο ολοφάνερα είναι μέσα μου τα κενά που παρουσιάζει η εκ μέρους τους εις βάθος κατανόηση του κειμένου. Είναι φυσικό ότι σε μια γλώσσα για μένα άγνωστη, μια μέτρια απαγγελία μπορεί και να ακούγεται ικανοποιητική - εάν όμως την γνωρίζω, αν καταλαβαίνω κάθε της λέξη, μου φανερώνονται και όλες οι αδυναμίες της εκφοράς. Κι όταν, αντίθετα, ακούσω μια ερμηνεία που δεν με αφήνει καν να σκεφτώ, αλλά με παρασύρει και μάλιστα με την σαφήνεια της εκφοράς της και όχι με αφηρημένα σχήματα, τότε ξέρω ότι έχω ζήσει μια στιγμή, μια βραδιά ξεχωριστή. Σπάνιο, αλλά σπουδαίο!
Η ανάγκη μας να διευρύνουμε τον ορίζοντα των επικοινωνιών μας, ν' ασχοληθούμε με μουσικές μακρινές (σε χρόνο ή / και τόπο), που φέρνει με τη σειρά της την ανάγκη "πολλαπλών ιστορικών συνειδήσεων", πέραν της αυτονόητης δικής μας, δημιούργησε μια αίσθηση απόγνωσης, ότι σε μια ζωή τίποτα δεν προλαβαίνουμε στην πραγματικότητα να μάθουμε. Δυστυχώς, η μόνη απάντηση που έχουμε βρει μέχρι στιγμής είναι η υπερεξειδίκευση. Και ο καλύτερος μουσικός σ' ένα είδος, μπορεί κάλλιστα να είναι ερασιτέχνης σ' ένα άλλο και, σε τελική ανάλυση, δεν το βρίσκω καθόλου κακό: προτιμώ έναν αγνό εραστή της τέχνης, με επίγνωση των ορίων του, παρά ένα δήθεν "παντογνώστη" που την κακοποιεί. Το πραγματικό ζητούμενο, όμως, είναι να απαλλαγούμε από την προσχηματική επίκληση επιχειρημάτων που προσπαθούν να εξωραΐσουν την άγνοιά μας (και μάλιστα όχι μόνο στη μουσική): Ότι, τάχα, οι γνώσεις και η ανάλυση "είναι υπερβολή", "δεν χρειάζονται", ή (ακόμη χειρότερα) "θα καταπιέσουν το ένστικτο" ή "θα εξαφανίσουν τον αυθορμητισμό" ή "θα μας αλλοιώσουν τον χαρακτήρα" (τον οποίο προφανώς θεωρούμε κοντά στο τέλειο!). Οι πλέον πρόσφορες και ενίοτε αλαζονικές δικαιολογίες των ανιστόρητων...
Νίκος Παναγιωτίδης
panagiotidis@tar.gr
(Νοέμβριος 2007)