Andrés Segovia Torres (1893-1987)
Εν αρχή…
Μπορώ να υποθέσω ότι υπήρξε στο τέλος του 19ου αιώνα στο Linares της Ισπανίας ένα παιδί που το φώναζαν Andrés και που όπως όλα τα άλλα έκλαψε στην κούνια του, τα έκανε πάνω του, μάλωσε με τους φίλους του, αγάπησε και μίσησε τους γονείς του και τους γύρω τους - όπως κάθε κανονικό παιδί. Μπορώ επίσης να υποθέσω ότι στην πιο καλά κρυμμένη περιοχή των παιδικών χρόνων του Andrés δέσποζε και τρέφονταν σιωπηλά μέρα με τη μέρα η ενστικτώδης κατανόηση μιας μείζονος ψυχικής έλλειψης της οικογένειάς του, που θα έσπρωχνε αργότερα τον ενήλικα πια φορέα αυτής της παιδικότητας να διαλέξει τη μοναστική πορεία της τέχνης αντί για την κανονική ζωή ενός αστού οικογενειάρχη. Εκείνη η έλλειψη (της οικογένειας) φώτισε την κούνια αυτού του παιδιού με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε το άστρο της Βηθλεέμ στάθηκε πάνω από μια ακόμα ανώνυμη φάτνη.
Μετακινώντας το δάχτυλο στην ιστορία του 20ου πλέον αιώνα, θα ξαναβρούμε αυτό το παιδί - είκοσι ακριβώς χρόνια πριν - να κείτεται χορτασμένο σε ένα (υποθέτω πάλι) χρυσοποίκιλτο φέρετρο. Η κατανόηση του τρόπου που τα 94 συναπτά έτη της πορείας αυτού του φιλοξενούμενου στους δύο αιώνες γονιμοποίησαν τη φαντασία ενός πολυπρόσωπου κοινού θα ήταν ευχής έργο και μάθημα για όλους μας αν ήταν δυνατή.
Πρώτος έρωτας
Πέραν του ότι θέλω να πιστεύω ότι σε έναν σοβαρό βαθμό ορίζουμε τη μοίρα μας, υπάρχουν σκοτεινά γεγονότα στην ιστορία που θα με διαψεύδουν εξακολουθητικά, γεγονότα που μοιάζει να προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο απ’ την ευτυχή σύμπτωση των εσοχών και των προεξοχών μιας σειράς θραυσμάτων του θεϊκού παζλ. Αν και όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με μερικές εκατοντάδες τέτοια κομμάτια στην τσέπη μας, δεν χωρά αμφιβολία πως μια αναγνωρίσιμη εικόνα από τη σύνθεση αυτού του κληροδοτημένου θησαυρού παραμένει το αποτέλεσμα της αφανούς ενέργειας πλάι στις δικές μας επιλογές κάποιας διαβολικής (ή θείας αν θέλετε) πρόνοιας. Η αποκάλυψη ενός πρώτου τέτοιου κομματιού (αποκάλυψη κατά το ότι όλα προϋπάρχουν και μας περιμένουν απλά να τα αναγνωρίσουμε) λέγεται ότι ήρθε για τον μικρό Andrés ντυμένη στη σαγήνη του ήχου μιας κιθάρας που μικρός άκουσε στο σπίτι ενός φίλου του. (Να ένα μέρος στο οποίο θα ήθελα να αξιωθώ να βρίσκομαι, και μάλιστα προσανατολισμένος έτσι ώστε να βλέπω τα σημάδια του Αγγέλου αποτυπωμένα στο ανοιχτό στόμα του παιδιού και στο πετρωμένο του βλέμμα). Το πιάνο και το βιολί που είχε μέχρι τότε γνωρίσει δεν είχαν έρθει σωστά ντυμένα. Ούτε - όπως μάλλον ήταν φυσικό - η δημόσια εικόνα του δικηγόρου πατέρα του μπόρεσε να ανοίξει το ρήγμα μέσα του. Έκτοτε η ιστορία σιώπησε υποδειγματικά για να παραχωρήσει ευγενώς - και κατά πως αρμόζει - την πρωτοκαθεδρία στις ιερές στιγμές στο φως των ο οποίων ο μικρός Segovia Torres κρατούσε αγκαλιά τον έρωτά του. Πληροφορούμαστε συνήθως το αποτέλεσμα (τον γάμο) και χάνουμε το καλύτερο, που είναι εκείνα τα πρώτα χτυποκάρδια. Όμως η ευλογία της μουσικής είναι πως μας αφήνει πάντοτε μια μικρή τρύπα να κρυφοκοιτάξουμε αυτό το αρχικό ειδύλλιο. Ο ερωτευμένος - ακόμα και ως γέρων - ξαναχαϊδεύει το νεανικό σώμα του έρωτά του, μέχρι το θάνατο. Έτσι πρέπει και έτσι είναι.
Νέος κόσμος
Ξαναβρίσκουμε τον Segovia (όχι τον ερωτευμένο αλλά τον φιλόδοξο) μερικά χρόνια αργότερα να ασφυκτιά στα σύνορα της πατρίδας του και στα δοσμένα σύνορα ενός φτωχού ρεπερτορίου. Να ένα δεύτερο κομμάτι του παζλ, η ματαιοδοξία, ένα θανάσιμο αμάρτημα για όλους, ένα απολύτως κατάλληλο όχημα για κάποιον άλλον όπως αυτόν εδώ που μας απασχολεί. Αυτός αρχίζει να περνά τα ορατά σύνορα με τη φήμη του δεξιοτέχνη, αλλά κυρίως - θέλω να ελπίζω - με τη φήμη του φορέα μιας μαγικής κατάστασης που από αμηχανία και μόνο έχουμε συνηθίσει να την ονομάζουμε «μαγικό ήχο». Ποια ήταν αυτή η μαγική κατάσταση; Θέλω να το πω απλοϊκά: «Μια δοσμένη ικανότητα να προσανατολίζεις τον εαυτό σου μέσα στον κόσμο έτσι ώστε αυτός (ο εαυτός σου) να μεταμορφώνεται σε καλό αντηχείο της ίδιας της ζωής».
Η φήμη του μεγαλώνει παράλληλα με την αίσθηση παντοδυναμίας που σε τροφοδοτεί η καθολική αποδοχή, η κατάληψη κάθε νέου απρόσιτου οχυρού, οι υποκλίσεις στον Μαέστρο. Ο δρόμος δεν ήταν εξ’ αρχής δαφνόσπαρτος, αλλά οι αντιστάσεις και των πιο καχύποπτων κάμφθηκαν σχετικά νωρίς: Η κιθάρα (ποιος να το πει, αυτό το όργανο συνοδείας) στις αίθουσες συναυλιών!
Ακολούθησαν οι συνθέτες που ήρθαν να καλύψουν το κενό του κουτσού ρεπερτορίου πλάι στις απειράριθμες μεταγραφές (αποτέλεσμα αναγκαιότητας οι περισσότερες παρά με αντικειμενικούς όρους αιτιολογημένες). Και οι συνθέτες δεν ήταν οι κορυφαίοι του αιώνα. Αυτοί βρίσκονταν αρκετά μακριά απ’ τον μικρόκοσμο των έξι χορδών για να καταδεχθούν κάτι πέρα από ένα βλέμμα συγκατάβασης στα φρεσκοανοιγμένα θεμέλια μιας εντυπωσιακής τεχνικής. Όμως ότι έλειπε απ’ την αξία του ρεπερτορίου θα το αναπλήρωνε και με το παραπάνω ο χαρισματικός μουσικός (χαρισματικός και επικοινωνιακά όπως μπορώ και πάλι να υποθέσω, και νά πιθανότατα άλλο ένα κομματάκι). Και θα το αναπλήρωνε επίσης η φρεσκάδα της ιδιαίτερης άρθρωσης του οργάνου που είχε την ικανότητα να προσκαλεί σε νέους κόσμους, σε μια νέα ήπειρο ακόμα ανεξερεύνητη, γι αυτό και τοποθετημένη μακριά από την κριτική όπως αυτή είχε ανδρωθεί πλάι στους καθιερωμένους συνθέτες. Η κιθάρα ήταν ένας νέος κόσμος από μόνη της.
Ο πατερούλης
Το επόμενο τμήμα του ψηφιδωτού θα το συναντήσουμε στον Segovia ως πάτερ - φαμίλια, έτσι που θα τον θυμούνται φαντάζομαι καλύτερα οι μαθητές του. Τα στοιχεία είναι η τρυφερότητα και η δοτικότητα από τη μια (θα το ξανασκεφτώ αυτό παρακάτω), το σιδερένιο χέρι της εξουσίας του από την άλλη. Αν η Αγάπη ως δόσιμο δοκιμάζεται μόνο πλάι στη μη ανταπόδοση, τότε εκείνη η τρυφερότητα του Segovia δεν θα μπορούσε να παραμείνει αλώβητη απ’ την κριτική, αφού βρισκόταν στο κέντρο των προβολέων που πρώτα τον ίδιο φώτιζαν. Μπορώ με ευκολία να τον φανταστώ να μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο όπως όλοι οι βασιλείς. Το «Εγώ είμαι ο Segovia!» είναι μια κουβέντα καθόλου κολακευτική για έναν άνθρωπο που σε άλλη περιοχή της ζωής του αξιωνόταν να είναι εραστής της μουσικής.
Το σχίσμα
Να τι είναι το επόμενο κομμάτι. Τα δύο πρόσωπα. Το «ερήμην του» - το θείο - και το τρέχον, εκείνο στο οποίο ένας πνευματικός άνθρωπος θα γυρνούσε την πλάτη του. Το γεγονός ότι αυτός - όπως κι ο άλλος «μεγάλος», ο Dali - παρέμειναν στην πατρίδα τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου προστατευμένοι απ’ το σιδερένιο χέρι του Φράνκο, τη στιγμή που ο Picasso έπαιρνε το δρόμο της εξορίας και ο Lorca δολοφονούνταν απ’ τους ανόητους στρατιώτες του στρατηγού, είναι ίσως μια μεγάλη ντροπή για έναν «πρωτοπόρο», μας δείχνει όμως πιθανότατα και το μέγεθος του έρωτα με τον οποίο είχε να διαπραγματευτεί. Η κιθάρα - ως ερωμένη και ως παιδί που θα έπρεπε απερίσπαστα και υπό τις καλύτερες συνθήκες να «μεγαλώσει» - κρατούσε τα πρωτεία ακόμη και στην περιοχή του ήθους. Η αποδοχή του τίτλου ευγενείας (δον!) από το ίδιο καθεστώς σπρώχνει εκείνη την ανηθικότητα σε αγοραία επίπεδα, εδώ όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η ιστορία έχει τη δική της εσωτερική ηθική και αν δικαιώνει εκ των υστέρων - θυμηθείτε την απλότητα της φυσικής επιλογής - εκείνους που κατάφεραν να ελιχθούν αποτελεσματικότερα, με όποιο κόστος. Ναι, ο Segovia υπήρξε κατά τα τρέχοντα δειλός. Η παρουσία του σε τίποτα δεν είχε να κάνει με τους πατεράδες μας που περιχαρακωμένοι πίσω απ’ τον ξύλινο μαστό μιας ιερής εχεμύθειας υπομείνανε τα ξερονήσια και την απαξίωση της ανωνυμίας. Αλλά αυτό είναι σύνηθες σε πολλές απ’ τις περιπτώσεις που άφησαν τη σφραγίδα τους - η ιστορία εφηύρε μοναχά έναν και πολύπαθο άγνωστο στρατιώτη για να εξιλεωθεί για τα λάθη της. Τώρα το να ζητήσεις το πλήρες σε περιπτώσεις σαν αυτήν που συζητάμε ίσως και να είναι άδικο. Αν έχεις ήδη σπαταλήσει όλη σου την ενέργεια στη χώρα με τις σκιές, δεν σου μένουν πιθανότατα περιθώρια για μια πιο πλούσια καθημερινότητα. Όσοι κατάφεραν και το τελευταίο ανήκουν σε δύο κατηγορίες: α) των Ανωνύμων, όπως είπα (ίσως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας) και β) των Αγίων - που είναι το ίδιο, εφόσον αυτοί δεν έτυχε να περιπλεύσουν επιτυχώς τον σκόπελο της αποδοχής των μεγαλοπαπάδων.
Το ιδανικό
Μια πιο γενναιόδωρη ματιά θα μας οδηγούσε στο ότι ο ίδιος ο Segovia ήταν τόσο πολύ απορροφημένος από το ιδανικό (μένει να του δώσουμε όνομα) της κιθάρας, που ο εαυτός του ήταν και για τον ίδιο ένα πάρεργο. Το όποιο δόσιμο στους μαθητές του ήταν πιθανότατα ένας τρόπος να εκφράσει την αμηχανία του απέναντι σε αυτό το παράδοξο: Αυτός ως άρχων να αναγκάζεται να παραδεχτεί πως είναι ένας απλός σκαφτιάς, ένας εργάτης του ορυχείου που εδώ και χιλιετίες ξερνάει τις πολύτιμες πέτρες του στο φως με τη βοήθεια κάποιων τέτοιων περιπτώσεων. (Παράλληλη αλήθεια είναι άλλωστε το ότι ο πραγματικός άρχων είναι μια υπηρέτρια ολκής, υπηρέτρια που όμως όλοι σέβονται και τιμούν. Μια μαμά που της ρουφάμε εξακολουθητικά το γάλα. Το αν ο Segovia υπήρξε βυζί ή μωρό είναι ένα ερώτημα που περιμένει να απαντηθεί από τους πραγματικούς του βιογράφους - όχι πως θα είχε αυτό και καμιά σημασία πέραν της αγάπης προς τη λεπτομέρεια.)
Ποιο τώρα είναι το παραπάνω «ιδανικό της κιθάρας», που απορρόφησε αυτή τη ζωή των 94 ετών και την έστειλε από το Λινάρες στα πέρατα του κόσμου, και λίγο παραπέρα στη – γραμμένη - ιστορία; Η κιθάρα στα χέρια του Segovia δεν είναι ένα φαλλικό εργαλείο - όπως στα χέρια των αστέρων της ροκ. Είναι αντικείμενο έρωτα, κι αυτό φανερώνεται εύγλωττα στον τρόπο που ο ίδιος έσκυβε πάνω της. Μητέρα ή ερωμένη - έτσι ή αλλιώς - αυτός πάντως εκτίθεται δίπλα της με αυτήν την παραδοχή. (Αναρωτιέμαι παρεμπιπτόντως τι χώρο να άφηνε αυτή η ερωμένη για την υπόλοιπη - οικογενειακή και άλλη - ζωή του προπάππου όλων μας.)
Ακούγοντας τις παλιές ηχογραφήσεις αισθάνεται κανείς ότι εκείνο που αναδύεται κάτω απ’ τις όμορφες αρμονίες είναι μια χορογραφία που το παχουλό γέρικο χέρι δεν θα μπορούσε με άλλον τρόπο να αξιωθεί, ένα χάδι στο μέσα μας παιδί που μόνο ένας σπάνιος πατέρας θα μπορούσε να δώσει, μια πρόσκληση στο πιο εκστατικό μας κομμάτι να βγει στην αγορά και να μιλήσει, μια επίκληση στην ομορφιά την ίδια να σηκώσει το πέπλο της και να μας διαλέξει για υπηρέτες της. Για ανθρώπους όπως ο Segovia - ή ο άλλος ομογάλακτός του ο Casals - το σημαντικό δεν κρυβόταν σε μια εμμονή στη μουσική γραφή με τον τρόπο που θα πρότεινε σήμερα ένας μουσικολόγος. Κρυβόταν στη με όποιο κόστος εξοικείωση με τη μέσα μας τρυφερότητα. Γι αυτό και κάθε κριτική απέναντι στο μουσικολογικά ορθόν των εκτελέσεών τους μοιάζει εκτός τόπου. Η δική τους παρουσία στην ιστορία της μουσικής είναι «άλλου παπά βαγγέλιο», και αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να τους ξαναγνωρίσουμε και να τους τοποθετήσουμε στο σήμερα. Με αγάπη γι αυτό που πρότειναν και όχι με «αντικειμενικά» κριτήρια. Ο Segovia πιστεύω ότι πρότεινε κάτι που κι ο ίδιος δεν ήξερε. Η προσκόλλησή του στην πολύωρη μελέτη του οργάνου ακόμα και στο τέλος της ζωής του δεν μπορεί να εξηγηθεί με στενά ψυχαναγκαστικά σχήματα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρωταρχική ανάγκη, ή έστω με ένα πολλαπλά φορτισμένο υποκατάστατο ζωής, που αποκρυσταλλώθηκε τόσο επιτυχώς μέσα στα χρόνια ώστε στα μάτια του να παραμένει συνώνυμο του οξυγόνου. Μ’ αυτή την έννοια υπήρξε μεσσίας - ερήμην του. Πρόσφερε -ας έκανε κι αλλιώς - τη ζωή του στην υπηρεσία όλων μας.
Δεύτε λάβετε
Κι εδώ ερχόμαστε στο ερώτημα: Με ποιο τρόπο η δική του προσφορά γονιμοποίησε και πιθανότατα ακόμα γονιμοποιεί τη δική μας παρουσία στο χώρο; (πήγα να πω «στη ζωή» - που είναι για τους περισσότερους το ίδιο). Ποιο κομμάτι του ψηφιδωτού αξίζει να κρίνουμε σήμερα ως διατηρητέο - ζωντανό πάντως, ποια όψη της τέχνης του είναι στ’ αλήθεια διαχρονική; Εν τέλει ποιόν Segovia είμαστε διατεθειμένοι σήμερα να κρατήσουμε και ποιόν να πετάξουμε;
Θα κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για να θυμηθώ τον πρώτο μου δάσκαλο τον Νίκο Φρουδαράκη (γεια σας κύριε Νίκο!), την εποχή που ήμουν κι εγώ παιδί και κάπως περισσότερο ανοιχτός στο αόρατο. Ο Νίκος Φρουδαράκης ήταν για όλους εμάς, τους μαθητές του, όντως ένας σκαπανέας. Αποκλεισμένος σε μια Κρήτη καθόλου φιλική σε πράγματα που δεν καταλάβαινε, κάτι σαν ακριβός ιερέας μιας θρησκείας ακόμα άγνωστης, μας μιλούσε για τον Segovia με έναν θαυμασμό και ένα δέος τόσο υποβλητικό μες την αλήθεια του, που ήταν ικανό να μας μπολιάσει. Η κιθάρα – θυμάμαι - που μας έπαιζε, επιβλητική κι αυτή κάτω απ’ την τέλεια στάση του, είχε εμφανώς τον τρόπο του μαέστρου. Ωραίος ήχος, εμμονή στη δόνηση της μιας και μοναδικής νότας που στεκόταν στη φωτισμένη κορυφή για λίγο, πριν κατρακυλήσει όμορφα σε μια σειρά από αρπέζ, σίγουρη τεχνική και – κυρίως - μια αδιαπραγμάτευτη πίστη στο ότι αυτό που συμβαίνει εδώ είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Ήταν ταυτόχρονα μια γενναιόδωρη μύηση όλων μας στις ιερουργίες του εκεί στρατοπέδου, του οποίου την πλήρη ανάπτυξη δεν ήμασταν ακόμα ικανοί να αντιληφθούμε, μυριζόμασταν όμως τη σημασία του σαν το καλό λαγωνικό. Κι αυτό ήταν περισσότερο από στρατόπεδο, ήταν μια ήδη παλιά οικογένεια της οποίας μέλη κι εμείς γινόμασταν. Η ευγνωμοσύνη μας προς τον αρχιερέα εκείνων των συναντήσεων ήταν τόση που έστριβε οδυνηρά προς την πατρική επένδυση. Το ισοζύγιο ανάγκης και προσφοράς ήταν έτσι σταθερά δομημένο ώστε τίποτα δεν έλειπε - τίποτα δεν περίσσευε. Πολύ αργότερα θα διαπίστωνα ότι η τότε στάση του Νίκου Φρουδαράκη απέναντι στο ιερόν της περίπτωσης Segovia δεν ήταν μια εξαίρεση αλλά ένας κανόνας σε αντίστοιχες οικογένειες ανά τον κόσμο. (Η μοναδικότητα του Φρουδαράκη μπορεί να ανιχνευτεί σε άλλες περιοχές για τις οποίες δεν είμαι έτοιμος να μιλήσω δημόσια, αφού αυτό θα προϋπέθετε ένα κρυφοκοίταγμα στις ψυχικές δυναμικές των τότε μαθημάτων που εξακολουθώ να θεωρώ ιδιωτικά. Μπορώ μόνο να μιλήσω για μια εκ των υστέρων ευγνωμοσύνη προς την τύχη μου εκείνης της εποχής και φυσικά προς τον ίδιο.) Υπήρχαν λοιπόν – ανακάλυψα - χιλιάδες ανά τον κόσμο ιεροκήρυκες όπως ο κύριος Νίκος, που διέδιδαν εκείνο το ακατανόητο. Τι ήταν αυτό; Μα, η ίδια η διαφάνεια του μύθου. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο Segovia θα έπρεπε να εφευρεθεί, για να μπορέσει να στηριχθεί η ανάγκη τόσων ανθρώπων, να μπορέσει να συνοψισθεί στο αδιαμφισβήτητο της υπεροχής του η επιθυμία όλων των μοναχικών ανθρώπων που κρατούσαν μια κιθάρα στην αγκαλιά τους να αποκτήσουν ταυτότητα. Οι Beatles τον έλεγαν «ο πατερούλης όλων μας», κι αν αναλογιστεί κανείς τα έτη φωτός που χωρίζουν τις εν εκστάσει παραληρούσες παιδίσκες των συναυλιών τους με τους σοβαροφανείς ονυχοφόρους των σημερινών ρεσιτάλ κιθάρας θα του μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά πως κάτι κάπου στην πορεία χάλασε κι εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι.
Σεγκοβιαστές
Κατά τη γνώμη μου το μέρος του σκαπανέα είναι που θα πρέπει να κρατήσουμε σαν ζωντανό παράδειγμα απ’ την περίπτωση του μικρού - μεγάλου Andrés. Το μέρος του ανθρώπου που ερωτεύεται και δίνεται απόλυτα στον στόχο του, με όποιο κόστος. Αλλά ο ερωτευμένος θέλει να κρατήσει το αντικείμενο του έρωτά του μακριά από τα βλέμματα της αγοράς. Επιλεκτικά μόνο θα το δημοσιοποιήσει, κι αυτό επειδή αναπόσπαστο μέρος του σκηνικού που μπορεί να φιλοξενήσει ένα τέτοιας λεπτότητας παιχνίδι είναι το μισόφωτο. Ένας δημόσιος έρωτας αρμόζει στις στήλες των lifestyle περιοδικών. Ένας ιδιωτικός είναι για την ευρυχωρία του μοναστικού κελιού.
Τη μουσική όμως είναι ανάγκη να τη μοιραστείς. Ναι. Όμως εδώ να μην ξεχάσουμε ότι η στείρα όσο και μυωπική φιλοδοξία για την καθιέρωση της κιθάρας ως οργάνου «ισότιμου» - σιγά την τιμή δηλαδή - με τα άλλα όργανα θα έπρεπε να θεωρείται ένα πάρεργο στην εσωτερική ζωή του πατερούλη, όσο κι αν δεν μας βολεύει αυτό. Εκείνο που ατυχώς χάθηκε στην πορεία για την επίτευξη του «μεγάλου στόχου» είναι η παρθενικότητα των προθέσεων, και συνακόλουθα η παρθενικότητα της σχέσης μας με το αόρατο. Αν σήμερα γιορτάζουμε τον Segovia ως τον άνθρωπο που έβαλε την κιθάρα στις μεγάλες αίθουσες (του χρωστάμε κάτι απ’ το ψωμί που τρώμε δηλαδή), ξεχνάμε ότι διαλέγουμε να γιορτάσουμε το λιγότερο ενδιαφέρον κομμάτι ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού, εκείνο που απεικονίζει τη ματαιοδοξία του και μόνο. Η άνθιση της επίσημης κριτικής και στον χώρο της κιθάρας, οι πολυλιβανισμένες επιτροπές των διαγωνισμών, οι περιχαρακωμένες στη μοναξιά τους τάξεις, οι επί μέρους «αγιοποιήσεις», οι συντεχνίες των guitar societies, η κατηγοριοποίηση και η ιεραρχική δόμηση στο πάνθεον των ανά τον κόσμο εκτελεστών, όλα αυτά είναι κομμάτια που θυμίζουν περισσότερο τη φασιστική - ας μου επιτραπεί - βάση της φιλοσοφίας του δασκάλου, εκείνη που αποδεχόταν τους τίτλους και υποκλινόταν πειθήνια σε κάθε βασιλέα ασχέτως της σημασίας του. Συνεταιριζόμαστε τον δειλό. Στους αντίποδες, εκείνο το παιδί που εκστασιάζεται με τον ήχο της κιθάρας σε κάποιο σπίτι του Λινάρες, στο γύρισμα του προπερασμένου αιώνα, μένει παραπονεμένο και ανήμπορο. Μυστηριωδώς ολόκληρη η ζωή του Segovia έμοιασε να κτίζεται -επίτευγμα το επίτευγμα - στη σκιά μιας θεϊκής φάρσας, έτσι ώστε να αναιρεθεί η σημασία εκείνου του πρωταρχικού παιδικού βλέμματος προς τον κόσμο. Ακόμα θα γελάει μαζί μας Εκείνος που την έστησε.
Ματ
Ποιο κομμάτι θέλουμε εμείς σήμερα να κρατήσουμε; Εκείνο που μας κάνει όλους ανταγωνιστές σ’ αυτόν τον ανούσιο αγώνα του δεξιοτέχνη ή σύμμαχους στον τρυφερό αγώνα της αλήθειας;
Έχοντας παρακολουθήσει αρκετά «ρεσιτάλ κιθάρας» τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να με ενδιαφέρει περισσότερο η μια και μοναδική περίπτωση που αποφάσισε σε πείσμα των συνθηκών να τραγουδήσει με ειλικρίνεια μια φράση, παρά όλες εκείνες που ακουσίως προσπάθησαν να πείσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό για την αξία τους (ο καλύτερος του χωριού) σε επίπεδο ανταγωνισμού - εξαργυρώσιμου ασφαλώς. Ένας υγιής ναρκισσισμός είναι εκ των ουκ άνευ για τον τεχνίτη που εκτίθεται. Αλλά το όριο ανάμεσα σε αυτόν και στον ισοπεδωτικό ναρκισσισμό -εκείνον που αγνοεί την ταπεινότητα του λειτουργήματος που καλείται να επιτελέσει - είναι πλέον μια χοντροειδέστατη διαχωριστική γραμμή, που γίνεται ακαριαία ορατή σε κάθε στοιχειωδώς έξυπνο άνθρωπο. Αντικριστά σ’ αυτό το σύνορο θα παραταχθεί το βαρύ πυροβολικό των παιχνιδιών εξουσίας - ένα δεύτερο επάρατο στίγμα της ζωής του Segovia, που επίσης κληροδοτηθήκαμε, και που σήμερα καλούμαστε να αποφασίσουμε αν θα κρατήσουμε ή αν θα πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων. Η μάχη ξεκινά. Ραντεβού λοιπόν – όσοι - στην κορυφή απέναντι…
Απ’ αυτόν τον ήσυχο λοφίσκο μπορούμε τώρα δια γυμνού πλέον οφθαλμού να κάνουμε έναν πρώτο απολογισμό των κερδών και των απωλειών. Ένα είναι σίγουρο: Ο καλύτερος (και μόνος άλλωστε) τρόπος να τιμήσουμε τον επιφανή τεθνεώτα στρατηγό θα ήταν να αναζητήσουμε στα αποκαΐδια της μάχης τον χαμένο πυρήνα της παρθενικότητάς του -εκείνον τον πυρήνα που πιθανότατα κι ο ίδιος αγνοούσε - και να τον κάνουμε δικό μας σπόρο.
Όλα τα υπόλοιπα είναι: α) εκ του πονηρού, β) από βλακεία.
Διαλέξτε παρακαλώ.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
29 Μαΐου 2007