Αφιέρωμα στον Θόδωρο Αντωνίου
στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Ορχήστρα των Χρωμάτων
κάντε κλικ στο εικονίδιο-μεγάφωνο, για να ακούτε |
Την ερχόμενη Τρίτη 27 Απριλίου στις 8:30 το βράδυ, η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, παρουσιάζει συναυλία - αφιέρωμα στον Θόδωρο Αντωνίου. Τη εκδήλωση θα τιμήσει με την παρουσία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας θαυμαστής και φίλος του συνθέτη.
Η συναυλία θα δοθεί στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης (Πρώην Φίλων της Μουσικής και θα ξεκινήσει με το «Moto perpetuo» για μεγάλη ορχήστρα, που ολοκληρώθηκε το1996 και θα ακουστεί σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Ακούγεται επίσης το «Κοντσέρτο για πιάνο» του1998, με σολίστα τον Τάσο Πάππα για τον οποίο το έργο γράφτηκε.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται (σε πρώτη ελληνική εκτέλεση), το έργο «Νενικήκαμεν», σε ποίηση της παλιάς συνεργάτιδας του συνθέτη Τούλας Τόλια και σε αρχαία κείμενα από τον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη.
Το έργο ερμηνεύουν, εκτός από τη Ορχήστρα των Χρωμάτων και το Μίλτο Λογιάδη, ο βαρύτονος Τάσος Αποστόλου, η μέτζο σοπράνο Αγγελική Καθαρίου και ο Γιάννης Φέρτης ως αφηγητής. Συμμετέχουν επίσης η Χορωδία της ΕΡΤ (σε διδασκαλία Δημήτρη Μπουζάνη) και η Χορωδία Δωματίου του Δημοτικού Ωδείου Πατρών (σε διδασκαλία του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου).
«Φωτογραφία από την εκτέλεση του «Νενικήκαμεν» στο καλοκαιρινο φεστιβάλ του Tanglewood των ΗΠΑ,
υπό τη διεύθυνση του Θ. Αντωνίου»
«Νενικήκαμεν»
Πρόκειται για μία σύγχρονη καντάτα για βαρύτονο, μέτζο σοπράνο, αφηγητή, χορωδία και μεγάλη ορχήστρα. Γράφτηκε μετά από παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας και της πόλης του Μονάχου και πρωτοπαίχτηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972.
« Πρόθεση μου δεν ήταν απλώς να εξαρθεί η νίκη των Αθηναίων κατά των Περσών στο Μαραθώνα», λέει ο Θόδωρος Αντωνίου, «αλλά να αποδώσω με έναν αφηρημένο τρόπο το σύμβολο του Ανθρώπου, ο οποίος αγωνίζεται για να φτάσει υψηλούς στόχους, καθώς επίσης και για να αρνηθεί την έννοια του Πολέμου, γενικά.». «Η περιγραφή της μάχης και οι άλλες ιστορικές αναφορές δίνονται σαν σε όνειρο.»
Γραμμένο το 1971, μια εποχή που η πρωτοπορία είχε φτάσει πλέον στα πιο προχωρημένα της στάδια, το «Νενικήκαμεν» εκφράζει την αισθητική και τα επιτεύγματα της μουσικής τεχνικής και τέχνης, εκείνης της εποχής. Χρησιμοποιεί πολλές από τις – τότε – «σύγχρονες τεχνικές» όχι μόνο στα όργανα ή στην ενορχήστρωση αλλά και στη γραφή της παρτιτούρας, μερικές από τις οποίες είναι προσωπικές επινοήσεις του συνθέτη. Ενδιαφέρον θα έχει να ακούσουμε τί απ’ όλα αυτά λειτουργεί και σήμερα...
Το Πρώτο Μέρος ξεκινάει με τα κρουστά όργανα που παίζουν, «λεπτούς ήχους σαν παιδικά μουσικά όργανα, που δίνουν την εντύπωση ενός παραμυθιού». Η είσοδος της χορωδίας μας οδηγεί στο πεδίο της μάχης, που ξεσπά με μία τρομακτική είσοδο της ορχήστρας. Η μάχη περιγράφεται άλλοτε με χαρά, άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με φρίκη από τον αφηγητή και τη χορωδία.
Το Δεύτερο Μέρος (για βαρύτονο, αφηγητή και ορχήστρα), βασίζεται σε στίχους του Πινδάρου από τους «Ύμνους στους Ολυμπιονίκες» και αποδίδεται στα Αρχαία Ελληνικά. Εδώ ο αφηγητής περιγράφει την αγωνιώδη πορεία του δρομέα, που ήδη αρχίζει να διερωτάται για τη χαρά, τη νίκη και τη σκοπιμότητα του πολέμου.
Το Τρίτο και τελευταίο μέρος μας επαναφέρει στην ατμόσφαιρα της μάχης. Εδώ πλέον συμμετέχουν όλοι: οι σολίστ, ο αφηγητής, η χορωδία και η ορχήστρα. Η μέτζο σοπράνο είναι η «Μητέρα». Με τα λόγια του συνθέτη: «η κάθε μητέρα που θρηνεί το παιδί της». Για προφανείς λόγους κατανόησης του νοήματος, το μέρος της αποδίδεται σε σύγχρονα Ελληνικά, ενώ ο αφηγητής και η χορωδία, κατά το μεγαλύτερο μέρος, έχουν Αρχαία Ελληνικά από κείμενα του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και του Πινδάρου. Το έργο κλείνει με ένα αποκορύφωμα αγωνίας και φρίκης απ’ όπου ξεσπάει με τη λέξη «Νενικήκαμεν», που όμως είναι πλέον διαλυμένη και παραμορφωμένη.
Κοντσέρτο για πιάνο
Είναι από τα έργα για τα οποία ο ίδιος ο Αντωνίου θεωρεί ότι βρίσκονται «πιθανόν πιο κοντά στη παραδοσιακή φόρμα» και αποτελείται από τέσσερα μέρη:
Ι: Presto possibile, ΙΙ: Presto, III: Passacaglia, IV: Τέταρτο= 48
(ο τίτλος αυτός εννοεί την αργή ρυθμική αγωγή)
Σίγουρα εδώ βρισκόμαστε πολύ μακριά από την εποχή του «Νενικήκαμεν». Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι ακόμα και αυτή την «παραδοσιακή φόρμα», ο Αντωνίου την έχει αλλοιώσει και σπρώξει όσο πιο πέρα γίνεται. Αυτό φαίνεται εύκολα όχι μόνο από τη χρήση των ελληνικών ρυθμών, αλλά κυρίως από την σχετικά ασυνήθιστη αλληλουχία στις ρυθμικές αγωγές των τεσσάρων μερών. Το Κοντσέρτο αρχίζει από το πολύ γρήγορο και καταλήγει στο αργό. Πρόκειται για τεχνική που αρχίζει να εμφανίζεται κατά το τέλος του 19ου αιώνα και έχει χρησιμοποιηθεί πολύ από συνθέτες όπως ο Μάλερ και αργότερα ο Σοστάκοβιτς και ο Μπρίτεν. Αν κάποιοι σκεφτούν ότι οι παραπάνω συνθέτες θεωρούνται πλέον «παραδοσιακοί», θα συμφωνήσω αντιτείνοντας ωστόσο για ότι η «παράδοση» πάει πολύ πιο πίσω...
Το έργο αρχίζει με μια εισαγωγή με δεξιοτεχνικό χαρακτήρα που οδηγεί στο πρώτο μέρος, μια πολυθεματική φόρμα σονάτας, στην οποία τα γρήγορα μέρη εναλλάσσονται με τα πιο λυρικά .
Το Δεύτερο Μέρος έχει το χαρακτήρα ενός πολύ γρήγορου Σκέρτσο, με ασύμμετρα (ελληνικού τύπου), μέτρα και σύνθετους ρυθμούς.
Το Τρίτο Μέρος είναι μια Passacaglia. Πρόκειται φόρμα που προέρχεται από την εποχή της πολυφωνίας (Να την πάλι η «παράδοση»...). Σε κάθε Passacaglia υπάρχει πάντα ένα μπάσο, συνεχώς το ίδιο, πάνω από το οποίο σε κάθε επανάληψη μπαίνουν διαφορετικές φωνές.
Το Τέταρτο, βασίζεται σε ένα παλιότερο κομμάτι του συνθέτη, την Entrata για σόλο πιάνο. Επί της ουσίας είναι ένα αργό Ζειμπέκικο όπου το θέμα επαναλαμβάνεται συνεχώς παραλλαγμένο.
Moto Perpetuo για μεγάλη ορχήστρα,
Όπως υπονοεί και ο τίτλος, είναι ένα κομμάτι σε διαρκή κίνηση, με έντονες αντιθέσεις και ηχοχρωματικές αλλαγές. Η μουσική ξεκινά με μια επαναλαμβανόμενη νότα, ενώ σίγα – σιγά εμφανίζονται και οι δώδεκα νότες, σε μορφή, όπως μας λέει ο συνθέτης, «μίας ελεύθερης δωδεκάφθογγης σειράς». Στο μεγαλύτερό του μέρος το κομμάτι έχει μονοφωνικό χαρακτήρα αλλά συχνές είναι και οι ετεροφωνικές στιγμές. Η ετεροφωνία είναι μία τεχνική που ο Θόδωρος Αντωνίου χρησιμοποιεί συχνά στα πιο πρόσφατα έργα του και αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής μουσικής. Είναι εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος που ακούμε όταν δύο ή περισσότερα διαφορετικά όργανα παίζουν την ίδια μελωδία, αλλά όχι ακριβώς τις ίδιες νότες ή ακριβώς τον ίδιο ρυθμό.
Το Moto Perpetuo γράφτηκε από το Σεπτέμβριο του 1995 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1996, περίοδο κατά την οποία ο συνθέτης έγραψε - όπως λέει - άλλα 13 έργα (!), «τα περισσότερα από αυτά σύντομης διάρκειας, καθώς και ορισμένα κομμάτια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο».
Κωνσταντίνος Λυγνός
Συνθέτης, Μέλος της ΕΕΜ
Εκδότης του περιοδικού «ΠΟΛΥΤΟΝΟν»
Επιμέλεια σελίδας Δημήτρης Κυπραίος