Ο ταγμένος , καθολικός, απόλυτος «Μουσικάνθρωπος»
CLAUDIO ABBADO
(Mιλάνο 26.VI.1933-Μπολόνια 20.I.2014)
Λίγους μήνες πριν συμπληρώσει τα 81 του χρόνια και μετά από πολύχρονη μάχη με την επάρατο, «έφυγε» o διασημότερος ίσως αρχιμουσικός του καιρού μας –υπενθυμίζουμε ευθύς εξαρχής ότι σε ιδιότυπο «γκάλλοπ» του έγκριτου μηνιαίου μουσικολογικού περιοδικού BBC Music Review (τεύχος Απριλίου του 2011) ο πολυβραβευμένος Αμπάντο ψηφίστηκε από 100 επώνυμους μαέστρους του καιρού μας ως ο τρίτος αξιολογότερος μαέστρος όλων των εποχών (έπειτα από τους Κάρλος Κλάιμπερ και Μπερνστάιν και πάνω από τους φον Κάραγιαν, Φουρτβαίνγκλερ και Τοσκανίνι) (1)! Πρέπει επίσης να πούμε ότι ήδη διήνυε τον πρώτο χρόνο (2013-2014) του ως ισόβιος γερουσιαστής στην Ιταλική Βουλή –τιμή μοναδική για καλλιτέχνη της πατρίδας του.
Ο Κλάουντιο Αμπάντο, μαθητής του Αντονίνο Βόττο στη Ακαδημία «Βέρντι» του Μιλάνου και του Χανς Σβαρόφσκυ στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης, κάτοχος των βραβείων μουσικής διεύθυνσης Κουσσεβίτσκυ (1958) και Μητρόπουλου (1963), υπήρξε ένας από τους πληρέστερα «τεκμηριωμένους» μαέστρους στη διεθνή δισκογραφία και βιντεογραφία, με σπουδαίες ερμηνευτικές καταθέσεις επικεφαλής κορυφαίων ορχηστρών, χορωδιακών συνόλων και οπερατικών συγκροτημάτων, που διαπερνούν κρίσιμα στάδια της εξέλιξης της ηχογράφησης από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως τις μέρες μας, από τους στερεοφωνικούς δίσκους βινυλίου ως τους δίσκους ακτίνας (CDs) και τις βιντεοσκοπημένες εκτελέσεις (DVDs) σε στούντιο αλλά και σε «ζωντανές» συναυλίες (2).
Η επίζηλη υπερ-πενηντάχρονη καριέρα του συνδέθηκε με τις θητείες του στα πόντιουμ κορυφαίων πραγματικά συνόλων: διάδοχος του αδικοχαμένου Γκουίντο Καντέλλι (1920-1956) στη μουσική διεύθυνση της Σκάλας του Μιλάνου την περίοδο1968/69-1986, στη συνέχεια ηγήθηκε ως μουσικός διευθυντής της Κρατικής ΄Οπερας της Βιέννης (1986-1991), ενώ παράλληλα είχε αναλάβει, διαδεχόμενος τον Αντρέ Πρεβέν, κύριος αρχιμουσικός της ορχήστρας με τις περισσότερες δισκογραφήσεις στην ιστορία της μουσικής, της Συμφωνικής του Λονδίνου (1979-1988) και είχε δραστηριοποιηθεί στην ίδρυση της Ορχήστρας Νέων «Μάλερ» (1986) και της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (1987). Στις δεκαετίες του 1970 και 1980 πραγματοποίησε σπουδαίες συμφωνικές δισκογραφήσεις έργων των Μάλερ, Σκριάμπιν, Ντεμπυσσύ, Γιάνατσεκ, Ραβέλ και Προκόφιεφ και με άλλες σημαντικές ορχήστρες της Ευρώπης (Φιλαρμονική Βιέννης, Ορχήστρα Δωματίου Ευρώπης –ως πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της τελευταίας) και των ΗΠΑ (Συμφωνικές Βοστώνης και Σικάγου).
Το 1989, μετά το θάνατο του μυθικού Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, επιλέχθηκε από τους μουσικούς της Φιλαρμονικής του Βερολίνου ως διάδοχος κύριος μαέστρος της (1989-2002), θητεύοντας παράλληλα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ (1994-2002). Η κυριότερη όμως, όψιμη, συμβολή του σχετίζεται με την «αναδημιουργία» της παλαιάς, ιστορικής, ελβετικής Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Λουκέρνης (με πυρήνα της μουσικούς τής Ορχήστρας Δωματίου Μάλερ), στην οποία μετακάλεσε σπουδαίους μουσικούς (κυρίως εξάρχοντες, έγχορδους και πνευστούς) από κορυφαία μουσικά συγκροτήματα και με την οποία μέσα στην τελευταία οκταετία της έντονης δράσης του (2003-2011) πραγματοποίησε μερικές από τις κορυφαίες συμφωνικές ερμηνείες –κατά την άποψη του γράφοντος- στην ιστορία της μουσικής (π.χ. κύκλος 9 Συμφωνιών του Μάλερ, 5η Συμφωνία του Μπρούκνερ). Μέσα στην τόσο δημιουργική αυτή περίοδο (και με σοβαρά, συνεχιζόμενα, προβλήματα υγείας από το 2000), ο «χαλκέντερος» Αμπάντο βρήκε χρόνο να ιδρύσει μια ακόμη ορχήστρα στη Μπολόνια, την «Ορχήστρα Μότσαρτ» του Μπολζάνο (2005), με την οποία πραγματοποίησε πολύ σημαντικές δισκογραφήσεις και βιντεοσκοπήσεις .
Εκτός από την σπουδαία οπερατική και συμφωνική/χορωδιακή δισκογραφία του (μεταξύ άλλων, όπερες και χορωδιακά έργα των Ροσσίνι, Μπιζέ, Μουσσόργκσκυ, Μπραμς και Βέρντι, κύκλοι των Συμφωνιών του Μέντελσσον, των ορχηστρικών/μπαλλετικών έργων του Ραβέλ και των μπαλλέτων του Στραβίνσκυ με τη Συμφωνική του Λονδίνου, καθώς και των Συμφωνιών του Μπραμς με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου), πολλά και σημαντικά είναι τα testimonia της μαεστρικής του τέχνης (με τις ελαφρές, κομψές, ανεπιτήδευτες κινήσεις του, με «πλαστικό» καρπό στη χρήση της μπαγκέτας –όπως και ο πρόσφατα εκλιπών Βρεταννός ομότεχνός του, Σερ Κόλιν Νταίηβις, για τον οποίο γράψαμε σχετικά στο TaR (3)- με «αέρινο», ρυθμικό, τίναγμα του κεφαλιού του προς τα πίσω και με σπάνια συναντώμενη σε μαέστρο γενική σωματική χαλαρότητα κατά την ώρα της ερμηνείας) υπάρχουν αποθησαυρισμένα σε DVDs των σπουδαιότερων εταιρειών στον κόσμο, όπως της Deutsche Grammophon, της Euroarts, της Medici Arts, της TDK, της Arthaus Musik, με σπουδαίους, μεταξύ άλλων, κύκλους Συμφωνιών των Μπετόβεν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου (Βερολίνο-Ρώμη 2000-2001) και Γκούσταφ Μάλερ με την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Λουκέρνης (2003-2009) (4). Επίσης, με έξοχες ερμηνείες (και ως εξαίρετος συνοδός μεγάλων σολιστών, φωνητικών και οργανικών) σε έργα των Περγκολέζι, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Ροσσίνι, Βάγκνερ, Τσαϊκόφσκυ, Μπρούκνερ, Μπραμς, Βέρντι, Ντεμπυσσύ, Ραχμάνινοφ, Σαίνμπεργκ, Προκόφιεφ, Στραβίνσκυ και άλλων, στο πόντιουμ των δύο προαναφερομένων αλλά και άλλων ορχηστρών, όπως της Φιλαρμονικής της Βιέννης, της Ορχήστρας (μετέπειτα Φιλαρμονικής) της Σκάλας του Μιλάνου, της Ορχήστρας Νέων «Μάλερ» και της Ορχήστρας Δωματίου της Ευρώπης.
Ακόμη, στο ιστοσελιδικό ‘You Tube’ μπορεί κανείς να βρει πολλές (ανέκδοτες ακόμη) ερμηνείες του (5), όπως λ.χ. την πρώτη του βιντεοσκόπηση του «Ρέκβιεμ» του Βέρντι, το 1970, με σπουδαίους φωνητικούς σολίστες (Ρενάτα Σκόττο, Μαίρυλιν Χορν, Λουτσιάνο Παβαρόττι, Νικολάι Γκιαούροφ), την Ιταλική Εθνική Ραδιοφωνική Συμφωνική (RAI) της Ρώμης και την Εθνική Ραδιοφωνική Χορωδία (RAI) του Μιλάνου. Με το ίδιο αυτό έργο (που το βιντεοσκόπησε δύο ακόμη φορές, το 1982 στο Λονδίνο και το 2001 στο Βερολίνο, με αντίστοιχους κορυφαίους φωνητικούς καλλιτέχνες της εποχής), εμφανίστηκε το 1981 στην Ελλάδα, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, επικεφαλής της Ορχήστρας και Χορωδίας της Σκάλας του Μιλάνου.
Αναμφίβολα θα λείψει πολύ από τον κόσμο της μουσικής, όπου προσέφερε απλόχερα: μουσικά, ερμηνευτικά, συντονιστικά, διοικητικά. Ανεκτίμητη η προσφορά του –ένας πραγματικός «Μαικήνας»! Θα τον θυμόμαστε και θα τον ακούμε πάντα!
Αλέξιος Σαββίδης
asavv@otenet.gr
Ιανουάριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. σχετικά Α. Σαββίδης, Δοκίμια κλασσικής μουσικής παιδείας, 2η έκδοση, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 2013, σ. 267 κ.εξ.
2. Η παλαιότερη δισκογραφία του (βινύλια) στον John Holmes, Conductors on record, Λονδίνο, εκδ. Gollancz, 1982, σ. 1-2. Επιλογή νεότερης δισκογραφίας-βιντεογραφίας του στους David Patmore, A-Z of conductors, έκδ. δισκογραφικής εταιρείας Naxos, 2007, σ. 32-35 και Α. Σαββίδη, Μεγάλοι μαέστροι, 2η έκδ., Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2009, σ. 52-55 (με τις τελευταίες προσθήκες στην ετοιμαζόμενη 3η αναθεωρημένη έκδοση).
3. Στο link: http://www.tar.gr/content/content.php?id=4342
4. O Αμπάντο διακρίθηκε και παλαιότερα στις Συμφωνίες του Μάλερ (LPs της DG με Φιλαρμονική Βιέννης και Συμφωνική Σικάγου). Το1985 η Διεθνής Εταιρεία «Μάλερ» του απένειμε ειδικό βραβείο, ενώ και η πιο πρόσφατη (2004) δισκογράφηση της 6ης Συμφωνίας με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου βραβεύτηκε το 2006 από το έγκριτο περιοδικό Gramophone ως δίσκος της χρονιάς.
5. Mια σχετική επιλογή στο υπό έκδοση βιβλίο μου: Mαέστροι στο διαδίκτυο-Επιλογές και πρακτικός οδηγός, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.