ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΡΖΑΚΗΣ & ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
(D & A Guitar Duo)
Άγγελος Μπότσης και Δημήτρης Κουρζάκης
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Η συζήτησή μας δεν ήταν προγραμματισμένη. Έγινε αυθόρμητα «έτσι χωρίς πρόγραμμα», την επομένη της εξαιρετικής συναυλίας των κιθαριστών Άγγελου Μπότση και Δημήτρη Κουρζάκη στη γραφική πλατεία «Κολοβού» στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Ημέρες Μουσικής Πρέβεζας».
Διαβάζοντας το βιογραφικό τους, πληροφορήθηκα ότι οι δυο σολίστ υπήρξαν συμφοιτητές στο Royal Northern College of Music στη Μ. Βρετανία. Το “D & A Guitar Duo” είναι ο καρπός των εξαιρετικών σπουδών τους και της εποικοδομητικής συνεργασίας τους στο πλαίσιο αυτό. Μιας συνεργασίας που κατά τη διάρκεια των σπουδών τους δεν περιοριζόταν μόνο στη δημιουργία ενός κιθαριστικού ντουέτου. Περιελάμβανε μελέτη σε βιβλιοθήκες, ακροάσεις συναυλιών, σύμπραξη με άλλα σύνολα μουσικής δωματίου- όχι απαραιτήτως κιθαριστικά. Στην πορεία της συζήτησης, πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι δεν είχα απέναντί μου μόνο δυο εξαιρετικούς σολίστ κιθάρας. Είχα δυο ανθρώπους εμφανώς πολύ μορφωμένους, οι οποίοι γνώριζαν και ασχολούνταν γενικότερα με τη δυτική μουσική και όχι αποκλειστικά και μόνο με την κλασική κιθάρα – χαρακτηριστικό όχι ιδιαίτερα σύνηθες. Αυτό το εύρος και το βάθος γνώσης αντανακλάται και στις επιλογές του ρεπερτορίου τους- ένα σημαντικό τμήμα του οποίου αφορά έργα αισθητικής του 20ου και 21ου αιώνα, άρα και παρουσιάσεις νέων έργων.
Όσοι δεν είχατε τη χαρά να τους απολαύσετε στην Πρέβεζα, θα έχετε και άλλες ευκαιρίες το τρέχον ακαδημαϊκό έτος. Για παράδειγμα, στις 24 Απριλίου 2015 στο ωδείο «Φ. Νάκας» όπου κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο-απ΄ότι κατάλαβα- μας ετοιμάζουν.
(Από το ρεσιτάλ στις Ημέρες Μουσικής Πρέβεζας 2014, στην Πλατεία Κολοβού)
Α.ΜΠ «Αν θεωρήσουμε ότι το «ποτάμι» της μουσικής ξεκινάει από το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στον 20ο αιώνα κατέληξε σε μια μεγάλη θάλασσα, όπου συναντήθηκαν όλα τα ρεύματα, όλες οι προϋπάρχουσες τάσεις όπου τις είδαμε να συνυπάρχουν και να δημιουργούν καινούρια στοιχεία. Είναι κατά τη γνώμη μου η πιο γοητευτική περίοδος της ιστορίας!»
Δ.Κ. «Πρόσφατα, στο φεστιβάλ της Καλαμάτας, δώσαμε με τον Άγγελο Μπότση μια συναυλία που το θέμα ήταν ακριβώς αυτό: πώς διαφορετικοί συνθέτες εκκινούνε από το μουσικό ιδίωμα του τόπου τους, αλλά στο τέλος συναντώνται στην κοινή παγκόσμια μουσική γλώσσα»(...) Το μεγάλο ενδιαφέρον είναι πώς μετουσιώνονται όλα αυτά τα στοιχεία σε κάτι το οποίο είναι κοινό και γίνεται μια κοινή κληρονομιά για όλους μας».
Πηγή Φωτογραφικού υλικού: Από το Φεστιβάλ του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας[1]
Τ.Β. Από πότε ξεκίνησε η συνεργασία σας ως ντουέτου και με ποια προοπτική;
Α.ΜΠ. Καταρχάς είμαστε και οι δυο μαθητές του ίδιου δασκάλου, του Κώστα του Γρηγορέα και συναντηθήκαμε με το Δημήτρη αφού και οι δυο είχαμε τελειώσει τις βασικές μας σπουδές και ήμασταν μεταπτυχιακοί σπουδαστές στο Royal Northern College of Music στη Μεγάλη Βρετανία, στην τάξη του Gοrdon Crosskey. Εκεί «συμπέσαμε» με τον Δημήτρη και μας άρεσε η ιδέα των δυο κιθαρών με την έννοια ότι μπορείς να προσεγγίσεις και ένα ρεπερτόριο που δεν «χωράει» στη μια κιθάρα. Επίσης ταιριάζαμε πολύ και ως άνθρωποι. Κάναμε καλή παρέα, είχαμε κοινές καταβολές λόγω των δασκάλων μας στην Ελλάδα και την Αγγλία, καθώς και κοινά γούστα πάνω στη μουσική. Ξεκίνησε εκεί η συνεργασία μας με την ερμηνεία κάποιων έργων. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, για δυο-τρία χρόνια χαθήκαμε, γιατί και ο Δημήτρης είχε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και με διαφορά φάσης μετά και εγώ. Αργότερα, εκεί γύρω στο 1998-99, ξεκινήσαμε πολύ συστηματικά να συνεργαζόμαστε ως ντουέτο, χτίζοντας ένα πρόγραμμα και δίνοντας συναυλίες.
Δ.Κ. Νομίζω ότι με τον Άγγελο δεν ξεκινήσαμε το ντουέτο με κάποια φιλόδοξη λογική ότι θα καλύψουμε κάποιο κενό ή ότι ενδεχομένως θα «φέρουμε κάποιον αέρα» στα πράγματα. Μάλλον ήταν μια ανάγκη να παίξουμε μουσική που δεν θα μπορούσαν οι ακροατές μας να τη δεχθούν με άλλο τρόπο. Παρόλο που με τον Άγγελο γνωριστήκαμε λόγω της κιθάρας, νομίζω ότι αυτό που στην πραγματικότητα «έδεσε ό,τι έδεσε» μέχρι τώρα, είναι και μια φιλική σχέση.
Τ.Β. Τι καινούργιο νομίζετε ότι αποκομίσατε από τις σπουδές σας στο εξωτερικό
Δ.Κ. Για μένα οι σπουδές στο εξωτερικό μου έδωσαν αυτή τη συνολικότερη αίσθηση για τη μουσική. Ήταν περισσότερο το κέρδος ότι βρίσκεσαι σε ένα χώρο συνολικότερα μουσικό με πολλές δυνατότητες να συμπράξεις με άλλα όργανα, να συνδιαλλαγείς μέσα σε μια ευρύτερη μουσική κοινότητα, τόσο σε ό,τι αφορά τη μουσική, όσο και στο κομμάτι το κοινωνικό αυτό καθαυτό. Επίσης είναι και η εμπειρία του ότι πηγαίνεις σε ένα ξένο τόπο και κερδίζεις από τα στοιχεία του, τα οποία έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Αλλά αν μένεις σε ένα σύστημα παραμένεις σε μια λίγο κλειστή λογική. Το γεγονός ότι ανοίγεσαι και μαθαίνεις άλλους τρόπους για τα πράγματα, αυτό από μόνο του είναι ένα κέρδος. Βεβαίως, αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μουσική, αλλά για οποιονδήποτε πηγαίνει σε έναν άλλο χώρο και αποκομίζει το κέρδος του διαφορετικού.
Δημήτρης Κουρζάκης
(Φεστιβάλ Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας 2014)
Τ.Β. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι εννοείτε με τη φράση: «άλλους τρόπους»; Σε τι συνίσταται αυτό, αναθεωρήσατε ζητήματα τεχνικής και ερμηνείας;
Δ.Κ. Δεν αναφερόμουνα τόσο στα μουσικά καθαυτά ζητήματα, ότι δηλαδή αν βρεθεί κάποιος στο εξωτερικό παίζει κιθάρα με άλλο τρόπο. Οι άλλοι τρόποι, αναφέρονται κυρίως στη νοοτροπία. Ακόμα και το πρόγραμμα σπουδών, το είχε εκπονήσει ένα πανεπιστήμιο που έχει μια παράδοση άλλη από τις δικές μας, η οποία εμπεριείχε μια συνολικότητα στην προσέγγιση της μουσικής σπουδής. Εκεί βρίσκεσαι σε ένα χώρο όπου θα μπεις στη βιβλιοθήκη, θα παρακολουθήσεις συναυλίες πολλών και διαφορετικών μουσικών οργάνων, θα έχεις τη δυνατότητα να συμπράξεις με όλους αυτούς… Βέβαια μουσική δωματίου επισήμως υπάρχει και στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η διαφορά δεν είναι τόσο στο γράμμα, όσο στο πνεύμα του νόμου. Το πώς γίνεται, με ποιες δυνατότητες και με τι εμβέλεια. Επίσης, το γεγονός ότι η σπουδή σου αυτή καθεαυτήν, δεν περιορίζεται μόνο στην εκτέλεση του μουσικού οργάνου, αλλά οφείλεις να εκπονήσεις διατριβή, να δεις το αντικείμενό σου με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, να σχεδιάσεις το πρόγραμμά σου, να μάθεις πώς θα συντάξεις το βιογραφικό σου, με ποιο τρόπο θα παρουσιαστείς και πως θα αποχωρήσεις από τη σκηνή… Δηλαδή, το γεγονός ότι υφίστασαι μια εκπαίδευση για όλα αυτά, τα οποία συχνά θεωρούμε αυτονόητα, συνιστά μια διαφορετική νοοτροπία.
Α.ΜΠ. Έφυγα από έναν δάσκαλο πολύ γνωστό στην Ελλάδα, τον Κώστα τον Γρηγορέα, που είναι ένας εμπνευσμένος άνθρωπος. Για εμένα αποτέλεσε πρότυπο και με παρότρυνε να ασχοληθώ σοβαρά και επαγγελματικά με τη μουσική. Ο ίδιος έχει πολύ ισχυρό ένστικτο σε ό,τι αφορά τη μουσική. Φεύγοντας από κει, αντιμετώπισα στην Αγγλία έναν καθηγητή- αλλά και ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο σύνολό του- όπου τα πράγματα πηγαίνανε περισσότερο προς τον ορθολογισμό και τη μεθοδολογία. Είχα συνηθίσει να αντιμετωπίζω τη μουσική, πιο καλλιτεχνικά και με τις αισθήσεις και λιγότερο με τον Ακαδημαϊσμό και τη λογική. Αυτό ήταν για μένα το νέο στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το δικό μας σύστημα ήταν χειρότερο ή καλύτερο. Απλώς εντάχθηκα σε άλλη λογική. Έτσι λοιπόν αναγκάστηκα, για παράδειγμα, να γίνω λίγο πιο ακριβής στην ανάγνωση της παρτιτούρας ή στα ιστορικά στοιχεία τα οποία συνοδεύουν την ανάλυση ενός κομματιού, ή πάλι, να εντρυφήσω σε κάποια ακαδημαϊκή έρευνα περισσότερο σε βάθος. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ενώ μπορεί να έχεις έναν καταπληκτικό δάσκαλο, όπως είχα εγώ, το υπόλοιπο περιβάλλον (χωρίς να θέλω να θίξω τα ωδεία) δημιουργεί περιορισμούς. Αντιθέτως, στο εξωτερικό το υπόλοιπο περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό και υποστηρικτικό. Μπαίνεις σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που έχει βιβλιοθήκες, αίθουσες συναυλιών, όλα τα μουσικά όργανα, μέχρι συμφωνική ορχήστρα! Μπορείς να ακούσεις, να συμπράξεις και να κάνεις μουσική δωματίου πάρα πολύ εύκολα. Αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα. Διαπίστωσα ότι ένας καλός δάσκαλος στο εξωτερικό έχει πολύ περισσότερα εργαλεία στη διάθεσή του, από το να κάνει απλώς το μάθημά του με άριστο τρόπο, όπως γινόταν στην Ελλάδα.
Άγγελος Μπότσης
(Φεστιβάλ Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας 2014)
Τ.Β. Ένα σημαντικό τμήμα του προγράμματος της συναυλίας που παρουσιάσατε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κιθάρας Πρέβεζας αφορούσε έργα σύγχρονης μουσικής. Κατά πόσον σας εκφράζει η αισθητική των έργων του 20ου αιώνα είτε αφορούν την κιθάρα, είτε ευρύτερα τη μουσική;
Α.ΜΠ. Γεγονός είναι ότι και προσωπικά τον καθένα μας, αλλά και ως ντουέτο, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η σύγχρονη μουσική- τόσο η μουσική του 20ου αι, όσο και η μουσική του 21ου αι. Αυτό το διαχωρίζω, γιατί έχουμε την τάση να ξεχνάμε ότι η μουσική του 20ου αιώνα μπορεί να κρύβει εκατό χρόνια ιστορίας πίσω της. Η μουσική του 20ου αι. είναι η αγαπημένη μου περίοδος μουσικής, γιατί αν θεωρήσουμε ότι το «ποτάμι» της μουσικής ξεκινάει από το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στον 20ο αιώνα κατέληξε σε μια μεγάλη θάλασσα, όπου συναντήθηκαν όλα τα ρεύματα, όλες οι προϋπάρχουσες τάσεις όπου τις είδαμε να συνυπάρχουν και να δημιουργούν καινούρια στοιχεία. Έχει τεράστια ποικιλία: ανά χώρα, ανά είδος, ανά όργανο. Μπορεί να παίξεις ένα πρόγραμμα με έργα του 20ου αιώνα και να είναι γεμάτο από αντιθέσεις- κάτι που στις παλαιότερες εποχές δεν συνέβαινε. Δηλαδή, αν παίξεις ένα μπαρόκ, ένα κλασικό ή ένα ρομαντικό πρόγραμμα, υπάρχει μια στοιχειώδης ομοιογένεια. Έτσι λοιπόν εμένα με γοητεύει αυτή η πολυδιάσπαση του 20ου αι. Πέρα απ΄αυτό και ως ντουέτο, έχουμε την τάση να αναζητούμε κάτι νέο, που δεν έχει γίνει. Και αυτό, όχι απλώς για να πρωτοτυπήσουμε, αλλά γιατί μας ελκύει η ιδέα του καινούριου. Αυτού που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί. Το αν γίνεται επιτυχημένα αυτή η αναζήτηση, ας το κρίνει το κοινό.
(Από το ρεσιτάλ στις Ημέρες Μουσικής Πρέβεζας 2014, στην Πλατεία Κολοβού)
Τ.Β. Υπάρχουν συνθέτες που σας εκφράζουν περισσότερο;
Δ.Κ. Θα προτιμούσα να πω ποια μουσική μου αρέσει, παρά να μιλήσω σε ένα επίπεδο τόσο εξατομικευμένο.
Τ.Β. Το αναφέρω αυτό, γιατί υπάρχουν σολίστ που «συνδέουν» το όνομά τους με ερμηνεία συγκεκριμένων συνθετών
Δ.Κ. Αυτό έχει και μια λογική γενικότερα, γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτό που λέμε «κλασικός μουσικός», καλείται να καλύψει ένα ρεπερτόριο από την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας. Και καλείται να ερμηνεύει τους συνθέτες όλων των εποχών σε όλα τα διαφορετικά μήκη και πλάτη εξίσου επιτυχημένα! Αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατον. Έχει σημασία και ποια είναι η ιδιοσυγκρασία σου. Κάτι σου ταιριάζει περισσότερο, κάτι λιγότερο. Είναι αδύνατον να σου ταιριάζουνε όλα! Όμως ο κλασικός μουσικός –θεωρητικά- έχει την υποχρέωση να μπορεί να διαχειρίζεται όλο αυτό το ρεπερτόριο. Μάλιστα αυτό φαίνεται από τις διπλωματικές ή ακόμη και από τις απολυτήριες εξετάσεις μεγάλων ακαδημιών που ζητάνε πολύ σαφώς να ερμηνεύσεις αντιπροσωπευτικά κομμάτια από πολλές περιόδους. Βεβαίως υπάρχουν και ακαδημίες που δεν το ζητούν αυτό, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο εκτελεστής, όταν αρχίζει να αγγίζει το επαγγελματικό επίπεδο, αποκτά το δικαίωμα της επιλογής με βάση την ιδιοσυγκρασία του. Υπό αυτή την έννοια, πράγματι έχουμε μια αγάπη για τη σύγχρονη μουσική. Είναι η δική μας μουσική! Αυτή που είναι πιο κοντά μας, που τη νοιώθουμε σαν ένα δικό μας κομμάτι, γιατί είμαστε και εμείς μουσικοί του 20ου και του 21ου αιώνα.
Α. ΜΠ. Κάτι που εκ των υστέρων φαίνεται να μας χαρακτηρίζει, είναι η αναζήτηση όχι συγκεκριμένων συνθετών, αλλά συνθετών που υπερβαίνουν την κιθάρα. Για παράδειγμα, έχουμε στο ρεπερτόριό μας τον William Walton ή τον Μιχάλη Τραυλό κ.ά. Μας αρέσει πολύ αυτό που ξεφεύγει από το αμιγώς κιθαριστικό. Μας ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι συνθέτες που δεν είναι κιθαρίστες, αλλά γράφουν για την ορχήστρα, για το πιάνο και πώς αυτό το θα μπορούσε να «προσαρμοστεί» στην κιθάρα. Βεβαίως, έχουμε και κιθαριστικά έργα στο ρεπερτόριό μας, αλλά δεν είναι αυτό το βασικό μας μέλημα.
Τ.Β. Έχετε ασχοληθεί με τις μεταγραφές. Η μεταγραφή του έργου του Albeniz για δυο κιθάρες ήταν δική σας;
Δ.Κ. Ο Albeniz έχει μεταγραφεί κατά κόρον και θεωρείται «κλασικός» συνθέτης για κιθάρα, παρότι δεν έχει γράψει ο ίδιος για κιθάρα. Αποτελεί ένα θεμέλιο στο ρεπερτόριο του κιθαριστή. Οι συγκεκριμένες μεταγραφές δεν έχουν γίνει από μας, παρότι έχουμε κάνει επεμβάσεις πάνω στις μεταγραφές που χρησιμοποιήσαμε. Τα έργα τα οποία έχουμε μεταγράψει οι ίδιοι, ανήκουν σε ένα άλλο ρεπερτόριο το οποίο δεν ερμηνεύσαμε στη συναυλία που έγινε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ κιθάρας Πρέβεζας.
(Από το ρεσιτάλ στις Ημέρες Μουσικής Πρέβεζας 2014, στην Πλατεία Κολοβού)
Τ.Β. Θέλετε να μας μιλήσετε περισσότερο για τις μεταγραφές;
Δ.Κ. Για να επιλέξει κανείς να μεταγράψει έργο, το πρώτο κριτήριο είναι αν το συγκεκριμένο έργο, αφού μεταγραφεί για δυο κιθάρες, θα ακούγεται το ίδιο καλά όπως στο πρωτότυπο. Να μην γίνεται δηλαδή μια μεταγραφή ως αυτοσκοπός. Άλλωστε, δεν είναι όλα τα έργα κατάλληλα για να μπορέσουν να ακουστούν καλά για δυο κιθάρες. Εάν ένα έργο δεν «χωράει» μέσα σε δυο κιθάρες, έχεις δυο δρόμους: ή θα το κάνεις να «χωρέσει» χωρίς να είναι πραγματικά ολόκληρο, αλλά με έναν «μαγικό τρόπο» θα δημιουργείται η αίσθηση ότι είναι όλο εκεί, ή δεν θα το μεταγράψεις καθόλου. Τώρα όλα τα ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία, «συμπυκνώνονται» στο ερώτημα: «τι κρατάω και τι πετάω». Αυτό είναι ένα πάρα πολύ κρίσιμο ζήτημα! Πολλές φορές νομίζουμε ότι μεταφέροντας το έργο αυτούσιο, θα εργαστούμε πιο αξιόπιστα και πιο ειλικρινά. Αλλά κάποιες φορές δεν ισχύει αυτό. Πρέπει να «πετάξεις» στοιχεία τα οποία είναι προδήλως πρώτης επιλογής και να κρατήσεις τα δευτερεύοντα. Όμως αυτό δεν μπορείς να το αποφασίσεις αμέσως. Εμείς παίζουμε μαζί, ακούμε τον πραγματικό ήχο που παράγεται και πάνω σε αυτόν, κάνουμε τις δεύτερες επιλογές και όσες ακόμη χρειαστούν μέχρι να προσαρμοστεί σωστά. Είναι μια συνεχής διαδικασία! Για να αποκρυσταλλωθεί πλήρως ένα έργο, νομίζω ότι θέλει πολλές εκτελέσεις… Είναι κάτι σαν τον ενορχηστρωτή που όπως λέει και ο Piston στην αρχή του βιβλίου του για την ενορχήστρωση: «Ενώ η ενορχήστρωση είναι μια κάπως υποδεέστερη διαδικασία από τη διαδικασία της σύνθεσης της μουσικής αυτής καθεαυτήν, παρόλα αυτά είναι ένα τεράστιο πεδίο δημιουργίας και δημιουργικότητας, το οποίο είναι πραγματικά ανεξάντλητο.»
Α.ΜΠ. Αυτό είναι και το ωραίο της υπόθεσης, είναι μια πιο "διασκεδαστική" διαδικασία, σε σχέση με ένα πρωτότυπο έργο το οποίο είναι «έτοιμο», οπότε τα δεδομένα είναι πολύ συγκεκριμένα. Με τη μεταγραφή είναι πάντα μπροστά η πρόκληση, ότι μπορείς να αλλάξεις κάτι ώστε να λειτουργήσει το έργο καλύτερα πάνω στο όργανο! Έχει και αυτό τη γοητεία του. Αισθάνεσαι και λίγο δημιουργός, όχι απλώς ερμηνευτής.
(Από το αφιέρωμα στον Κυριάκο Τζωρτζινάκη στην Αίθουσα Φίλιππος Νάκας)
Τ.Β. Έχετε ερμηνεύσει Έλληνες συνθέτες όπως Κυριάκο Τζωρτζινάκη, Μιχάλη Τραυλό, Κώστα Γρηγορέα, Νίκο Ξανθούλη κ.ά. Ο κ Μπότσης έχει συμμετάσχει σε CD του Tar ερμηνεύοντας μουσική του Κ. Τζωρτζινάκη και ο κ Κουρζάκης μουσική του Μ. Τραυλού. Αισθάνεστε κάποια ανάγκη περαιτέρω προβολής του έργου Ελλήνων συνθετών;
Δ.Κ. Αν δει κανείς την ιστορία της κιθάρας, για μεγάλο διάστημα ήταν «ένα βήμα πίσω» από την πρωτοπορία της εποχής. Ίσως να έχει να κάνει λίγο και με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του οργάνου. Πάνω σχετικά με το θέμα των Ελλήνων συνθετών, δεν θα περιχαράκωνα την προσέγγισή μου σε σχέση με την εθνικότητα. Σκέφτομαι συνολικότερα. Υπάρχουν Έλληνες, Βρετανοί, Γερμανοί, Λατινοαμερικανοί κ.ά. συνθέτες. Ο καθένας τους έχει έναν τρόπο που ίσως τον υπαγορεύει η συγκεκριμένη χώρα, η κοινωνία, τα ακούσματα. Για παράδειγμα, πρόσφατα κάναμε με τον Άγγελο Μπότση στο φεστιβάλ της Καλαμάτας μια συναυλία που το θέμα ήταν ακριβώς αυτό: πώς διαφορετικοί συνθέτες εκκινούνε από το μουσικό ιδίωμα του τόπου τους, αλλά στο τέλος συναντώνται στην κοινή παγκόσμια μουσική γλώσσα! Και μάλιστα αυτό το ρεσιτάλ νομίζω ότι είναι η απάντηση στο ερώτημά σας και γι΄ αυτό το αναφέρω. Το πρόγραμμα της συναυλίας ήταν σονάτα Ginastera (που είναι Αργεντίνος συνθέτης), σονάτα Manuel María Ponce, (που είναι Μεξικανός), το νυχτερινό του Benjamin Britten, (που είναι Άγγλος) και ένα έργο του Μιχάλη Τραυλού. Νομίζω ότι αυτό το παράδειγμα, επεκτείνει τη σκέψη που διατύπωσα προηγουμένως: έχεις τέσσερις συνθέτες, ο καθένας έχει το ιδίωμα του τόπου του, αλλά συναντώνται στο τέλος. Ο καθένας όμως παίρνει στοιχεία και από τον τόπο που ζει. Έτσι, υπάρχει «Ελληνικότητα» στο έργο του Τραυλού ή ας μου επιτραπεί η έκφραση, «Βρετανικότητα» στο έργο του Britten. Αλλά το μεγάλο ενδιαφέρον είναι πώς μετουσιώνονται όλα αυτά τα στοιχεία σε κάτι το οποίο είναι κοινό και γίνεται μια κοινή κληρονομιά για όλους μας.
(Από ρεσιτάλ του D & A Guitar Duo στην αίθουσα Φίλιππος Νάκας)
Α.ΜΠ. Από τη μια έχουμε «ευθύνη» εφόσον ζούμε στο συγκεκριμένο χώρο να υπηρετήσουμε την Ελληνική μουσική. Για να καλλιεργηθεί το ρεπερτόριο, θα πρέπει να γράφονται και να παίζονται έργα. Ακόμα και σε χώρες με πολύ μεγάλη παράδοση που άνθισαν και υπήρξαν μεγαλοφυείς συνθέτες, παράλληλα με αυτούς υπήρχε και ένα μεγάλο ποσοστό λιγότερο γνωστών συνθετών. Αλλά γνωρίζουμε μόνο τα πετυχημένα και πολύ διάσημα έργα πχ της Γερμανικής Σχολής. Με αυτή την έννοια, ο εκτελεστής έχει την ευθύνη να παίζει έργα και να ωθεί τους συνθέτες στο να γράψουνε καινούργια. Γιατί μέσα από μια μεγάλη παραγωγή, θα προκύψουν ενδεχομένως και τα σημαντικά έργα. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το άλλο, που επίσης είναι ευθύνη του εκτελεστή, είναι να διακρίνει και να σταχυολογήσει ποια από αυτά τα έργα θα μπορούσε να είναι και υπερ-εθνικής εμβέλειας. Δηλαδή, να μην παίξουμε έναν έλληνα συνθέτη απλώς και μόνο επειδή είναι Έλληνας, αλλά να δούμε απ΄αυτούς που παίζουμε, ποια έργα θα μπορούσαν να σταθούν αντάξια δίπλα στα γνωστά και μεγάλα ονόματα του εξωτερικού. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και αυτό χαρακτήριζε στο παρελθόν τους μεγάλους ερμηνευτές. Είχαν τη διορατικότητα να δούνε ποιος από τους σύγχρονούς τους συνθέτες σε 20 – 30 χρόνια θα ήταν πραγματικά ένα πολύ σπουδαίο όνομα στο χώρο της σύνθεσης. Νομίζω ότι ο εκτελεστής θα πρέπει να ψάχνει ποια έργα είναι αυτά που θα πρέπει να τα φέρει στο φως της δημοσιότητας και που «δείχνουν» το μέλλον. Και με τα δικά μας μέτρα, προσπαθούμε πάντα να δούμε αν αυτό που παίζουμε μπορεί να σταθεί σε ένα πρόγραμμα δίπλα σε συνθέτες όπως ο Wallton, o Rossini, o Albeniz κ.ά. και όχι απλά να πούμε ότι παίξαμε ένα έργο Ελλήνων συνθετών.
Τ.Β. Νομίζετε ότι υπάρχει μια τάση μεταστροφής της κιθάρας και ένταξής της σε μουσικά σύνολα;
Α.ΜΠ. Βλέπω τα τελευταία χρόνια μια τάση για συνεργασίες και δημιουργία συνόλων είτε κιθαριστικών, είτε και με άλλα όργανα που να περιέχουν την κιθάρα. Αυτό είναι ένα σημάδι «ενηλικίωσης» της κιθάρας. Πριν από 15-20 χρόνια, το κύριο μέλημα των περισσότερων κιθαριστών ήταν το πώς θα καταφέρουν να φθάσουν σε ένα καλό επίπεδο σολιστικά. Τώρα, αντιθέτως, βλέπω πολλά νέα παιδιά με το που τελειώνουν το δίπλωμά τους ή φθάνουν σε ένα καλό επίπεδο, αμέσως δημιουργούν κάποιο πολύ καλό σύνολο και προσπαθούν να αναδειχθούν μέσα από αυτό. Όπως επίσης «σημάδι των καιρών» είναι ότι σε πολλά από τα κιθαριστικά φεστιβάλ, πλέον υπάρχει και ένα διαγωνιστικό κομμάτι για σύνολα, όπως είδαμε στο φεστιβάλ Καρδίτσας, αλλά και σε Φεστιβάλ του εξωτερικού. Δηλαδή, βλέπουμε να πληθαίνουν οι διαγωνισμοί και τα φεστιβάλ που προτείνουν ένα διαγωνιστικό κομμάτι που να αφορά σύνολα μουσικής δωματίου με κιθάρα. Αυτή είναι μια πολύ θετική τάση, ώστε να ξεφύγουμε από το αμιγώς σολιστικό μοντέλο ότι όποιος τελειώνει τις σπουδές του οφείλει κατά κύριο λόγο να ακολουθήσει μια σολιστική πορεία.
(Από συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών)
T.B. Ένα από τα πιο επιτυχημένα κιθαριστικά φεστιβάλ υπήρξε το "Μικρό Φεστιβάλ Κιθάρας", το οποίο είχε ως βάση μια πιο παιδαγωγική προσέγγιση των διαγωνισμών κιθάρας. Ως ιδρυτής και διευθυντής του, θα θέλατε κε Κουρζάκη να κάνετε μια μικρή αναφορά σε αυτό;
Το Μικρό Φεστιβάλ Κιθάρας πραγματοποιήθηκε από το 2002 ως το 2010. Δυστυχώς για καθαρά πρακτικούς λόγους δεν κατέστη δυνατόν να συνεχιστεί, ελπίζω βέβαια κάποια στιγμή να ξαναγίνει εφικτή η πραγματοποίησή του. Εκτός λοιπόν από τις ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, βασικό χαρακτηριστικό ήταν το ότι δεν στηρίχτηκε καθόλου στην ανταγωνιστική λογική των διαγωνισμών, αλλά καθαρά και μόνο στον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Οι βασικοί στόχοι δεν ήταν να αναδειχθούν νέα ταλέντα, να «επενδύσουμε» στα «άλογα της κούρσας». Ήταν μάλλον να δίνεται στον υποψήφιο το κίνητρο να γίνει καλύτερος μόνο και μόνο μέσα από τη συμμετοχή του.
Τ.Β. Και οι δύο έχετε συμπράξει ως σολίστ σε πολλά φεστιβάλ. Έχετε εντοπίσει κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις που κατά την άποψή σας θα έπρεπε να αλλάξουν;
Δ.Κ. Η κιθάρα είναι ένα κατεξοχήν σολιστικό όργανο για έναν καλό και έναν κακό λόγο νομίζω. Από τη μία είναι πολυφωνικό όργανο και ως τέτοιο έχει αυτονομία, από την άλλη η χαμηλή της ένταση δυσκολεύει τη σύμπραξη με άλλα όργανα. Επιπροσθέτως, οι συνθέτες που δεν γνωρίζουν την κιθάρα, χρειάζονται αρκετή εξοικείωση και χρόνο για να χτίσουν τον τρόπο γραφής τους στο όργανο. Και ίσως όλα αυτά να έχουν μία συμβολή στο να μην είναι πολλοί οι μη κιθαριστές συνθέτες που έχουν γράψει για κιθάρα. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα μας έχει κάνει λίγο "μοναχικούς καβαλάρηδες"! Νομίζω λοιπόν, ότι ένα από τα θέματα στα οποία τα φεστιβάλ μπορούν να συνδράμουν με πιο πολλές δυνάμεις, είναι να ανοιχτεί ακόμα περισσότερο η κιθάρα στον ευρύτερο κόσμο της μουσικής, κάτι που με χαρά βλέπω πως ήδη συμβαίνει στις Ημέρες Μουσικής Πρέβεζας, αλλά και σε άλλα κιθαριστικά φεστιβάλ στην Ελλάδα.
Α.ΜΠ. Είναι αξιοπερίεργο νομίζω ότι η κιθάρα διεθνώς έχει τα περισσότερα φεστιβάλ από οποιαδήποτε άλλο όργανο. Έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτά. Ο συγχρωτισμός, η όσμωση όλων των κιθαριστών αποτέλεσε για μένα «σχολείο». Όχι μόνο για αυτά που έμαθα από τους καθηγητές των σεμιναρίων ή τους σολίστες, αλλά από τους μαθητές που είχαμε μια κοινή πορεία. Από την άλλη, το αρνητικό είναι ότι πολλές φορές δημιουργείται ένας «κλειστός κόσμος» που φορά μόνο τους κιθαρίστες. Απευθύνεται μόνο σε αυτούς και έτσι δεν φοβάσαι να παίξεις από το πιο σύγχρονο, ως το πιο ιδιαίτερο έργο και να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου, ξέροντας ότι θα σε «καταλάβουν». Όμως από την άλλη, το γεγονός ότι απευθύνεσαι σε ένα «ειδικό κοινό» πολλές φορές σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι πάντα θα είναι αυτό το κοινό σου. Βγαίνοντας από αυτό το κλειστό «καβούκι» του κιθαριστικού Φεστιβάλ, βλέπεις ότι σε ένα «μέσο ακροατήριο» θα πρέπει να παίξεις μουσική που να είναι ενδεχομένως πιο προσιτή, ή να παρουσιαστεί με πιο προσιτό τρόπο. Θα έλεγα ότι η «χρυσή τομή» είναι ότι τα κιθαριστικά φεστιβάλ-τουλάχιστον στο συναυλιακό τους κομμάτι-να είναι ανοικτά και στο κοινό της περιοχής στην οποία πραγματοποιούνται. Κατά τα άλλα, θέλω να τονίσω ότι παρόλη την οικονομική κρίση, είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω τα τελευταία χρόνια να αυξάνονται τα φεστιβάλ ακόμη και με πενιχρά οικονομικά μέσα. Υπάρχει μια άνθιση θα έλεγα. Και αυτοί που συμμετέχουν δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση. Είναι πολύ αισιόδοξο αυτό!
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Ιανουάριος 2015
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας