Γιώργου Κουρουπού
«Η Σκηνή των Θαυμάτων»
Όπερα δωματίου βασισμένη σε μία ιστορία του Μ. Θερβάντες
Το κείμενο αυτό γράφεται αρκετά βιαστικά και κάπως εν θερμώ αλλά υπάρχει ένας λόγος. Η καινούργια μικρή όπερα του Γιώργου Κουρουπού έκανε πρεμιέρα χθες βράδυ στην αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας του Μεγάρου Μουσικής και θα παίζεται μόνο σήμερα και αύριο. Αν λοιπόν κάποιοι, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, αποφασίσουν να πάνε να τη δούνε, τόσο το καλύτερο, γιατί θεωρώ ότι πράγματι αξίζει τον κόπο!
Σημασία έχει λοιπόν η γρηγοράδα της ανάρτησης και όχι η όποια «εμπεριστατωμένη» κριτική, που στο κάτω-κάτω δεν είναι –και λόγω ιδιότητος- δουλειά μου.
Σε άλλη σελίδα του TaR, η Έφη Αγραφιώτη παρουσιάζει το έργο και όλους τους αξιότατους συντελεστές, λεπτομερώς. Εγώ θα πω μόνο λίγα λόγια γιατί βρήκα το όλο εγχείρημα επιτυχές και γιατί μου άρεσε.
Κατ’ αρχήν γιατί πέρασα καλά. Ναι, δεν είναι κακό πηγαίνοντας σε μία «σοβαρή» συναυλία ή παράσταση να θέλουμε, και να ευχαριστηθούμε και να διασκεδάσουμε.
Ας μην ξεχνάμε ότι ένα τεράστιο ποσοστό «ιστορικού» ή «καταξιωμένου», ρεπερτορίου, στο θέατρο, στη μουσική και στην όπερα, καταφέρνει να κάνει ακριβώς αυτό. Γι’ αυτό άλλωστε εξακολουθεί να παίζεται...
Επίσης γιατί μουσική, θέμα, σκηνοθεσία, χορός, σκηνογραφία και κοστούμια, έδεσαν μεταξύ τους , αλληλοϋποστηρίχτηκαν και αλληλοεξυπηρετήθηκαν. Τέλος, τραγουδιστές, μαέστρος και μουσικοί, παρουσίασαν μία αρτιότατη δουλειά. Εδώ βέβαια πρέπει να πούμε ότι εμφανώς ευχαριστιόντουσαν αυτό που έκαναν.
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Ο πονηρός θεατρώνης, η φίλη του και ο θλιβερός βοηθός τους, φτάνουν σε ένα χωριό κάπου στην Ισπανία και πείθουν τους προύχοντες να τους παρουσιάσουν μία εκπληκτική θαυματουργή σκηνή, που εμφανίζει σημεία και τέρατα, τα οποία όμως μπορούν να δούνε μόνο οι αμιγώς φυλετικά και θρησκευτικά καθαροί.
Δεν θα αποκαλύψω την έξυπνη αντιστροφή αυτού του βασικού καμβά, αλλά θα σταθώ σε κάποια χαρακτηριστικά του μουσικού έργου: Η μουσική έχει δέσει απόλυτα με το μπουφόνικο θέμα, παρουσιάζοντας πειστικά και με σωστό στυλ τους χαρακτήρες-καρικατούρες και περνώντας έξυπνα στο φωνητικό γράψιμο πολλές από τις κωμικές ατάκες (Πολλά από τα σημεία αυτά υποστηρίζονται έξυπνα και από σκηνικές λύσεις).
Η σταδιακή μουσική κλιμάκωση, που ολοκληρώνεται όταν η «παράσταση μέσα στην παράσταση» αρχίζει να πηγαίνει στραβά, υπηρετεί απόλυτα τη δράση και οδηγεί σε ένα πετυχημένο φινάλε.
Η μουσική δείχνει μία πολύ μεγάλη ωρίμανση στο προσωπικό ύφος του συνθέτη.
Το αρκετά γνωστό του «μετα-χατζιδακικό» ύφος έχει μεταβολιστεί πλήρως στο βαθμό που αυτά στοιχεία σχεδόν να μην είναι πια αναγνωρίσιμα. Η όπερα χρησιμοποιεί ελεύθερα θέματα και ιδέες σεβάσμιων προγόνων: το χαρακτηριστικό μοτίβο από τη Βασίλισσα της Νύχτας του «Μαγικού Αυλού», μελωδικά θραύσματα από την «Κάρμεν». Η τεχνική είναι συνηθέστατη σε πολλές σύγχρονες όπερες.
Για μένα η επιτυχία έγκειται στο γεγονός ότι όλα αυτά (μαζί με μία γενναία δόση ισπανικού φολκλόρ), έχουν αναμειχθεί πλήρως καλώς και επιτυχώς, ώστε να αποτελούν πλέον ενιαίο σύνολο.
Το πού έχει πάει το ύφος του συνθέτη και πόσο εξελιγμένο είναι σε σχέση με παλαιότερα, μπορούν να το διαπιστώσουν όσοι συγκρίνουν τη μουσική της «Σκηνής» με αυτή που υπάρχει στο ραδιόφωνο του Tar. Ακούγονται η πολύ παλαιότερη «Άρια της Ηλέκτρας» (από την όπερα «Πυλάδης»), καθώς και τα αρκετά πιο πρόσφατα «Τρία τραγούδια σε ποίηση Χρ. Λιοντακη».
Άφησα για το τέλος την ενορχήστρωση. Το ότι ο Κουρουπός ξέρει να γράφει καλά για τα όργανα της ορχήστρας είναι γνωστό. Όμως εδώ, ορχήστρα σχεδόν δεν υπάρχει: μία κιθάρα, ένα φλάουτο, ένα τσέλο και κρουστά. Αυτό είναι όλο. Η έκπληξη (και πιθανή ανησυχία) που νοιώθει κανείς καθώς ανεβαίνει στη σκηνή ένα τόσο μικρό σχήμα γρήγορα ξεπερνιέται καθώς μπαίνουμε στη δράση και καθώς (με μισό αυτί πολλές φορές), καταλαβαίνουμε τους έξυπνους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται δραματουργικά και μουσικά αυτό το τόσο περιορισμένο πλαίσιο.
Κωνσταντίνος Λυγνός
Συνθέτης, Μέλος της ΕΕΜ
Εκδότης του περιοδικού «ΠΟΛΥΤΟΝΟν»
Επιμέλεια σελίδας
Δημήτρης Κυπραίος