"Το TaR δεν είναι δυνατόν να μείνει αδιάφορο στο γεγονός ότι ενώ γίνεται μία μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ελάχιστοι φαίνεται να ασχολούνται με το εάν και πώς θα υπάρξει ξανά το μοναδικό πρόγραμμα που επί δεκαετίες μετέδιδε πρόγραμμα έντεχνης μουσικής στην χώρα μας, στα πρότυπα όλων των προοδευμένων χωρών της Δύσης: Το Τρίτο Πρόγραμμα.
Από την άλλη είναι γνωστό πως το Τρίτο είχε πάψει προ πολλού να είναι πρόγραμμα αμιγώς έντεχνης μουσικής και πολλές φορές φλερτάριζε - άνευ λόγου και αιτίας - με άλλα ιδιαίτερα αξιόλογα ραδιοφωνικά κανάλια όπως π.χ. το "Κόσμος". Η όλη αναστάτωση που προκάλεσε η γνωστών προθέσεων διάλυση της ΕΡΤ, δίνει την αφορμή και την ευκαιρία για μια συζήτηση περί της αναγκαίας ύπαρξης, αλλά και του περιεχομένου του Τρίτου. Ενός ραδιοφωνικού προγράμματος για την έντεχνη δυτική μουσική κυρίως , στο οποίο κατά τη γνώμη μας ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε σε μεγάλο ποσοστό την σωστή ταυτότητα ώστε να γίνει σύγχρονό, ελκυστικό αλλά και εντός των στόχων του. (Γιατί τελικά ποιος χρειάζεται ένα ακόμα γιαλαντζί "ποιοτικό ραδιόφωνο";)
Το TaR θα φιλοξενήσει ενυπόγραφες προτάσεις ή άρθρα σχετικά με το θέμα. Τα κείμενα σαφώς και θα αξιολογούνται για τη σοβαρότητά τους πριν δημοσιευτούν, όμως δεν είναι απόψεις του TaR. Ο στόχος μας είναι να ανοίξει, στο χώρο των μουσικόφιλων και των μουσικών, ένας γόνιμος διάλογος για το μέλλον του πολιτιστικού ραδιοφώνου στην Ελλάδα και του Τρίτου ειδικότερα.
Για το TaR:
Νότης Μαυρουδής & Κώστας Γρηγορέας
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ «ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ»
Aυτές τις ημέρες που γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα ή μη (!) της ύπαρξης της ΕΡΑ3 και των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, ο δημόσιος διάλογος παραπέμπει (τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών) σε παρεμφερείς συζητήσεις που παίρνουν τη μορφή «διαμάχης» αναφορικά με ζητήματα όπως για παράδειγμα: αν και από ποια τάξη του σχολικού προγράμματος πρέπει να διδάσκονται τα αρχαία Ελληνικά, αν θα πρέπει ή όχι να πεζοδρομηθεί ένας δρόμος ή αν ένας διαθέσιμος για δημόσια χρήση χώρος θα ήταν καλύτερο να γίνει πάρκο ή parking.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι τυχαία, ενώ ο κάθε αναγνώστης μπορεί να τα αντικαταστήσει με άλλα δικά του – είναι άλλωστε αναρίθμητα.
Ποιος είναι όμως ο «κοινός παρονομαστής» σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα και σε όσα ακόμη είναι δυνατόν να αντιπαραβάλει κανείς;
Συνυπάρχουν διαφορετικές - και συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους - ανάγκες. Η κάλυψη ορισμένων εξ αυτών καθιστά αδύνατη την ικανοποίηση άλλων, δημιουργώντας αντίστοιχα προβλήματα που επιζητούν επίλυση.
Κανείς δεν διαφωνεί ότι όλες οι παραπάνω ανάγκες θεωρούνται «υψίστης σημασίας», αλλά η διαμάχη έγκειται στο ποιες από αυτές αξιολογούνται ως «κύριες» και ποιες ως «δευτερεύουσες».
Ποιος όμως καλείται να επιλύσει τα διλήμματα που προκύπτουν; και με τι κριτήρια;
H απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι αποφασίζει η εκάστοτε πολιτική Ηγεσία ανάλογα με το ιδεολογικό πρίσμα από το οποίο εξετάζει το κάθε ζήτημα.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει αναφορικά με το πώς βλέπει η Πολιτική Ηγεσία τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση και το ρόλο της στο σύγχρονο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Επομένως το θέμα είναι βαθύτερο και «ξεφεύγει» από το στενό όριο «χρειαζόμαστε ή όχι την ΕΡΤ» ή «το τρίτο» και ανάγεται σε μείζον ιδεολογικό:
- Θέλουμε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κρατικού παρεμβατισμού; ή αλλιώς διατυπωμένο: «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος;
Από τη στάση που κρατάμε σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα, εξαρτάται και η απάντησή μας σε επόμενα ερωτήματα που προκύπτουν εν συνεχεία:
- Τα Κρατικά ΜΜΕ «υπηρετούν» τα συμφέροντα της εκάστοτε Εξουσίας; ή δρουν ως μη «κερδοσκοπικές» επιχειρήσεις υπηρετώντας την αρχή της διαφύλαξης του δημόσιου συμφέροντος;
- Ποιος είναι ο ρόλος του Κράτους ως φορέα παραγωγής και ανάδειξης πολιτισμού;
- Ποια είναι η ατομική ευθύνη και ποια η ευθύνη της Πολιτείας για την «κατά κεφαλήν καλλιέργεια»;
- Το κράτος πρέπει και αν ναι σε ποιο βαθμό να «ελέγχει» τις δυνάμεις της Αγοράς στο πλαίσιο παραγωγής και διακίνησης πολιτιστικών αγαθών;
- Ισχύουν οι «εξισώσεις»: Κράτος = ποιότητα στον πολιτισμό και Αγορές = εμπορευματοποίηση;
Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω, εξαρτάται από την επίλυση του αρχικού, του θεμελιώδους θα λέγαμε ερωτήματος: “περισσότερο ή λιγότερο Κράτος.”
Η πλουραλιστική θεωρία βλέπει το κράτος[1] ως «συνισταμένη των εξουσιών τις οποίες διαθέτουν άτομα και ομάδες που συγκροτούν την κοινωνία. Σύμφωνα με τη θεωρία σκοπός του κράτους είναι η κατοχύρωση του ελεύθερου ανταγωνισμού στο οικονομικό πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, ώστε η εξισορρόπηση των επιμέρους εξουσιών και η διατήρηση και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής να γίνει πραγματικότητα». Αντιθέτως, «η μαρξιστική πολιτική οικονομία βλέπει το κράτος ως την πολιτική εξουσία της οικονομικά κυρίαρχης τάξης που έχει ως σκοπό τη διατήρηση του υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος και την υποταγή των άλλων τάξεων. Τα ειδικά χαρακτηριστικά του κράτους καθορίζονται ιστορικά, δηλαδή από τον τύπο της ταξικής κοινωνίας».
Ο νεοφιλελευθερισμός προτείνει τη μικρότερη δυνατή κρατική παρέμβαση[2] ώστε να καθίσταται δυνατή η απρόσκοπτη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών σύμφωνα με το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς (ελεύθερη οικονομία). Το κράτος όχι απλώς δεν «εγγυάται» το δημόσιο συμφέρον, αλλά λόγω της δομής και της οργάνωσής του συνιστά έναν απηρχαιωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, ανασταλτικό κάθε έννοιας προόδου και καινοτομίας. «Κεντρική θέση της νεοφιλελεύθερης θεωρίας είναι ότι η κρατική γραφειοκρατία λειτουργεί ως θεματοφύλακας όχι του δημόσιου συμφέροντος, αλλά των ιδιοτελών συμφερόντων της.»[3] Παράλληλα εμποδίζει την πρόοδο, προασπίζεται τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας και προωθεί μια τάση «ισοπέδωσης» προς τα κάτω.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την οπτική της ριζοσπαστικής θεώρησης[4], το κράτος αποτελεί εγγυητή δημόσιων κοινωνικών αγαθών που μέσω των θεσμών του στοχεύει σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό καλό», δηλαδή στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι στη διαφύλαξη του συμφέροντος μεμονωμένων ομάδων ελίτ που συνιστούν την άρχουσα τάξη. Το Κράτος έχει ευθύνη για τη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής και οφείλει να προστατεύει τον πολίτη από ενδεχόμενες ιδιοτελείς πρωτοβουλίες της Αγοράς που έχουν ως πρωταρχικό στόχο το κέρδος και δευτερευόντως το όποιο όφελος.
Ο McQuail,[5] παρουσιάζοντας συνοπτικά τις κρατούσες θεωρίες για τα Μέσα, υποστηρίζει ότι η όλη συζήτηση στρέφεται γύρω από δυο διαφορετικές οπτικές: αφενός το κυρίαρχο Παράδειγμα και αφετέρου το ανταγωνιστικό/ εναλλακτικό Παράδειγμα ή κριτική προσέγγιση.
Στο κυρίαρχο Παράδειγμα, η υπόθεση εργασίας είναι ότι σε μια φιλελεύθερη, αστική κοινωνία με συνθήκες ελεύθερης αγοράς θεωρείται ότι το άτομο έχει τη δυνατότητα της επιλογής που του δίνει η φιλελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία στην οποία ζει. Σύμφωνα με την πλουραλιστική θεώρηση, τα ΜΜΕ παίζουν το ρόλο της «τέταρτης εξουσίας», καθώς η ύπαρξη πολλών ομάδων συμφερόντων στην κοινωνία εξασφαλίζει κοινωνική ισορροπία και αποκλείει την πιθανότητα μια ομάδα να είναι πανίσχυρη. Οι συγκρούσεις απόψεων μεταφέρονται στα ΜΜΕ, τα οποία διασφαλίζουν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αντανακλώντας έτσι την πραγματικότητα. Συνοψίζοντας τη λογική αυτής της φιλελεύθερης θεώρησης θα λέγαμε ότι βλέπει τα ΜΜΕ ως καθρέφτη της πραγματικότητας (mirror to reality).
Στον τομέα της επικοινωνίας υιοθετείται η άποψη της απελευθέρωσης του επικοινωνιακού πεδίου (απορρύθμισης), κατά τα πρότυπα της απελευθέρωσης της Αγοράς και υιοθετείται το «αμερικάνικο» μοντέλο επικοινωνίας.[6]
Το αμερικάνικο μοντέλο των ΜΜΕ έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά[7]:
- H χρηματοδότηση προέρχεται κατά βάση από τη διαφήμιση και η τιμή του διαφημιστικού χρόνου συναρτάται με τους αναμενόμενους δείκτες τηλεθέασης/ακροαματικότητας
- Τα ιδιωτικά ΜΜΕ ανήκουν σε πανίσχυρους ομίλους και χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης ιδιοκτησίας
- Ως επιχειρήσεις τα ιδιωτικά ΜΜΕ έχουν ως στόχο το κέρδος. Συνεπώς επιτελούν πρωτίστως την ψυχαγωγική λειτουργία και δευτερευόντως την ενημερωτική και ακόμη λιγότερο την επιμορφωτική (αντιθέτως με ό,τι ισχύει με το μοντελο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης)
- Στα ειδησεογραφικά δελτία επιλέγουν το μοντέλο της «ενημεροδιασκέδασης»
- Προσπαθούν να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος κοινού (απευθύνονται σε μαζικό ακροατήριο)
- Αντιμετωπίζουν το κοινό ως δυνάμει καταναλωτές
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη το άτομο είναι υπεύθυνο για την ατομική του καλλιέργεια και τις επιλογές του προγράμματος των ΜΜΕ. Ως εκ τούτου, τα Μέσα δίνουν στις μάζες «αυτό που θέλουν» και επομένως προσαρμόζουν την ποιότητα των υπηρεσιών τους βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης και σύμφωνα με το «μέσο γούστο».
Σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο Παράδειγμα, που περιγράψαμε παραπάνω, το ανταγωνιστικό / εναλλακτικό,[8] αποδέχεται μια διαφορετική θεώρηση της κοινωνίας και θεωρεί τα ΜΜΕ ως «όργανα εξουσίας των ελίτ». Επομένως, δεν δέχεται την έννοια της Ουδετερότητας του Κράτους και της ελεύθερης επιλογής από την πλευρά των ατόμων. Αντιθέτως βλέπει τα ΜΜΕ ως ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους, που αναπαράγουν τις ταξικές αντιθέσεις. Η κριτική στην εμπορική τηλεόραση ασκείται λόγω της εμπορικοποίησης (commodification)[9]. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η εμπορική τηλεόραση ανάγει σε προϊόν το ίδιο το κοινό δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος κοστολογείται σε συνάρτηση με τα ποσοστά τηλεθέασης.[10]
Επομένως αυτή η θεώρηση υπερασπίζεται το δυτικοευρωπαϊκό ή μικτό μοντέλο που οραματίζεται τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ως δημόσια κοινωνική υπηρεσία υπό την έννοια ότι υπηρετεί την έννοια του δημοσίου συμφέροντος.
Στη θεωρία της επικοινωνίας το δημόσιο συμφέρον (public interest)[11] «εκφράζει τις προσδοκίες (και ισχυρισμούς) ότι τα μαζικά μέσα επικοινωνίας πρέπει να αποσκοπούν στο γενικό καλό της κοινωνίας. Υποστηρίζεται ότι για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος μπορούν να τεθούν με νόμιμο τρόπο περιορισμοί στη δομή ή τις δραστηριότητες των ΜΜΕ. Το τι συνιστά περιεχόμενο του δημοσίου συμφέροντος παίρνει διάφορες μορφές. Στην πιο συσταλτική ερμηνεία του δημοσίου συμφέροντος, τα ΜΜΕ θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ακροατηρίων τους, αλλά ηθικοί, ιδεολογικοί, πολιτικοί και νομικοί λόγοι είναι δυνατόν να οδηγούν και σε πιο αυστηρούς ορισμούς η έκφραση του δημοσίου συμφέροντος λαμβάνει χώρα με πολλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων της κοινής γνώμης, των πολιτικών, των σχολιαστών και πολλών ομάδων συμφερόντων και πίεσης που επηρεάζονται από τη δημόσια επικοινωνία».
Το μοντέλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ως δημόσιας κοινωνικής υπηρεσίας[12] έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Καθολικότητα στη γεωγραφική κάλυψη (λήψη και μετάδοση)
- Πολυμέρεια στην παροχή περιεχομένου για όλες τις βασικές προτιμήσεις, ενδιαφέροντα και ανάγκες του κοινού, όπως προσπάθεια προβολής όλων των γνωμών και πεποιθήσεων της κοινωνίας
- Παροχή περιεχομένου για μειονότητες
- Προάσπιση του εθνικού πολιτισμού, της γλώσσας και της ταυτότητας
- Ανταπόκριση στις ανάγκες του πολιτικού συστήματος, προβολή απόψεων με ισόρροπο και αμερόληπτο τρόπο σε αμφιλεγόμενα ζητήματα
- Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «ποιότητα» όπως αυτή ορίζεται σε διαφορετικές χώρες
Εν αντιθέσει με το «μαζικό κοινό» ή ακροατήριο, που κατά το εναλλακτικό Παράδειγμα καταναλώνει παθητικά το περιεχόμενο των ΜΜΕ, στην περίπτωση αυτή επιδιώκεται η καλλιέργεια ενός ενεργού ακροατηρίου που επιλέγει συνειδητά βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Στη θεωρία της επικοινωνίας προτείνονται μια σειρά από κριτήρια που συγκροτούν την έννοια του ενεργού ακροατηρίου[13]:
- Eπιλεκτικότητα
- «εργαλειακή» και όχι «τελετουργική» χρήση των ΜΜΕ
- Ωφελιμισμός
- Πρόθεση
- Αντίσταση στην επιρροή
- Συμμετοχή
Στη χώρα μας η απορρύθμιση του επικοινωνιακού πεδίου υφίσταται από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80[14]. Η έρευνα[15] και η εμπειρία από την ποιότητα προγραμμάτων της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, μας οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Tα ιδιωτικά κανάλια στοχεύουν σε ένα πλήρως εμπορευματοποιημένο πρόγραμμα από το οποίο απουσιάζουν οι εκπομπές πολιτισμού. Στις εξαιρέσεις που εντάσσονται εκπομπές πολιτισμού, προγραμματίζονται σε ώρες «χαμηλής» αναμενόμενης τηλεθέασης ή ακροαματικότητας
- Οι περισσότεροι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν “play list” που σημαίνει ότι προγραμματίζονται ποιες ώρες θα μεταδοθούν ποια τραγούδια, ανακυκλώνεται η ίδια μουσική (τραγούδια προορισμένα να γίνουν επιτυχίες, τα οποία παράγονται για να καταναλωθούν με σκοπό την μεγαλύτερη δυνατή εμπορευματική αξιοποίησή τους). Ειδικά σε ό,τι αφορά την προώθηση τραγουδιών, υπάρχουν εκείνα τα οποία μεταδίδονται δεκάδες ή και εκατοντάδες φορές στη διάρκεια μιας εβδομάδας από το σύνολο των ραδιοφωνικών σταθμών, ενώ άλλα ακούγονται λιγότερο από είκοσι φορές την εβδομάδα. Αυτή η μονομερής προώθηση έχει ως αποτέλεσμα να μην φθάνει στο κοινό επί ίσοις όροις το σύνολο του υλικού που ηχογραφείται.
- Σε ό,τι αφορά την κλασική μουσική είναι παντελώς απούσα από την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Υπάρχουν εκπομπές στη δημοτική ραδιοφωνία, στο κανάλι της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο κανάλι της Βουλής κτλ
Σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι επιβεβλημένη η ύπαρξη ελεύθερης ραδιοτηλεόρασης και βεβαίως από την άποψη αυτή καθίσταται επιβεβλημένη η απορρύθμιση του επικοινωνιακού πεδίου. Όμως χαρακτηριστικά όπως η συγκέντρωση ιδιοκτησίας των ΜΜΕ και τα αμιγώς εμπορευματικά κριτήρια του προγράμματος των ιδιωτικών ΜΜΕ, αμαυρώνουν την έννοια του πλουραλισμού στην επικοινωνία, υποβαθμίζουν το επίπεδο του προγράμματος προτάσσουν την ψυχαγωγική λειτουργία και ακυρώνουν την επιμορφωτική και συνακόλουθα το ρόλο των ΜΜΕ ως φορέων πολιτισμού. Το κοινό χωρίς να είναι άμοιρο ευθυνών, ωστόσο πρέπει να έχει πολύ αυξημένη κριτική ικανότητα (απόρροια παιδείας) για να αξιολογήσει ό,τι προβάλλεται ως «must» και δεδομένου ότι κατακλύζεται από προϊόντα μαζικής κουλτούρας[16] η Πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη για το ρόλο του Κράτους ως φορέα πολιτισμού.
Η σπασμωδική κίνηση κλεισίματος της ΕΡΤ είναι μια έμπρακτη απάντηση της Πολιτείας στο θεμελιώδες ερώτημα που διατυπώσαμε αρχικά: “Περισσότερο ή λιγότερο Κράτος».
Σε ένα περιβάλλον όπου το κοινό κατακλύζεται από «εύπεπτα» πολιτιστικά προϊόντα (ποπ μουσική, σαπουνόπερες, σήριαλ ελληνικά, τούρκικα κτλ - όλα αθλίας αισθητικής) το «τρίτο πρόγραμμα» είναι μια «όαση» και αποτελεί ένα ισχυρό αντιστάθμισμα σε όλα τα παραπάνω. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση δημόσιου ραδιοφωνικού μέσου το οποίο υφίσταται με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και πληροί όλα τα κριτήρια που συγκροτούν το μοντέλο της δημόσιας κοινωνικής υπηρεσίας με τις Αξίες που περιγράψαμε παραπάνω. Αποτελούσε τον μόνο ραδιοφωνικό σταθμό που μετέδιδε κλασική μουσική. Είχε υψηλού επιπέδου πρόγραμμα, επιτελούσε αποκλειστικά την επιμορφωτική λειτουργία και δεν μετέδιδε καθόλου διαφημίσεις εξαιρουμένων εκείνων που αφορούσαν πολιτιστικές εκδηλώσεις ή άλλες δράσεις που σχετίζονταν με την έννοια του συλλογικού οφέλους. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι το πρόγραμμά του ήταν σχεδιασμένο με τρόπο ώστε όχι απλώς να απευθύνεται, αλλά να προϋποθέτει ένα«ενεργό» ακροατήριο.
Ειδικότερα, το πρόγραμμά του επιχειρούσε μια ευρύτητα πέραν από τον κόσμο της κλασικής μουσικής με τη στενή έννοια του όρου. Περιείχε συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, όπερα, ζωντανές αναμεταδόσεις ή ηχογραφημένες από την EBU, αλλά συγχρόνως μετέδιδε και άλλα είδη μουσικής όπως τζαζ, έθνικ καθώς επίσης και ελληνικό τραγούδι με επιλογές έργων από σημαντικούς Έλληνες συνθέτες και μακριά από την άθλια αισθητική της play list. Άξιο αναφοράς είναι ακόμη ότι μετέδιδε θέατρο μέσω ραδιοφώνου με ιστορικές ηχογραφήσεις όπου συχνά πρωταγωνιστούσαν προσωπικότητες που δεν είναι κοντά μας πλέον. Πολύ αξιόλογες ήταν και οι εκπομπές λόγου, οι οποίες δεν αφορούσαν μόνο τη μουσική, ή την τέχνη αλλά και την επιστήμη, ενώ φιλοξενούνταν και συνεντεύξεις προσωπικοτήτων.
Συχνά στο «τρίτο» ασκούνταν κριτική – νομίζουμε όχι πάντα καλοπροαίρετη. Άλλοτε για «λάθη» από ραδιοφώνου, άλλοτε αναφορικά με το αν θα έπρεπε να υφίσταται το «άνοιγμα» σε άλλα είδη (τζαζ, έθνικ, ελληνικό τραγούδι κτλ) δεδομένου ότι εκείνα είχαν την ευκαιρία οι ακροατές να τα αναζητήσουν σε άλλους σταθμούς (ΕΡΑ2, COSMOS, αλλά και σε κάποιους ιδιωτικούς) και άλλοτε ζητώντας περαιτέρω διεύρυνση και ριζικές αλλαγές.
Στο σημείο αυτό, θεωρούμε σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο ακροατήριο με ίδιες προσδοκίες και ανάγκες. Είναι φυσικό να ποικίλουν τα ενδιαφέροντα και συνακόλουθα οι προσδοκίες του κοινού που απορρέουν από ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα και αυτή η παρατήρηση είναι και η απάντησή μας για την όποια κριτική εκφράζεται κατά καιρούς. Για παράδειγμα, είναι αυτονόητο ότι ένας μουσικολόγος πχ επιζητά σπάνιες ηχογραφήσεις, εμπεριστατωμένες αναλύσεις, ενώ ένας φιλόμουσος ακροατής – συχνά χωρίς μουσικές σπουδές, ενδεχομένως προτιμά τη μετάδοση δημοφιλών έργων κλασικής μουσικής και αδυνατεί ίσως να κατανοήσει μια σε βάθος ανάλυση ενός έργου. Παράλληλα, ένας φοιτητής μουσικού τμήματος «διψά» για επιμόρφωση που είναι περιττή σε έναν «ειδικό», ενώ ένας μαθητής ωδείου έχει σημασία να μυηθεί από δημοφιλή έργα και «εύκολους» συνθέτες και μπορεί να απωθείται από εκπομπές που έχουν το «άρωμα» μιας άλλης εποχής. Κάθε ακροατής είναι λογικό να «καλύπτεται» περισσότερο από κάποιες εκπομπές εν σχέσει με άλλες ανάλογα με τις ανάγκες, το πνευματικό του υπόβαθρο, το γούστο του και την αισθητική του. Η όποια κριτική γίνεται κατά καιρούς δεν πρέπει να ενθαρρύνει επιλογές κατάργησης του Tρίτου!
Σε ό,τι αφορά την αντίληψη ότι «δεν είναι δυνατόν όταν το Κράτος έχει πτωχεύσει να «δαπανώνται» κρατικοί πόροι για έναν ραδιοφωνικό σταθμό με πολύ χαμηλά (;) ποσοστά ακροαματικότητας», θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε πως δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία αναφορικά με την απήχηση του «τρίτου» καθότι έχει αποδειχθεί ότι σε πολλές μετρήσεις ακροαματικότητας, απουσιάζει από τη λίστα! Ακόμη όμως και αν αποδειχθεί ότι τα ποσοστά ακροαματικότητας είναι «χαμηλά», αυτή η πληροφορία θα έπρεπε να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση αναζήτησης τρόπων διεύρυνσης του κοινού και όχι κατάργησης του ίδιου του προγράμματος!
Πολύ σημαντικό θα ήταν το «τρίτο» να προσελκύσει νέους ανθρώπους εντάσσοντας μεταξύ άλλων και εκπομπή που να απευθύνεται σε μαθητές προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεδομένης μάλιστα της μεγάλης προόδου που έχει γίνει στον τομέα της μουσειακής αγωγής, θα μπορούσε να υπάρξει μια συνεργασία μεταξύ μουσειοπαιδαγωγών και παραγωγών ραδιοφώνου και να σχεδιαστούν εξαιρετικά παιδαγωγικά προγράμματα με διατμηματική προσέγγιση και σε σύνδεση με το σχολικό πρόγραμμα – τουλάχιστον της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Επομένως θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα με γνώμονα να διατηρήσει το ενδιαφέρον του «ειδικού» ακροατή και να τον κρατήσει ενήμερο για εξελίξεις από την εγχώρια και διεθνή εμπειρία, αλλά παράλληλα σε άλλες ώρες να επιμορφώσει περαιτέρω τον καλλιεργημένο φιλόμουσο και να εισαγάγει στον «κόσμο» της κλασικής μουσικής τον παντελώς αμύητο (ανήλικο ή ενήλικο) που έχει ειλικρινή διάθεση να μάθει.
Λαμβανομένης υπόψη της πνευματικής ένδειας που εκτός εξαιρέσεων χαρακτηρίζει την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, η απώλεια της ΕΡΤ γενικά και ειδικότερα του «τρίτου προγράμματος» συνιστά ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Χάνεται ένας θησαυρός πολιτισμού με πλούσιο αρχειακό υλικό. Στερούμαστε την ευκαιρία μετάδοσης αξιόλογων συζητήσεων, ανταλλαγής απόψεων, ανάδειξης όχι μόνο μουσικών, αλλά και επιστημονικών θεμάτων από προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών.
Σε μια χώρα που περνάει μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση, πρωτίστως - αλλά όχι μόνο - οικονομική, η δημόσια ραδιοτηλεόραση μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στην απαισιοδοξία και τα αδιέξοδα των καιρών. Το τρίτο πρόγραμμα πρέπει να επαναλειτουργήσει - όχι μόνο γιατί κάθε ευνομούμενο κράτος έχει το δικό του «τρίτο» - αλλά γιατί είναι πρωταρχικής σημασίας δίαυλος πολιτισμού. Η κατάργηση του «τρίτου» από τη δημόσια ραδιοφωνία θα αποτελούσε αντίστοιχη απώλεια (και παραλογισμό) με την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από τη μέση εκπαίδευση. Η κλασική μουσική δεν αφορά μόνο τους μουσικούς. Δυνητικά αφορά κάθε άνθρωπο.
Τούτη την ώρα που αμαυρώνει τη ζωή μας η βουβή συχνότητα της ΕΡΑ3 και εκφράζουμε αγωνία για την τύχη των τόσο αξιόλογων παραγωγών της, εκείνο που προέχει είναι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας ώστε να επαναλειτουργήσει το ταχύτερο δυνατόν και συγχρόνως να μην απολυθεί κανείς!
Θα θέλαμε να κλείσουμε τούτες τις γραμμές εκφράζοντας ευγνωμοσύνη προς όλους τους παραγωγούς του «τρίτου» για την ανεκτίμητη προσφορά τους στη μουσική, στην παιδεία, στον πολιτισμό, οι οποίοι διεύρυναν το πνεύμα μας και διάνθιζαν την καθημερινότητά μας.
Το «τρίτο» δεν είναι απλώς μια επιλογή διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου. Είναι νοοτροπία. Είναι τρόπος ζωής. Χωρίς «τρίτο» η Ελλάδα δεν θα είναι απλώς μια οικονομικά αδύναμη χώρα. Θα καταστεί τριτο-κοσμική.
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Αύγουστος 2013
Τεχνική Επιμέλεια Κώστας Γρηγορέας
[1] Βασιλείου Θ.Α., Σταματάκης Ν., Λεξικό Επιστημών του Ανθρώπου, Αθήνα, Gutenberg, 1992, σ.238
[2] Σεραφετινίδου Μ., Εισαγωγή στην Πολιτική Κοινωνιολογία, Αθήνα, Gutenberg, 2002, σ.σ.199-205
[3] Αυτόθι, σ.σ. 76-84 και 206
[4] Σεραφετινίδου Μ., Εισαγωγή…, ό.π. σελ 44 και σ.σ. 84-95
[5] McQuail Denis, Παπαθανασσόπουλος Στέλιος (επιμ.), Η θεωρία της μαζικής επικοινωνίας για τον 21ο αι, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003, σ.σ. 65 – 72
[6] J.Tunstall,«Τα μέσα παραμένουν αμερικανικά» στο Στ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.) Επικοινωνία και Κοινωνία από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000, σ.313
[7] Παπαθανασόπουλος Στ., Απελευθερώνοντας την τηλεόραση, Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, σ.σ. 34 – 37
[8] McQuail D., Η θεωρία ό.π.,σ.σ. 72-76
[9] Αυτόθι, σελ 566
[10] Σεραφετινίδου Μ., Εισαγωγή, ό.π.σελ.155
[11] McQuail, Η θεωρία, σελ 53 και 190
[11] Αυτόθι, σελ 562
[12] Αυτόθι, σελ 53, 190, 245 και Παπαθανασόπουλος Στ., Απελευθερώνοντας…ό.π., σσ. 34 – 37
[13] McQuail D., Η θεωρία…ό.π., σ.σ. 439-440
[14]Στην Ελλάδα η πρωτοβουλία για ιδιωτική ραδιοφωνία ξεκίνησε με πρωτοβουλία των Δημάρχων Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και η αρχή έγινε το 1987 με την ίδρυση του 9,84, καθώς με το Ν.1730/87 δόθηκε η δυνατότητα λειτουργίας σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς Δήμων και Κοινοτήτων. Παπαθανασόπουλος Στ., Απελευθερώνοντας…, ό.π., σσ. 244 -249
[15] Ε. Σόρογκας, «Η διεθνοποίηση του αμερικανικού μοντέλου της τηλεοπτικής ενημέρωσης», στο Στ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.) Επικοινωνία και Κοινωνία, από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000, σσ. 329 – 339 και Παναγιωτοπούλου Ρόη, «Ο εξοβελισμός του πολιτισμού από την Ελληνική Τηλεόραση», Ζητήματα Επικοινωνίας, τ.4ο, Αθήνα, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
[16] T. Adorno, M.Horkheimer, H. Marcuse, L.Lowenthal, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, Αθήνα, Υψιλον, 1984, σ.18 και Adorno, Η Κοινωνιολογία της μουσικής, Αθήνα, Νεφέλη, 1997, σσ.166 - 173.