"Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΙΣΚΙΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ" (*)
Μια ανάγνωση των πεπραγμένων του 2ου σεμιναρίου στις Αρχάνες της Κρήτης
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών. Στην ακινησία του παρατηρητηρίου, με διαγώνια όραση, αναγνωρίζεις το σώμα των πραγμάτων που υπήρξαν. Τίποτα περισσότερο. Αυτό το σώμα πάντα φτιάχνεται με ποσοστά φανταστικών κυττάρων απ’ το προσωπικό θησαυροφυλάκιο, και να γιατί ποτέ δεν θα συμφωνήσουν δυο αυτόπτες μάρτυρες. Έτσι και για το 2ο σεμινάριο στις Αρχάνες, αυτό το Αρχοντοχώρι του φαντασιακού μας, δεν θα υπάρξουν δυο όμοιες μαρτυρίες και ο καθένας θα φτιάξει τη δική του, κατά πως πρέπει.
Υπάρχει αντικειμενικός τόπος σε αυτήν την ανταπόκριση απ’ το μέτωπο των γεγονότων; Σε έναν βαθμό ναι, και είναι αυτός που συνταιριάζεται -κατά τη στιγμή της θέασής τους- απ’ τα στιγμιότυπα που η κάμερα έκλεψε σε ανύποπτο χρόνο, μαζί με τις ψυχές μας, κατά πως λέγανε οι σοφοί ινδιάνοι, υπονοώντας προφανώς τα παραπάνω. Οι στιγμές της θέασης από διαφορετικά υποκείμενα θα ήθελα εδώ να συγγενεύουν, κάτι ασφαλώς αισιόδοξο.
Τα στιγμιότυπα χωρίς το αίμα του χρόνου είναι νεκρές ψυχές παραδομένες στο έλεος της τυχαιότητας της εκάστοτε ανάγνωσης. Γι’ αυτό σκότωναν τον φωτογράφο που διέπραττε το αμάρτημα να κλέψει, όχι την ψυχή τους κυριολεκτικά, μα την προσωπική οπτική του χρόνου τους -κάτι πολύ περισσότερο από ψυχή δηλαδή.
Να μια πλούσια παράδοση, μα πού να καταλάβουν οι γιάνκηδες. Αυτοί έμεναν στη “βαρβαρότητα” της ανταπόδοσης του αμαρτήματός τους. Η ζωή για τους ινδιάνους ήταν υποδεέστερη του συλλογικού μύθου, γιατί ο τελευταίος διατηρούσε την ευθύνη επιβίωσης της ίδιας της φυλής. Όπως κάθε καλός στρατηγός, θυσίαζαν στη σημασία του πολέμου τον έναν στρατιώτη. Στη συνέχεια τον τιμούσαν, και σωστά.
Δίπλα σ’ αυτές τις σκέψεις ακούω ψελλίσματα ήχων από κιθάρες και τσουγκρίσματα ρακοπότηρων κάτω απ’ τον Γιούχτα. Οι συναντήσεις μας κράτησαν δέκα ολόκληρες μέρες, εκεί, κάτω απ’ το βουνό του θεού, όπως συνηθίσαμε να το λέμε, κυρίως όμως δίπλα στις ήδη σταθερά δομημένες προσδοκίες μας απ’ την ανάμνηση του περσινού σεμιναρίου, ενός φωτεινού σήματος στη μνήμη. Κάθε σύγκριση του παρόντος με τη φαντασιακή απόληξη των περασμένων γεγονότων θα καταλήγει σ’ ένα ερωτηματικό, κι εδώ είναι που αναδύεται ο σοφός μέσα κύριος για να υπενθυμίσει ότι ο χρόνος δεν επαναλαμβάνεται, ντύνεται όμως καινούργια, όλο και πιο πολύπλοκα, ρούχα, για να πλουτίσει τις αναγνώσεις. Ευτυχώς -στον πάνω στον Γιούχτα απολογισμό μας- τολμήσαμε ακροποδητί να θίξουμε ετούτη την παράμετρο. Ήξερα ήδη πως η μελαγχολία που παρατηρούσα σε κάποια πρόσωπα κατάγονταν όχι απ’ το παρόν που ζούσαμε κάθε δευτερόλεπτο, και που ήταν μια απαλλαγμένη από δεύτερα πράγματα γιορτή, μα απ’ το επείγον υπαρξιακό ερώτημα που πάντα βάζει στο τραπέζι η επανάληψη: Τι είναι αυτό που τώρα ζούμε; Γιατί αδυνατούμε σε συνέχεια να αναγνωρίσουμε και να ταυτοποιήσουμε την καταγωγή της συγκίνησης; Ποιο κομμάτι του εαυτού μας ζει σε αυτόν τον χρόνο, σε αυτό το ίδιο με πέρυσι μέρος, και ποια η ωρίμανση που προηγήθηκε στους τελευταίους μήνες και που μας έφερε ξανά εδώ, στην ίδια οικογένεια;
Οι απαντήσεις δίνονται στις εσωτερικές συναθροίσεις του καθενός, στην ώρα της ησυχίας, στο δικό του ιερό κελί της εγρήγορσης.
Για όποιους ζήσανε τις 34 στο σύνολο ημέρες των προηγούμενων σεμιναρίων (εδώ κλείνουμε αισίως 44 πυκνά εικοσιτετράωρα), τα πράγματα ήταν αυτονόητα. Οι αρχές μας -τοποθετημένες στην προσωπική αποθήκη του καθενός και όχι καταγεγραμμένες- δούλεψαν υπογείως. Για όσους βρέθηκαν για πρώτη φορά στην παρέα μας, αποφασίσαμε την δι’ ανακλάσεως μέθοδο: Δεν τους προετοιμάσαμε, μα τους αφήσαμε να πάρουν τον αέρα του τρόπου μας και να τον επεξεργαστούν μέσα στη δική τους ησυχία. Αυτό ήταν ίσως τολμηρό, αλλά δήλωνε και μια εμπιστοσύνη προς τους συμμετέχοντες, μια βεβαιότητα πως θα αντέξουν τη δύσκολη σχέση με τη μουσική που προτείναμε.
Δεν πέσαμε έξω. Αποδείχτηκε -ειδικά στο μέρος του σεμιναρίου που απευθύνονταν σε μικρότερες τάξεις- πως τα παιδιά ήταν πιο έτοιμα απ’ τους ενήλικες να γίνουν δάσκαλοι, που θα πει να μυριστούν άμεσα το αίτημα που κάθε έργο υπογείως τους ζητούσε να διαπραγματευτούν. Κάποιες φορές μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Η ενστικτώδης “κατανόηση” προηγείτο κατά πολύ της λογικής, μια απόδειξη πως η μουσική ματιά προς τον κόσμο, που με άκρα φιλοδοξία ευαγγελιστήκαμε, έπιανε τόπο και ρίζωνε στον εδώ χρόνο.
Οι συμμετέχοντες έστησαν τρεις στο σύνολο μεγάλες συναυλίες, με όχι τις καλύτερες συνθήκες υποστήριξης, μπορώ να πω. (Να προλάβω σ’ αυτήν την παρένθεση μια δίκαιη παρατήρηση: Ο Χάρης Αγαπάκης κι ο Γιάννης Ιδομενέως, που ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν την υψηλού φρονήματος στάση του απερχόμενου πλέον δήμαρχου Ρούσσου Κυπριωτάκη και να στηρίξουν τη Θερινή Μουσική Ακαδημία Αρχανών -που, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν δική τους ιδέα- έκαναν το καλύτερο δυνατόν για την υποστήριξη αυτού του σεμιναρίου, καθώς και των άλλων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Όμως τίποτα δεν θα ήταν αρκετό για το δικό μας ιδιαίτερα απαιτητικό κλίμα, και όποιος ξέρει τις λεπτομέρειές του μπορεί να καταλάβει το γιατί.) Κι αυτό όμως το τελευταίο -οι ελλιπείς συνθήκες εννοώ- μεταλλάχθηκε σε όχημα άσκησης, σε έναν τρόπο να δίδεται η πρωτοκαθεδρία στο περιεχόμενο του πακέτου και όχι στο περιτύλιγμα -ένα απ’ τα θέματα που διαπραγματευόμασταν στο σεμινάριο. Είχε ζητηθεί να ορίσουμε το μέρος που κινιόμαστε, κι αυτό ήταν το ένα. Ταυτόχρονα είχε ζητηθεί να αγνοήσουμε το πολυτελές της εκάστοτε κατάστασης, για να βεβαιωθούμε πως η μουσική λειτουργεί με κάθε τρόπο, αν την εμπιστευτούμε. Αυτή η εμπιστοσύνη μας ανταπέδωσε τα αναμενόμενα. Υπήρξαν στιγμές σπάνιας ανάτασης στις εκτελέσεις εκείνες, που μόνο μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα μπορούσαν να γεννηθούν.
Και κάτι που συνήθως η κάμερα αδυνατεί να καταγράψει γιατί δεν διαθέτει τα κατάλληλα ψυχικά ανακλαστικά -κι εδώ είναι η διαφορά ανθρώπου και μηχανής: Τα σημαντικότερα συνέβησαν στον ίσκιο των γεγονότων, όπως πάντα, στις αυλές και στις ταράτσες και στους διαδρόμους των συναντήσεών μας, στις στιγμές της απόλυτης κούρασης απ’ το ξενύχτι, τότε που ο έλεγχος αποσύρεται πρώτος για ύπνο. Κατάφερα να κλέψω στη μνήμη μου τέτοιες στιγμές, που έρχονταν από ένα διαρκές συλλογικό μας μέλλον. Στα σύνορα εμβάθυνσης και ελαφρότητας μπαίνει στην άδεια πλέον σκηνή ο καίριος ρόλος του έργου, ο σοφός ζητιάνος της καθημερινότητάς μας, που είναι ίσως ο Άλλος, που διαρκώς αναζητούμε. Άλλοτε λυρικός κι άλλοτε Διονυσιασμένος, αφήνει ξεκάθαρα πατήματα για άλλη ώρα. Δύσκολο να μιλήσεις γι’ αυτόν, όπως κι εδώ. Ο καθένας κρατά την εικόνα του στο πιο παραμελημένο σημείο της σπιτικής γεωγραφίας, μέχρι την επόμενη στιγμή που θα είναι έτοιμος ν’ ακολουθήσει και πάλι τα ίχνη. Όπως όλα τα θαύματα, έρχεται όταν δεν κοιτάς.
Οι μέρες κύλησαν σε γρήγορο ρυθμό -μπορώ να πω τώρα που η κούραση πέρασε κι άφησε τόπο στην συναίσθηση του τι συνέβη. Ανάμεσα σε φιλοσοφικές κουβέντες, σε μουσικές που τις περιείχαν σαν σκοτεινό σπέρμα και σε ρακοποσίες στα διαλείμματα που μας επανέφεραν στη γείωση με τον έξω κόσμο, οι δέκα ολοήμερες συναντήσεις πέρασαν σαν γρήγορος ίσκιος πουλιών, αφήνοντας τα αμαρτωλά στιγμιότυπα. Το ότι γεννήθηκαν έρωτες σ’ αυτό το σεμινάριο -αφανείς και μη- είναι ένα δείγμα πως το σύνολο κινήθηκε με τον πιο πλούσιο τρόπο. Δεν άφησε απ’ έξω καμιά μέθοδο πρόσληψης του κόσμου, υπενθυμίζοντας εξακολουθητικά πως η μουσική περιέχει το πλήρες σε μια ασφαλή ισορροπία. Εγώ ο ίδιος, που σχεδίασα αυτό το σχήμα, ομολογώ πως πάντα μαθαίνω απ’ αυτές τις μικρές αποκαλύψεις.
Στην κορυφή του δικού μας βουνού αναρωτηθήκαμε, για άλλη μια φορά, ποιος ήταν ο λόγος που κάνουμε το σεμινάριο σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και όχι κάπου αλλού. (Το σεμινάριο στο Athenaeum θα εξακολουθεί να προτείνει ένα διαφορετικό πλαίσιο, κατά το ότι οι εκεί συναντήσεις μας διακόπτονται ανά τριήμερο, κι επίσης δεν ζούμε τα βράδια μας στο ίδιο μέρος, πράγμα σημαντικό.) Στο φως της ανάγκης για μια ακόμα πιο τολμηρή κατάδυση στα θέματα που μουσικά και εξωμουσικά μας απασχολούν, αρθρώθηκε η σκέψη πως αυτός ο κύκλος μουσικών θα πρέπει να ορίσει ένα εσωτερικό “μοναστήρι”, όπου τα πράγματα πλέον δεν θα λέγονται με τον τρέχοντα τρόπο αλλά θα βιώνονται καθημερινά. (Η εξωστρέφεια του μοναστικού βίου, μια και μιλάμε για διάλογο διά της μουσικής με μια συλλογική καθημερινότητα, είναι ένα δεύτερο θέμα που θα μας απασχολήσει. Προέχει η μέθοδος για να πας εκεί.) Το ποιος θα λέγεται ικανός να συμμετάσχει σ’ αυτή την πορεία θα είναι το απότοκο μιας δοκιμασίας που θα κρίνεται συλλογικά και με τον πλέον αγαπητικό τρόπο. Όπως με τους μοναχούς, το σημαντικό δεν είναι το προσωπικό “ταλέντο”, μα η πρόθεση του κάθε δόκιμου να πάει στον ίδιο τόπο που κι εμείς θέλουμε να πάμε -στον δικό μας ιερό τόπο. Μέσα σ’ αυτήν την ιδανική συνθήκη θα αποκλειστούν οι ναρκισσιστικές τάσεις, σε όφελος μιας συλλογικής καθαρότητας. Ποιοι θα αποφασίζουν για την ετοιμότητα των υποψηφίων “μοναχών”; Θα δούμε.
Πλάι σ’ αυτήν την σκέψη αναδύθηκε η μνήμη των παιδιών από την Κρήτη που τόλμησαν να συμμετάσχουν. Άλλοι απ’ το Ηράκλειο, άλλοι απ’ τα γύρω χωριά κι άλλοι από πιο μακριά (ένας απ’ τους συμμετέχοντες είχε την ευγένεια και το κουράγιο να κάνει καθημερινά ένα ταξίδι τριακοσίων χιλιομέτρων, απ’ τα Χανιά, για να μας συναντήσει). Αυτά και μόνο τα παιδιά αιτιολόγησαν την παρουσία μας στις Αρχάνες. Είναι το έδαφος για τον σπόρο που αφήνει αυτή η προσπάθεια, κι εγώ προσωπικά είμαι ευτυχής που βλέπω έναν κήπο ν’ ανθίζει εκεί. Καίριας σημασίας υπήρξε η προετοιμασία αυτών των αυριανών υποψηφίων απ’ τους πραγματικούς δασκάλους τους, που δεν αρκέστηκαν στο τεχνικό μόνο μέρος αλλά πήγαν τόσο βαθιά όσο ούτε εμείς, με τις υψηλές μας προσδοκίες, περιμέναμε -απόδειξη ότι η αφανής οικογένεια “μοναχών” υπάρχει σε κάθε γωνιά αυτού του τόπου κι αναζητά τους πραγματικούς της συγγενείς. Ο δάσκαλος θα είναι πάντα σ’ αυτούς τους τόπους ένας ακριβός αφανής ήρωας, κι αυτό δεν είναι μια κουβέντα που τελειώνει τόσο εύκολα.
Εκείνα τα παιδιά ήταν μια αποκάλυψη, όπως έχω πει και στο πρόσφατο παρελθόν που ξανασυναντηθήκαμε, κι εδώ τα εύσημα πηγαίνουν στα γνωστά πρόσωπα των δασκάλων τους. Όποιος ενδιαφέρεται ας τους ψάξει, δεν είναι πλέον δύσκολο να τους αναγνωρίσεις. Αυτά τα παιδιά σήκωσαν το βάρος της εκπροσώπησης του τόπου τους, και το έκαναν με συγκινητικό για μένα τρόπο. Να που όμως αυτή η αίσθηση δεν μεταφέρεται. Αρθρώνεται μόνο, κι αφήνει τα αποσιωπητικά της για τον μελλοντικό αυτήκοο κι αυτόπτη μάρτυρα.
Και μιας και μιλάμε για δασκάλους, να υπενθυμίσω ότι αυτό το σεμινάριο είχε πολλούς, κι εδώ όλοι πήραν κυκλικά την ευθύνη να διδάξουν, αφού αυτό ήταν μέσα στις αρχές μας. Από τα μικρά παιδιά, μέχρι εμένα και τον Παναγιώτη τον Αδάμ, που ήταν βέβαια στην παρέα μας σαν φίλος και δεινός ιππότης του πνεύματος και το οινοπνεύματος, αλλά το ξέρουμε δα πως ο δάσκαλος είναι κάθε στιγμή τέτοιος. Έτσι λοιπόν τα πράγματα ήτανε πάντα λίγο πιο πολύπλοκα, πάντα λίγο πιο πλούσια, κι όλοι συμβάλαμε σ’ αυτό.
Όπως είπα, ο απολογισμός αυτή τη φορά θα πρέπει να είναι συλλογικός, ή να το πω αλλιώς: θα σχηματισθεί απ’ τα προσωπικά θραύσματα αντίληψης του καθενός, που θα ορίσουν μια φαντασιακή συνισταμένη, που θα διαβάζεται αλλιώς απ’ τον καθένα. Αυτό μάλιστα.
Σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο προσωπικό απολογισμό, μου μένει μόνο να προσθέσω αποσπάσματα από τα στιγμιότυπα, το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας, καθώς και την αφίσα της δεύτερης και της τρίτης συναυλίας, που έφτιαξε για μας η Εμμέλεια Φιλιπποπούλου. Ό,τι άλλο, θα αφεθεί σε μια συλλογικότητα που περιμένουμε να ανοίξει τα φτερά της μακριά απ’ τους δασκάλους όπως τους ξέραμε, βάζοντας πρώτο τον εαυτό μου σ’ αυτόν τον όμορφο “βωμό”. Όπως καλά γνωρίζανε κι εκείνοι οι ιδανικοί ινδιάνοι, αυτό δεν είναι θυσία, μα επαναδρομολόγηση της τρέχουσας πραγματικότητας με βάση το ιερό σχέδιο ενός χρόνου ατέρμονος, που περιέχει το πλήρες μας Πρόσωπο. Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι σε μια γωνιά αυτής της προσπάθειας, που είναι -σήμερα το βλέπετε- επίτευγμα όλων. Να γιατί κάποια βλέμματα ήταν συχνά βυθισμένα σε ένα αίτημα ακόμα δυσανάγνωστο. Όπως η μουσική.
Γιώργος Μουλουδάκης, 7 Σεπτεμβρίου 2014
(*) Ο τίτλος αυτός ανήκει στον Οδυσσέα Ελύτη: ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ/ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ/ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ/ΙΙ
Στις τρεις συνολικά συναυλίες των δύο κύκλων του σεμιναρίου
παρουσίασαν έργα τους οι:
Ιερόθεος Σταμπόλας
Χριστόφορος Φλυτζάνης
Εύη Καίσαρη
Νίκος Ιατρίδης
Νικήτας Μιχαλόπουλος
Ζωή-Δανάη Τζαμτζή
Μαριλένα Σύψα
Αναστασία Μολυβδά
Λουκάς Βυτινιώτης-Μαρκοβίτσης
Απόλλων Ματσούκας
Εμμέλεια Φιλιπποπούλου
Γιώργος Δρακουλάκος
Χριστίνα Πολυκρέτη
Δημήτρης Καραμήνζιος
Λευτέρης Τσιβεράκης
Μαρία Γκρατσία-Βατικιώτη
Φώτης Χάριτος
Κωνσταντίνος Ζαπίτης
Μιχάλης Ροβίθης
Το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας:
Η αφίσα της Εμμέλειας Φιλιπποπούλου:
Για περισσότερα φωτογραφικά στιγμιότυπα, κλικ ΕΔΩ
-
-
Κι εδώ, οι σχετικοί με το σεμινάριο σύνδεσμοι:
https://www.facebook.com/groups/asma.guitar/
http://yorgosmouloudakis.wordpress.com/2014/02/25/ο-ταφοσ-τησ-πριγκιπισσασ-ή-σημειωσεισ/