ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο «ΗΧΟΣ» ΤΗΣ COLUMBIA
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στην Τίνα Βαρουχάκη
Θρυλικοί δίσκοι βινυλίου, κάποιοι εκ των οποίων έχουν σημειώσει πολύ υψηλές πωλήσεις, όπως «Ο Δρόμος» (Lyra, 1970, Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου), «Ο Μεγάλος Ερωτικός» (Νότος, 1972, Μάνου Χατζιδάκι), «Το Βρώμικο Ψωμί» (Lyra, 1972, Διονύση Σαββόπουλου), «Ο Εχθρός Λαός» (Minos, 1975, Μίκη Θεοδωράκη – Ιάκωβου Καμπανέλλη), «Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα Λαϊκά» (Lyra, 1979, Ηλία Ανδριόπουλου), «Εδώ Λιλιπούπολη» (Columbia, 1980, Νίκου Κυπουργού – Δημήτρη Μαραγκόπουλου – Λένας Πλάτωνος – Μαριανίνας Κριεζή) είναι μερικοί μόνο από τους δίσκους, που αποτελούν άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά και αποτελούν το συμβολικό ισοδύναμο μιας «κλασικής» ελληνικής μουσικής κουλτούρας. Ποιος είναι άραγε ο κοινός παρονομαστής τους; Η απάντηση, βρίσκεται στα «ψιλά γράμματα» των βινυλίων και των cd. Πρόκειται, για ένα συνταξιούχο πλέον, τεχνικό ήχου, που το όνομά του «φιγουράρει» σε άρθρα εφημερίδων και περιοδικών με μεγάλα γράμματα. Και δικαίως. Γιατί ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, δεν αποτελεί μια συνήθη περίπτωση. Έχει πτυχίο ωδικής, έχει μετεκπαιδευτεί στη σχολή του ΕΙΡ, και αρχές της δεκαετίας του ΄80, σε σεμινάριο στην Αγγλία… Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι με τα δικά του άξια χέρια, έγραψε την ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού από το 1962 που προσελήφθη στην πάλαι ποτέ Columbia, έως το κλείσιμο της εταιρείας το 1983. Στη συνέχεια, χάραξε έναν επίσης πολύ επιτυχημένο δρόμο ως τεχνικός ήχου στο Τρίτο Πρόγραμμα. Και όπως όλοι οι αξιόλογοι άνθρωποι, είναι σεμνός αντιστρόφως ανάλογα με την αξία του. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς πολύ ώρα μαζί του για να καταλάβει. Το γεγονός και μόνο ότι βραβεύθηκε ακόμη και από εταιρεία ανταγωνιστική προς την Columbia, τα λέει όλα… «Αισθάνεστε δικαιωμένος;» τον ρωτώ. Η απάντησή του, επιβεβαιώνει τη φήμη και για το σπάνιο ήθος του: «Δεν περίμενα ποτέ να μου πουν «ευχαριστώ» για ό,τι έκανα».
«Όταν ήμουν εν ενεργεία, το «ευχαριστώ» το άκουσα ή το είδα στο βλέμμα κάποιων ανθρώπων. Και γι΄αυτό, δηλώνω συνεχώς ότι είμαι πανευτυχής: γιατί νυμφεύτηκα τη γυναίκα που ερωτεύτηκα, έχω δυο θαυμάσια παιδιά, έκανα αυτή τη δουλειά, όπως την έκανα και τώρα που πλέον προσπαθώ να γεράσω, υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται κάποια έργα και λένε δυο καλά λόγια. Αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ, αλλά δεν νομίζω ότι μου επιτρέπει να αρχίσω να επαίρομαι.»
Γιούλη Σπανού, σχεδιασμός – επιμέλεια αφίσας
Τ.Β. Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Ναύπλιο από πατέρα που ήταν ψάλτης και συνήθιζε να σας παίρνει μαζί του στην Εκκλησία. Αργότερα αποκτήσατε πτυχίο Ωδικής. Τα παιδικά σας βιώματα και οι μουσικές σας σπουδές, πιστεύετε ότι βοήθησαν το έργο σας ως ηχολήπτη;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: οφείλω να ομολογήσω ότι με βοήθησαν οι μουσικές γνώσεις που είχα. Διότι και για ιδίαν ικανοποίηση, είναι πολύ ωραίο να γνωρίζεις που «κατοικεί» το σολ. Οι μουσικοί, εκτελεστές, συνθέτες, μαέστροι κτλ μιλάνε εκτός από τη μητρική τους γλώσσα και μια άλλη, τη μουσική. Εάν λοιπόν κάποιος που συνεργάζεται μαζί τους, γνωρίζει το γλωσσάρι της μουσικής, μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα από έναν, ο οποίος δεν γνωρίζει ή προσπαθεί να μάθει. Στη δική μου περίπτωση λοιπόν ήταν χρήσιμο. Θα μου πείτε, στην Columbia γράφατε λαϊκά τραγούδια. Δεν είναι υποτιμητικό! Όταν μπήκα στην Columbia, το 1962, υπερίσχυε το λαϊκό τραγούδι. Είναι μια μουσική φόρμα, η οποία αποτελείται από κάποια «κουτάκια». Το πρώτο, όταν υπάρχει σόλο όργανο, το λένε ταξίμι. Στο πρώτο κουτάκι, έπαιζαν τα μπουζούκια, ακορντεόν, ένα βιολί, ένα κλαρίνο. Μετά ακολουθεί η εισαγωγή, που σε βάζει στο θέμα, στο ρυθμό. Στη συνέχεια, κάνανε μια πάσα για να μπει η φωνή. Γινόταν πάλι μια μουσική γέφυρα και ακολουθούσε το ρεφρέν. Και ούτω καθ΄ εξής. Αν γυρίσουμε πίσω, στην εποχή που η φωνογράφηση γινόταν απευθείας σε χάραξη στο κερί, βλέπουμε ότι ήταν τρία το πολύ μουσικά όργανα και μια φωνή. Για παράδειγμα, σε τραγούδια που έχει ηχογραφήσει ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης ή κάποιοι παλαιότεροι, δεν υπήρχε μεγάλη ορχήστρα. Σιγά σιγά όμως με την πάροδο του χρόνου, μπήκε και ένα κρουστό. Από το 1960 και μετά, γίνεται χρήση ενός βιολοντσέλου ή υπάρχει ένα πιάνο, το οποίο όμως παίζει ακόρντα. Αργότερα προστίθενται και κάποιες φράσεις. Όλα αυτά γινόντουσαν στο στούντιο χωρίς να υπάρχει ενορχήστρωση. Ο συνθέτης, ο οποίος ενδεχομένως να μην έπαιζε μουσικά όργανα, απλώς σφύριζε τη μελωδία. Οι μουσικοί που ήταν «πρακτικοί» αμέσως έπαιζαν τη μελωδία, έβαζαν τα ακόρντα και άρχισε να μορφοποιείται αυτό που λέγαμε την εποχή εκείνη λαϊκό τραγούδι. Με την πάροδο του χρόνου όμως, κάποιοι συνθέτες (ίσως και οι παραγωγοί) σκεφτήκαν να εμπλουτίσουν την ορχήστρα. Έτσι, άρχισαν να χρησιμοποιούν κάποια όργανα, τα οποία ήταν έξω από τη λεγόμενη λαϊκή ορχήστρα. Αν το τραγούδι είχε σχέση με Σμυρνέϊκα ή νησιώτικο στυλ, υπήρχε οπωσδήποτε ένα λαούτο ή μια λύρα. Με την είσοδο όμως κάποιων κλασικών οργάνων, όπως είναι η προσθήκη του βιολοντσέλου, μιας κλασικής κιθάρας, ενός σαξοφώνου κ.ά., προστίθενται μουσικά όργανα, τα οποία είναι έξω από το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι, τη λαϊκή φόρμα.
Τ.Β. Από ποια άποψη οι μουσικές γνώσεις βοηθούν το έργο ενός τεχνικού ήχου;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Oι γνώσεις της μουσικής που είχα, με βοηθήσανε να μπορώ να ελίσσομαι και καμιά φορά να επεμβαίνω όταν δεν υπήρχε ενορχηστρωτής. Για παράδειγμα, φέρνει κάποιος ένα σχήμα που αποτελείται από: κιθάρα εξάχορδη, κιθάρα ηλεκτρική και πιάνο. Το πιάνο είναι τόσο ρυθμικό όργανο, όσο και μελωδικό. Το ίδιο και η ηλεκτρική κιθάρα. Αλλά στο λαϊκό τραγούδι, το οποίο διερευνάται από πλευράς ηχοχρωμάτων, δηλαδή χρήσεως οργάνων, η ηλεκτρική κιθάρα, συνήθως παίζει ακόρντα. Στο ελαφρό, στο μοντέρνο ή στο ποπ και την εξέλιξή τους (που έχουν βάλει διάφορες ετικέτες), η ηλεκτρική κιθάρα έχει πρωτεύοντα ρόλο. Κατά περίπτωση ρυθμίζονται αναλόγως και τα μουσικά όργανα. Οι γνώσεις μου, επομένως, με βοηθούσαν να παρεμβαίνω κατά περίπτωση, όπως πχ σε αυτά τα μέτρα που το πιάνο παίζει ακόρντα, να ανέβει μια ή και δυο οκτάβες επάνω για να ξεφύγει από την περιοχή της ηλεκτρικής κιθάρας. Ήταν συνδυασμός των βασικών γνώσεων όσον αφορά το θέμα της ακουστικής. Όταν επισκέπτονταν το στούντιο σχολεία και γενικότερα κοινό, τους έλεγα: «μπορείτε να θυμόσαστε εύκολα ότι η δυνατότητα της ακοής είναι από 16 κύκλους έως 16.000 κύκλους. Καμιά φορά μου λέγανε: «κύριε Γιαννακόπουλε, εμείς ξέρουμε ότι το Hi Fi μπορεί να έχει 20.000 κύκλους!» Και τους απαντούσα: «ποιος είναι αυτός που ακούει και μπορεί να ξεχωρίσει τις 20.000;»Έτσι, άρχιζε ένα είδος σύντομου σεμιναρίου για το νόμο του Πυθαγόρα. Αυτές δεν είναι γνώσεις που σχετίζονται άμεσα με την ηχογράφηση. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν τέτοιο background, παρόλα αυτά όμως κάνουν πολύ καλές ηχογραφήσεις. Εμένα όμως οι γνώσεις αυτές με διευκολύναν. Επίσης, κάποιες φορές, η μίξη γινόταν ακολουθώντας την παρτιτούρα με την παρουσία του ενορχηστρωτή ή χωρίς αυτόν.
Τ.Β. Έχετε παραδείγματα δίσκων που ηχογραφήθηκαν με χρήση παρτιτούρας;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ένα παράδειγμα είναι ο δίσκος «Ο Εχθρός Λαός» του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλη για το ομώνυμο θεατρικό έργο. Μιλάω για εποχή που έχουμε τη δυνατότητα να γράφουμε σε πολλά κανάλια. Να έχουμε στο στούντιο 10 μουσικούς, οι οποίοι να παίζουν μαζί, αλλά εμείς να γράφουμε, να αποθηκεύουμε σε ξεχωριστό κανάλι και τη μίξη του τελικού ηχογραφήματος να την κάνουμε κάποια άλλη ώρα, απουσία των μουσικών, αφού έχουμε το σήμα του καθενός. Υπάρχουν δίσκοι του Κυριάκου Σφέτσα, που το remixing το έχουμε κάνει βάζοντας την παρτιτούρα επάνω στον μίκτη και δουλεύουμε μαζί με τον μαέστρο, συνθέτη, ενορχηστρωτή. Και εκεί ο ρόλος του ενορχηστρωτή είναι πολύ σημαντικός. Αυτό ήταν ένα είδος μουσικής που ήταν έξω από το λαϊκό, έξω από το μοντέρνο, ιταλικό στυλ ή γαλλικό. Ο Κυριάκος Σφέτσας, είχε ένα άλλο τρόπο που ενορχήστρωνε. Δεν είναι ντροπή να πεις στον συνθέτη «κάτσε να φτιάξουμε μαζί το έργο σου.» Εγώ ξέρω την τεχνολογία (και αυτός δεν ήταν άμοιρος, αλλά δεν είχε την πρακτική) οπότε κάτσαμε μαζί και κάναμε το remixing.
T.B. Άρα η δική σας συμβολή στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και γενικότερα, προς ποιες κατευθύνσεις κινείτο;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: καταρχήν, το σημαντικότερο καθήκον ενός ηχολήπτη (μετά καθιερώθηκε ο αγγλικός όρος «τεχνικός ήχου», “recording and balancing engineering”) είναι αυτό που έχει πει επανειλημμένως ο Νότης Μαυρουδής: να λαμβάνει τον προσωπικό ήχο του κάθε εκτελεστή. Αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο. Να ακούσεις την πηγή και να προσπαθήσεις να τη μεταφέρεις στο μέσον, το οποίο σου παρέχει η τεχνολογία για την αποθήκευσή της με τρόπο που να μην τη στραπατσάρεις. Δεύτερον, να χρησιμοποιείς τα μέσα που σου δίνει η επιστήμη, χωρίς να παραβιάζεις τις δυνατότητές τους. Όλα έχουν ένα σημείο που είναι πεπερασμένο. Πρέπει να κινείσαι λοιπόν λίγο κάτω, λίγο πάνω από το όριο της παραμόρφωσης. Και όταν έρθει η ώρα του remixing πάλι να έχεις υπόψη σου το μέσον στο οποίο θα καταλήξει το ηχογράφημα, το οποίο πλάθεις εκείνη τη στιγμή. Με παρτιτούρα έκανα και κάποιο remixing ενός Λιβανέζου, ο οποίος ήρθε και ηχογράφησε εδώ. Κάναμε παρουσία του το remixing και όταν πήγε στο Λίβανο θέλησε να επαναπροσδιορίσει τις σχετικές εντάσεις κάποιων οργάνων. Μου έστειλε μια επιστολή και την παρτιτούρα και με βάση αυτή του έκανα το καινούργιο remixing. Επίσης, κάποιες γνώσεις και η εμπειρία μου, βοήθησαν πολύ κάποιες δουλειές που γινόντουσαν στο Τρίτο Πρόγραμμα. Η τεχνολογία εκεί δεν ήταν τόσο προχωρημένη. Υπήρχε μόνο η στερεοφωνική εγγραφή. Αλλά το να μπορείς να παρακολουθείς -έστω στοιχειωδώς- μια παρτιτούρα διευκολύνει, γιατί βλέπεις πού βρίσκονται κάθε στιγμή από μέτρο σε μέτρο, σύστημα σε σύστημα, σελίδα σε σελίδα, εντοπίζεις πού έγινε ένα λάθος και μπορείς να δώσεις οδηγίες από ποιο σύστημα θες να σου επαναλάβουνε, ώστε να μπορείς κόβοντας το tape και φέροντας κοντά το σημείο Β με το σημείο Γ, να μην υπάρχει διαφορά χρόνου, χροιάς κτλ Είναι θέμα συνήθειας, αλλά η παρτιτούρα διευκολύνει πολύ.
Τ.Β. Υπήρχαν κάποιοι που θεωρείτε ως δασκάλους σας;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Κατά κάποιο τρόπο δάσκαλοί μου είναι οι λεγόμενοι μουσικοί ρυθμιστές που ήταν στο Ζάππειο, τότε που οι ραδιοθάλαμοι ήταν εκεί. Και αυτοί ήταν ο Γιώργος Τζοανέας, ένας Αυστριακός, ο Βίχενμπαχ, ο Χρήστος Μουραμπάς κ.ά. Από εκεί έκλεψα ορισμένα πράγματα. Οι γνώσεις μου οφείλονται βασικά σε αυτά που έμαθα στο Στρατό, όσον αφορά τα ηλεκτροτεχνικά και ραδιοτεχνικά και ασφαλώς τα όσα διδάχθηκα από τη μετεκπαίδευση στη σχολή του ΕΙΡ. Από εκεί και έπειτα άρχισα να ψάχνω τα βιβλία. Μέντορές μου υπήρξαν ακόμη, ο Τάκης Αθηναίος, ο Νϊκος Λαβράνος για θέματα κρουστών, ένας Αυστριακός, ο Φρίτς Ζίπλ, ο Αλέκος Κόντης, λόγω πτυχίου ωδικής, κατά κάποιο τρόπο, ο Κώστας Νόνης και ο δάσκαλός μου, ο Βασίλης Χαραμής. Ο άνθρωπος δεν τα δίδαξε μόνο σε μένα, αλλά σε όλους. Όμως έτυχε να εισπράξω περισσότερα απ΄ότι άλλοι μαθητές, μου έκανε εντύπωση η θεωρία της μουσικής, η αρμονία…
T.B. Από ποια εποχή υπάρχουν πολυκάναλες ηχογραφήσεις;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Το πρώτο πολυκάναλο ήρθε στην Columbia το 1971. Οκτώ tracks. Και μετά αργότερα, ήρθε ένα μαγνητόφωνο με 16 κανάλια. Ιδιωτικά studios είχαν 24 κανάλια. Η τεχνολογία επέτρεπε να έχεις περίπου 45 κανάλια. Αυτή η φιλοσοφία αργότερα μεταφέρθηκε ψηφιακά, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Τ.Β. Έχετε συνεργαστεί με μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού και έχετε ηχογραφήσει άλμπουμ που έχουν γράψει ιστορία. Tότε συνειδητοποιούσατε ότι μαζί με το δίσκο, «γράφονται» σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Όχι…Υπήρχαν κάποιοι συνθέτες, οι οποίοι είχαν αναγνωριστεί όχι μόνο στην Επικράτεια, αλλά και σε όλο τον κόσμο ή σε ένα μέρος τουλάχιστον της Υφηλίου. Από κει και πέρα δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ο δίσκος του τάδε μπορεί να καταλήξει «κλασικός», όπως πχ συνέβη με το δίσκο «Ο Δρόμος», του Μίμη Πλέσσα, ο «Μεγάλος Ερωτικός» κτλ.
Υπάρχει και το εξής ιστορικό: ο «Μεγάλος Ερωτικός», ετοιμάστηκε σε παρτιτούρες. Στο στούντιο έγιναν κάποιες μικροαλλαγές. Μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος στα τέλη της χρονιάς του ΄71, ο Μάνος, μου ζήτησε να του κάνω αντίγραφα από την ορχήστρα για να τα πάρουν οι μουσικοί και να γράψει ο καθένας την παρτιτούρα του όπως έχει παίξει. Αυτό έγινε, ώστε να τυπωθεί η παρτιτούρα ακριβώς όπως ήταν στο δίσκο.
ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ ΩΣΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ Μ.Χ.
Τ.Β. Ποιοι θεωρείτε ότι ήταν οι σημαντικότεροι «σταθμοί» στην καριέρα σας;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Εδώ είναι δύσκολη η απάντηση. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω γυρίζοντας στη θέση του Στέλιου την εποχή εκείνη. Είναι με τι προσλαμβάνουσες εξετάζει κανείς ή δέχεται κάποια ακροάματα.
Και εδώ είναι θέμα και ψυχοακουστικής. Δηλαδή, η ψυχολογία μπλέχτηκε με την ακουστική, διότι ενδιαφέρθηκε να σχηματοποιήσει τις αντιδράσεις αντίστοιχα με κάποια ερεθίσματα και να δει τι γίνεται. Αυτό πλέον είναι ένα κομμάτι που πρέπει να γνωρίζει ο ηχολήπτης κάτι που το ξέρουν πολλοί παραγωγοί στο εξωτερικό. Κατά καιρούς, έχει επιβληθεί κάποια μόδα. Υπήρχαν κάποια κομμάτια, τα οποία προβάλουν τη μπότα και το μπάσο, ουσιαστικά το ρυθμό και μαζεύαν τον κόσμο στις disco να χορέψει. Η ψυχοακουστική μας έχει μάθει-και αν το προσέξουμε θα το διαπιστώσουμε και μόνοι μας-ότι τον ίδιο δίσκο, στον ίδιο τόπο τον αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά, αν έχουμε ξυπνήσει ευδιάθετοι και διαφορετικά αν έχουμε καυγαδίσει. Το τραγούδι δεν αλλάζει! Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η ακρόαση αλλάζουν.
Τ.Β. Από τις προσωπικότητες που συνεργαστήκατε ποιος θεωρείτε ότι το έκανε αυτό με περισσότερο πάθος;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ο «αρχιερέας» όλων ήταν ο Χατζιδάκις. Εκτός από τον Μάνο, υπήρξαν και κάποιοι μαέστροι όπως ήταν ο Μίμης ο Πλέσσας, ο Κώστας Κλάββας, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Νίκος Μαμαγκάκης κ.ά. Αναφέρω λόγιους ανθρώπους. Γιατί με τα λαϊκά, η περίπτωση ήταν τελείως διαφορετική.
Τ.Β. Tην εποχή που κάνατε ηχογραφήσεις δεν υπήρχε το επίπεδο των νέων τεχνολογιών που ζούμε σήμερα. Το γεγονός αυτό, νομίζετε ότι δυσκόλεψε το έργο σας ή αντιθέτως σας επέτρεψε να ελέγχετε περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα βάζοντας πιο έντονη την προσωπική σας σφραγίδα;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Υπάρχει η παροιμία που λέει: «πενία τέχνας κατεργάζεται». Έβλεπες πολλές φορές όχι μόνο στην Columbia, αλλά και σε άλλα studio κάποιες ιδέες ή απαιτήσεις ενορχηστρωτών ή συνθετών. Δεν Έπρεπε να κάνεις μια προσπάθεια μήπως μπορέσεις να εξυπηρετήσεις την κατάσταση; Δεν υπήρξα ποτέ από τους ανθρώπους που θα έλεγαν «α, αυτό δεν γίνεται!» Εγώ έλεγα: «Θα το ψάξουμε!» Και από αυτό το ψάξιμο, έχουν βγει διάφορες πατέντες.
Τ.Β. Θα μπορούσατε να μας πείτε ένα παράδειγμα;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, των οποίων η γενεσιουργός αιτία οφείλεται σε αυτά που λέει η ιατρική επιστήμη ως... «παιδικά τραύματα.» Ένα από αυτά, ήταν η αντίληψη με την οποία ερμήνευα τη χροιά του ήχου της εκκλησιαστικής χορωδίας στο Ναύπλιο, στην οποία συμμετείχα. Την Μ. Παρασκευή, στην Κεντρική πλατεία του Ναυπλίου (που λέγεται και πλατεία Συντάγματος) συγκεντρώνονται τρείς Επιτάφιοι. Ο ένας είναι της Μητροπόλεως, ο Άγιος Γεώργιος, ο άλλος του Αγίου Νικολάου και ο τρίτος, της Παναγίας, στην Εκκλησία της οποίας ήμουν μέλος της χορωδίας που διηύθυνε ο Βασίλης Χαραμής, καθηγητής Ωδικής και μαέστρος στην μπάντα κτλ Η χορωδία, αποτελείτο κυρίως από κορίτσια και δυο αγόρια, εμένα και τον Κώστα Νόνη, που ήταν γιος ψάλτη. Όμως οι παρτιτούρες κάποιων τροπαρίων ήταν γραμμένες για μικτή χορωδία. Γι΄αυτό, ο δάσκαλός μας, ο κ Βασίλης Χαραμής, τη Μ. Εβδομάδα, καλούσε άνδρες και έκανε τη χορωδία πολυπληθέστερη και μικτή. Oι άνθρωποι που ψέλνανε, ιδιαίτερα το «Αι Γενεαί Πάσαι», δεν ήταν μόνο τα 40-50 άτομα της χορωδίας μας. Αν υπολογίσουμε τη χορωδία της Παναγίας και τους ψάλτες από τις άλλες δυο Ενορίες μαζί με μια μικρή κουστωδία που μαζεύονταν δίπλα τους, συν τους ευσεβείς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα στόματα που ψέλνανε, μπορεί να ήταν 100-120 και παραπάνω! Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια ηχητική πηγή που έχει πολύ μεγάλη ένταση! Έτσι είχα την εντύπωση, ότι η πλατεία «βούιζε» γλυκά, από τις ψαλμωδίες. Και αυτή την ιδέα μου την μετέβαλε, ένας Πανεπιστημιακός, ο οποίος δίδασκε στις Σχολές μετεκπαίδευσης του ΕΙΡ. Μας εξήγησε ότι «αυτό είναι ένα φυσικό φαινόμενο και οφείλεται στις πολλαπλές ανακλάσεις.»
T.B. Aυτή η γνώση, σας χρησίμεψε στο έργο σας;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Mετά από αρκετά χρόνια, ο Μάνος έρχεται στο στούντιο και κάνει ηχογραφήσεις για την «Εποχή της Μελισσάνθης». Φέρνει τη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος, υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου, έναν μουσικό στο μπουζούκι (ο οποίος διάβαζε νότες) και-αν θυμάμαι καλά- τον ψάλτη, τον Αγγελόπουλο. Όταν άκουσα το «Αι γενεαί πάσαι» ανυπομονούσα πότε θα έρθει η μέρα να κάνουμε το μιξάζ! Είχαμε γράψει σε multi tracks και ήθελα να κάνω τη χορωδία να ακούγεται σύμφωνα με την ατμόσφαιρα των χορωδιών του Ναυπλίου. Λέω λοιπόν: «Μάνο, μπορώ να κάνω τη χορωδία όπως θέλω;» Μου είπε, «ναι! Και δώσε μου εμένα να κάνω το μπουζούκι». Κάναμε το remixing μαζί με τον Μάνο. Τον ψάλτη τον βάλαμε σε μια normal στάθμη. To ίδιο και τη χορωδία. Εγώ έκανα τα εφέ, ώστε να έχω την αίσθηση ότι είμαι Μ. Παρασκευή στην πλατεία του Ναυπλίου. Κάτι παρόμοιο έκανα όταν ηχογραφούσα χορωδίες εκκλησιαστικές. To αποκορύφωμα δε των παιδικών τραυμάτων οφείλεται στον Βασίλη τον Χαραμή, ο οποίος στο Γυμνάσιο μας είχε διδάξει τη μορφή του Κανόνα του Bach. Θυμάμαι ακόμη την άσκηση! Πάνω σε αυτό το σκεπτικό έγινε το «Πάγωσε η Τζιμινιέρα» του Μάνου Λοΐζου από το δίσκο «Τα τραγούδια μας.»
Τ.Β. Διάβασα ότι έχετε συγκεντρώσει περίπου 90 συνεντεύξεις από ανθρώπους του χώρου του τραγουδιού. Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι΄αυτό;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Έχω κάνει συνεντεύξεις με συναδέλφους, ηχολήπτες γενικά, όχι μόνο της Columbia, παραγωγούς, κάποιους ενορχηστρωτές κτλ. Δεν ήταν δική μου πρωτοβουλία. Εδώ υπάρχει ένα ιστορικό: άκουσα κάποιον να συζητάει από πού κατάγεται. Όταν γύρισα σπίτι, αναρωτήθηκα από πού κατάγομαι και συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα από πού κατάγεται ο παππούς μου. Άρχισα να δουλεύω στο μυαλό μου την ιδέα να φτιάξω το λεγόμενο γενεαλογικό δένδρο. Άρχισα να ψάχνω και βρήκα φωτογραφίες από το γάμο του παππού και της γιαγιάς, τους θείους και όλο το σόι και το έφτιαξα. Μετά μου μπήκε η ιδέα να φτιάξω κάποιο υλικό που να μείνει στην οικογένειά μου. Βρισκόμασταν στο 2011. Αλλά δεν ήθελα να μιλήσω ο ίδιος για τον εαυτό μου, ήθελα να αναφερθεί κάποιος άλλος. Αλλά ποιος; Σκέφτηκα τον Βασίλη Δημητρίου, με τον οποίο υπήρξαμε συνεργάτες στην Columbia. Λίγο πριν το 2010, ο Βασίλης Δημητρίου μου ζητάει να πάμε σε ένα στούντιο να ξανακάνουμε remixing μια μουσική που είχε γράψει για το μπαλέτο του Λεωνίδα Ντε Πιάν, αλλά με την καινούργια τεχνολογία, την ψηφιακή. Τότε, σκέφτηκα να ζητήσω από τον Βασίλη να πει πώς γνωριστήκαμε, τι δουλειά έκανα και γιατί με φώναξε ξανά στο studio να κάνω αυτή την ηχογράφηση. Και αφού ο Βασίλης είπε τα σχετικά, πήρε μια κόλλα χαρτί και την έβαλε μπροστά του. Και στο τέλος μου λέει: «Εδώ σου έχω γράψει ονόματα και τηλέφωνα παραγωγών, συνθετών κτλ. Καλό και ιερό αυτό που θέλεις να κάνεις για την οικογένειά σου, αλλά αν δεν κάνεις κουβέντα με αυτούς, να καταγράψεις τις επαγγελματικές εμπειρίες τόσων χρόνων, δεν θα το κάνει κανένας άλλος!» Αυτός με έβαλε σε αυτό το λούκι. Και συνεχίζεται αυτή η έρευνα. Βέβαια, ο κύκλος των ανθρώπων που έδρασαν τότε και αυτών που θέλησαν να συμμετάσχουν σχεδόν έχει κλείσει.
T.B. Σκέφτεστε να εκδώσετε κάποιο βιβλίο;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Βιβλίο δεν νομίζω ότι μπορώ να κάνω. Κρατάω όμως αυτό το υλικό σε σκληρούς δίσκους και πρέπει να μείνει κάπου αρχειοθετημένο αυτό το υλικό. Αν ο Μάτσας κάνει το μουσείο, θα πάνε εκεί. Αν δεν το κάνει, θα πάνε σε κάποια βιβλιοθήκη να πιάσουν τόπο. Ορισμένα από αυτά, έχουν χρησιμοποιηθεί και συνεχίζεται η έρευνα και προστίθενται καινούργια στοιχεία.
Τ.Β. Τη δεκαετία του ΄80 έγινε η μετάβαση από το βινύλιο στο cd. Πώς είχατε αντιδράσει τότε;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Ήταν ένα καινούργιο format, το οποίο δεν ξέραμε κατά πόσον θα «περπατήσει» ή όχι. Απεδείχθη ότι περπάτησε. Τι δεν μας άρεσε; η ποιότητα που είχε. Ήταν πιο γλυκός ο ήχος του βινυλίου. Τώρα γιατί επικράτησε του βινυλίου; γιατί ήταν άλλο είδος, δεν στραβώνει, δεν ξεχειλώνει η τρύπα από τη χρήση. Αλλά και το cd έχει άλλα μειονεκτήματα.
Τ.Β. Έχετε αναφέρει σε μια συνέντευξή σας: «Εάν υπήρχε “ηχοδικείο” θα ζητούσα να καταδικάσουν κάποιον και να τον κρεμάσουν στο Σύνταγμα προς παραδειγματισμό. Και δεν είναι ένας, είναι πολλοί.» Θα μπορούσατε να αναφέρετε ποια σφάλματα καταλογίζετε σε ορισμένους σύγχρονους τεχνικούς ήχου;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Με ενοχλεί το γεγονός ότι υπάρχει ένα είδος ισοπέδωσης. Στην αρχή της κουβέντας μας, σου είπα τα λόγια του Νότη Μαυρουδή: υπάρχει προσωπικός ήχος του κάθε μουσικού, της κάθε πηγής, είτε είναι όργανο, είτε ανθρώπινη φωνή. Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα δίσκων που δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ποιος τραγουδάει, γιατί έχει παραποιηθεί η φωνή του! Εγώ είχα τη μανία να απλώνω τα διάφορα μουσικά όργανα στον «ορίζοντα» που μας επιτρέπει η στερεοφωνική ακρόαση. Και κατηγορώ όσους δεν το κάνουν. Κατόπιν η παραμόρφωση. Μπορεί να υπάρχουν και κάποια άλλα λάθη. Παρατηρείται μια ισοπέδωση. Κάποιοι συνάδελφοι αγνοούν αυτό που λέμε τον προσωπικό ήχο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε το δίσκο του Α ακούσεις, είτε του Β, είτε του Γ, τα όργανα είναι τα ίδια!
Η πεμπτουσία κάθε ηχογραφήματος, είναι η μουσική προσωπικότητα των συντελεστών…
Τ.Β. Tις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, υπήρχαν πολλοί δίσκοι με μελοποιημένη ποίηση που σημείωναν πολύ υψηλές πωλήσεις. Αντιθέτως, τη δεκαετία του 2000, κανείς από τους δίσκους με τις υψηλές πωλήσεις δεν αφορούσε μελοποιημένη ποίηση, αλλά εφήμερες επιτυχίες των αστέρων της πίστας. Σε ποιους παράγοντες αποδίδετε το φαινόμενο αυτό;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι από τη στιγμή που η φωνογράφηση άρχισε να γίνεται εμπορεύσιμο υλικό, ήταν φυσικό να έχει τα στοιχεία αυτά που πίστευε ο καθένας που έκανε αυτή τη δουλειά, ότι θα του φέρει κέρδος. Ποιος μίλησε για το ρεμπέτικο; O Μάνος Χατζιδάκις. Ποιος ασχολήθηκε πρώτος με τους ποιητές; Νομίζω ο Μίκης Θεοδωράκης και χάρη στον Τάκη Λαμπρόπουλο έγινε μια μεγάλη υπερπαραγωγή το 1961-62. Και αν πάμε πίσω πριν τον Χατζιδάκι, έχουμε τον Τσιτσάνη και ακόμη πιο πίσω τους ρεμπέτες. Και θα ξέρεις ότι το ρεμπέτικο αναγνωρίστηκε από την Unesco στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Βλέπεις ότι υπάρχουν ήδη απαντήσεις. Εγώ απλώς να προσθέσω ότι το timing μου έδωσε τη δυνατότητα να ζήσω ακούγοντας αυτή την ποίηση, που ενδεχομένως δεν θα την άκουγα ποτέ. Την άκουσα, γιατί βρέθηκα σε αυτή τη θέση που βρέθηκα.
Τ.Β. Σας ενοχλεί το γεγονός ότι όπως λέμε «πέθανε» η δισκογραφική βιομηχανία;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήταν ένας αργός θάνατος…Η EMI- London τον Δεκέμβριο του 1983 καταργεί τις ηχογραφήσεις. Επαναλαμβάνω μετά τον Δεκέμβριο του 1983 το studio Columbia τέρμα! Ο ήχος της Columbia, όπως έλεγε ο Δημήτρης Βάκης, δεν θα ξαναγεννηθεί! Και όσοι ισχυρίζονται ότι ηχογραφούσαν στην Columbia, μετά το 1983 λίαν επιεικώς ψεύδονται ασυστόλως. Προσέξτε: δεν εννοώ ότι η ομάδα του Πάνου Δράκου (γιατί αυτός είχε την εκμετάλλευση των χώρων 1 και 2 για τα επόμενα 12 χρόνια) δεν έκανε καλές ηχογραφήσεις. Κάθε άλλο μάλιστα. Απλώς η αλλαγή του ήχου βασικά οφείλεται στη χρήση άλλων νεότερων μηχανημάτων, διαφορετικής φιλοσοφίας! Οι μετέπειτα εξελίξεις, ήταν, θα λέγαμε, ραγδαίες. 1991: το εργοαστάσιο βινυλίου Columbia, πέταξε στο δρόμο 170 περίπου άτομα, ενώ τη δεκαετία του ΄70, έτρεφε περίπου 350 οικογένειες. Η Fabelsound έβαλε λουκέτο το 2011. Ένας από τους παγκόσμιους κολοσσούς, η EMI πέρασε στα χέρια κάποιας χρηματιστηριακής εταιρείας για να βρεθεί κάτω από την ομπρέλα της Universal γύρω στο 2012. Σήμερα, περνάω από την Columbia και δεν αισθάνομαι κάτι που να με ενοχλεί, γιατί δεν είναι το μόνο δυστύχημα. Μάλιστα, όταν έγιναν οι κατεδαφίσεις, κάποιοι με ρωτούσαν:«τι έγινε και τα γκρέμισαν όλα;» Εγώ απαντούσα με μια ερώτηση: «γιατί κατεδαφίστηκε το σπίτι που ζούσε ο Τρικούπης στο Ναύπλιο;» Και με ρωτούσαν: «υπήρχε σπίτι;». E, αργότερα, μπορεί να πει κανείς: «Yπήρχε Columbia;» Είναι ίδιον των ανθρώπων και ίσως και των Ελλήνων. Όταν πήγα στην Αυστρία, βρήκα πινακίδες που λέγανε ότι: «εδώ έμενε ή πέθανε ο τάδε συνθέτης». Εδώ κοντά μου, είναι το σπίτι του Αττίκ. Και δεν υπάρχει μια πινακίδα…
Τ.Β. Ο L.D. Brozzetti σας πήρε συνέντευξη στο πλαίσιο ενός ντοκυμαντέρ για την ιστορία της Columbia. Πώς κρίνετε αυτή την πρωτοβουλία;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Eδώ και δυο χρόνια έχει ξεκινήσει έρευνα ο L. D. Brozzetti, ο οποίος μένει στη Γαλλία. Αυτός μου πήρε μια συνέντευξη στις 6 Απριλίου 2017. Μετά ζήτησε και δεύτερη συνάντηση. Δέχθηκα, αλλά τον αιφνιδίασα κάνοντάς του ερωτήσεις στη Γαλλική. Συνεργαζόμαστε για να συγκεντρωθούν πληροφορίες για το ντοκυμαντέρ που κάνει, το οποίο έχει θέμα το εργοστάσιο της Columbia και απλώνεται στις μουσικές της Μεσογείου προς τη Μέση Ανατολή. Γιατί για κάποιο χρονικό διάστημα το εργοστάσιο είχε υψηλές εισπράξεις από το λεγόμενο Αραβικό ρεπερτόριο. Αλλά μετά έπαψε, γιατί ποιος θα συνέχιζε να έρχεται εδώ, να κουβαλάει ταινίες, να πληρώνει ξενοδοχεία, για να αρχίσει τη διαδικασία που απαιτείται για να γίνει η παραγωγή ενός δίσκου; Πήρανε δικά τους μηχανήματα και αρχίσαν να δουλεύουν εκεί. Φυσικό δεν είναι; Ο Brozzetti ακόμη συγκεντρώνει υλικό. Και εγώ προχθές ήμουν στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο καπνεργοστάσιο, στην προσπάθειά μου να σχηματίσω μια γνώμη για το πότε οι Άφοι Λαμπρόπουλοι άρχισαν να συνεργάζονται με την Graphophone του Λονδίνου. Columbia Graphophone ονομαζόταν η εταιρεία πριν από το 1930. Μετά έγιναν συγχωνεύσεις και γεννήθηκε η παγκόσμια ΕΜΙ το 1931. Ενώ στην Ελλάδα το εργοστάσιο Columbia συγχωνεύτηκε με τη δισκογραφική εταιρεία Άφοι Λαμπρόπουλοι και προήλθε η ΕΜΙ-AL. Έτσι, το εργοστάσιο που ήταν προμηθευτής έγινε έμπορος-ανταγωνιστής. Τότε, αρχίσαν και κάποιες κόντρες. Ο Μάτσας πχ έφτιαξε το εργοστάσιο Fabelsound για να τυπώνει όχι μόνο τα δικά του ηχογραφήματα, αλλά και άλλων εταιρειών. Κάποια στιγμή, το ρεπερτόριο της ΕΜΙΑΛ, δηλαδή της δισκογραφικής Άφοι Λαμπρόπουλοι, πέρασε στη MINOS-EΜΙ.
Τ.Β. Ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι οδήγησαν στο κλείσιμο της Columbia, το 1983;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ένας παράγοντας-όπως τον έχει διατυπώσει κι ο Γιάννης Πιππιλής, ο οποίος υπήρξε προσωπάρχης μέχρι το τέλος της-είναι ότι «δεν ίδρωσε το αυτί» κανενός εκ των διευθυνόντων στην Ελλάδα! Αλλά ούτε και στο Λονδίνο, γιατί το εργοστάσιο ήταν EMI London, πολυεθνική. Υπάρχει ένα ημερολόγιο που είχαν εκδώσει κάποτε, το οποίο είχε σε όλες σχεδόν τις Πρωτεύουσες και ένα εργοστάσιο. Μπορεί να έχει διαφορετικό λογότυπο, αλλά ήταν πχ EMI Japan, EΜΙ Κorea κτλ. Κατά καιρούς, είχαν γίνει κάποιες κινήσεις-ιδιαίτερα από καλλιτέχνες τραγουδιστές να φτιάξουν δικό τους εργοστάσιο, αλλά απέτυχαν. Ούτε όταν άρχισαν να εξοπλίζονται και να έχουν ανταγωνιστικές τιμές ιδιωτικά studios εδώ στην Αθήνα, ενδιαφέρθηκε κανείς. Άλλος παράγοντας που οδήγησε στο κλείσιμο της Columbia, ήταν και η φθίνουσα πορεία του αραβικού ρεπερτορίου.
Τ.Β. Προσφάτως, τιμηθήκατε στο πλαίσιο εκδήλωσης για την προσφορά σας στην Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, την οποία προλόγισε ο μουσικοκριτικός, Γ.Β. Μονεμβασίτης, παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων. Νοιώθετε δικαιωμένος;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Δεν περίμενα ποτέ να μου πουν «ευχαριστώ» για ό,τι έκανα. Το έκανα για το κέφι μου. Το τονίζω αυτό. Γιατί έχω πληροφορίες ότι κάποιοι συνάδελφοι έχουν παράπονα, διότι δεν τους απονεμήθηκαν χρυσοί δίσκοι ή πλατινένιοι. Και ένας – δυο συνομιλητές απορούσαν «καλά εσύ έγραψες χίλια δυο πράγματα και δεν πήρες χρυσό δίσκο;» Γιατί να πάρω χρυσό δίσκο, τι έκανα; Eίναι λάθος αντίληψη! Ο χρυσός δίσκος δόθηκε για τα νούμερα που πωληθήκανε. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Και εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτό. Όμως αισθάνομαι δικαιωμένος και από την άποψη ότι μου απονεμήθηκε τιμητική πλακέτα από το Studio Sierra, δηλαδή, από μια εταιρεία ανταγωνιστική με την Columbia! Όταν ήμουν εν ενεργεία, το «ευχαριστώ» το άκουσα ή το είδα στο βλέμμα κάποιων ανθρώπων. Και γι΄αυτό, δηλώνω συνεχώς ότι είμαι πανευτυχής: γιατί νυμφεύτηκα τη γυναίκα που ερωτεύτηκα, έχω δυο θαυμάσια παιδιά έκανα αυτή τη δουλειά όπως την έκανα και τώρα που πλέον προσπαθώ να γεράσω, υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται κάποια έργα και λένε δυο καλά λόγια. Αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ, αλλά δεν νομίζω ότι μου επιτρέπει να αρχίσω να επαίρομαι.
Τ.Β. Aν ξεκινούσατε σήμερα την καριέρα σας, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να είναι διαφορετικό;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Με ποιες συνθήκες; Όχι δεδομένου ότι δεν επεδίωξα, δεν είχα όνειρο να κάνω αυτό το πράγμα, αλλά οι κρίκοι της αλυσίδας με οδήγησαν εκεί. Βέβαια το τελικό λάκτισμα ήταν η κίνηση αυτή του Πλέσσα. Αυτός με έριξε στο «λάκκο των Λεόντων». Τον Μίμη τον γνώρισα όταν ακόμη ηχογραφούσε στο στούντιο ΕΡΑ που ήταν ένα υπόγειο στη Στοά Νικολούδη. Όταν παραιτήθηκα από το ΕΙΡ έκανα δουλειές σε θέατρα κτλ Επίσης, δίδαξα σε μια Σχολή. Κάποια μέρα, πήρα τον Μίμη και του είπα: «Βρε αδερφέ. Εσύ που μπαινοβγαίνεις στα στούντιο, για ρώτα μήπως θέλουν καμιά καθαρίστρια να ξεσκονίζει τα μικρόφωνα με λατρεία και να μαζεύει τα καλώδια με αγάπη;»
T.B. Δεν είχατε επίγνωση πόσο καλές ήταν οι σπουδές σας για την εποχή; Δεν είχατε απαιτήσεις καλής επαγγελματικής αποκατάστασης;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήθελα μια δουλειά που να ξέρω ότι θα πάω το πρωί και θα τελειώσω-έστω- το βράδυ, χωρίς όμως να τρέχω να προλάβω τη μια δουλειά μετά την άλλη. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Δεν ήξερα που βρίσκεται η Columbia και πώς γίνονται οι δίσκοι. Ο Πλέσσας ήξερε ότι η Columbia ετοιμάζει καινούργιες εγκαταστάσεις. Πήγε εκεί και μίλησε. Μάλιστα, έχω και τη συνέντευξη που του πήρα χρόνια μετά και μου λέει: «Στέλιο δεν θυμάμαι σε ποιόν μίλησα ακριβώς…» Σήμερα αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων ότι ασυνείδητα πάσχιζα να βγαίνει ασπροπρόσωπος ο άνθρωπος που με πήγε εκεί. Και είναι καλά να ξέρεις περισσότερα από αυτά που σου χρειάζονται, γιατί κάποια στιγμή θα πάρεις και θα βάλεις ένα λιθαράκι ή θα κάνεις πιο άνετα, πιο γρήγορα μια δουλειά. Για να μην σου πω ότι δεν θα φθάσεις στο σημείο να πεις «Παιδιά δεν γίνεται… αυτά κάνει το μαγνητόφωνο δεν κάνει τίποτε άλλο.» Και όμως έκανε…
Τ.Β. Xρησιμοποιείτε το διαδίκτυο ως εργαλείο έρευνας;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Βεβαίως! Κάποιες φορές όμως αγανακτώ διότι κάποιοι δημοσιογράφοι όταν ασχολούνται με ένα θέμα σπανίως κάνουν έρευνα, ενώ συνήθως γίνονται απλοί αναμεταδότες και διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις, με αποτέλεσμα να παραποιούν την ιστορία της δισκογραφίας και να παραπλανούν τις νεότερες γενιές. Στο διαδίκτυο κάποιος γράφει ότι οι Αφοι Λαμπρόπουλοι ανακάλυψαν το εμπόριο των γραμμοφώνων το αρχές του 1930. Εάν είναι έτσι η διαφήμιση στο «Ελεύθερο Βήμα» με ημερομηνία 1925, λέει ψέματα;
Τ.Β. Τι θα συμβουλεύατε τους τεχνικούς ήχου, σήμερα;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: είναι δύσκολα τα πράγματα, γιατί τώρα οι ήχοι είναι «κονσέρβα» οι περισσότεροι. Μια γενική συμβουλή είναι να προσέχουν τον προσωπικό ήχο όταν έχουν να κάνουν με φυσικά όργανα, με φυσικές πηγές γενικά, γιατί μέσα σε αυτές είναι και η ανθρώπινη φωνή. Και στο τελικό ηχογράφημα να ξεχωρίζουν τα όργανα. Είναι άλλη αίσθηση. Εδώ μας χρησιμεύει πάλι η ψυχοακουστική: όταν ακούσεις ένα δίσκο πρέπει να μπορείς να πεις: «εδώ παίζει αυτό το όργανο και στην άλλη άκρη της σκηνής παίζει εκείνο το όργανο». Επίσης, όταν έχεις δυο φωνές που βρίσκονται σε διάλογο, δεν πρέπει να είναι η μια πίσω από την άλλη, ή επάνω στην άλλη, αλλά δίπλα στην άλλη. Δεύτερον, επειδή έχουν πολλά κανάλια, έχουν ένα όργανο με πλήκτρα (sampler), το οποίο μπορεί να τους φτιάξει «και της Παναγίας τα μάτια». Οπότε, όταν φτιάχνουν ένα τραγούδι στο στούντιο του σπιτιού τους «ρίχνουν» μέσα τα πάντα… Κοντολογίς, η συμβουλή μου είναι: «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ.
Τ.Β. Θα θέλατε να προσθέσετε τίποτε άλλο;
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ευχαριστώ τους υπεύθυνους του περιοδικού. Θεωρώ τιμή μου τη συνομιλία μαζί σας.
T.B. Δική μου η τιμή και η χαρά κύριε Γιαννακόπουλε. Νοιώθω πολύ μεγάλο σεβασμό απέναντί σας, όχι μόνο γιατί είστε η προσωποποίηση της ιστορίας της ελληνικής δισκογραφίας, αλλά γιατί τα λόγια και κυρίως τα έργα σας, αποπνέουν ένα σπάνιο ήθος που τείνει να εκλείψει…
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki.tar@gmail.com
Ιούλιος 2018
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου