Το τρακ
Το τρακ (le trac), αυτή η κομψή γαλλική λεξούλα που δεν μεταφράζεται στη γλώσσα μας μονολεκτικά, είναι μια ψυχική κατάσταση που, λίγο ως πολύ, την ξέρουμε όλοι.
Την ξέρουν όμως περισσότερο, ειδικά στο χώρο της Τέχνης, αυτοί που έχουν επαφή με ακροατήριο και πολύ περισσότερο όσοι έτυχε να βιώσουν και κάποιες οδυνηρές στιγμές εξ αιτίας της.
Η μετάφραση που δίνουν τα λεξικά μας για το τρακ είναι ‘ο φόβος που αισθάνεται κάποιος…’ ‘η ανησυχία μπροστά σε κόσμο…’ ‘η ταραχή σε κάτι καινούργιο…’ ‘η ψυχική δοκιμασία ενώπιον κοινού…’ και άλλα παρόμοια. Συγκίνηση, φόβος, ανησυχία, ταραχή, πανικός, δοκιμασία, νευρικότητα, αμηχανία, ένταση, αναγούλα, αναστάτωση, σύγχυση, αυτές κι άλλες ακόμα λέξεις επιστρατεύονται για να περιγράψουν το καταραμένο τρακ, αυτή την δυσάρεστη, την εφιαλτική καμιά φορά αίσθηση που νιώθει κάποιος όταν εκθέτει ή εκτίθεται.
Τα συμπτώματα και οι συνέπειες του τρακ εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία και με διαφορετική μορφή και ένταση: από ταχυπαλμία, ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρεμούλιασμα και δύσπνοια μέχρι blackout μνήμης σφίξιμο κλειδώσεων, πόνος στομαχιού, τάση για εμετό ή και λιποθυμία.
Μα τι είναι τέλος πάντων αυτό το τρακ? Γιατί δεν έχει βρεθεί ένας τρόπος, κάποια μέθοδος να ξεπερασθεί? Πως είναι δυνατόν να επηρεάζει ακόμα και κορυφαίους καλλιτέχνες του θεάτρου και της μουσικής? Πού αρχίζει και πότε σταματά επί τέλους αυτή η ιστορία?
Είναι πράγματι δύσκολο να δοθεί μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα αφού το τρακ έχει σχέση με το ίδιο το νευρικό σύστημα του ανθρώπου, την ίδια του την ψυχοσύνθεση.
Στους καλλιτέχνες μάλιστα, θεωρώ πως είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας τους. Είναι σύμφυτο με την ευαισθησία, την καλλιτεχνική τους διάθεση, την τάση τους για δημιουργία και προσφορά και όσο κι αν ακούγεται υπερβολική η θεωρία, πως καλλιτέχνης χωρίς τρακ δεν είναι καλλιτέχνης, φαίνεται πως τελικά η άποψη αυτή δεν είναι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Άλλωστε δεν βρέθηκε ως τα τώρα και κάποιος να ισχυρισθεί πως κάποτε στη ζωή του δεν έχει υποφέρει απ’ αυτό. Είναι γνωστή μάλιστα η απάντηση που έδωσε η μεγάλη μας τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη όταν μια νεαρή θεατρίνα την διαβεβαίωνε πως δεν της έχει συμβεί ποτέ.
– Δεν πειράζει κοριτσάκι μου. Κι εσύ με τον καιρό θα βελτιωθείς, θα ωριμάσεις και θα αποκτήσεις τρακ!
Εδώ ωστόσο πρέπει να παραδεχθώ πως υπάρχει κάποια διαφορά στην αντιμετώπιση του τρακ. Είναι η διαφορά που χαρακτηρίζει ένα έμπειρο καλλιτέχνη σε σχέση με έναν σπουδαστή αφού ο πρώτος μπορεί να το διαχειριστεί καλύτερα από τον δεύτερο. Ο άπειρος δηλαδή νέος ή ο ερασιτέχνης, όταν νιώσει το τρακ δεν έχει τα απαραίτητα αντανακλαστικά αλλά και την ψυχραιμία που διαθέτει ο έμπειρος, ώστε να αγνοήσει το ατύχημα που του συνέβη και να το παρακάμψει με επιτυχία. Ο άπειρος, όχι μόνο δεν ξεπερνά το ατύχημα ή το λάθος του, αλλά αντίθετα το μεγαλοποιεί και στη συνέχεια επηρεάζεται σε τέτοιο σημείο από αυτό, ώστε η μετέπειτα απόδοσή του να πέσει κατακόρυφα και ο ίδιος να καταρρεύσει.
Αν τώρα αναγκαστικά μου ζητούσε κάποιος να συγκεκριμενοποιήσω τις αιτίες που προκαλούν το τρακ, αυτές θα τις απέδιδα περισσότερο σε έναν ακαθόριστο φόβο για την αντιμετώπιση της δοκιμασίας σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας, την έλλειψη αυτοπεποίθησης, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα ή ακόμα και στην απώλεια αυτοσυγκέντρωσης.
Το δυστύχημα ωστόσο είναι πως ο εγκέφαλος καταγράφει στη μνήμη μας πολύ πιο έντονα μια άτυχη απ’ ό,τι μια καλή εμφάνιση μπροστά στο κοινό, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε μια αποτυχημένη εμπειρία του παρελθόντος να γίνεται τραυματική και να μας δημιουργεί συνεχώς μια ανησυχία πριν από μια νέα δοκιμασία.
Θυμάμαι πολύ καλά ακόμη και σήμερα τις εντυπώσεις μου από τη σκηνή στις πρώτες μου εμφανίσεις, αλλά και την πρώτη μου ‘γνωριμία’ με το τρακ.
Ήταν το 1955 όταν πρωτόπαιξα δυο κομμάτια σε μαθητική συναυλία ενός παραρτήματος του Εθνικού Ωδείου, στον κινηματογράφο ‘Ηρώδειον’ της Νέας Φιλαδέλφειας. Η απόδοση των κομματιών εκείνο το πρωινό ήταν δυστυχώς πέρα για πέρα άψογη. Και λέω δυστυχώς, γιατί αυτή η εμφάνισή μου με έκανε να περάσω στη μνήμη μου το λάθος μήνυμα, πως τα πράγματα στη μουσική δεν είναι και τόσο περίπλοκα ή απρόβλεπτα, πως με άλλα λόγια ένα κι ένα κάνουν δύο – ξέρεις το κομμάτι, βγαίνεις και το παίζεις.
1955 Κινηματογράφος "Ηρώδειον"
Έτσι την άλλη χρονιά είχα την πρώτη μου επαφή με το τέρας: Χειμώνας του 1956 στον ‘Παρνασσό’ σε μαθητική συναυλία του Εθνικού Ωδείου θα έπαιζα δυο καινούργια κομμάτια. Τούτη τη φορά όμως, το πρωινό μου έμελλε να εξελιχθεί σε τραγωδία. Θα το χαρακτήριζα Βατερλό!
Θυμάμαι ακόμα τα παγωμένα μου δάχτυλα που απεγνωσμένα έψαχναν να βρούνε τις χορδές, θυμάμαι τους χτύπους της καρδιάς μου που εκείνη την ώρα πίστευα πως μου κουνούσαν την κιθάρα. Τα ιδρωμένα μου χέρια – βαριά σα μολύβι – αρνιόντουσαν να μετακινηθούν στην ταστιέρα ενώ το αριστερό μου πόδι δεν έλεγε να ηρεμήσει επάνω στο σκαμνάκι.
Όταν επί τέλους κάποια στιγμή τελειώνει αυτή η φριχτή δοκιμασία που μου φάνηκε αιώνας και κάθιδρος βγαίνω απ’ τη σκηνή, το πρώτο πρόσωπο που συναντώ είναι η γυναίκα του δασκάλου μου.
– Βρε Τζένυ, πανάθεμά με, κατέστρεψα και τα δύο κομμάτια γιατί τα χέρια μου έτρεμαν και τα δάχτυλά μου ήταν παγωμένα και μούσκεμα στον ιδρώτα…
– Δικά σου είναι Βαγγέλη!..
Όσο κι αν ακούγεται σκληρή και αψυχολόγητη η συμπεριφορά αυτή απέναντι σ’ ένα παιδάκι που εκείνη την ώρα πάσχιζε από κάπου να πιαστεί ή τέλος πάντων κάπου να ακουμπήσει, η απάντηση της μακαρίτισσας μου έκανε ανυπολόγιστο καλό στην μετέπειτα καλλιτεχνική μου πορεία.
Η θύμηση αυτού του περιστατικού που κουβαλώ ακόμα μέσα μου, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω από νωρίς πως πράγματι δικά μου ήταν τα δάχτυλα κι αυτά είναι τα δάχτυλα που πρέπει να γυμνάζω καλά πριν από κάθε μου εμφάνιση. Και αν θέλω να βγαίνω στη σκηνή, καλά θα κάνω να προετοιμάζομαι καλύτερα και να αφήσω στην άκρη τα κλαψουρίσματα και τις δικαιολογίες.
Λίγο αργότερα μάλιστα συνειδητοποίησα, πως αφού ουσιαστικά δεν βλέπουμε με τα μάτια, δεν ακούμε με τα αφτιά, δεν παίζουμε μόνο με τα δάχτυλα, τότε όλο το μυστικό βρίσκεται στον εγκέφαλο, σ’ αυτή την πολύπλοκη και πολυσύνθετη ανθρώπινη μηχανή, που τροφοδοτεί, ισορροπεί, συνθέτει ή διαλύει όλο το νευρικό μας σύστημα. Πως τελικά ο εγκέφαλος είναι αυτός που πρέπει να προετοιμάζεται και αδιάκοπα να ασκείται στην αντοχή, στη μνήμη, στην αποθήκευση, στην χαλάρωση ή σε ό,τι άλλο απαιτεί η δοκιμασία του παλκοσένικου, αφού ο εγκέφαλος είναι επίσης και η πηγή της έμπνευσης, της φαντασίας, της σύλληψης και της δημιουργίας.
Με την πάροδο του χρόνου, συνειδητοποίησα επίσης πως αυτός ο δρόμος που είχα επιλέξει ήταν τραχύς και δύσβατος.
Πως θα έπρεπε τελικά να συμφιλιωθώ με το τρακ αλλά και την αποτυχία σαν να είναι κι αυτά μέρος της όλης διαδικασίας.
Πως καμία επιτυχία δεν θα με εξασφάλιζε για πάντα και πως κάθε νέα δοκιμασία θα ήταν σαν να ξεκινώ από την αρχή.
Πως με τη μουσική που ασχολούμαι, το παλκοσένικο δεν είναι ούτε διασκέδαση, ούτε αυτοσχεδιασμός, ούτε απόλαυση και πως το αντίτιμο για το μικρό χειροκρότημα που θα εισπράττω, θα είναι οι ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς, άσκησης και προετοιμασίας, με μέθοδο, σκέψη και υπομονή και πάνω απ’ όλα με ένα αποφασιστικό ‘κλάδεμα’ του εγωισμού μου.
Συνειδητοποίησα τέλος, πως το κοινό που θα έρχεται στις συναυλίες δεν θα έχει κανένα λόγο να είναι καλοπροαίρετο και φιλικό μαζί μου και ακόμη πως δεν θα βρεθεί έστω και ένας ακροατής που θα του αρέσει να πληρώνει εισιτήριο για να συμμετέχει στις δυσκολίες και τα προβλήματα των χεριών μου, των δακτύλων μου και των νυχιών μου.
– Δικά σου είναι Βαγγέλη!..
Ευάγγελος Ασημακόπουλος
(26 Μαρτίου 2011)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ ΤaR: