Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΚΑΙ ΤΟ… ΕΠΟΣ ΤΟΥ ’70
Θα έχω κι εγώ να λέω στα εγγόνια μου πως έζησα μιαν επανάσταση!
Και μάλιστα νεοελληνικών προδιαγραφών: Με κρασάκι, παϊδάκι και τραγούδι. Χωρίς αίματα κι άλλα τέτοια δυσάρεστα.
Αλλά κυρίως, μια τελειωμένη επανάσταση.
Γιατί μη μου πείτε εσείς, νεανικοί μου αριστεροί συνοδοιπόροι της δεκαετίας του ’70 ότι υπήρχε καμιά αμφιβολία περί της επιτυχίας της! Ήταν δεδομένη. Το ότι οι αστοί ήταν ακόμα εκεί, ήταν γιατί ακόμα δεν είχαμε αποφασίσει τον τρόπο. Ουσιαστικά αυτό μας απασχολούσε. Ο τρόπος και η επόμενη μέρα. Θα είναι κινέζικος, ρώσικος, κουβανέζικος; Και να οι ατελείωτες συζητήσεις και να τα κρασιά και τα τραγούδια!
Εν τω μεταξύ, οι μπουάτ της Πλάκας άλλαξαν ονόματα. Ονόματα όπως «Απανεμιά» «Συμπόσιο» «Εσπερίδες» έγιναν πασέ. «Ταμπούρι», «Λημέρι» τα νέα ονόματα! Αντιλαλούσαν τα στενά της Πλάκας από τα αντάρτικα. Με μεγάλη συγκίνηση, πρώτη φορά μαθαίναμε ότι οι γονιοί μας είχαν αντισταθεί στους Γερμανούς. (Στα «δημοκρατικά» μεταπολεμικά χρόνια και στη χούντα, ποιος τολμούσε να εκμυστηρευτεί στο παιδί του τέτοια πράγματα;)
Αλλά και στις ανά την επικράτεια ταβέρνες; Χαμός!
Ντουμ….. τακα Ντουμ….. τακα Ντουμ….. τακα Ντουμ….. τακα Ντουμ…..
Ιαχές, χειροκροτήματα, τραγούδια. Να και τα πρώτα θύματα της επανάστασης: Τα χιλιάδες αμνοερίφια που θυσιάστηκαν για τις πολιτικές μας ζυμώσεις.
Μέγας τελετάρχης σε όλα αυτά, ποιος άλλος; Ο Μίκης! Με απλωμένα τα μεγάλα χέρια του διεύθυνε τη χορωδία της μεταπολιτευτικής ευφορίας. Το γιατί το είπαμε! Ότι ο Κόσμος θα αλλάξει το είχαμε σίγουρο. Τον τρόπο απλά ψάχναμε.
Αστέρας πρώτου μεγέθους ο Θεοδωράκης, τον καμαρώναμε και στο εξωτερικό. Στα δισκάδικα και αφισοπωλεία στις μεγάλες πρωτεύουσες πρώτη μούρη στη βιτρίνα: Τσε, Ντύλαν, Λένον, Μίκης!
Εγώ βεβαίως «πατρός τυγχάνοντος επικινδύνου κομμουνιστού» η μοίρα το έφερε να μη χρειαστεί να περιμένω για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Είχα την ευτυχία να ακούω από παλιά τις μουσικές του Μίκη στο σπίτι μου. Χαμηλά και συνωμοτικά στο πικ-απ (χούντα γαρ) και με τον «δεξιό» παππού να κοιτάει με μισό μάτι (αλλά μέχρις εκεί, γιατί δεν ήταν και χουντικός ο άνθρωπος).
Αλλά αυτή την αλλαγή που συνέβη τόσο ξαφνικά, πως μπορούσα να τη φανταστώ;
Η ένταση του ήχου στο πικ-απ μας από το 1 πετάχτηκε στο 10!
Λαϊκός ξεσηκωμός. Το έπος του ’70. Βουνά τα βιβλία και συζητήσεις: «Ναι αλλά ο Λένιν στη σελίδα 5, παράγραφος 6 λέει ότι…»
Ο γείτονας που πριν λίγο καιρό με έπιανε παράμερα και μου έλεγε με προστατευτικό ύφος «Κωστάκη, να προσέχεις αυτά που σου λέει ο πατέρας σου, γιατί είναι κομμουνιστής», τώρα πια με υψωμένη τη γροθιά τραγουδούσε: Είμαστε δυοοοο, είμαστε τρειιιις…
Ο άλλος, που γκάριζε «Παλιοκουμμούνααααα, θα σε στείλω εκεί που ξέρεις……» μόνο και μόνο επειδή η κληματαριά μας μπήκε στο οικόπεδό του, φορούσε τώρα αμπέχωνο και: ….όταν σφίγγουν το χέεεερι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόοοοσμο…
Θαύμα… θαύμα! Οι κυνηγημένοι από την χούντα και αυτοί που έκαναν πραγματική αντίσταση παρακολουθούσαν άναυδοι: «Ρε, τόσοι πολλοί ήταν μαζί μας και δεν το ξέραμε;»
Και (φυσικά) το αριστεριλίκι έγινε μόδα, λάιφ-στάιλ. Ίσως ήταν και η ομαδική προσπάθεια απενοχοποίησης ενός λαού, που στην πλειοψηφία του είχε κάνει γαργάρα στην καθημερινότητα του τη χούντα. (Αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα καλύτερα..)
Ω, τι έκπληξη! Να και οι πολιτικοί γιάπηδες της εποχής, που όπως πάντα είδανε φως και μπήκαν! Αλλά πες το εσύ καλύτερα Διονύση: «Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό». (Δεν άκουσε όμως η φοιτητριούλα το Διονύση και στομώσαμε από δαύτους. Και κανείς τους δεν έχασε από την επένδυση που έκανε (στη φοιτητριούλα). Γεμίζουν ακόμα και σήμερα τα τηλεπαράθυρα και τα έδρανα της βουλής: υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές… Που άπαντες φυσικά δηλώνουν πρώην ήρωες του Πολυτεχνείου και αντιστασιακοί) |
Εγώ όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχα καθόλου νεανικό και αγνό ενθουσιασμό μ’ όλα αυτά. Δε μπορούσα δα να χωνέψω τόσο εύκολα πως ο δρόμος γέμισε ξαφνικά αντιστασιακούς. Σαν οικογένεια, όπως προανέφερα, άλλες εμπειρίες είχαμε. Αλλά από την άλλη, ούτε και να χωνέψω που ολόκληρος Χατζιδάκις έπρεπε μετά τη συναυλία μας να απολογηθεί στην (ίδιας πολιτικής τοποθέτησης με μένα) κοπελίτσα που τον ρωτούσε: «Καλά κύριε Μάνο, δε νιώθετε άσχημα που είσαστε δεξιός;»
Όμως, απελπιστικά δύσπεπτα (τι να κάνω, μουσικός είμαι) και τα μουσικά φρούτα της εποχής. Αν έβγαζες απ’ έξω τους άξιους που ζουν καλλιτεχνικά μέχρι και σήμερα, οι υπόλοιποι «συνθέτες» της εποχής κακοποιούσαν τη μουσική και την ποίηση. Προπαντός την ποίηση. Οι ποιητές σε ένα μεγάλο ποσοστό κολακευμένοι από την ιδέα ότι το έργο τους θα περάσει στο πλατύ κοινό, έπεσαν στη λούμπα εγκρίνοντας και υποστηρίζοντας μελοποιήσεις κυριολεκτικά για τα πανηγύρια. Γιατί μόνο σαν πανηγύρια μπορώ να θυμηθώ τις άρπα-κόλα συναυλίες με βαρύγδουπα… ορατόρια, καντάτες και κύκλους τραγουδιών. Που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Που το κούρδισμα και ο μη φάλτσος τραγουδιστής ήταν είδος πολυτελείας. Και ας μη μιλήσουμε για τα «έργα». Το «τραγούδι ποταμός» του Θεοδωράκη έγινε «τραγούδι πλημμύρα» στα χέρια τους, πνίγοντας ποίηση, μουσική… μουσικούς. Και μένω στο τελευταίο γιατί είναι αυτό που έζησα από πρώτο χέρι.
Η ικανότητα του μουσικού της ηχογράφησης και της συναυλίας έπρεπε να είναι η ικανότητα του… τετραγωνισμού του κύκλου. Η μελοποίηση γινόταν με την τεχνική του … ιεροψάλτη! Σε ρυθμό «όπως λάχει», που με την παρέμβαση του ενορχηστρωτή (κατά το ήμισυ-και-βάλε συνδημιουργού εκείνων των έργων) ερχόταν κάπως σε λογαριασμό δημιουργώντας απίστευτες πολυρυθμίες. Που βλέποντας τες στην παρτιτούρα οι «συνθέτες» (όσοι τέλος πάντων ήξεραν να διαβάζουν) καμάρωναν: «Μα ποιος είμαι , ο Στραβίνσκυ». Και το πίστευαν, διότι ως γνωστόν άμα είσαι άσχετος το καβαλάς πιο εύκολα το καλάμι. Τίποτε δε γλύτωνε την επιδρομή των αχόρταγων «συνθετών». Ίσως το μόνο εμπορικό για την εποχή κείμενο που τη γλύτωσε και δε μελοποιήθηκε ήταν… Το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Τέλος λοιπόν, με την βοήθεια των μουσικών αυτό το κατασκεύασμα κατάφερνε να καταλήξει συνήθως σε ένα ιδιότυπο ρυθμό 2/4:
Τζουμ-πα…Τζουμ-πα…. Ή και Ντουμ…τακα Ντουμ…τακα Ντουμ……….
Με μοναδικό στόχο βέβαια να μπορέσει να το… διευθύνει στις συναυλίες ο σόουμαν «συνθέτης»! (Να χορέψει επί σκηνής θα έλεγα καλύτερα).
Ο «συνθέτης» λοιπόν, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ο μάγκας, ο καπάτσος που είχε τις άκρες στα υπουργεία και στα κόμματα για να πάρει το «πακέτο» της παραγγελίας (κάθε ομοιότητα με το σήμερα, τυχαία). Μαζί φυσικά με το πακεταρισμένο (πολυπληθές αλήθεια) κοινό. Χιλιάδες κόσμος. Ενθουσιώδης και καλοπροαίρετος. Άντε όμως εγώ μετά να εξηγήσω στον παρασυρμένο από το ρεύμα και ενθουσιώδη φίλο μου, ότι το λαϊκό ορατόριο πέρασε από αυτά τα στάδια «δημιουργικής διαδικασίας» και τελικά δεν το είχαμε κάνει καν πρόβα. Αλλά το μόνο που ξέραμε ήταν το «παιδιά πάμε, κι άντε ραντεβού στο φινάλε…».
Εντάξει, ίσως υπερβάλλω και κάνω και λίγο πλάκα. Αλλά πιστέψτε με, δεν υπερβάλω και τόσο.
Όλα χάλια λοιπόν στο έπος του ’70; Μα όχι βέβαια!
Διαμάντια οι λίγοι και εκλεκτοί, πραγματικά άξιοι συνθέτες της εποχής του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης. Δεν χρειάζεται να τους αναφέρω, οι ιστορία κοσκίνισε και τους κράτησε.
Διαμάντια πανάκριβα οι ανάλογοι ποιητές και στιχουργοί.
Αλλά κυρίως διαμάντι για την κοινωνία μας το απρόοπτο που προέκυψε: Ανάμεσα στις υπερβολές και στη φασαρία, το να δείχνουμε καλλιεργημένοι εγώ κι συ (ο μέσος Έλληνας δηλαδή) ήταν εκ των ουκ άνευ. Το ακριβώς αντίθετο από ότι σήμερα, που ο μέγας Χαβαλές είναι ο άρχοντας της (μέσης) παρέας. Ο ρατσιστής, ο ωχ-αδερφέ, το λαμόγιο ήταν ο δαχτυλοδειχτούμενος, ο απομονωμένος, ο κρυμμένος κι όχι ο «πρώτη μούρη». Η ακροδεξιά έκανε παρέλαση στο Πολυτεχνείο με οχήματα τα τανκ κι όχι παρέλαση στην καθημερινότητά μας με οχήματα τα ΜΜΕ. Κι αυτό κακά τα ψέματα, μπορεί να ήταν σε κάποιους υποκριτικό και λάιφ-στάιλ, αλλά πιστεύω ότι τραβούσε τα πράγματα μπροστά. Που εκεί μπροστά βέβαια, τους περίμενε πρώτος και καλύτερος - ποιος άλλος;
Ο Μίκης Θεοδωράκης. Λυρικός, μελωδικός, ευαίσθητος, επικός…
Να διευθύνει και να… χορογραφεί τη μουσική του, απογειώνοντας. Θεριό!
Με υλικό τραγούδια αριστουργήματα, τόσο έντονα και ορμητικά που δεν είχαν πολλές φορές την ανάγκη της σημασίας στη λεπτομέρεια.
Σε συναυλίες με απίστευτη συμμετοχή του κοινού. Ροκ καταστάσεις στη σκηνή (τι ωραία που τις έζησα…) Όλα για το συναίσθημα!
Αλλά κι ο Μίκης σε δίσκους βινυλίου! Που κατέληγαν (τόσο όμορφα) να καταστρέφονται από τα άπειρα παιξίματα. Που τα πολλά τριξίματα τους ακούγονταν σαν παράσημο στη μουσική. Που δεν αρκούσε να τους δανειστείς από το φίλο σου, έπρεπε να τους έχεις ολόδικούς σου! (Τι είναι αυτά που λέω τώρα στην εποχή της αντιγραφής και του τζάμπα…)
Και (φυσικά-τι άλλο;) σε κρασοκατανύξεις. Μέχρι πρωίας. Με τη μουσική και τους υπέροχους στίχους.
Αυτό το δυνατό συναίσθημα των τραγουδιών και της παρουσίας του Μίκη το κουβαλώ μέχρι τώρα, τόσα χρόνια μετά. Σαν κιθαριστής έχω συνοδεύσει άπειρες φορές τα τραγούδια του μα δεν τα βαρέθηκα. Σε κάθε φάση της ζωής μου τα ξαναανακάλυπτα.
Τι άλλο να πω; «Κοιμήσου αγγελούδι μου – γλυκά με το τραγούδι μου» μου τραγουδούσε η μανούλα μου. «Κοιμήσου αγγελούδι μου – γλυκά με το τραγούδι μου» τραγούδησα κι εγώ στο μικρό γιό μου.
Πολλά τα χρόνια που πέρασαν, μισή ζωή. Πρόσωπα, ταξίδια, όνειρα, δυσκολίες, φαντασιώσεις…
Γύρω φασαρία, μπέρδεμα, ξεφτίλα…
Μπλοκάρισμα.
Αλήθεια σου λέω, ποτέ άλλοτε δεν ένοιωσα περισσότερο την ανάγκη να τραγουδήσω:
«Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα 'ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε…»
(Μανώλης Αναγνωστάκης)
Και είμαι σίγουρος Μίκη. Θα είσαι πάντα εκεί!
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ ΓΙΑ:
1. Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στο TaR-radio.com (7 ενότητες)
2. Ανακεφαλαίωση προσωπικών συναισθημάτων (ποιητές)
grigoreas@tar.gr
www.grigoreas.gr
17 Νοεμβρίου 2007