[Νέο cd]
ΉΧΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΗΣ ΣΥΡΤΑΡΙΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ
Μια συζήτηση της Έφης Αγραφιώτη με τον Κώστα Γρηγορέα
Αν και από τους πρώτους σολίστ που δισκογράφησαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 Έλληνες συνθέτες, αλλά και έμπειρη στις ηχογραφήσεις, απείχες για σχεδόν είκοσι χρόνια από τη δισκογραφία. Βλέπω όμως ότι πλέον επέστρεψες με διάθεση και με ενθουσιασμό και μάλιστα με συγκεκριμένο στόχο: την ανάδειξη σημαντικών έργων που όμως βρίσκονται «στο συρτάρι». Ένα θέμα εργασίας που, εκτός των ακροατών, νομίζω θα δώσει ιδέες και προτάσεις και σε άλλους μουσικούς. Πώς ξετυλίχτηκε η φάση της προετοιμασίας των τωρινών τριών δισκογραφήσεων; Δεν είναι άλλωστε και το πιο αυτονόητο να ηχογραφηθεί και να κυκλοφορήσει τόση δουλειά σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα! Σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, αν δεν απατώμαι…
Με τον κορονοϊό στην πόρτα κι εμένα μέσα, αποφασισμένη να προστατέψω την υγεία μου και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος μου, να στερηθώ το παραμικρό που θα γινόταν έξω από το σπίτι μου, με ακυρωμένες όλες τις μουσικές δραστηριότητες, έπεσα με πείσμα στο διάβασμα, βιβλιοφάγος γαρ. Παράλληλα επέλεξα να κάτσω ώρες στο πιάνο για να θυμηθώ έργα, να μελετήσω νέα, να ασκηθώ τεχνικά. Όλα αυτά αφενός έδιναν ικανοποίηση, ηρεμία κι αφετέρου μετέτρεπαν κάθε θετική αντίδραση μου σε ένα είδος αγωνίας που άρχισε βδομάδα με βδομάδα να γίνεται πίεση, μοναξιά, αδιέξοδο, λύπη. Έχοντας ήδη κατεβάσει από τις βιβλιοθήκες μου παρτιτούρες μιας ζωής, τις περισσότερες ήδη παιγμένες και τις λιγότερες άπαιχτες, διαπίστωσα ότι η διαρκής επιθυμία να βρω άγνωστα έργα που θα με κρατούσαν σε δημιουργικό ψάξιμο, κρατούσε ακμαία. Το ένα έφερνε το άλλο, στις παρτιτούρες μου εν τέλει περίμεναν πολλές δεκάδες έργα που άξιζαν να παιχτούν, να ηχογραφηθούν, να βγουν από το συρτάρι της λήθης και της υποτίμησης. Αυτό ήταν το πρώτο…κεφάλαιο και συνοδεύτηκε από αγορές νέων έργων, που τα ήξερα σαν χειρόγραφα. Ακολούθησε το δεύτερο κεφάλαιο, δηλαδή το να καταλήξω στην ιδέα της δισκογράφησης.
Επομένως ένα βουνό από έργα έπρεπε να μελετηθούν, να ετοιμαστούν και να φτιάξουν ενότητες για να ηχογραφηθούν.
Ακριβώς. Η διαρκής ανησυχία ότι κάτι δεν είχα σκεφτεί για τη διαδρομή μέχρι την ηχογράφηση ήταν διαρκής. Ενδεικτικά θα πω ότι τα περιεχόμενα του πρώτου cd «Ήχοι από το Συρτάρι» ήταν κατάληξη μελέτης περισσότερων από εκατό έργων. Ο πρώτος τίτλος που σκέφτηκα ότι περιγράφει αυτό το δισκογράφημα ήταν «Ο κορονοϊός στο πιάνο» αλλά ένας φίλος μου είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού: Εσύ είσαι ο κορονοϊός; Εσένα αυτός σε βλέπει και κρύβεται! Άφησα λοιπόν να προκύψει μόνος του ο τίτλος, αλλά κατέληξα ότι θα παίξω ένα φάσμα σύντομης διάρκειας έργων, ανδρών και γυναικών δημιουργών, που δυστυχώς δεν τα ακούμε, αν και έχουν ελκυστικό χαρακτήρα. Ήθελα να συνδέονται μεταξύ τους με έναν κοινό παρονομαστή, να δημιουργούν ένα αφήγημα στον ακροατή, μυημένο ή όχι. Η μουσική είναι από μόνη της μια γλώσσα με την οποία όλοι επικοινωνούμε. Η προκατάληψη είναι στην περίπτωση μας, μια κοινωνική φοβία.
Στο πρώτο cd ηχογράφησες είκοσι πέντε έργα. Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι το 2020. Θα ήθελα να κάνω μια ειδική αναφορά για ένα από αυτά μιας και νομίζω πως ήταν απόλυτα μέσα σε αυτό το πνεύμα. Η σύνθεση της Καλλιόπης Τσουπάκη Meeting Point (2020)
Η Καλλιόπη Τσουπάκη την πρώτη μέρα που συνειδητοποίησε ότι όλα στη ζωή μας άλλαξαν ακόμα κι αν δεν προλάβαμε να το συνειδητοποιήσουμε, κλείστηκε στο γραφείο της και αντέδρασε στην αγωνία της για το τι θα σημαίνει άραγε για το αύριο ο κορονοϊός. Εκεί αυθόρμητα συνέθεσε αυτό το κομμάτι που με το που μου το έστειλε το σύνδεσα με όσα είχα εγώ αισθανθεί. Η θέση του λοιπόν στους πρώτους Ήχους από το Συρτάρι ήταν εντελώς αυτονόητη για μένα. Να πω με την ευκαιρία ότι η Τσουπάκη συνέθεσε κι άλλα πολλά κομμάτια «για το Θάρρος και την Ελπίδα», το 2020, το Meeting Point ανήκει στον κύκλο αυτόν.
Στη θεματική κατηγορία των συνθέσεων που αν και πρόκειται για πολύ όμορφη μουσική δεν κατάφεραν να φτάσουν στο κοινό, αφού δεν κατάφεραν να παιχτούν αρκετά για να εκτιμηθούν από τους ακροατές και τους πιανίστες, κινείται και το δεύτερο cd των Ήχων από το Συρτάρι. ‘Όμως αυτή τη φορά βλέπω πως επιλέγεις τον Καρλ Φιλίπ Εμάνουελ Μπαχ και τον Τζον Φηλντ από τους πολύ παλαιότερης εποχής δημιουργούς και φτάνεις στον Πιατσόλα και τον Τσεντρίν, περνώντας και από ονόματα εντελώς άγνωστα στον κόσμο, όπως ο Λουριέ. Αλλά και από πιανίστες που λίγοι γνωρίζουν ότι έγραφαν μουσική αν και όπως αποδεικνύεται συνέθεταν εντυπωσιακά ώριμα.
Πιανίστες συνθέτες υπάρχουν και στα τρία cds, είναι για τους περισσότερους εξ αυτών υποτιμημένη ή άγνωστη η συνθετική τους ενασχόληση, άλλοτε επειδή αυτοί δεν ήθελαν να γίνουν γνωστές οι συνθέσεις τους πχ η Αλίθια ντε Λαρότσα είχε απαιτήσει από τα παιδιά της να μη βγει καμία σύνθεση της από τις πάρα πολλές, μέχρι να πεθάνει. Σε άλλες περιπτώσεις τους έπεισε ο ρεαλισμός να επικεντρωθούν στο σολιστικό πιάνο, στην καριέρα η οποία στην δική τους περίπτωση πρόσφερε με βεβαιότητα τη δόξα και την αναγνωρισιμότητα, με όσα υλικά και ηθικά δώρα συμπεριελάμβανε. Σε μια τρίτη περίπτωση, υπήρξαν πιανίστες που έγραφαν για να περνάει κυριολεκτικά η ώρα στα αεροπλάνα και στα ξενοδοχεία. Άλλα έργα τα πετούσαν. Άλλα τα χάριζαν, άλλα δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι τι τα είχαν κάνει!
Με τον Καρλ Φιλίπ Εμάνουελ Μπαχ που ανέφερες, είχα κάνει εδώ και τρεις δεκαετίες μια σοβαρή εργασία, μελετώντας τουλάχιστον δέκα σονάτες του. Παλαιότερα είχα κάνει και συναυλία με έργα της οικογένειας Μπαχ όπου πρωτοστατούσε. Πρόκειται για μορφή πολύ πέραν της εποχής του! Το αποδεικνύει και στο δίτομο πόνημα Versuch über die wahre Art das Clavier zu spielen (ας το μεταφράσουμε Δοκίμιο για τον αληθινό ή πιο σωστό τρόπο παιξίματος του πιάνου). Οι άλλοι συνθέτες του δεύτερου συρταριού ήταν ο Γκλίνκα, η Κλάρα Σούμαν, ο Σαμπριέ, ο Τσερκάσκυ, ο Ναπολέων Λαμπελέτ, η Τατιάνα Νικολάεβα, ο Αλεξάντρ Γκολντενβάιζερ, ο Ντίνου Λιπάττι με την υπέροχη σονατίνα του για αριστερό χέρι.
Στα τρία σου cds είχες τους ίδιους συνεργάτες και «μαέστρο» του αισθητικού μέρους τον σπουδαίο μας εικαστικό Γιάννη Ψυχοπαίδη. Αυτό είναι ένα θέμα πιο σημαντικό από όσο μπορεί να φαίνεται με πρώτη ματιά. Η Τέχνη με την Τέχνη!
Όντως. Το δισκογράφημα είναι μια έκφραση και μια ιδέα αισθητικού χαρακτήρα. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ήταν δίπλα μου από την αρχή μέχρι το τέλος κάθε cd. Θα συμπληρώσω όμως ότι είναι ένας άνθρωπος της ουσιαστικής διανόησης, με όλη τη σημασία της λέξης. Με τιμά η φιλία του.
Ευχαριστώ όλους τους συνεργάτες που είναι και στο τρίτο συρτάρι κοντά μου. Τον χορδιστή Βασίλη Παπανικολάου, τον ηχολήπτη Νίκο Δημοσθένους, τους φωτογράφους Markus Schneider, Κατερίνα Μαριανού και Θανάση Καρατζά, τους μακετίστες, τους ανθρώπους της παραγωγής και την δισκογραφική Irida Classical.
Τι γνώμη έχεις για την προσπάθεια των μικρών ελληνικών δισκογραφικών εταιριών, μια εκ των οποίων επέλεξες;
Εκτός της Irida Classical με την οποία συνεργάζομαι εκτιμώντας την ποιοτική της εργασία και τους εκλεκτούς σοβαρούς συνεργάτες της, οι οποίο επιπλέον είναι οι ίδιοι έμπειροι μουσικοί, γίνονται κι άλλες προσπάθειες από δισκογραφικές εταιρίες να βγάλουν καλαίσθητους και καλής ποιότητας και περιεχομένου δίσκους. Χαίρομαι που οι μεγάλες εταιρίες που το είχαν παραξηλώσει πρέπει να ορθοποδήσουν πλέον σε επί ίσοις όροις ανταγωνιστικό προφίλ με τις μικρές. Βέβαια το κόστος δεν επιβαρύνει πολύ την παραγωγή τώρα, άρα δεν ανησυχούν τόσο, όσο αυτός που πληρώνει. Δεν υποτιμώ όμως αυτή την εξέλιξη, όπως και στην δισκογραφία , έτσι και στο βιβλίο, γιατί αντιλαμβάνομαι πολύ καλά το τραπέζιο των παραγόντων. Να μη ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει περιεχόμενο άρα ούτε στήριξη στη λέξη πολιτισμός, υπάρχει μόνο παντός καιρού επιδερμική και υποκριτική του χρήση.
Αγορά ηχογραφημάτων δεν υπάρχει πλέον. Ούτε για τις μικρές ούτε για τις μεγαλύτερες εταιρίες. Επίσης όλη αυτή η άνθηση της διαδικτυακής ακρόασης, που για μένα είναι καταστροφή του ενεργητικού ακροατή, φέρνει μια σειρά αλλαγών στη σχέση ποιότητα- τιμή. Όλα είναι ίδια και ίσα. Πιστεύω ότι ίσως η επιστροφή του βινυλίου θα λύσει το γόρδιο δεσμό και το εμπορικό αδιέξοδο.
Και να λοιπόν που κρατάμε σήμερα στο χέρι το τρίτο cd με Ήχους από το Συρτάρι, μέσα σε 14 μήνες.
--Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα, παρά μόλις τον τελευταίο μήνα που μου το λένε και το υπογραμμίζουν όλοι στα γραπτά τους! Μοιάζει πολύ δύσκολο να ετοιμάσεις και να γίνει παραγωγή ενός δύσκολου θεματικού κύκλου τριών δισκογραφημάτων σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, ναι. Έγινε όμως εντελώς αυθόρμητα, άρα χωρίς ουσιαστική κούραση. Πήρα πολλή χαρά από την ανταπόκριση των ακροατών και του κριτικού τύπου, όχι μόνον εντός Ελλάδας. Πήρα επίσης ενέργεια και αντιστάθηκα στην δύσκολη ψυχολογία μου πέρυσι. Χαίρομαι που και σε άλλους ανθρώπους έδρασε θετικά.
Οι Έλληνες του τρίτου cd έχουν εντυπωσιακή παρουσία. Εκτός της Ρένας Κυριακού που αυτή τη φορά φιλοξενείται με μια σύνθεση σύντομη αλλά ξεχωριστή, έχεις παίξει στο τρίτο cd τέσσερα έργα δυο συνθετών ενός παλαιότερου και ενός νεότερου.
Η Ρένα Κυριακού φιλοξενείται αυτή τη φορά με ένα μέρος από τη δεύτερη σουίτα της, σύνθεση του 1935, που τότε η Κυριακού ήταν δεκαοχτώ ετών. Παίρνει ψήγματα της συνθετικής γραφής του Ντεμπυσσύ, αφήνει 3-4 συγχορδίες του να εισχωρούν στο κείμενο της και γράφει τη «Σκέψη στον Ντεμπυσσύ» με την οποία παρακολουθείς τη δική της γραφή να παραπέμπει άμεσα σε αυτόν. Αν αυτό δεν είναι υψηλή ευφυία και ικανότητα, δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω! Οι δυο συνθέτες άρρενες που φιλοξενούνται με τέσσερα έργα, είναι ο νεότερος Σπύρος Δεληγιαννόπουλος από τη Ζάκυνθο, καθηγητής τώρα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Κέρκυρα και ο Βασίλης Μπακόπουλος, ο πάλαι ποτέ κιθαρίστας των Φορμινξ ο οποίος σπούδασε σύνθεση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αφότου συνταξιοδοτήθηκε, κάνοντας την επιθυμία του να μελετήσει σύνθεση πραγματικότητα. Τεράστιας σημασίας παράδειγμα αυτό για όλους μας!
Οι Έλληνες συνθέτες μου έδωσαν υπέροχα έργα και ευχαριστώ από καρδιάς. Το ότι λίγο περισσότερο από είκοσι λεπτά μουσικής είναι ελληνική μουσική με κάνει πολύ χαρούμενη.
Ένα εξαιρετικό κείμενο για το τρίτο Συρτάρι έγραψε ο μουσικολόγος από τη Ζυρίχη Γκύντερ Σβάαμπ και θα μεταφέρω ένα απόσπασμα που βοηθάει στο να καταλάβουμε το “πλέξιμο” που έκανες στα προτεινόμενα έργα:
«Ο Artur Schnabel, η Alicia de Larrocha, η Ρένα Κυριακού, ο Nino Rota, ο Alexis Weissenberg, ο Friedrich Gulda μεσουράνησαν στον κόσμο της μουσικής, ξεπερνώντας με την μουσική τους προσφορά την εποχή τους και παραμένοντας μέχρι σήμερα ωσεί παρόντες. Υπήρξαν εξαιρετικοί πιανίστες και συνθέτες.
Μια εμβληματική προσωπικότητα δασκάλου ήταν ο Αλέξανδρος Ζηλωτής (Alexander Siloti), που η Έφη Αγραφιώτη έχει επί δεκαετίες διδάξει τα έργα και τις μεταγραφές του. Δυο μεταγραφές του για πιάνο ηχογραφήθηκαν στο τρίτο συρτάρι.. Ήταν μαθητής του Ferenc Liszt για τέσσερα χρόνια. Μαθητής του ήταν και ο πρώτος του εξάδελφος, Sergei Rachmaninov.
H σειρά των έργων στο cd είναι ένα παιχνίδι ήχων και εποχών, μια ιστορία που συνδέει σαν γαϊτανάκι, το παλαιότερο με το νεότερο έργο. O J.S. Bach (1685-1750), συναντά τον Maurice Ravel (1875-1937) χάρη στις μεταγραφές του Alexander Siloti (1863-1945), αυτός συστήνει τον Nino Rota (1912-1979) στον δεκαοκτάχρονο Felix Mendelssohn (1809-1947). Η Ρένα Κυριακού (1917-1994), εμπνέεται στα 18 της χρόνια, μια σύντομη ελκυστική εικόνα, περιδιαβαίνοντας στη μουσική του Claude-Achille Debussy και κάνοντας άσκηση συνθέσεως πάνω στις αρμονικές αντανακλάσεις του ήχου του. Ο Robert Schumann (1810-1856) με τις Παραλλαγές πάνω στο Νυχτερινό op.15,3 του Frederic Chopin, τον υποδέχεται το 1836 στη Λειψία. Ο Alexis Weissenberg (1929-2012) στα δέκα του χρόνια σκαρώνει ένα ρομαντικό φθινοπωρινό τραγουδάκι με παιδικά στοιχεία αλλά και έντονα παρούσα την μουσική ιδιοφυία του ήδη τότε . Στα δέκα εννέα του «προσκαλεί» τον Friedrich Gulda (1930-2000) να παίξουν στο cd ελκυστική τζαζ. Νεότατη η Alicia de Larrocha (1923-2009) 16 και 18 ετών, συνέθεσε τα τρία κομμάτια που φιλοξενούνται στο cd. Είναι ένα μικρό δείγμα από την πλούσια εργογραφία της. Ο Artur Schnabel (1882-1951), ο δάσκαλος των δασκάλων όπως τον χαρακτήριζαν, ήταν δέκα έξι ετών όταν συνέθεσε το μικρό αριστούργημα που θα ακούσετε και που δύσκολα παραπέμπει σε έναν έφηβο συνθέτη. Τέλος, ο Manuel Maria Ponce (1882-1948) στα δέκα οκτώ του συνέθεσε τη σύνθεση «Παρόλα αυτά», έχασε το πρωτότυπο χειρόγραφο και ξαναέγραψε τη μελωδική του έμπνευση για το αριστερό χέρι Μένοντας ικανοποιημένος, το δημοσίευσε.
Στην καλλιτεχνική πορεία της, η Έφη Αγραφιώτη έπαιξε γνωστή και άγνωστη μουσική για πιάνο, πολλές δεκάδες έργων Ελλήνων συνθετών, σύγχρονη μουσική. Ηχογράφησε από το 1976 σε πολλά ραδιόφωνα και δισκογράφησε από το 1979 ελληνικά έργα για πιάνο, πολλά εξ αυτών σε πρώτη παρουσίαση. Εκατοντάδες είναι οι συναυλίες στις οποίες παρουσίασε έργα για πιάνο Ελλήνων Συνθετών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Συνεργάστηκε με το Τρίτο Πρόγραμμα, δίδαξε εντός και εκτός Ελλάδος, αρθρογράφησε, έγραψε μουσικά βιβλία. Συνεχίζει υπηρετώντας με αφοσίωση τις επιλογές της».
Τον ευχαριστώ πολύ. Μου έδωσε δύναμη και πέταξα στη θάλασσα τις αγωνίες μου διαβάζοντας πόσο όμορφα ζωγραφίζει την προσπάθεια μου.
Υποθέτω λοιπόν ότι σε λίγο καιρό θα μιλάμε και για το τέταρτο cd με ήχους από το συρτάρι.
Δεν έχω ακόμα συζητήσει την παραγωγή το τέταρτο αλλά το έχω έτοιμο και το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα προτείνει υλικό για ένα κοινό που δεν μας απασχόλησε μέχρι τώρα όσο σοβαρά θα έπρεπε.. Μέχρι τότε, σας προσκαλώ να χαρείτε το τρίτο cd που κυκλοφόρησε μόλις.
Κώστας Γρηγορέας
Μάρτιος 2022
http://www.grigoreas.gr/
(Η επιμέλεια είναι ευθύνη του αρθρογράφου)