ΚΑΙΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ (ΑΦΟΡΜΗ) ΜΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑ!
Τα παιδιά παίζουν ανέμελα στην εξοχή. Ξαφνικά ειδοποιούνται ότι έφθασε η Νονά! Παρατούν αμέσως το παιχνίδι και τρέχουν κοντά της! Εκείνη κρατά δυο τεράστιες τσάντες γνωστού επώνυμου καταστήματος γεμάτες παιχνίδια.
Η μουσική υπόκρουση γνωστή. Την ακούμε (θέλοντας και μη) παντού πλέον, όχι μονοψήφιο, αλλά διψήφιο αριθμό «φορών» ημερησίως.
Και αν υποθέσουμε ότι εμείς (οι ενήλικες) έχουμε την επιλογή να κλείσουμε την τηλεόραση και το ραδιόφωνο για να γλυτώσουμε από την «καψούρικη» (και γι΄αυτό απαράδεκτη για παιδική διαφήμιση) μουσική, το ερώτημα που τίθεται είναι: τα παιδιά; τι επιλογές έχουν;
- Να κλείσουν την τηλεόραση;
- Nα μείνουν αδιάφορα;
- Να γελάσουν;
- Nα ειρωνευτούν;
- Nα ταυτιστούν;
- Να μιμηθούν;
- Nα θυμόσουν;
…Εν τέλει, τι;
Η διαφήμιση προσφέρεται για ανάλυση τόσο από άποψη μουσικής, όσο και από άποψη λόγου και εικόνας.
Ας μας επιτραπούν καταρχήν, ορισμένες παρατηρήσεις, σε ό,τι αφορά την εικόνα:
· Η υποτιθέμενη Νονά, δεν είναι μια «συνηθισμένη» γυναίκα. Είναι όμορφη, εντυπωσιακή και ωραία ντυμένη στο στυλ της αγαπημένης (και εξίσου εμπορικής με τη διαφήμιση) κούκλας τύπου Barbie:
Μα η νονά, της αληθινής, της καθημερινής ζωής, το πιθανότερο είναι ότι δεν της μοιάζει καθόλου: δεν είναι «πλούσια» και «διάσημη», αλλά μια Νονά που κάλλιστα μπορεί να είναι άνεργη, φτωχή ή νεόπτωχη, ή εργαζόμενη, αλλά χρεωμένη ή τίποτε από τα παραπάνω. Πάντως σε κάθε περίπτωση, σε εποχή οικονομικής κρίσης ενδεχομένως να της είναι, αν όχι αδύνατον, τουλάχιστον δύσκολο, να αγοράσει για βαφτιστήρια (ή και για τα παιδιά της) δυο τεράστιες τσάντες με παιχνίδια.
· Από την τηλεοπτική διαφήμιση προκύπτει ότι τα παιδιά τρέχουν κοντά στη Νονά όχι γιατί είχαν επιθυμήσει την ίδια, αλλά γιατί κρατάει δυο τεράστιες τσάντες με παιχνίδια.
Δηλαδή, η διαφήμιση μας αφήνει να εννοήσουμε ότι εάν η Νονά δεν κρατούσε καμία τσάντα και απλώς περπατούσε στην εξοχή, τα παιδιά ούτε που θα της έδιναν σημασία και θα συνέχιζαν ανέμελα το παιχνίδι τους! Άραγε, αυτό τι σημαίνει; μήπως καλλιεργεί μια νοοτροπία ότι η αγάπη «ανταλλάσσεται» με υλικά αγαθά και τίθεται πάντοτε σε μια βάση ιδιοτελή και υστερόβουλη; «μου δίνεις=σου δίνω» ή αλλιώς διατυπωμένο: «Με αγαπάς επειδή σου φέρνω παιχνίδια. Άρα δεν θέλεις εμένα, αλλά τα δώρα μου!»
· Τα παιχνίδια δεν φαίνονται οπτικά, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο επιθυμίας για τα παιδιά. Υπονοείται μόνον ότι είναι πολλά! Αυτή η πληροφορία αξιοποιείται διαφορετικά από παιδιά και ενήλικες:
Στα παιδιά, τα οποία μοιραία ταυτίζονται με τα «παιδιά-ήρωες» της διαφήμισης, καλλιεργεί την επιθυμία να αποκτήσουν πολλά παιχνίδια και τους δημιουργεί την αίσθηση ότι αφού αυτό συμβαίνει στη διαφήμιση, είναι αναμενόμενο να συμβεί και στην πραγματική ζωή. (Άραγε είναι; και αν όχι, τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά;)
Στους ενήλικες περνάει «υπογείως» το μήνυμα ότι αγοράζοντας παιχνίδια από αυτό ειδικά το κατάστημα μπορούν να εξακολουθήσουν να υπερ-καταναλώνουν (παρά την κρίση) δεδομένου ότι οι τιμές είναι πολύ χαμηλές…
Σε μια εποχή σκληρής οικονομικής κρίσης με την ανεργία να σκαρφαλώνει δυσθεώρητα ύψη και συνακόλουθα τις…αυτοκτονίες να αποτελούν μια τραγική πραγματικότητα, δεν υπάρχει η στοιχειώδης κοινωνική ευαισθησία να πάψουμε να «βομβαρδίζουμε» τα παιδιά με την ιδέα της υπερκατανάλωσης και της «ποσότητας». Άλλωστε, με ποια λογική ένα παιδί γίνεται πιο ευτυχισμένο λαμβάνοντας πολλά παιχνίδια (ενδεχομένως όχι εντυπωσιακά) και όχι ένα, το οποίο θα μπορούσε να του είναι πολύ αγαπημένο;
Όμως άξια παρατήρησης είναι και τα κείμενα της διαφήμισης…
Η αρχή της διαφήμισης έχει ένα σαφέστατα σεξιστικό περιεχόμενο, το οποίο τηλεοπτικά δεν υπερτονίζεται, γιατί χάρη στην εικόνα ενός αρνιού, γίνεται η σύνδεση σημαίνοντος και σημαινόμενου. Αντιθέτως, στην ραδιοτηλεοπτική διαφήμιση ακούγεται άκρως χυδαίο και αφόρητα «μπανάλ».
Άξια λόγου είναι και η φράση που αποτελεί το ρεφρέν του τραγουδιού της διαφήμισης «Χωρίς (σ.σ.όνομα καταστήματος) να ζήσω δεν μπορώ ούτε ώρα!»
Στην προκειμένη περίπτωση, το κατάστημα παιχνιδιών γίνεται «αντικείμενο» πόθου (!), όπως θα συνέβαινε μεταξύ δυο ερωτικών συντρόφων.
Ένα παιδί, ειδικά ένα παιδί προσχολικής ή και ηλικίας δημοτικού σχολείου, υποθέτουμε ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί την έννοια «πάθος». Η αισθητική της «καψούρας», υφίσταται πιθανόν ώστε να «καλλιεργεί» την έντονη επιθυμία παιδιών και ενηλίκων για υπερκατανάλωση (αποδεδειγμένο, άλλωστε, υποκατάστατο της αγάπης). Επίσης με τη φράση «δεν μπορώ να ζήσω ούτε ώρα» υπονοείται και άρα «νομιμοποιείται» η συχνότητα αγορών έτσι ώστε να περνά το μήνυμα ότι είναι λογικό και αναμενόμενο κάποιος σε τακτική βάση να βρίσκεται στο συγκεκριμένο πολυκατάστημα για ψώνια.
Φυσικά αυτή η αισθητική λόγου και εικόνας δεν θα μπορούσε να μην συνοδεύεται από μια αντίστοιχης αισθητικής μουσική επένδυση. Αλλά αυτό που επελέγη ξεπερνάει κάθε φαντασία! Όταν ακούει κανείς για πρώτη φορά τη διαφήμιση, ειδικά αν δεν προσέξει τα λόγια, νομίζει ότι πρόκειται για ένα ακόμη «καψουροτράγουδο» γνωστού «Θεού» ή «ημίθεου» της πίστας.
Τα τραγούδια που είναι συνδεδεμένα με την αισθητική του περιβάλλοντος της πίστας, ακόμη και αν τα παιδιά δεν τα ακούνε στο σπίτι από τους γονείς, τα ακούνε οπωσδήποτε εκτός σπιτιού: στο ταξί, στο super market, στα εμπορικά καταστήματα, στο δρόμο και ασφαλώς στην «εικονική τους ζωή» στο πλαίσιο χρήσης των κοινωνικών δικτύων και του διαδικτύου γενικότερα κτλ. Αλλά το χειρότερο είναι ότι η ίδια αισθητική είναι κυρίαρχη όχι μόνο στη ζωή των ενηλίκων, αλλά και στον «κόσμο» των δικών τους παιχνιδιών και σχολικών ειδών (!) όπου γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια προβολής κάθε λογής “star” «ειδώλων» και καλλιέργειας των αντίστοιχων καταναλωτικών προτύπων.
«Βομβαρδιζόμενα» τα παιδιά διαρκώς από την αισθητική του περιβάλλοντος της πίστας, το πιθανότερο είναι ότι θα αντιληφθούν αυτή τη διαφήμιση ως κάτι εντελώς «φυσικό» και άρα δεν θα είναι σε θέση να επεξεργαστούν με κριτική σκέψη τόσο τα προφανή, όσο κυρίως τα ασυνείδητα μηνύματά της.
Έχοντας επομένως ένα παιδί «οικειοποιηθεί» την αισθητική της μουσικής αυτής της διαφήμισης, θα είναι πλήρως εξοικειωμένο με τα αντίστοιχης αισθητικής τραγούδια, τα οποία δεν απευθύνονται σε παιδιά, ούτε έχουν γραφεί για διαφήμιση, αλλά δημιουργούνται για να καταναλωθούν όπως οποιοδήποτε άλλο εμπορικό αγαθό. Αυτή ακριβώς είναι κατά τη γνώμη μας και η πιο επιζήμια πτυχή αυτής της διαφήμισης, καθώς προετοιμάζει τα παιδιά για την κατανάλωση εμπορικών τραγουδιών και την εξοικείωσή τους με την kitsch αισθητική της show biz και των pop και rock idols - εγχώριων και «ξένων».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα αποτελέσει «εξαίρεση» ένα παιδί το οποίο θα είναι σε θέση να αναπτύξει τα κατάλληλα «κριτικά φίλτρα» και να επεξεργαστεί τα μηνύματα που δέχεται ώστε να μην «υιοθετήσει» την Kitsch αισθητική των προτύπων που προβάλλονται ως «must».
Σε μια εποχή που τα παιδιά και οι έφηβοι δεν θα ζήσουν σε κοινωνία «αφθονίας», αλλά θα «καταναλώνουν» με περιορισμούς, είναι κρίμα να τους επιβαρύνουμε με πρόσθετους περιορισμούς «οριζόντων».
Το να παράγονται «φθηνά» παιχνίδια σε μια εποχή κρίσης, αποτελεί «ζητούμενο». Όμως το να καλλιεργείται η «φτήνια» σε όλο της το μεγαλείο και μάλιστα με αποδέκτες την περισσότερο ευάλωτη στα διαφημιστικά μηνύματα ομάδα-στόχο, τα παιδιά, είναι πραγματικά καταστροφικό.
Εχθρός μας δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση. Είναι εξίσου ύπουλη και η πνευματική ένδεια.
Ας προσπαθήσουμε ο καθένας μας με ό,τι τρόπο μπορεί να «γλυτώσει» τα παιδιά από αθλίας αισθητικής μηνύματα. Στον τομέα αυτό, ο ρόλος των μουσικοπαιδαγωγών, είναι καθοριστικός:
Να βοηθήσουν τα παιδιά να αντιληφθούν την έννοια “Kitsch”. Nα συνειδητοποιήσουν ότι το «ωραίο» είναι υποκειμενικό και συναρτάται άμεσα με την παιδεία και την καλλιέργεια ενός ανθρώπου. Nα κατανοήσουν τη διάκριση ανάμεσα στα φανερά και τα ασυνείδητα μηνύματα μιας διαφήμισης και να καταλάβουν ότι αποσκοπεί σε καταναλωτικές πρακτικές χάριν του κέρδους. Να συνειδητοποιήσουν το «θόρυβο» αυτών των ακουσμάτων και να μάθουν να τον διακρίνουν από τη μουσική.
Άραγε, πώς θα ακουγόταν στ΄αυτιά ενός παιδιού η γνωστή μουσική υπόκρουση της εν λόγω διαφήμισης σε αντιδιαστολή με ένα έργο κλασικής μουσικής όπως πχ «η συμφωνία των παιχνιδιών» του Leopold Mozart ή για παράδειγμα, «το καρναβάλι των ζώων;» του Camille Saint-Saëns;
Πρέπει να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες από γονείς και εκπαιδευτικούς, ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν αισθητήριο και κριτική ικανότητα τέτοια που να «φιλτράρουν» τις «παραφωνίες» των κάθε λογής μηνυμάτων.
Σήμερα οι γονείς, τουλάχιστον σ΄ ένα ποσοστό τους, δεν μπορούν να παράσχουν πλέον στα παιδιά τους πληθώρα υλικών αγαθών. Όμως η οικονομική κρίση δεν τους εμποδίζει να τους δώσουν ερεθίσματα για καλλιέργεια αισθητικής και κριτικής σκέψης.
Θα είναι σημαντικό να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στην αισθητική του περιβάλλοντος της πίστας και γενικότερα στην καλλιέργεια των κάθε είδους star προτύπων. Μήπως θα έπρεπε να δρομολογηθεί ο σχεδιασμός μιας τηλεοπτικής εκπομπής με στόχο τη γνωριμία και την εξοικείωση των παιδιών με την κλασική μουσική;
Τα παιδιά «πλάθονται». Άραγε, τους αξίζει να τα «παρκάρουμε» σε μια οθόνη τηλεόρασης και υπολογιστή και… ότι “βγει;”
Είναι κρίμα αντί να «φωτίζουμε», να «καίμε» παιδικές συνειδήσεις. Aς ακολουθήσουμε τουλάχιστον τη συμβουλή του Uberto Eco: «να κάνουμε τη γλώσσα της εικόνας αφορμή για στοχασμό και όχι πρόκληση για ύπνωση».
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Απρίλιος, 2013
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας