ΚΟΡΙΝΑ ΒΟΥΓΙΟΥΚΑ
Μια συνέντευξη με αφορμή την 1η Θερινή Ακαδημία Κιθάρας στο Μόλυβο
Μια ακόμη θερινή ακαδημία προστίθεται στις καθιερωμένες ετήσιες διοργανώσεις του Ιονίου Πανεπιστημίου : πρόκειται για την 1η Θερινή Ακαδημία Κιθάρας, που δεν υλοποιείται στην Κέρκυρα, αλλά στο Μόλυβο της Λέσβου - τόπο καταγωγής του πρώτου κιθαρωδού της αρχαιότητας, Αρίωνα - το διάστημα 1-6 Αυγούστου 2012.
Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ και διδάσκουσα του Ιονίου Πανεπιστημίου, κυρία Κορίνα Βουγιούκα, εκτός από σολίστ κλασικής κιθάρας (με άριστα παμψηφεί και α’ βραβείο), έχει μια πλούσια διεθνή εμπειρία ως υπότροφος του ΙΚΥ και του Ιδρύματος Ωνάση : τον Ιούλιο του 2000 αποφοίτησε από την Ανώτατη Μουσική Ακαδημία της Κολωνίας (τάξη Hubert Käppel), παίρνοντας το δίπλωμά της με άριστα και τον Ιούλιο του 2002 αποφοίτησε από την Ανώτατη Μουσική Ακαδημία της Βασιλείας στην Ελβετία (τάξη του Oscar Ghiglia), αποκτώντας τον τίτλο «Konzertreifediplom». Έχει εμφανιστεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού και έχει διατελέσει καλλιτεχνική διευθύντρια στο Φεστιβάλ του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας, στο Φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» και στο “e.m.m.a. soundtrack”, τη διεθνή συνάντηση μουσικών και κινηματογραφιστών που υλοποιήθηκε προσφάτως στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Όραμά της για την «Θερινή Ακαδημία κιθάρας», να εξελιχθεί σε έναν εξωστρεφή “κιθαριστικό” θεσμό, ο οποίος θα φέρει τους κιθαρίστες σε επαφή με σολίστ και ρεπερτόριο άλλων μουσικών οργάνων: «να δείξουμε στους κιθαρίστες πως αυτό που κάνουν, εντάσσεται σε ένα μουσικό πλαίσιο. Δεν είναι μόνοι τους. Δεν είναι ανεξάρτητοι. Είναι μουσικοί». Αυτό επιδιώκει μέσα από τη δημιουργία μουσικών συνόλων τα οποία διευθύνει η ίδια και όπως παρατηρεί πολύ εύστοχα: «από τους ανθρώπους λείπει η συνεργασία και επειδή είναι πάρα πολύ χρήσιμη, νομίζω ότι εκτός από μάθημα κιθάρας, αποτελεί μάθημα ζωής».
Μόλυβος ή Μήθυμνα
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΙΝΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ: εδώ
*********************
Τ.Β. Ως διοργάνωση του Ιονίου Πανεπιστημίου η «Θερινή Ακαδημία» υφίσταται εδώ και χρόνια. Όμως τώρα μιλάμε για την πρώτη θερινή ακαδημία κλασικής κιθάρας. Να υποθέσω ότι είναι η πρώτη διοργάνωση;
Κ.Β. Στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο διοργανώνουν Φεστιβάλ για πολλά μουσικά όργανα και τομείς, αλλά μέχρι τώρα δεν είχαν συμπεριλάβει την κιθάρα, οπότε είναι η πρώτη φορά που στο Φεστιβάλ εντάσσεται κλασική κιθάρα.
Τ.Β. Χάρη σε σας;
Κ.Β. Δεν θα έλεγα χάρη σε μένα, αλλά χάρη στη διάθεση να το υλοποιήσει αυτό η Kυρία Μιράντα Καλδή, Αντιπρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου, η οποία κατάγεται από τη Μυτιλήνη και αφενός ήθελε να εντάξει την κιθάρα, αφετέρου επιθυμούσε η θερινή Ακαδημία να αρχίσει να επεκτείνεται και εκτός Κέρκυρας. Σκέφτηκε λοιπόν ότι ο Μόλυβος - επειδή ήταν ο τόπος καταγωγής και του πρώτου κιθαρωδού, του Αρίωνα - θα ήταν μια ιδανική περίσταση να διοργανωθεί εκεί η θερινή ακαδημία κιθάρας.
«Ο Αρίων σε θαλάσσιο άτι» έργο του Γουίλιαμ Άντολφ Μπούγκερο
Τ.Β. Από πού χρηματοδοτείται το Φεστιβάλ;
Κ.Β. Αυτό είναι αυτοχρηματοδοτούμενο, από τις συμμετοχές. Βέβαια πρέπει να αναφέρω - και με την ευκαιρία να ευχαριστήσω πολύ - τον «Αναπτυξιακό Φορέα Μήθυμνας», που μας βοηθάει πολύ και με φιλοξενία τόσο σε ό,τι αφορά τη διαμονή, όσο και τη διατροφή. Επίσης βοηθάει και ο Δήμος με τεχνική υποστήριξη. Να αναφέρω ακόμη ότι για τους συμμετέχοντες δόθηκαν δέκα υποτροφίες στέγασης και επειδή υπήρξε αρκετός κόσμος που δεν ζήτησε υποτροφία στέγασης, όσα παιδιά επιθυμούσαν καλύφθηκαν. Ακόμη, έχουμε και μια μικρή χορηγία από το ούζο «Bαρβαγιάννη». Και βεβαίως να μην ξεχνάμε και τη χορηγία επικοινωνίας που είχαμε από το TaR, η οποία είναι πολύ σημαντική.
Τ.Β. Έχετε μια πολύτιμη εμπειρία σε διοργάνωση φεστιβάλ δεδομένης της ιδιότητάς σας ως καλλιτεχνικής διευθύντριας στο Φεστιβάλ του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας, στο Φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» και βεβαίως στο “e.m.m.a. soundtrack”. Υπάρχουν κοινές αναλογίες ανάμεσα στις διοργανώσεις αυτές και στο Φεστιβάλ που γίνεται στο Μόλυβο;
Κ.Β. Βέβαια, γιατί ξέρεις πώς να κινηθείς σε πρακτικά ζητήματα επικοινωνίας, καθαρά διοργάνωσης και βεβαίως σε σχέση με τη θερινή ακαδημία κιθάρας χρησιμοποίησα και την εμπειρία μου ως ακροάτριας και συμμετέχουσας σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού. Έχει τύχει να έρθω σε επαφή με πολλούς κιθαρίστες και ανάμεσα σε αυτούς νομίζω ότι για πρώτη χρονιά κάλεσα δυο προσωπικότητες της κιθάρας παγκοσμίου φήμης : τον Paul Galbraith και τον Carlo Domeniconi, τους οποίους θαυμάζω και ομολογώ ότι λειτούργησα περισσότερο με το κριτήριο της μουσικής και λιγότερο με το κριτήριο της κιθάρας. Δηλαδή αυτό που ήθελα να κάνω είναι να δείξω στους κιθαρίστες πως αυτό που κάνουν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο μουσικό πλαίσιο. Είναι μουσικοί.
Paul Galbraith
Τ.Β. Αναφερθήκατε στα χρόνια των σπουδών στα οποία είχατε μια πλούσια εμπειρία από Φεστιβάλ. Υπάρχουν στοιχεία από φεστιβάλ του εξωτερικού τα οποία «δανείζεστε» σήμερα στην επικείμενη διοργάνωση;
Κ.Β. Θα ξεκινήσω από κάτι που ως εμπειρία θα έλεγα ότι μου έλειψε: εκεί δεν ένοιωθες ότι οι κιθαρίστες ήταν ένας πολύ κλειστός κόσμος που ασχολούνταν οι κιθαρίστες με τους κιθαρίστες. Αυτό που μου άρεσε σε ένα διαγωνισμό που είχα πάει και στη Γερμανία, αλλά και στην Πολωνία, ήταν ότι υπήρχαν διαγωνισμοί για περισσότερα όργανα, για κιθάρα, φωνή, φλάουτο και επίσης ότι οι συμμετέχοντες διαγωνίζονταν σε διαφορετικά έργα υποχρεωτικά μέσα σε κάποιο πλαίσιο. Ήταν μουσικοί. Και αντιμετωπίζονταν ευρύτερα ως μουσικοί. Αυτό λοιπόν επειδή δεν το είδα ποτέ σε φεστιβάλ κιθάρας στη χώρα μας, ουσιαστικά ήταν το αρχικό μου όραμα φτιάχνοντας αυτή την Ακαδημία. Φέτος δεν έχουμε κόσμο ο οποίος είναι «εξωκιθαριστικός», ουσιαστικά όμως ξεκινούμε από δυο κιθαρίστες εκ των οποίων ο ένας είναι συνθέτης και ο άλλος είναι περισσότερο μουσικός, παρά κιθαρίστας (παίζει κιθάρα με έναν ανορθολογικό τρόπο). Θα ήθελα να το επεκτείνω και να το κάνω ένα φεστιβάλ, κιθαριστικό μεν, αλλά που οι κιθαρίστες θα διδάσκονται και από άλλους και από άλλα όργανα και ουσιαστικά στο επίκεντρο θα είναι η σχέση της κιθάρας με τους διάφορους ρόλους της : ως μουσική δωματίου, ως συνοδεία τραγουδιού, ως ένα όργανο που είναι μέσα στο χώρο για παράδειγμα των παραστατικών τεχνών … αυτός είναι ο τελικός στόχος.
Τ.Β. Γενικά από την εμπειρία σας διδάσκοντας κιθάρα βλέπετε ένα έλλειμμα παιδείας στους μαθητές, σαν να περιχαρακώνονται μόνο στα του κιθαριστικού ρεπερτορίου; Νομίζετε ότι αγνοούν τη κλασική μουσική με την ευρεία έννοια;
Κ.Β. Δεν θα έλεγα ότι την αγνοούν, θα έλεγα ότι δεν εκπαιδεύονται μέσα σ’ αυτήν. Είναι θέμα ρεπερτορίου. Ένας πιανίστας από τα πρώτα κιόλας χρόνια μαθαίνει να παίζει πχ Mozart, Beethoven κτλ. O κιθαρίστας για να παίξει κλασική περίοδο, για παράδειγμα, θα παίξει Giuliani, Sor, Aguado κτλ. Αυτοί οι συνθέτες είναι πολύ καλοί, η προσφορά τους στο κιθαριστικό ρεπερτόριο είναι τεράστια και ερμηνεύω πολύ συχνά έργα τους με μεγάλη ευχαρίστηση, αλλά εκείνο που πρέπει να κάνει ένας κιθαριστής είναι ουσιαστικά να υπερβεί ότι οι συνθέτες αυτοί δεν δημιούργησαν το στυλ της εποχής τους, αλλά το αντανακλούν. Άρα για να γνωρίσουν τη γλώσσα μιας εποχής (τώρα αναφέρθηκα στην κλασική – αυτό ισχύει και για τις επόμενες ή τις προηγούμενες εποχές), πρέπει να διαβάσουν περισσότερο, να ακούσουν περισσότερα, και αυτό που ακούνε στον Mozart, στον Beethoven, στον Schubert ή στον Chopin, να το μεταφέρουν στους αντίστοιχους συνθέτες της κιθάρας – κάτι το οποίο θέλει περισσότερη δουλειά, από ένα πιανίστα που παίζει το αυθεντικό έργο. Επίσης η κιθάρα είναι ένα όργανο εκτός συνόλου, εκτός ορχήστρας, άρα είναι εκτός αυτού του ρεπερτορίου που παίζουν οι ορχήστρες - γεγονός που απαιτεί από τους κιθαρίστες να είναι καλύτεροι μουσικοί από τους υπόλοιπους, έτσι ώστε αυτό που θα μάθουν ως μουσικοί να το μεταφέρουν στην κιθάρα.
Τ.Β. Σε μια διάλεξή σας το 2010 στη βιβλιοθήκη «Λ. Βουδούρη» θίξατε κάποια ζητήματα που θα ήθελα να τα συνδέσω με το Φεστιβάλ : είχατε πει μεταξύ άλλων ότι οι διασκευές είναι ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο ευρύτερο και στο «κιθαριστικό» ρεπερτόριο, καθώς και ότι για να διασκευάσει κανείς ένα έργο αναπτύσσει την τεχνική της κιθάρας. Δεδομένου ότι στο επικείμενο Φεστιβάλ εντάσσονται σεμινάρια που αφορούν τις διασκευές, σε ποιο από τα προαναφερόμενα οφέλη των διασκευών θα δοθεί περισσότερη έμφαση;
Κ.Β. Νομίζω ότι αυτά τα δυο πηγαίνουν μαζί. Η άποψή μου είναι ότι η τεχνική είναι αποτέλεσμα και όχι η αιτία. Είναι το όχημα για την ανάδειξη μιας μουσικής ιδέας. Άρα ξεκινάμε από τη μουσική ιδέα και προσπαθούμε να την υλοποιήσουμε μέσω της τεχνικής. Επίσης νομίζω ότι εξαρτάται από τον κάθε ερμηνευτή πού θα επικεντρωθεί. Ακόμη και από έναν καθηγητή που θα πει συγκεκριμένα πράγματα, ένας ακροατής ή ένας άλλος ερμηνευτής μπορεί να επικεντρωθεί είτε στο ένα, είτε στο άλλο.
Τ.Β. Με τα θέματα της σύνθεσης και των μεταγραφών θα ασχοληθούν ο Galbraith, ο Domeniconi ή και άλλοι;
Κ.Β. Νομίζω ότι ο καθένας θα τα αναδείξει απ την πλευρά του. Ο Galbraith είναι ένας κιθαρίστας που έχει ερμηνεύσει πολλές μεταγραφές στο ρεπερτόριό του, άρα μιλάει ως άνθρωπος που έχει κάνει μεταγραφές, αλλά και ως ερμηνευτής. Ο Domeniconi είναι συνθέτης και θα μιλήσει πιο πολύ για τη συνθετική πλευρά. Νομίζω όμως ότι έχει στα έργα του αναφορές και από άλλους συνθέτες, οπότε ενυπάρχει και εκεί το θέμα των μεταγραφών.
Carlo Domeniconi
Τ.Β. Σας έχει απασχολήσει το θέμα των μεταγραφών και ως σολίστ (πχ με τον προσωπικό σας δίσκο “Laceworks”) και ακαδημαϊκά. Στη διάλεξη που προανέφερα, τοποθετήσατε το έργο του Carlo Domeniconi στην κατηγορία «εισαγωγή μη δυτικών ήχων» και επισημάνατε ότι αντλεί στοιχεία από τον ήχο και τις αρμονίες των τουρκικών παραδοσιακών οργάνων. Με δεδομένο ότι είναι προσκεκλημένος στη φετινή διοργάνωση, θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο γι αυτή την ιδιαίτερη τεχνική του;
Κ.Β. Noμίζω ότι φαίνεται καθαρά από τις αρμονίες και από το κούρδισμα της κιθάρας. Ο Domeniconi τώρα ζει λιγότερο στην Τουρκία, γενικώς όμως έζησε για πολλά χρόνια εκεί. Και αυτό που προσπάθησε να κάνει είναι να μεταφέρει ιδιώματα της τουρκικής παράδοσης στην κιθάρα, το οποίο επειδή είναι κιθαρίστας το έκανε με επιτυχία. Δηλαδή, υπάρχουν σημεία απαιτητικά, αλλά που ακούγονται όμορφα, δεν είναι «αντικιθαριστικά». Δεδομένου του ρεπερτορίου της κιθάρας που «διψάει» για νέα έργα και περισσότερο ρεπερτόριο, αυτό είναι μια προσφορά και μας ανοίγει ένα «μάτι» προς την Ανατολή, το οποίο είναι σημαντικό όχι μόνο για μας τους Έλληνες αλλά και για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, διευρύνει λίγο τους ακουστικούς μας ορίζοντες.
Τ.Β. Είμαι σίγουρη ότι λόγω του ακαδημαϊκού σας προφίλ όταν πήγατε να σχεδιάσετε το Φεστιβάλ, θα είχατε στο μυαλό σας ένα μοντέλο αξιολόγησης και μια σειρά από εκπαιδευτικούς στόχους. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μεθοδολογίας που έχετε εφαρμόσει, το φεστιβάλ απευθύνεται σε ομάδες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: μαθητές, φοιτητές, σολίστ που είναι διπλωματούχοι και καθηγητές κιθάρας, οι οποίοι ως ενήλικες και επαγγελματίες στα θρανία κάθονται ίσως πιο δύσκολα … Θα θέλατε να επιμερίσετε τα προσδοκώμενα εκπαιδευτικά αποτελέσματα σε κάθε ομάδα-στόχο;
Κ.Β. Σε ό,τι αφορά τους μαθητές, νομίζω ότι το μεγαλύτερο όφελος που θα έχουν (εκτός του ότι θα ακούσουν συναυλίες δυο κιθαριστών που είναι πολύ σημαντικοί, θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν μαζί τους και να παρακολουθήσουν μαθήματά τους) είναι η συμμετοχή τους σ’ αυτά τα σύνολα, στα οποία ένα μέρος της ώρας θα αφιερώνεται σε κοινό διάβασμα, σε κοινή εξάσκηση–μελέτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να επικεντρωθούν στο πώς είναι ο σωστός τρόπος μελέτης. Αυτό που συνήθως κάνει λάθος ένα παιδί, είναι ο τρόπος που μελετάει, και όχι γιατί δεν του το λέει ο καθηγητής του, αλλά γιατί δεν είναι από πάνω του την ώρα που μελετάει. Εμείς λοιπόν θα μελετήσουμε όλοι μαζί και άρα αυτά τα κοινά εργαστήρια μελέτης είναι σημαντικά στο να τους δείξουν πώς πρέπει να διαβάζουν. Στη συνέχεια, η συμμετοχή τους στα σύνολα θα τους βγάλει λίγο από αυτή την απομόνωση που λέγαμε και θα τους αναγκάσει να κάνουν μια σειρά από πράγματα που τους διαφεύγουν όταν είναι μόνοι τους. Επίσης νομίζω ότι θα νοιώσουν αυτό το υπέροχο συναίσθημα της ομαδικής δημιουργίας που νοιώθει κάποιος όταν παίζει σ’ ένα σύνολο που είναι σαν η ενέργεια όλου του συνόλου να έρχεται σ’ αυτόν και να πολλαπλασιάζεται, άρα θα τους δημιουργήσει ένα νέο ενδιαφέρον για την κιθάρα.
Σε ό,τι αφορά τους φοιτητές, θα φοιτήσουν στα ίδια τμήματα φοιτητές του Ιονίου Πανεπιστημίου με φοιτητές άλλων Πανεπιστημίων – όχι απαραιτήτως με σπουδές μουσικολογίας. Νομίζω ότι η ανταλλαγή διαφορετικών εμπειριών είναι πάντοτε καλή. Κάποιος έχει μια εμπειρία περισσότερο σε ένα σημείο, κάποιος σε άλλο και άρα τα τμήματα θα είναι μικτά με κριτήριο το επίπεδο σπουδών, αλλά και τη δυσκολία των έργων που παίζει ο καθένας. Επίσης αν βάλεις τον προχωρημένο φοιτητή ή πτυχιούχο δίπλα σε κάποιον που δεν είναι το ίδιο προχωρημένος, αναγκαστικά ο πρώτος θα λειτουργήσει ως δάσκαλος, κάτι που συνιστά μια διαδικασία επίσης διδακτική γι αυτόν.
Σε ό,τι αφορά τους καθηγητές, θα έλεγα ότι είναι συμμέτοχοι σε ένα επιμορφωτικό σεμινάριο. Άλλωστε είναι προς τιμήν ενός καθηγητή να θέλει να συνεχίσει να μαθαίνει. Νομίζω ότι θα προσφέρουν σ’ αυτή τη διαδικασία λόγω του ότι θα είναι κριτικοί απέναντι στα ερεθίσματα και στις πληροφορίες που θα δεχθούν και με τον τρόπο αυτό θα προκαλέσουν διαλόγους, συζητήσεις και γενικά διαδικασίες που μόνο δημιουργικές μπορεί να είναι.
Η σολίστ κλασικής κιθάρας και διδάσκουσα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κορίνα Βουγιούκα
Τ.Β. Πριν, μιλώντας για τους εκπαιδευτικούς στόχους, αναφερθήκατε σε σύνολα. Ποια είναι τα οφέλη που απορρέουν από τη δημιουργία μουσικών συνόλων;
Κ.Β. Είμαι πάντα υπέρ των συνόλων και της μουσικής δωματίου γενικότερα, γιατί αυτό που λείπει - όχι μόνο από τους κιθαρίστες, αλλά και από τους ανθρώπους - είναι η συνεργασία. Και επειδή είναι πάρα πολύ χρήσιμη, νομίζω ότι είναι ευκαιρία να αποτελέσει και μάθημα ζωής, εκτός από μάθημα κιθάρας.
Τ.Β. Θα θέλατε να πείτε πώς θα διαμορφωθούν αυτά τα σύνολα;
Κ.Β. Όσοι από τους συμμετέχοντες έχουν δηλώσει συμμετοχή, έχουν λάβει παρτιτούρες, αλλά τα σύνολα θα είναι υπό διαμόρφωση για όσο δεχόμαστε συμμετοχές. Με την ευκαιρία θα ήθελα όμως να μιλήσω για τα έργα. Επέλεξα έργα τα οποία τα παιδιά ενδεχομένως δεν θα τα έπαιζαν και ορισμένα από αυτά μπορεί να μην τα γνωρίζουν, όπως : «Οι εικόνες από μια έκθεση» του Mussorgsky, «Ο χορός της φωτιάς» του Manuel de Falla, “Sevilla” του Isaac Albéniz, ένα από τα πιο γνωστά έργα του Erik Satie, “Gymnopédies”, καθώς και έργα του Enrique Granados.
Τ.Β. Ποιες είναι οι αντικειμενικές δυσκολίες που θα κληθείτε να αντιμετωπίσετε αναλαμβάνοντας η ίδια στο Φεστιβάλ τη διεύθυνση των μουσικών συνόλων;
Κ.Β. Η πρώτη αντικειμενική δυσκολία για τους κιθαρίστες είναι η ατάκα. Για παράδειγμα, τα βιολιά δεν έχουν ατάκα και άρα όταν παίζουν ταυτόχρονα, υπάρχει ένα πολύ μικρό περιθώριο που το αυτί δεν το αντιλαμβάνεται αν δεν παίζουν ακριβώς ταυτόχρονα. Η κιθάρα, όπως και άλλα όργανα, όπως το πιάνο, έχουν ατάκα. Άρα όταν για παράδειγμα δυο κιθαρίστες θα παίξουν μια γραμμή, ή όταν θα παίξουν διαφορετικές γραμμές αλλά θα πρέπει να συμπέσουν ακριβώς, αυτό είναι μια αντικειμενική δυσκολία από τις πρώτες που αντιμετωπίζουμε. Από κει και πέρα, τίθενται άλλα ζητήματα, φυσικά τεχνικής επάρκειας, ερμηνευτικής, δηλαδή θα πρέπει να συντονίσουμε τη δακτυλοθεσία, η οποία για την κιθάρα είναι ερμηνευτική επιλογή : άλλο να παίζεις κάτι σε μια θέση και άλλο σε μια άλλη θέση, όχι μόνο από θέμα ηχοχρώματος αλλά και από θέμα άρθρωσης, φραζαρίσματος κτλ. Όλα αυτά αλλάζουν αναδρομικά, άρα μπαίνουν ουσιαστικά ζητήματα «πού», «πως», «γιατί» κτλ. που και αυτά όταν έχει να κάνει κανείς με ένα σύνολο δεν μπορεί να διατάζει, θα πρέπει να αιτιολογεί, να δέχεται προτάσεις, να τις συζητάει και να παίρνονται αποφάσεις.
Τ.Β. Μιλήσατε για ένα σεμινάριο σύνθεσης που πρόκειται να γίνει στο πλαίσιο αυτού του φεστιβάλ. Καταρχήν, βρίσκετε ότι υπάρχει σήμερα έλλειμμα έργων για κιθάρα;
Κ.Β. Ναι. Νομίζω ότι γενικώς οι συνθέτες δεν γράφουν έργα για κιθάρα … Συνήθως για κιθάρα γράφουν οι κιθαρίστες συνθέτες. Όμως επειδή είναι κιθαρίστες, έχουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα στο μυαλό τους και επειδή ξέρουν πώς παίζεται το όργανο, πολλές φορές κινούνται σε συγκεκριμένους δρόμους. Εμείς εκτός απ’ αυτό – που το χρειαζόμαστε εννοείται – μην ξεχνάμε ότι τα πιο κιθαριστικά έργα που ενθουσιάζουν είναι συνθετών όπως πχ ο Domeniconi, o Dyens που είναι κιθαρίστες στον κλασικό χώρο. Αυτό που θα ήταν ιδανικό, θα ήταν να παρακινήσουμε και συνθέτες (που δεν είναι κιθαρίστες και αντιμετωπίζουν την κιθάρα καθαρά ως ηχόχρωμα, απλώς ως ένα όργανο που δεν τους ενδιαφέρει ακριβώς η τεχνική του) να γράψουν για κιθάρα. Αυτό το θεωρώ σημαντικό.
Τ.Β. Στο φεστιβάλ θα υπάρξει διαγωνισμός;
Κ.Β. Φέτος δεν θα υπάρξει. Οι διαγωνισμοί έχουν τα θετικά και τα αρνητικά τους. Έχω αρκετές ενστάσεις. Θα θέλαμε το κλίμα να είναι πιο φιλικό ανάμεσα στα παιδιά, ανάμεσα στους συμμετέχοντες ακόμη και αν έχουν διαφορετική ηλικία, και λόγω του ότι το χωριό είναι μικρό, παραδοσιακό και γραφικό προσφέρεται για μια εμπειρία ευρύτερη που δεν θα έχει το σφίξιμο και τη σκέψη στο διαγωνισμό.
Τ.Β. Η οικονομική κρίση δυσκόλεψε τη διοργάνωση;
Κ.Β. Ναι, βέβαια. Αυτό που πρέπει όμως να διευκρινίσω είναι ότι οι θερινές ακαδημίες που διοργανώνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο δεν είναι σαν φεστιβάλ, αλλά ως θερινές ακαδημίες, δηλαδή έχουν έναν ή δυο καθηγητές συν τον καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου οι οποίοι διδάσκουν στους συμμετέχοντες. Δεν είναι δηλαδή όπως τα κιθαριστικά φεστιβάλ που μπορεί να έχουν δέκα κιθαρίστες ή ίσως και περισσότερους … Άρα με αυτή την έννοια είναι αρκετά κοντά με την έννοια της θερινής ακαδημίας αλλά είναι ίσως λίγο διαφορετικό από το όραμα που έχω.
Τ.Β. Με δεδομένη την πολύτιμη εμπειρία που έχετε από το εξωτερικό και τις εξαιρετικές σας σπουδές, ποιο είναι το όραμα που έχετε γι αυτή τη διοργάνωση;
Κ.Β. Το οραματίζομαι ναι μεν να είναι “κιθαριστικός” θεσμός, αλλά να είναι ένας πολύ εξωστρεφής θεσμός, ο οποίος θα φέρει ουσιαστικά τους κιθαρίστες σε επαφή με τα άλλα μουσικά όργανα και με τους πολλαπλούς ρόλους της κιθάρας, έτσι ώστε να μην έχουμε στο μυαλό μας ότι η μόνη μας διέξοδος είναι να παίξουμε ένα ρεσιτάλ, ή και μουσική δωματίου ή και ένα κοντσέρτο με ορχήστρα, γιατί η κιθάρα δεν μπορεί να κάνει μόνο αυτά, μπορεί πολλά περισσότερα. Επίσης, έχω επιθυμία μέσα από έναν διαγωνισμό σύνθεσης που μπορεί να γίνει για έργα κιθάρας, να βοηθήσουμε το ρεπερτόριο της κιθάρας να διευρυνθεί και επίσης θεωρώ αυτονόητο (παρ’ ότι αυτό δεν συνέβη φέτος) ότι θα χρειαστεί η συνδρομή σημαντικών ανθρώπων της Ελλάδας – καλλιτεχνών και ερμηνευτών – οι οποίοι έχουν σχέση με την κιθάρα και τους πολλαπλούς ρόλους της.
Τ.Β. Πώς διαμορφώνεται το πρόγραμμα του Φεστιβάλ;
Κ.Β. Θα δώσουν ο Domeniconi και ο Galbraith από ένα ρεσιτάλ. Tην τελευταία βραδιά, 5 Αυγούστου, θα παίξουν οι συμμετέχοντες στο πλαίσιο συνόλων, αλλά και όσοι θέλουν θα παίξουν σόλο. Επίσης μια βραδιά μένει κενή, στην οποία θα κάνουμε διάφορες δράσεις μέσα στο χωριό, ανάμεσα στον κόσμο, οι οποίες θα είναι αυτοσχέδιες και θα έχουν αυτό ακριβώς το στόχο : να εξοικειώσουν τους «μη σχετικούς» με τον κόσμο μας.
Τ.Β. Άρα υπάρχει μια πρόθεση «ανοίγματος» στην τοπική κοινωνία;
Κ.Β. Η αλήθεια είναι πως απ’ ό,τι μου έχουν πει από τη Μήθυμνα, υπάρχει ενδιαφέρον από ανθρώπους από όλο το νησί να έρθουν να παρακολουθήσουν τις συναυλίες και τις εκδηλώσεις, δηλαδή από ανθρώπους που δεν είναι μουσικοί και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό. Ήταν εξ αρχής πάρα πολύ ανοικτή η τοπική κοινωνία! Από μόνοι τους ήρθαν σε επαφή μαζί μας και επί λέξει μας είπαν: «είστε για μας “μάννα εξ ουρανού”»…
Τίνα Βαρουχάκη
varouchaki@gmail.com
Ιούλιος 2012
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας