[κιθαριστικά πορτραίτα]
ΛΑΤΡΕΜΕΝΗ ΜΟΥ ΛΙΖΑ…
(1961)
Να που μπορώ επιτέλους να σου γράψω δύο λόγια..
Σε θυμάμαι σαράντα χρόνια πριν, πώς έπαιζε στα μάτια μου η ιδιαίτερη ομορφιά και τα κρυστάλλινα μάτια σου! Θυμάμαι τον Δημήτρη Φάμπα να μιλάει στον δάσκαλό μου Χαράλαμπο Κρητικό για την πορεία σου και το πρόσωπό του να φωτίζεται. Θυμάμαι και μια συναυλία σου στον Παρνασσό, πότε μόνον μη με ρωτήσεις…
Στη συνέχεια χαθήκαμε και πολύ αργότερα γίναμε φίλοι, συνάδελφοι, συνοδοιπόροι στη δύσκολη μουσική διαδρομή την ταξινομημένη σε ιδεολογικές και αξιακές προϋποθέσεις…
Κάναμε καλά; Μάλλον ναι.
Για μένα θα είσαι ό,τι ήσουνα, μια αυστηρή και συγχρόνως δυναμική μουσικός, για την οποία όλοι μπορούν να είναι βέβαιοι για την ειλικρίνεια της έκφρασης και διεκδίκησης των αρχών της, είτε πρόκειται για την κυρίως μουσική της άποψη είτε για την παιδαγωγική της ευθικρισία. Δεν έπαψα ποτέ να θαυμάζω όσα προσφέρατε εσύ και ο Ευάγγελος! Δεν κρύβω τέλος, ότι συγκινήθηκα πάρα πολύ όταν απέκτησα το δισκάκι – αφιέρωμα για τα πενήντα χρόνια σας στη μουσική ζωή!
Πενήντα χρόνια;
Τώρα… αυτό είναι πολύ ή λίγο;
κάντε κλικ στο εικονίδιο-μεγάφωνο, |
*******************
Ένα εγγλέζικο απόφθεγμα που μου άρεσε πολύ λέει :
“Οι μεγάλοι άνθρωποι συζητούν για ιδέες, οι μέτριοι άνθρωποι συζητούν για χρήματα και οι μικροί άνθρωποι συζητούν για τους άλλους ανθρώπους !”
(Λίζα Ζώη)
Η Λίζα Ζώη γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, και ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος στο Αγρίνιο… Σχεδόν τίποτα άλλο δεν κύλησε διαφορετικά στη ζωή τους! Είναι μοναδικό φαινόμενο αρμονικής μουσικής και ιδιωτικής συνύπαρξης, σεμνότητας, μέτρου και βέβαια, γνώσης. Σύγχρονοι εμπνευσμένοι κιθαριστές και παιδαγωγοί γενναιόδωροι και ιδεολόγοι, ζευγάρι στην τέχνη και στη ζωή. Άρχισαν τις σπουδές τους στην κιθάρα το 1953 στο Εθνικό Ωδείο με τον Δημήτρη Φάμπα. Δύσκολη μετεμφυλιακή εποχή με προκαταλήψεις, ενοχικές υπερβολές και ανασφάλειες, τεράστια προβλήματα επιβίωσης αλλά και μεγάλα όνειρα!
Απεφοίτησαν μαζί το 1960 με Α' βραβείο και Αριστείο εξαιρετικής επίδοσης. Παρακολούθησαν μαθήματα στις Ακαδημίες της Nice και Santiago de Compostella με τους Πρέστι-Λαγκόγια και τον Aντρές Σεγκόβια. Το 1960 κέρδισαν Α' βραβείο στον διεθνή Διαγωνισμό της Νεάπολης και το 1962 διορίστηκαν καθηγητές κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο.
1963
Παίζουν ως ντουέτο από το 1963. Παντρεύτηκαν το 1965. Από το 1967 άρχισε η διεθνής σταδιοδρομία τους.
(Διαβάστε ΕΔΩ ένα πλήρες βιογραφικό του ντούο).
Για σχεδόν μισόν αιώνα δουλεύουν και ζουν μαζί! Ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος και η Λίζα Ζώη σε μια εποχή που το εφήμερο βολεύει και προτιμάται, εκείνοι το αγνοούν, το προσπερνούν, του πάνε κόντρα. Είναι οι δυο τους παράδειγμα του πώς το «μαζί» συνδέει δημιουργικά τα παλιά και τα καινούρια, χτίζει ολοένα και καλύτερες αρμονίες χωρίς να προδίδει αρχές. Και οι δύο αφουγκράζονται το κλίμα γύρω τους, αποθαρρύνονται από κάποια πράγματα αλλά επιμένουν δημιουργικά.
1968, A. Segovia, Ασημακόπουλος-Ζώη
Όταν η Λίζα ξεκινούσε τη διαδρομή προς την τέχνη, η κιθάρα ως κλασικό όργανο ήταν κάτι σαν… υπερκόσμιο όνειρο. Κλασική μουσική άκουγαν οι προνομιούχοι, οι εύποροι, επειδή μόνον αυτοί είχαν ραδιόφωνο. Η ίδια λέει ότι τα πρώτα ακούσματα που είχε στην κιθάρα ήταν μέσα από τα τραγούδια του Γούναρη, του Μαρούδα, του Πολυμέρη που σε όλα σχεδόν ο ήχος του οργάνου ήταν διακριτός. Όταν πήγα στο ωδείο και ρώτησα αν η κλασική μουσική σαν αυτή που άκουγα στο ραδιόφωνο παίζεται στην κιθάρα, και μου είπαν ναι, ανακουφίστηκα.
Η τύχη έπαιξε πολύ θετικό ρόλο στην πορεία της. Ένας σπάνιος στην εποχή του δάσκαλος, ο Δημήτρης Φάμπας, η γνωριμία με τον Ασημακόπουλο, το κοινό όνειρο, η κοινή επιδίωξη. Αν και οι δυό τους είχαν σκεφτεί και είχαν επιχειρήσει να παίξουν μαζί πριν το 1961, το ντουέτο Presti – Lagoya που το 1961 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα επιλογή τους και ενδυνάμωσε το κουράγιο τους που τους βοήθησε να ξεπεράσουν και τα πρώτα βιοποριστικά αδιέξοδα. Τύχη δεν είναι και αυτή η στιγμή; Εξ άλλου στη δεκαετία του 70, σημειώθηκε εκείνη η πρωτοφανής έκρηξη ενδιαφέροντος για την κιθάρα που είχε ως αποτέλεσμα να συρρέουν στα Ωδεία όλο και περισσότερα νέα παιδιά. Ήταν η ‘χρυσή’ περίοδος του οργάνου που έδωσε τη δυνατότητα στους δασκάλους να δημιουργήσουν, με αυτό το ενθουσιώδες και διψασμένο για μάθηση υλικό, σημαντικές σχολές.
****************************
Αν όλα όσα είπα – και είναι – ελάχιστα δεν ταυτοποιούν την προσωπικότητα, καλλιτεχνική και ανθρώπινη της Λίζας Ζώη, ιδού και οι απόψεις της, με μορφή συνέντευξης:
Είχες την τύχη να μαθητεύσεις δίπλα στην μεγάλη Ida Presti. Για πολλούς είσαι η συνεχίστρια του έργου της. Πες μου μερικά πράγματα για τη σχέση σου με αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα της κιθάρας και για το πόσο σε επηρέασε.
Η λέξη ‘μεγάλη’ που χρησιμοποίησες Έφη μου και μάλιστα δυο φορές για την προσωπικότητα της Ίντα Πρέστι είναι πράγματι ο πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός για μια κορυφαία κιθαρίστρια που δυστυχώς έφυγε απ τη ζωή στα 44 χρόνια της. Και αν τα επίθετα ‘μεγάλος’, ‘ασύγκριτος’, ‘μοναδικός’ κλπ. ξοδεύονται αλόγιστα στις μέρες μας ακόμα και για μετριότητες, στην περίπτωση της Πρέστι δικαιώνονται απόλυτα. Κατά την ταπεινή μου άποψη υπήρξε η κορυφαία όλων των κιθαριστών, μια προσωπικότητα που συγκέντρωνε όλα τα προσόντα: τεχνική, ερμηνεία, ήχο, ταμπεραμέντο, μουσικό ένστικτο, επικοινωνία. Η Ida Presti ήταν στα νιάτα της αυτό που λέμε παιδί-θαύμα, αφού στα 6 της πρωτοβγήκε στη σκηνή, στα 11 της έπαιξε το κονσέρτο του Τεντέσκο με τη συμφωνική του Παρισιού και στα 13 της ηχογράφησε σε δίσκο την Σεβίγια του Αλμπένιθ. Όταν αργότερα παντρεύτηκε τον Α. Λαγκόγια δημιούργησαν οι δυο τους το θρυλικό ντουέτο Πρέστι-Λαγκόγια.
Όπως σωστά είπες στην αρχή, είχα την τύχη να μαθητεύσω δίπλα της για τρεις συνεχόμενες περιόδους στη Διεθνή Ακαδημία της Nice στη Γαλλία αλλά είχα και το προνόμιο η σχέση αυτή να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σε φιλία, ακόμα και σε ‘κουμπαριά’, μιας και μας πάντρεψε με τον Βαγγέλη το 1965. Δεν αρνούμαι πως για μας η Πρέστι υπήρξε ένα είδωλο κι ένας φάρος στη μετέπειτα πορεία μας και πως η επιρροή της στη καλλιτεχνική μας διαδρομή υπήρξε έντονη και βαθιά. Ακόμα και σήμερα μετά από τόσες δεκαετίες μετά το θάνατό της δεν είναι λίγες οι φορές που την ανακαλούμε στη μνήμη μας για τον τρόπο που αντιμετώπιζε το μουσικό κείμενο, για την προσέγγιση που είχε με το κοινό, την επικοινωνία μέσα από την ερμηνεία, τις μεγάλες στιγμές συγκίνησης, την ανάταση της ψυχής στο μεταφυσικό: η Ίντα Πρέστι διέθετε το Duente που λέει ο Λόρκα, ένα σπάνιο χάρισμα που δεν διδάσκεται αλλά και δεν εξηγείται.
Ακολουθείς μια ιδιαίτερη τεχνική στο δεξί χέρι (όπως με έχει πληροφορήσει ο συνεργάτης μου Κ. Γρηγορέας) η οποία είναι σχεδόν ίδια με της Presti. Εγώ, ως μη κιθαρίστρια, διαπιστώνω «με το αυτί» ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενός διαφορετικού κιθαριστικού ήχου. Γιατί πιστεύεις ότι αυτή η τεχνική θεωρείται ‘ιδιαίτερη’ και δεν έγινε η κύρια τεχνική για τους σύγχρονους κιθαριστές;
Πράγματι είναι μια ιδιαίτερη τεχνική που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενός λαμπερού και ‘στιλπνού’ ήχου. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια, πως ο ήχος είναι θέμα αισθητικής. Την εποχή εκείνη μεσουρανούσε η αισθητική του Segovia που διέθετε έναν ήχο πλούσιο, μεστό και βελούδινο. Όλοι οι κιθαριστές προσπαθούσαν να αποκτήσουν την τεχνική του και να προσεγγίσουν τον ήχο του. Το ίδιο κάναμε κι εμείς άλλωστε (μέχρι να βρεθούμε στην Ακαδημία που δίδασκε η Πρέστι), αφού είναι σε όλους γνωστό πως ως μαθητές του Δημήτρη Φάμπα – φανατικού οπαδού του Segovia – ακολουθούσαμε κατά γράμμα τη τεχνική του μεγάλου Ισπανού. Η τεχνική όμως της Presti μας επηρέασε τόσο πολύ που δεν διστάσαμε να εργασθούμε για μεγάλο διάστημα ώστε να πετύχουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.
Θα σου πω ένα σημαντικό παράδειγμα που γνωρίζουν ελάχιστοι: όταν πρωτοπαίξαμε στον Segovia το 1967 χρησιμοποιήσαμε την τεχνική της Πρέστι από την οποία είχαμε διδαχθεί τόσο το χτύπημα των χορδών με την δεξιά πλευρά του νυχιού όσο και τις τρίλιες με το δεξί χέρι. Οι τρίλιες με το δεξί χέρι και σε δυο χορδές ήταν μια δική της επινόηση, μια σημαντική εφεύρεση στην εξέλιξη του οργάνου, αφού πλέον έδινε την ευκαιρία στον κιθαριστή να διατηρεί απόλυτη ισορροπία στις νότες αλλά και απεριόριστη διάρκεια. Ως τότε οι τρίλιες στην κιθάρα παιζόντουσαν αποκλειστικά με το αριστερό χέρι και ήταν ένας μπελάς ιδίως όταν είχαν μεγάλη διάρκεια. Η Presti μάλιστα είχε επινοήσει και διάφορους συνδυασμούς δακτύλων ανάλογα με την περίσταση.
Σε πρώτο πλάνο: Ida Presti και Λίζα Ζώη. Φεστιβάλ του Μοντόν (Menton) 1965.
Την μεθεπόμενη του γάμου με τον Ευάγγελο. Στην αίθουσα Κοκτώ έπαιξαν στο πρώτο μέρος το ντούο Ευάγγελος & Λίζα και στο δεύτερο το ντούο Πρέστι-Λαγκόγια.
Παίζοντας λοιπόν στον Segovia μεταξύ των άλλων έργων, 2 από τις σονάτες του D. Scarlatti και τη Σακόνα του Χέντελ, έργα εποχής Μπαρόκ γεμάτα τρίλιες και ornaments, νιώσαμε πως ο Μαέστρος είχε εντυπωσιασθεί πολύ από την τεχνική αυτή – πρωτόγνωρη και για τον ίδιο – αλλά πέρα από καλά λόγια και επαίνους για το παίξιμό μας δεν ανέφερε τίποτε για τις τρίλιες – τι να μας πει άλλωστε. Όταν ωστόσο την άλλη χρονιά στην τάξη της Ακαδημίας ο Αμερικανός Christopher Parkening του έπαιξε στο μάθημα τη Φούγκα σε λα ελάσσονα που τελειώνει με τρίλια, ο Segovia άρπαξε την ευκαιρία: μας φώναξε να καθίσουμε στη θέση του Parkening και να του…δείξουμε πώς παίζονται οι τρίλιες με το δεξί χέρι! Στην πραγματικότητα ήθελε να τις μάθει ο ίδιος γι’ αυτό και μας ζήτησε να τις παίξουμε πολύ αργά και να αναλύσουμε την διαδοχή των δακτύλων. Θυμάμαι πως σηκώθηκαν όλοι οι σπουδαστές από τη θέση τους και έσκυψαν πάνω από τα κεφάλια μας για να τις μάθουν. Εκείνη την ώρα, εκείνη τη χρονιά αισθανθήκαμε πως ήμασταν τα βαποράκια που μεταδίδαμε την τεχνική της Ida Presti σε όλο τον κόσμο. Στις μέρες μας πολλοί χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική χωρίς όμως να γνωρίζουν από πού προέρχεται. Θέλω πάντως να επισημάνω πως το δικό μας κέρδος από όλες αυτές τις εμπειρίες ήταν τεράστιο αφού από εκείνα τα χρόνια είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε ποικιλία ηχοχρωμάτων και εκφραστικών μέσων μέσα από τις γνώσεις που αποκτήσαμε τόσο από την τεχνική της Presti όσο και του Segovia.
Σήμερα δεν ξέρω πόσοι νέοι κιθαριστές είναι διατεθειμένοι να ασχοληθούν με τον ήχο ή την αισθητική. Έχω την εντύπωση ελάχιστοι. Οι περισσότεροι νοιάζονται για την ταχύτητα όχι όμως και για την διάρκεια του ήχου, την ηχητική γκάμα ή την ποιότητα. Ωστόσο η ποιότητα του ήχου στο έγχορδο όργανο είναι το Α και το Ω. Είναι το απόσταγμα των σπουδών, η πεμπτουσία κάθε προσπάθειας. Αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους που έχουν το σπάνιο προνόμιο από τη φύση, η εξασφάλιση της ποιότητας του ήχου κι ακόμα περισσότερο η αισθητική – το καλό γούστο όπως λέμε – δεν είναι κάποιο μυστικό που απλά μεταδίδεται ή αποκαλύπτεται. Είναι μια ιδιαιτερότητα μοναδική για τον καθένα γι αυτό και απαιτεί διάθεση για έρευνα και αναζήτηση μέσα από ατέλειωτες ώρες μελέτης και προσπάθειας,. Δεν νομίζω ότι στην εποχή μας, εποχή ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας, εποχή των computers και του ανταγωνισμού, να υπάρχει και μεγάλη διάθεση για αναζήτηση του ήχου και της αισθητικής.
1972, στην Αλάσκα
Και πώς είναι να διδάσκεις κιθάρα σήμερα ;
Ακριβώς αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίζουμε με τη διδασκαλία. Κόντρα στο ρεύμα της εποχής που τα θέλει όλα έτοιμα, γρήγορα, εντυπωσιακά και χωρίς κούραση, προσπαθούμε να φυτέψουμε στο μαθητή ένα σπόρο διαφορετικό. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Έχουμε και τους γονείς από δίπλα άλλοτε αδιάφορους, άλλοτε άσχετους που δεν ξέρουν καλά-καλά γιατί στέλνουν το παιδί τους στο Ωδείο. Αλλά και το ίδιο το παιδί πολύ λίγο επηρεάζεται από το μάθημα της μιας ώρας τη βδομάδα. Μα και όταν ενηλικιώνεται φορτώνεται με το άγχος πώς θα αξιοποιήσει οικονομικά τόσα χρόνια σπουδών και αναγκάζεται να καταφύγει σε όλων των ειδών τις παραχωρήσεις από την αρχική πορεία. Σιγά-σιγά εγκαταλείπει και τις προσπάθειες και κάνει κάτι άλλο.
Ο Ευάγγελος και η Λίζα με τις μαθήτριες (της Λίζας) Ελένη Συγκούνα, Ράνια Αγγελέτου και Σοφία Στριγγάρη (Τρίο Ατενέουμ)
Στις πέντε δεκαετίες ωστόσο που διδάσκω, έχω διαπιστώσει εντυπωσιακές διαφορές. Άλλο το υλικό των μαθητών της δεκαετίας του 60, άλλο του 70, του 80 κλπ. Φαίνεται πως η εξέλιξη της τεχνολογίας που θεωρητικά απελευθερώνει τον άνθρωπο, όταν δεν χρησιμοποιείται σωστά – και κατά κανόνα δεν χρησιμοποιείται – τελικά τον δεσμεύει, τον παγιδεύει και τον εξοντώνει. Κοίταξε γύρω σου τι γίνεται με την κατάχρηση των κινητών, των computers, των face book κλπ. πόσος πολύτιμος χρόνος κατασπαταλιέται σε χασομέρια. Κοίταξε αυτό το πανδαιμόνιο της πληροφορίας που έχουν οι νέοι γύρω τους και που στο τέλος δεν συγκρατούν τίποτε. Κοίταξε τη φιλοσοφία που τους διακρίνει για το γρήγορο, το εύκολο, το επιφανειακό, φιλοσοφία που έρχεται σε αντίθεση με τη μελέτη της μουσικής που ζητάει την εμβάθυνση, την επανάληψη, την επιμονή και την προσήλωση. Η διδασκαλία έχει γίνει πολύ δύσκολη στις μέρες μας και πολλοί είναι οι δάσκαλοι της μουσικής που προβληματίζονται με την ύλη, τον τρόπο αντιμετώπισης του μαθητή, την πίεση ή όχι που πρέπει να ασκούν κλπ.
Σε τι στοχεύεις όταν ξεκινάς τη διδασκαλία ενός νέου ανθρώπου; Ποιες είναι οι πιο χαρακτηριστικές συμβουλές που δίνεις στα σημερινά παιδιά, που είναι όντως πολύ διαφορετικά από εμάς τους παλαιότερους; Ο νέος μαθητόκοσμος αγνοεί και αδιαφορεί για τον παρελθόντα χρόνο, δεν αναλύει αρκετά, δεν έχει όση πειθαρχία χρειάζεται η ενασχόληση με τη μουσική… εσύ είσαι πολύ αυστηρή αλλά, επιμένω να μάθω τι συμβουλεύεις τους μαθητές.
Οι γενικές συμβουλές μου είναι να καταπιαστούν με την Τέχνη όχι ως επάγγελμα αλλά ως καλλιέργεια. Δεν είναι μικρό πράγμα να γνωρίσει το παιδί τον κόσμο της καλής μουσικής, τον κόσμο της τέχνης. Ούτε είναι λίγο να αποκτήσει γνώσεις, εμπειρίες και ακούσματα ποιότητας, στοιχεία που θα συμβάλλουν εν τέλει στην ανάπτυξη του καλού του γούστου. Από την πλευρά μας τόσο εγώ όσο και ο Βαγγέλης νοιώθουμε υπεύθυνοι γι αυτό που κάνουμε, νοιώθουμε υποχρεωμένοι να οδηγήσουμε τους μαθητές μας σ’ αυτό το δύσκολο στις μέρες μας μονοπάτι. Η λέξη ‘μουσικοπαιδαγωγός’ αυτή την έννοια υπηρετεί. Δεν ρίχνουμε νερό στο κρασί μας γιατί δεν είμαστε διασκεδαστές. Στον τομέα αυτό είμαστε απόλυτοι, ξεκάθαροι, αυστηροί και αμετακίνητοι. Πιστεύουμε πως διδάσκουμε μια ‘ξένη γλώσσα’ καταξιωμένη στο πέρασμα των αιώνων, πολύ χρήσιμη στον ψυχισμό του παιδιού. Στοχεύουμε στο να γίνει κάποια μέρα ένας καλός ακροατής, που αυτό για μάς σημαίνει πολλά. Είναι ανυπολόγιστο το όφελος του νέου που μπορεί να απολαμβάνει τη μουσική του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν. Αισθανόμαστε υπερήφανοι όταν ακούμε κάποιους μαθητές μας παλιούς και νέους να μας λένε ότι παρακολούθησαν την τάδε συναυλία ή διάβασαν το δείνα βιβλίο όταν μάλιστα τους θυμόμαστε τι γούστα είχαν κάποτε και τι τους ενδιέφερε. Και ουσιαστικά γι’ αυτό αγωνιζόμαστε και νομίζω πως μόνον έτσι προσφέρουμε κάτι. Δεν μας λέει απολύτως τίποτε να ‘παράγουμε’ οργανοπαίχτες που χτυπάνε τους μετρονόμους στα χίλια. Αν πασχίζουμε να φτάσουν σε μια ολοκλήρωση των σπουδών τους δεν είναι για να κάνουν επαγγελματισμό με το όργανο – αν και αρκετοί το έχουν πετύχει κι αυτό – αλλά για να μπουν ακόμα πιο βαθιά στο πέλαγος της μουσικής και της τέχνης γενικότερα. Αυτό είναι το κέρδος τους, αυτός είναι ο στόχος μας.
Μου αρέσει σε σας που καθώς και στη διδασκαλία ακόμα μοιράζεστε πολλά πράγματα με τους μαθητές σας, σε κάποιες περιπτώσεις τους διδάσκετε και οι δύο, δεν τους αρνείστε το ρόλο του πνευματικού γονιού, άλλοτε εκφράζοντας απαιτήσεις, άλλοτε κάνοντας ελιγμούς, άλλοτε κρίνοντάς τους υπερβολικά. Έχω ακούσει να λένε «τώρα ποιος την ακούει, θα μου τα… σούρει άγρια» ή «η Λίζα με μάλωσε αλλά ευτυχώς ο Ευάγγελος ήταν πιο επιεικής» για παράδειγμα. Υπάρχει πάντως διχογνωμία στο πόσο πρέπει να αναλαμβάνει ο δάσκαλος ρόλο μαμάς ή μπαμπά… τι λες σχετικά;
Ασφαλώς η σχέση δάσκαλου – μαθητή είναι διαφορετική από τη σχέση γονιού με παιδί. Ο ρόλος του δάσκαλου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού είναι πολύ περιορισμένος ενώ πολλές φορές αυτή η σχέση μεταξύ τους μπορεί να τραυματιστεί και να καταλήξει να είναι ενοχλητική, κουραστική ή εκνευριστική – πάντοτε βέβαια με ευθύνη του δασκάλου. Δεν έχω σκεφθεί ποτέ να έχω ένα ξεχωριστό τρόπο όταν διδάσκω ένα παιδί, να βάλω μια ξεχωριστή ‘ενδυμασία’ στη συμπεριφορά μου. Απλά είμαι ο εαυτός μου. Ξέρω πως ‘τα ακούνε’ όπως λες όταν έρχονται αμελέτητα αλλά παράλληλα κάποιες άλλες στιγμές εισπράττουν όλη μου την αγάπη και το ενδιαφέρον μου. Το καταλαβαίνουν αυτό και πιστεύω πως μου ανταποδίδουν την αγάπη τους. Νοιώθω μαζί τους όπως με τον γιό μας τον Μάριο που έτσι τον μεγαλώσαμε. Ο Βαγγέλης είναι άλλος χαρακτήρας, αυτός έχει τη δική του συμπεριφορά, τη δική του προσέγγιση στους μαθητές.
Τι αποτελεί αλήθεια δυσκολία στο να ζεις τόσες δεκαετίες και συγχρόνως να συν-εργάζεσαι με τον ίδιο άνθρωπο; Και πώς… μοιράζονται άραγε τα συν και τα πλην των χαρακτήρων σας; Σε πόσα άραγε θέματα δεν αλληλοσυμπληρώνεστε;
Δεν είμαστε ίδιοι χαρακτήρες με τον Βαγγέλη αλλά έχουμε ίδιες αρχές, κοινούς στόχους, ιδεολογίες, πεποιθήσεις και νομίζω πως αυτό μετράει περισσότερο από τα αισθήματα σε μια συμβίωση. Δεν προσποιούμαστε, δεν υποκρινόμαστε, δεν το ‘παίζουμε’ ιδανικό ζευγάρι, απλά αγαπιόμαστε και υπάρχει ένας σεβασμός και μια εκτίμηση μεταξύ μας. Έχουμε ταιριάξει σε πολλά και έχουμε διαφωνήσει σε άλλα. Τα ξεχωρίσαμε. Έχοντας ως προτεραιότητα την καλλιτεχνία δεν βαλτώσαμε στην καθημερινότητα, δεν κουραστήκαμε, δεν νοιώσαμε ανία, δεν χάσαμε το ενδιαφέρον μας για τη ζωή. Φανήκαμε τυχεροί στις επιλογές μας και στην ίδια μας την σταδιοδρομία. Θέλω να σας ομολογήσω πως είμαστε 45 χρόνια παντρεμένοι και δεν έχουμε ανταλλάξει ποτέ μια βαριά κουβέντα.
Αν κρίνω από τις συνεργασίες μου με συναδέλφους άλλων οργάνων, αυτό που μπορεί να φτιάξει ή να χαλάσει τα πάντα είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε ιδιωτική σεμνότητα, η ανάγκη να κυλούν όλα χωρίς τάση αυτοπροβολής. Όταν όμως ο ιδιωτικός βίος ταυτοποιείται με τον επαγγελματικό, πόσο ευκολότερη ή δυσκολότερη καθίσταται η επίτευξη της ιδιωτικής αυτής σεμνότητας;
Ο κίνδυνος αυτός εμφανίζεται στην περίπτωση που το ζευγάρι έχει προβλήματα αλληλοκατανόησης, έλλειψης εκτίμησης και σεβασμού για τον άλλον, προβλήματα ανταγωνισμού, προβολής του ‘εγώ’ κλπ. Ξέρω αρκετές τέτοιες περιπτώσεις ζευγαριών που η σχέση τους δηλητηριάστηκε από αυτούς τους παράγοντες.
1958, με τον Δ.Φάμπα
Θα ήθελα να θυμηθείς μια δυο εμπειρίες ζωής από τη δική σου εφηβεία..
Οι αναμνήσεις γύρω από τα εφηβικά μας χρόνια νομίζω πως σε όλους μας είναι εντονότερες απ’ ό,τι αργότερα. Είναι η εποχή που το άτομο θέλει να κάνει την υπέρβαση, που αγωνίζεται να καθιερωθεί, που ερωτεύεται τον έρωτα, που προβάλλει τα ‘εγώ’ του, που κάνει την επανάστασή του. Θυμάμαι πόσες δυσκολίες αντιμετώπισα ως γυναίκα με την κιθάρα. Ήμουνα βλέπεις η πρωτοπόρος στο όργανο αυτό στην Ελλάδα αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι δεν υπήρχαν και πολλές σε όλο τον κόσμο. Η Μαρία Λουΐζα Αννίδο και η Γρατσιέλα Πομπόνιο από την Αργεντινή, η Λουίζα Βάλκερ από την Αυστρία, η Ματθίλδη Κουέρβας και η Ρενάτα Ταραγκό από την Ισπανία και η Ίντα Πρέστι από τη Γαλλία, αν δεν ξεχνώ κάποια.Το γεγονός πως ασχολούμουνα με την κιθάρα ήταν για την οικογένειά μου ένα όνειδος και για τον κύκλο μου, τους ανθρώπους γύρω μου μια τρέλα να με βλέπουν να μελετάω ένα όργανο ταβέρνας αντί να σκέπτομαι να παντρευτώ. Ιστορίες απείρου κάλλους…Τι να πρωτοθυμηθώ, ήταν τόσα πολλά αυτά που συνέβαιναν εκείνη την εποχή που δεν ξέρει κανείς από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει.
Το γεγονός όμως που θυμάμαι έντονα και ίσως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία μου, ήταν το 1960, λίγες μέρες μετά τις διπλωματικές μου εξετάσεις όταν συνάντησα στο σπίτι του δασκάλου μας, του Δημήτρη Φάμπα, το ντουέτο Πρέστι-Λαγκόγια. Ο Φάμπας, που του χρωστώ τα πάντα, είχε καλέσει τους μαθητές του (μεταξύ των οποίων ο Βαγγέλης και ο Νότης) για να γνωρίσουν αυτούς τους διάσημους καλλιτέχνες σε μια βραδιά που τα είχε όλα: γνωριμία, φαγητό, συζήτηση αλλά κυρίως παίξιμο. Μια μουσική πανδαισία και ένα κλικ μέσα μου για το μεγαλείο των δυο οργάνων, ένα κλικ που μετουσιώθηκε κάποια χρόνια αργότερα.
Θα επιχειρήσω μια.. πονηρή ερώτηση: αισθάνεσαι ότι η πατρίδα σου σε εκτίμησε και σε χρησιμοποίησε όσο έπρεπε στο να προσεγγίσεις, να εκπαιδεύσεις, να σταθείς θετικό πρότυπο στους νέους που ήθελαν και θέλουν να παίξουν μουσική; Σου ζήτησε να βοηθήσεις στην επίλυση σοβαρών προβλημάτων που έχουν να κάνουν με την μουσική μας εικόνα; Ή αλλιώς, σε πήρε… στα σοβαρά;
Καμία σχέση. Καμία επαφή, καμία βοήθεια. Δεν με πήραν στα σοβαρά, ούτε κι εγώ αυτούς.
Κατά γενική ομολογία έχεις κρατηθεί έξω από τα κους-κους του μουσικού χώρου. Σίγουρα αυτό αποτελεί επιλογή σου. Τι γνώμη όμως έχεις για αυτούς που υποστηρίζουν πως οι μικροανταγωνισμοί και το κους-κους είναι το αλάτι και το πιπέρι της καλλιτεχνίας;
Δεν τα παραδέχομαι αυτά. Ξέρω πως υπάρχουν οι λεγόμενοι ‘κοσμικοί καλλιτέχνες’ που φροντίζουν να παρευρίσκονται σε διάφορες εκδηλώσεις για να είναι ‘in’ όπως λέγεται. Αλλά ή κοσμικός θα είναι κανείς ή καλλιτέχνης. Δεν γίνεται και τα δυο συγχρόνως. Αυτό που θα μετρήσει τελικά είναι το έργο που αφήνει κανείς πίσω του. Αυτό και μόνον αποτιμάται από τους γύρω. Δεν εκτιμήθηκε κανένας καλλιτέχνης για τα σκάνδαλα που έκανε, τα κους- κους και τα κουτσομπολιά.
Ένα εγγλέζικο απόφθεγμα που μου άρεσε πολύ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα λέει : “οι μεγάλοι άνθρωποι συζητούν για ιδέες, οι μέτριοι άνθρωποι συζητούν για χρήματα και οι μικροί άνθρωποι συζητούν για τους άλλους ανθρώπους!”
Έφη Αγραφιώτη
effie.tar@gmail.com
(Φεβρουάριος 2010)
Επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
Αυτο το μήνα (Φεβρουάριος 2010) |