ZipUnzip
Master class – Μια χαμένη ευκαιρία;
ή
Το ερημωμένο γαλατικό χωριό
Στις 7/12/2005 οι δημοσιογράφοι είχαν κληθεί σε συνέντευξη Τύπου για την αναγγελία της κυκλοφορίας από την εταιρία Corifeo ενός διπλού CD με τίτλο Master Class - μισός αιώνας Έλληνες κιθαριστές. Η συνέντευξη τύπου έλαβε χώρα –καταπώς θα έλεγε κάποιος που χειρίζεται καλά τα ελληνικά– στο μέγαρο μουσικής Αθηνών.
Προσπερνώ στα γρήγορα το γεγονός το ίδιο και θα επιστρέψω. Λίγους μήνες πριν τη συνέντευξη ο Νότης Μαυρουδής –παραγωγός όσο και ηθικός αυτουργός του παραπάνω άλμπουμ– μου είχε ζητήσει να χρησιμοποιηθεί μια ηχογράφησή μου σε αυτό. Εννοείται ότι είπα ευχαριστώ και του έστειλα κάποια προτίμηση από ένα παλαιότερο CD μου. Δεν ξέρω αν κολακεύτηκα ή αν ανησύχησα, και θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί.
Αμέσως μετά τη συνομιλία μας με έζωσαν κάποιες σκοτεινές σκέψεις σχετικά με την πιθανότητα επιτυχίας ενός τόσο φιλόδοξου εγχειρήματος, που είναι το να προσπαθήσει κανείς μια κατά το δυνατόν αντικειμενική όσο και ελκυστική παρουσίαση των –κατά τις δισκογραφικές τουλάχιστον εταιρείες– ενεργών κιθαριστών στα τελευταία 50 χρόνια. (Αυτοί, μείον τις απώλειες της έκδοσης, έφταναν το 2006 αισίως στον αριθμό 28). Βέβαια η ίδια η παρουσία του Μαυρουδή στο εγχείρημα ήταν μια εγγύηση καλών προθέσεων, αλλά αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Και αυτός ο ίδιος –σκέφτηκα– ως μέρος της ιστορίας της κιθάρας τις τελευταίες δεκαετίες, δεν μπορεί παρά να κουβαλάει σε μια αφανή περιοχή την παράνοια –ή ας το πούμε “το συναμφότερον”, κατά τους νεορθόδοξους– της ιδεολογικής στάσης των κιθαριστών στο σύγχρονο μουσικό και κοινωνικό γίγνεσθαι (ζητώ συγγνώμη για την ξύλινη γλώσσα).
Θα προσπαθήσω παρακάτω να εξηγήσω τι εννοώ, και όχι μόνο χάριν της κουβέντας, αλλά γιατί στ’ αλήθεια πιστεύω πως οι απαντήσεις στα ερωτήματα που (ως “παράπλευρες απώλειες”) θα προκύψουν ενδιαφέρουν τους περισσότερους μουσικούς και όχι μόνον.
Επιστρέφοντας στην αφορμή –και μόνο– της κουβέντας, αναρωτιόμουν π.χ.
α) Πώς θα ήταν δυνατόν να βάλεις διαφορετικής φιλοσοφίας ηχογραφήματα σε μια σειρά, χωρίς η μεταξύ τους σχέση να προδίδει ούτε το προηγούμενο ούτε το επόμενο; (Εννοώ εδώ ηχογραφήσεις με διαφορετικού είδους και μεγέθους βάθος, διαφορετική άποψη σε σχέση με την χροιά και την ατάκα, άλλη φιλοσοφία σχετικά με το σημείο τοποθέτησης των μικροφώνων, επίσης διαφορετικές κατά την παλαιότητα, κατά το εύρος των δυναμικών κ.λπ.).
β) Πώς γίνεται να τοποθετηθούν αυτά έτσι ώστε να μη φανερώνεται (ούτε στη σειρά ούτε στη διάρκεια) μια πρόθεση ιεράρχησης κατά την “αξία” ενός εκάστου;
γ) Πώς θα υπερκερασθεί η αρτηριοσκληρωμένη ήδη παράνοια του πληθωρισμού που κατατρύχει –χωρίς λόγο– τα βιογραφικά των συντελεστών, δίχως να παρεξηγηθούν κάποιοι;
δ) Κυρίως, πώς θα μαλακώσει η από ετών καχυποψία της οποίας αφανώς γίνονται φορείς οι κιθαριστές ανάλογα με τη σχολή “καταγωγής” τους, και πώς θα εμπιστευτούν στα χέρια του ενός μια σολομώντειο “λύση”;
Εν ολίγοις, δεν θα ήθελα καθόλου να βρίσκομαι στη θέση του Μαυρουδή!
Στην επόμενη σκηνή αυτών των βραχέων αναμνήσεων βρίσκομαι με το αμάξι μου στο δρόμο για την Πάτρα και ακούω το παραπάνω άλμπουμ, που είχε μόλις φτάσει στο σπίτι μου από την εταιρεία. Μου έκανε αμέσως τρομακτική εντύπωση η “ραδιοφωνική” δεξιοτεχνία του Μαυρουδή, που κατάφερνε από ένα απολύτως ετερογενές υλικό να φτιάχνει ένα ευχάριστο στο άκουσμα παζλ. (Αυτό είναι όντως ένα από τα ταλέντα του – λέω εγώ, κι εσείς συμφωνείτε ή όχι). Ο δρόμος έμοιαζε πιο εύκολος από ποτέ, οι από ετών πληρωμένες αλλά ακόμη ανοιχτές λακκούβες στην εθνική εξαφανίστηκαν και το CD έπαιζε αβίαστα.
Αμέσως κατάλαβα ότι το κοντράστ των ηχογραφήσεων δεν θα ήταν δυνατόν να εξισορροπηθεί. Είχα δίκιο να ανησυχώ γι' αυτό: κάποιοι ακούγονται “από το διπλανό δωμάτιο”, κάτι για το οποίο δεν φταίει βέβαια η παραγωγή αλλά η άποψη των επί μέρους άλμπουμ, που χτίστηκαν, όπως είναι λογικό, κατά τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του καθενός, για την συγκεκριμένη κυκλοφορία και μόνο, και όχι για μια “συλλογή”. Όπως ίσως δικαίως είχα λόγο να ανησυχώ και για αρκετά άλλα πράγματα…
Εκείνο όμως που ευτυχώς δεν μπόρεσα να αποφύγω και που επισκίασε όλα τα υπόλοιπα, ήταν μια γλυκιά αίσθηση που άρχισε να κυκλοφορεί –ερήμην– σε όλο μου το σώμα, κάτω από αυτόν τον μυστηριακό ήχο της χορδής που μας καθήλωσε στα παιδικά μας χρόνια και που μας καθηλώνει ακόμα (το ψιθύρισμα ενός πνεύματος κοινού που είναι το ίδιο το πνεύμα του ξύλου και του δάσους που μιλά κατ’ ιδίαν σε κάθε μουσικό που θ’ αγκαλιάσει αυτό το όργανο) και παράλληλα μια αίσθηση –ας το πω– Συγχώρεσης προς κάθε “συνάδελφο” που μας πίκρανε στο παρελθόν, η βεβαιότητα της κοινής μοίρας όλων μας σε αυτόν τον χώρο, η ασφάλεια τελικά μιας μεγάλης οικογένειας της οποίας –θέλοντας και μη– γίναμε μέλη κάποια στιγμή της ζωής μας. Δεν θέλω να στρίψω αυτό το κείμενο προς την πλευρά ενός ανεξέλεγκτου συναισθηματισμού, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να αρνηθώ ότι συγκινήθηκα. Από τι;
Cut, λοιπόν, και βρισκόμαστε στο μέγαρο μουσικής κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Καταπώς είθισται, σε παρόμοιες περιπτώσεις επίσκεψης σε ναό, υπηρετήσαμε πειθήνια το πρωτόκολλο. Η παραγωγή έχει πληρώσει πολλά λεφτά για την ενοικίαση του χώρου και για την φροντίδα των καλεσμένων, απ’ τους οποίους οι μισοί ανερυθρίαστα αγνόησαν την πρόσκληση – εννοώ τους δημοσιογράφους. Αντιθέτως, όλοι οι κιθαριστές-φιλοξενούμενοι στον δίσκο παρευρίσκονται και με μια –νομίζω– αίσθηση αμηχανίας χαιρετάνε αλλήλους, φίλους και “εχθρούς”. Ήθελα να υποθέσω εκείνη τη στιγμή, ότι την ίδια αίσθηση γλυκύτητας απέναντι στην κοινή μας μοίρα τη μοιραζόμουν με τους περισσότερους ή τουλάχιστον με όσους είχαν την ικανότητα μιας στοιχειώδους διείσδυσης στη συμβολική σημασία αυτού του άλμπουμ. Ίσως κάνω λάθος, αλλά εγώ θα επιμείνω αφελώς σ’ αυτήν την αισιόδοξη οπτική.
Και φτάνει η στιγμή της παρουσίασης, όπου καλούμαστε να περάσουμε από το “σαλόνι” του οικοδεσπότη με τα καλούδια, στο χώρο εργασίας, στον κυρίως χώρο της συνέντευξης. Ω! της εκπλήξεως, εκεί ανακαλύπτω με το στόμα ανοιχτό ότι το πάνελ –για λόγους περιορισμένου χώρου(!)– περιλαμβάνει μόνο πέντε ή έξι καθίσματα. Όλοι οι υπόλοιποι θα έπρεπε να καθίσουμε στο χώρο του ακροατηρίου, λες και το εγχείρημα δεν μας αφορούσε ευθέως, αλλά παρεμπιπτόντως!
Κατερρίφθη μονομιάς εντός μου ο μύθος των καλών προθέσεων, της κοινής οικογένειας, της κοινής μοίρας, ξύπνησε μέσα μου ο Αγαρηνός πρόγονος και άρχισα να έχω απανωτές κρίσεις θυμού: Τώρα να τους το χαλάσω με μια μικρούλα επιθετική παρέμβαση ή να λυπηθώ τον κόπο τους; Ευτυχώς η ευγένειά μου κυριάρχησε, οπλίστηκα με περισσή υπομονή και άκουσα μια μια τις ανακοινώσεις, οι οποίες –ειρήσθω εν παρόδω– ήταν τέτοιας διάρκειας ώστε δεν υπήρξε χώρος και χρόνος δευτερολογίας, εξ ου και οι υπόλοιποι των συμμετεχόντων δήλωσαν “ωσεί παρόντες”.
Το πάνελ, εκτός από τους τρεις εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς κιθαριστών στην Ελλάδα (Ασημακόπουλος, Μαυρουδής, Μπουντούνης) και μια εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς (Παπανδρέου), περιελάμβανε δυο εκπροσώπους της εταιρείας, τον επιμελητή των κειμένων (Γ.Μονεμβασίτης) και –αφελώς αναρωτιέμαι γιατί– το συνθέτη, διευθυντή του εθνικού ωδείου, πρώην διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και κατά καιρούς κάτοχο πολλών άλλων δημοσίων θέσεων, Περικλή Κούκο, που ουδεμία σχέση είχε βέβαια με το εγχείρημα, αλλά εκλήθη, υποθέτω, να βοηθήσει και ευγενώς απεδέχθη την πρόσκληση ο άνθρωπος. Να βοηθήσει σε τι ακριβώς;
Ο χρόνος της παράστασης αναλώθηκε –ανάμεσα σε γκρίνιες για την κακοδαιμονία των καιρών– σε κάποιες άνευ κατά τη γνώμη μου ουσίας νοσταλγικές κορόνες, που περιτριγύριζαν τη φωτεινή εποχή του χρυσού αιώνα της κιθάρας στην Ελλάδα και αλλού. Ξαφνικά είχα την απόλυτη βεβαιότητα ότι βρισκόμουν 30 χρόνια πριν, σε μια αντίστοιχη παράσταση της εποχής και ότι ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν πέρασε από τότε. Η σιωπηλή συναίνεση ημών των παρευρισκομένων στην αυθεντική εκπροσώπησή τους από το πάνελ κορυφώθηκε με την ειλικρινή διαβεβαίωση της Έλενας Παπανδρέου ότι ουδεμία σκιά εχθρότητος διαισθάνεται μέσα σε αυτόν τον χώρο των “αιωνίων εχθρών”. Την πιστεύω, αλλά δυστυχώς οφείλω να πω ότι το ιδιαίτερο βάρος αυτής της εξαιρετικής μουσικού και καλής φίλης χρησιμοποιήθηκε –ερήμην όλων– για να διολισθήσουμε σε αυτήν την πολλά υποσχόμενη συναίνεση. Η Έλενα βρέθηκε υπερβολικά κοντά για να μπορέσει να διακρίνει το ρόλο που θα έπαιζε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. (γεια σου Έλενα, το ξέρεις πως όλα τα λέω για καλό, όπως κι εγώ ξέρω τις δικές σου καλές προθέσεις και εκεί, και παντού!)
Μα, θα μου πείτε, διυλίζεις τον κώνωπα; Ναι, οφείλω να το κάνω, γιατί η σχέση μας σήμερα με το γεγονός δεν μπορεί παρά να είναι Συμ-βο-λι-κή. Δηλαδή:
Ποια ήταν η πολύτιμη ευκαιρία που έμοιαζε να χάνεται;
(Εδώ είμαι σίγουρος ότι ο Νότης Μαυρουδής, που επωμίσθηκε χωρίς να το θέλει το βάρος της παραγωγής καθώς και το βάρος αυτής της παρεξήγησης, θα συμφωνήσει απολύτως μαζί μου):
Θα μπορούσαμε π.χ. με αφορμή αυτήν την έκδοση να καθίσουμε όλοι μαζί στο κοινό μας σαλόνι και να αναρωτηθούμε για την πραγματική μας ταυτότητα σήμερα. Προλαβαίνω να πω ότι αυτό το κοινό σαλόνι εύχομαι ολόψυχα να είναι το καινούργιο TaR που ανοίγει τα φύλλα, και τα φτερά του ελπίζω, στο χώρο του δικτύου, αλλά κυρίως –να μην το ξεχάσουμε– σε αυτιά που δεν είναι εθισμένα σε ιερατικές κορόνες: Ποιο παιδί σήμερα ειλικρινά καίγεται, πέραν του “για ιστορικούς λόγους”, για το φωτεινό (και επαγγελματικά) παρελθόν της κιθάρας στην Ελλάδα και αλλού;
Αυτή λοιπόν η ταυτότητα δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να στηριχθεί στο πατριαρχικό σχήμα της οικογένειας, που ακαριαία συμβόλισε το πάνελ της συνέντευξης. Τα παιδιά και τα εγγόνια της οικογένειας είναι ανάγκη να απογαλακτισθούν για να συνειδητοποιήσουν το πραγματικό και όχι το φαντασιακό της σχέσης τους με την κοινωνία, μέσα στην οποία προσπαθούν τη Μουσική τους. Και σ’ αυτό καλό είναι να βοηθήσουν και οι πατεράδες – αν θέλουν να είναι πραγματικά ειλικρινείς απέναντι στους μαθητές – παιδιά τους.
(Ελπίζω να μην υποκύπτω στον ανάλογο πειρασμό, και όλα αυτά να μην ηχούν –δάσκαλε που δίδασκες– με τη σειρά τους πατερναλιστικά! Αλλά δεν γίνεται παρά να συνεχίσω σ’ αυτό το ύφος, ζητώντας εξαρχής συγγνώμη απ’ τους καχύποπτους για ό,τι μοιάζει “διδακτικού” περιεχομένου).
Αυτή –συνεχίζω– η οικογένεια μένει να συνειδητοποιήσει ότι πραγματική δύναμή της είναι η πολυμορφία και όχι η ομοιογένεια. Αυτό που σε άλλους καιρούς θα λέγαμε Πρόσωπο. Και το Πρόσωπο δεν εκφράζεται δι' αντιπροσώπων. Εκφράζεται με τη συμμετοχή όλων στην εκκλησία του Δήμου, εφόσον η δυνατότητα υπήρξε. Με τη συμμετοχή όλων σε μια παλιομοδίτικη και χρονοβόρα μεν, άμεση όμως δημοκρατία.
Και προς τι άραγε η έμμεση προτροπή προς τη νέα γενιά να μιμηθεί ένα μοντέλο που όλοι μας ξέρουμε πως έχει πια πεθάνει και έχει θαφτεί, πράγμα που αποδεικνύεται περίτρανα από τις εξαισίως άγονες προσπάθειες όλων των “καλλιτεχνών” να αναθερμάνουν μια αγορά η οποία αδιαφορεί εδώ και χρόνια; Εύχομαι το Master Class να μην αποδειχθεί μια ακόμα τέτοια προσπάθεια.
Προφανώς άλλος είναι ο τρόπος που μένει να αναζητηθεί, και αυτό είναι που προεξέχει από τη διαπίστωση πως κανένα ξαναζεσταμένο φαγητό δεν καταναλώθηκε σε διάρκεια ακόμη και από τους πιο καλούς σεφ του χωριού μας (ίδε π.χ. το νέο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης). Γιατί να τρέξουμε προς ένα ήδη σηματοδοτημένο αδιέξοδο; Μόνο η αμηχανία μας θα το δικαιολογούσε!
Και εδώ θα υπαινιχθώ παρενθετικά και ένα “ηθικό” σκέλος που αναδύεται αβίαστα σε όσων τα μάτια είναι ακόμη ανοιχτά σε τέτοιες περιοχές: Υπάρχει αλήθεια μεγαλύτερου βάρους ανηθικότητα (αν υπάρχει τέτοια λέξη στο λεξιλόγιο της μεταμοντέρνας εποχής – και μιλώ για προσωπικό ήθος και όχι για κοινωνική ηθική) από αυτήν που τεχνηέντως υποχρεώνει έναν έφηβο, κάτω από το βάρος των καθρεφτισμάτων της πατρικής εξουσίας, να ορκιστεί πίστη σε μια οικογένεια που δεν είναι δική του; Αυτό ακριβώς είναι που, αφανώς, συμβαίνει και που αιμοδοτεί παροδικά τις σχολές μας όσο και τη συνολική κακοδαιμονία του κιθαριστικού χώρου – ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων των πατεράδων, που και οι ίδιοι πιστεύω είναι θύματα της ακαμψίας τους. Αλλά δεν είναι εδώ η ώρα για τέτοια ανάλυση.
(Πάντως, ακόμα κι έτσι, αυτή η αιμοδοσία είναι περιστασιακή, αφού όλοι ξέρουμε πως στηρίζεται αποκλειστικά στη συντεχνιακή νοοτροπία των κιθαριστικών φεστιβάλ και στη διαιωνιζόμενη ιεροποίηση προτύπων που λειτούργησαν σε μακρινούς τόπους και σε μακρινές εποχές).
Ας δεχτούμε πως κανείς (πλην των ειδικών) δεν ακούει πλέον κιθάρα –όπως άκουγε, ας πούμε, την εποχή του Νέου Κύματος– και σωστά! Αν σκύψουμε στη δική μας ταυτότητα ως Έλληνες, θα δούμε ότι σ' εμάς η κιθάρα είχε άλλες συναισθηματικές καταβολές. Υπήρξε πάντα το καθρέφτισμα του ήχου ενός άλλου οργάνου, είτε αυτό ήταν οι τζουράδες είτε το λαγούτο, είτε το μαντολίνο… Σ' εμάς έμοιαζε να είναι πάντα το όχημα ενός εσωτερικού τραγουδιού –ας το αναλογιστούμε, μήπως και αποφύγουμε τον, παραδόξως εμφανή πλέον, σκόπελο της υποταγής μας σε ό,τι εισάγεται. Η δύναμή της –και εδώ όπως και αλλού– είναι η εξομολόγηση, η αλήθεια, το ελάχιστο και το απαραίτητο και αυτό το ξέρανε βέβαια οι τροβαδούροι του ροκ, όχι όμως και ο Segovia με τους επιγόνους του (ας μην ακουστεί αυτό απόλυτο. Όλοι γνωρίζουμε την ακόμη ανεξιχνίαστης προέλευσης εμμονή του πατριάρχη πασών των γενεών να βάλει την κιθάρα στις αίθουσες συναυλιών ως όργανο ισότιμο με τα άλλα κλασικά όργανα. Το τι κερδήθηκε και το τι χάθηκε είναι μια μεγάλη κουβέντα!) Η αξία της –συνεχίζω– αναδεικνύεται στην περιοχή του ελάχιστου, και να γιατί η μόδα της συνέπεσε στην Ελλάδα με την καταιγιστική ροή των λίθων του ροκ και όχι πάντως με τις αλλαγές που πέτυχε ο αρχιερέας Andres, καλή του ώρα! Οι τεράστιας –ιστορικά και αντικειμενικά– αξίας μαθητές του (που είναι και η αφορμή της έκδοσης που συζητάμε) απλώς ήταν εδώ –και καλώς– για να χαρούν αυτή την ανέλπιστη άνοιξη! Τα παιδιά όμως που θα εισαχθούν σήμερα στην ιδιότυπη οικογένεια των κιθαριστών, έχουν να αντιμετωπίσουν είτε την αφανή ψυχολογική βία των παλαιοτέρων (δεν είναι εδώ ο τόπος για να αποσαφηνιστούν τα αίτια αυτής της βίας), είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων την υπόσχεση-καρότο για συμμετοχή σ’ αυτόν τον φαντασιακό οίκο της τέχνης, που θα τους χαρίσει αύριο μια εξασφαλισμένη θέση στην ανεργία και στην κοινωνική απαξία. Να ο λόγος που αυτά τα “παιδιά” ήταν οι πρώτοι που θα έπρεπε να έχουν Λόγο σε μια προσπάθεια “επανεκκίνησης”. Αισθάνονται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο πετσί τους τον φαύλο κύκλο της δικής μας αρτηριοσκληρωμένης οπτικής.
Συνήθως τα βάζουμε με την αμορφωσιά της κοινωνίας, ξεστρατίζοντας επιμελώς την οπτική μας από την ουσία, αρνούμενοι να ψελλίσουμε ότι το πρόβλημα αποδεικνύεται περίτρανα και αμιγώς δικό μας. Μείναμε απλά πίσω –ας το δούμε– και τώρα καμωνόμαστε τους Δον Κιχώτες μιας εξιδανικευμένης χώρας, χώρας φαντασιακής ασφαλώς! Γκρινιάζουμε σχεδόν απαξιωτικά για την αδυναμία τάχα του κοινού να αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία των έργων μας. Αλλά ξεχνάμε ότι εμείς –ακόμα και οι πιο αστοί από μας– μεγαλώσαμε σε έναν περιβάλλοντα χώρο λαϊκό, όπου το κοινό ήταν παντοδύναμο και δεν περίμενε από κανέναν να του υποδείξει τι πρέπει να θαυμάζει. Η κακοδαιμονία του κλασικού μουσικού (αφού κι εμείς ως ακραιφνείς επαρχιώτες τέτοιοι θελήσαμε να είμαστε – και να η αρνητική συμβολή του Segovia!) είναι ότι μιλά στο ακροατήριό του από καθέδρας, δεν ενδιαφέρεται να ταυτιστεί με τις ανάγκες του κοινού, ακόμη και να τολμήσει μια μικρή φιλοφρόνηση. Γι' αυτό και ο κόσμος τον εκδικείται. Αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού στις μεγάλες αίθουσες της Αθήνας, που αναζητούν εναγωνίως εδώ και δεκαετίες τους πραγματικούς του πελάτες, παρ’ όλη τη γενναιόδωρη οικονομική (και υποχρεωτική) ενίσχυση όλων μας.
Μα εμείς θέλουμε πράγματι να είμαστε αυτού του είδους οι μουσικοί; Οι δικές μας ρίζες κάπου αλλού δεν ακουμπάνε; Τι να κάνουμε, η ψυχή αυτού του ταλαίπωρου οργάνου είναι λαϊκή. Με εξαίρεση κάποια λίγα έργα, που κι αυτά λαμβάνουν υπόψη τους αυτό το καπρίτσιο της φύσης της, η κιθάρα φτιάχνει πάντα ένα σκίτσο, μια σκιαγράφηση αυτού που θες να πεις. Σε ωθεί στο βασικό, στο απαραίτητο, και γι' αυτό πολλοί φοβούνται να γράψουν για αυτήν. Το σκίτσο βλέπετε αποκαλύπτει τη φτώχεια του περιεχομένου όταν είναι έτσι! Η κιθάρα δεν μπορεί να κοροϊδέψει: αποκαλύπτει το φτηνό, αυτή είναι η δουλειά της.
Το θέμα λοιπόν για μας –για να επιστρέψω– δεν είναι να τρέξουμε μήπως κι αρπάξουμε κάτι απ’ τα ψίχουλα μιας πίτας που δεν φτάνει για όλους (και που σε τελευταία ανάλυση δεν μας αρέσει). Δουλειά μας είναι να επιχειρήσουμε μια δοξαστική επιστροφή (εδώ θα έχουν αντιρρήσεις οι κλασικίζοντες φίλοι) σε αυτό που ήταν πάντα το κοινό μας: έναν κόσμο που έχει ανάγκη την εξομολογητική, ανθρώπινη διάσταση. Που ονειρεύεται με τον ήχο της κιθάρας, γιατί αυτός του θυμίζει εξακολουθητικά πως στην Ελλάδα η εξωστρέφεια συνοψιζόταν πάντοτε στην εικόνα της οικογένειας όπως αυτή καθόταν κάποτε στα πεζοδρόμια των επαρχιακών πόλεων και συζητούσε. Ίσως και να τραγουδούσε. Στην Ελλάδα το κοινό παραμένει μέλος εκείνης της εξωστρεφούς παρέας! Και η δύναμη εκείνης της παρέας ήταν πάντοτε η συνεισφορά ενός εκάστου, μέσω της ετερότητας και όχι της ομοιομορφίας.
Για να σε εμπιστευθεί λοιπόν αυτό το δύσκολο κοινό, πρέπει κατ’ αρχήν να πεισθεί ότι δεν το κοροϊδεύεις. Ότι λειτουργείς μέσα του, δεν το διδάσκεις – και ας λένε οι δυτικόστροφοι φωστήρες μας. Να καταλάβει ότι είσαι ικανός και άξιος να εκφράσεις εκείνο που είναι δικό του και που το ίδιο δεν έχει τον τρόπο να το κάνει. Γι' αυτό σε πληρώνει. Γι' αυτό σε χρειάζεται. Μόνο γι' αυτό θα σε ακολουθήσει. Αυτό όμως προϋποθέτει το να ζεις μέσα του και όχι στον χρυσοποίκιλτο πύργο μιας τέχνης απονευρωμένης.
Αυτή η καινούργια οπτική του παλαιού μπορεί να μας φοβίζει σήμερα, αλλά είναι ίσως η μόνη που δυνάμει περιέχει ένα μικρό κομμάτι μέλλοντος. Όλα τα υπόλοιπα είναι μνημόσυνα, είναι η αδυναμία μας να πενθήσουμε την εποχή που πέρασε και δεν μας έχει μέσα της πλέον.
Αν σταματήσουμε να ρίχνουμε άσφαιρες ομοβροντίες κατά της απεχθούς αμορφωσιάς των άλλων, ίσως αναρωτηθούμε τι έχουμε εμείς να δώσουμε. Ποιο χέρι μας είναι έτοιμο να απλωθεί για να βοηθήσει αυτόν που έχει ανάγκη τη μουσική μας στην καθημερινότητά του και όχι στην υπηρεσία των σχημάτων της ματαιοδοξίας μας.
Το πρόβλημα είναι έτσι κι αλλιώς γενικευμένο. Σιγά σιγά κανείς δεν θα ακούει πια μουσική, και αυτό διαφαίνεται στην ανάγκη της έλευσης των πολυμέσων σε κάθε περιοχή της επικοινωνίας. Άρα για ποιον νεκρό μιλάμε; Ο δικός μας νεκρός είναι πολύ μικρός για να ασχοληθεί κανείς μαζί του.
Ίσως ό,τι είναι επαναστατικό σήμερα, να είναι η πρόσβαση με τιμιότητα στη νεότερη γενιά, η φιλοδοξία μας να πυροδοτήσουμε μια παρθένα δυναμική, να ενθουσιάσουμε (θυμίζω την ετυμολογία του ρήματος: εκ του “ένθεος”), να πλησιάσουμε με εμπιστοσύνη στο ότι εκεί βρίσκεται η μήτρα του μέλλοντος καθώς και στο ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εναποθέσουμε το δικό μας φωτεινό σπέρμα σ’ αυτήν. Με τιμιότητα όμως. Γιατί βλέπω να φτάνει –έφτασε κιόλας– η εποχή που όλοι οι μικροαστικής νοοτροπίας σύμμαχοί μας θα κονταροχτυπηθούν για μια θέση στο δημόσιο πανεπιστήμιο, πλειοδοτώντας σε διπλώματα παρά σε αξία, σε αποθησαυρισμένες και εξαργυρώσιμες ώρες “εκμάθησης”, παρά σε μοναστικού ήθους ώρες ενδοσκόπησης, που θα τους φανερώσουν το ουσιαστικό και το καίριο που είναι να μεταλαμπαδευτεί μέσω της Μουσικής. Προτείνω να πολεμήσουμε με κάθε μέσο αυτή τη φτωχή οπτική. Μια τέτοια πολεμική θα νοηματοδοτούσε ακαριαία όλα τα χρόνια ενασχόλησής μας με μια περιοχή που θέλει να ευαγγελίζεται την πνευματικότητα.
Συνοψίζοντας: Το “πατριαρχικό” (πατερναλιστικό κατά τους πιο καχύποπτους φίλους) σχήμα της συνέντευξης Τύπου ήταν το τελευταίο πράγμα που ήλπιζα να δω στη γιορτή αυτής της έκδοσης, που μέσα από τους συμβολισμούς της ωθεί σε μια πραγματική επανεκκίνηση της μηχανής που μας περιέχει. Τουλάχιστον να μην μας περιέχει ερήμην μας.
Παράλληλα αποδεικνύεται –το είπα ήδη έμμεσα– ότι η συνέντευξη δεν θα έπρεπε να γίνει στο μέγαρο, ένα χώρο φορτισμένο αρνητικά από εκείνα ακριβώς τα προβλήματα που μας βαραίνουν. Θα έπρεπε να έχουμε τη γενναιότητα να πούμε ότι ο δικός μας χώρος είναι άλλος – έτσι ξεκινά κάθε μικρή επανάσταση. Ένα μικρό καφενείο, στο οποίο καθόμαστε όλοι μαζί όπως στις καλές παρέες, με τέσσερις καρέκλες ο καθένας αν θέλει, και κουτσομπολεύουμε τα του οίκου μας. (Αυτό τείνω να πιστέψω ότι θα ήταν ελκυστικό ακόμη και για τους απόντες δημοσιογράφους, αφού θα τους δίναμε το έναυσμα να διαισθανθούν την αξία της κίνησης και παράλληλα την αξία τη δική μας, την οποία σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε η ανάγκη να διατυμπανίσουμε φορώντας επίσημα ρούχα, που παρεμπιπτόντως μας στενεύουν!)
Η συναίνεση υπήρξε παρ' όλα αυτά η ιδεολογική βάση της παρουσίασης. Ωραίο, εορταστικό εγχείρημα, αλλά δεν υπήρχε ουδείς λόγος να παρακαλούμε για να αγοραστεί κάτι που έχει αξία – αν έχει. Και έχει! Αλλά εμείς αλλού κοιτούσαμε. Ήδη από τη συνέντευξη φάνηκε το φτωχό του πράγματος ως προσμονή. Δεν πιστέψαμε στην έκδοση, παρόλο που αυτή υπήρξε η πρώτη ιστορικά “ακτινογραφία” της οικογένειας, και μια πρώτη ευκαιρία ανασυγκρότησης. Δεν το είδαμε καθαρά αυτό, δεν προτείναμε ένα καινούργιο σχήμα, και μάλιστα δεν περιείχαμε εξ αρχής αυτήν την πρόθεση, εξ ου και κάποιοι απείχαν με καχυποψία από τη “φωτογραφία”, προτιμώντας την ασφάλεια της ιδιωτείας, το “πού να μπλέκω τώρα!”. Ακόμα και το εξώφυλλο φόβισε με το χρυσόμαυρο φράκο του. Όχι, δεν είχαμε καθαρό βλέμμα. Μόνο μια δυνατότητα συμβολική έμεινε στο περιθώριο, που κι αυτή σπαταλήθηκε αβίαστα. Ίσως όμως να μην είναι αργά.
Ένα μικρό χωριό στ’ αλήθεια είμαστε. Θα θέλαμε ίσως να είμαστε ένα μικρό γαλατικό χωριό –όπως του Αστερίξ και του Οβελίξ– που αντιστέκεται στην αθλιότητα της επέλασης του αντιπνευματικού, που είναι η ρωμαϊκής φιλοσοφίας οπτική της εποχής, οπτική που εισάγεται τεχνηέντως. Τουλάχιστον να μην αναπαράγεται και από μας τους ίδιους.
Όμως μιλάμε για γαλατική αντίσταση, ενώ η πραγματικότητά μας είναι αυτή της ρωμαϊκής λεγεώνας! Ο φόβος και η ομογενοποίηση. Η κοινή στολή, τα ίδια όπλα, το ίδιο ακαθόριστου στόχου ύφος και η αναμονή του φύλλου πορείας: άλλοι θα αποφασίσουν για τις μάχες μας!
Σας θυμίζω όμως ότι εκείνο το γαλατικό χωριό της εφηβείας μας ήταν στηριγμένο στο ανομοιογενές, στον καβγά που γιορταζόταν διονυσιακά, στην τρέλα, στην ετερότητα κάθε μέλους, και όλοι στο τέλος είχαν της ίδιας βαρύτητας λόγο. (Αν έλειπε ένα πετραδάκι από το ψυχικό παζλ αυτής της τοιχογραφίας, το συνολικό οικοδόμημα θα κατέρρεε). Κι οι πρωταγωνιστές της περιπέτειας ενσωματώνονταν ισότιμα στο τελικό τσιμπούσι, γιατί κι ίδιοι ξέρανε ότι χωρίς τον ισχυρό ιστό της ανομοιογενούς οικογένειας, που την έδενε απλά ο κοινός σκοπός, και στης οποίας τους κόλπους πάντα στο τέλος θα επιστρέφουν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ταξίδι. Μέσα στην οικογένεια-πατρίδα δοκιμαζόταν η αξία του ταξιδιού, όσο μοναχικό κι αν ήταν αυτό. Αλλιώς θα διέπραττε κανείς το αμάρτημα να θεωρήσει τον εαυτό του παντοδύναμο, ικανό για κορυφαίες μοναχικές μάχες. Τίνος πράγματος υπεραναπλήρωση θα ήταν αυτό άραγε;
Αλλά αυτή ακριβώς είναι η κατάρα που έχουμε ως λαός. Κι εμείς –συνεπείς έως εσχάτων στη συλλογική παράνοια– το ίδιο σχήμα προσπαθούμε να αναπαράγουμε στα δικά μας. Γιατί να μας εμπιστευτεί κανείς; Το ένστιχτο του κόσμου είναι ίσως το μόνο που ακόμα περιέχει ψήγματα υγείας. Γι' αυτό μας εκδικείται.
Η Μουσική η ίδια συμβολίζει το απαραίτητο. Εμείς με τη σειρά μας ξεχασμένοι, εναρμονισμένοι στον εσωτερικό ρυθμό μιας συλλογικής υπνηλίας, αποζητούμε τον επαρχιωτισμό, ο οποίος –ας το παραδεχτούμε– εκφράζεται διάφανα στο σχήμα του μεγάρου, που αναπαράγει ξένα στην ψυχή μας αρχέτυπα, τρομαχτικά όσο και κενά νοήματος: μεγάλοι μουσικοί, μεγάλες ορχήστρες, μεγάλοι μαέστροι… Ο πληθωρισμός της ρωμαϊκής “μεγαλοσύνης” κατακλύζει τη μικρή μας καθημερινότητα και μας αποκοιμίζει όλο και περισσότερο.
Όχι. Η δύναμή μας αναπνέει ακόμα στις ρίζες της δικής μας ευρείας ανατολής, έτσι όπως όλοι κάποια στιγμή της μαθητείας μας στην Ελλάδα τη διαισθανθήκαμε (και θα πω αμέσως, για να μην παρεξηγηθώ, ότι μιλάω για μια Ελλάδα όπως την αντιλαμβάνεται το βλέμμα του Ελύτη και κάθε επιγόνου του)΄. Και σ’ αυτή την Ελλάδα που γνωρίσαμε δεν υπάρχει μεγάλο με τρόπο ποσοτικό. Μεγάλο είναι απλά το “…μικρό τριζόνι…” με το οποίο η ζωή “…στη νύχτα μέσα των αφρόνων… κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου”. Σ’ αυτή την εσωτερική Ελλάδα –όπως και σε κάθε πνευματικό τόπο– τη στιγμή που φωνασκείς για το Μεγάλο, αυτό σου γυρνάει την πλάτη. Γι' αυτό οι προσευχές γίνονται κατ’ ιδίαν, και γι αυτό ο Μπαχ χρειαζόταν μόνο την εύνοια του θεού του για να φτιάχνει τη μουσική του. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές το να αναζητήσουμε τη βάση της δικής μας αξίας στο καθρέφτισμα των πράξεών μας στη Δύση. Αυτή μπορεί να κατανοήσει –εκτός εξαιρέσεων– μόνο το δικό της το καθρέφτισμα. Αντιθέτως, μια ελληνικότητα με αυτοπεποίθηση, μια στάση ζωής που περιέχει τη δική μας οπτική στον κόσμο και που την ενσωματώνει για αρκετό διάστημα ώστε να παράγει έργο και απογόνους, είναι αυτό που έχουμε ανάγκη. Αλλά είναι και η μόνη μας διέξοδος.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή θα γκρινιάζουμε που δεν μας βάζουν στο παιχνίδι τάχα, όπως κι εγώ στην αρχή θα πιστέψατε πως έκανα! Ελπίζω τώρα να έγινε κατανοητό πως άλλος ήταν ο στόχος μου. Επίσης ελπίζω ότι τον άγγιξα στοιχειωδώς, έστω και με κλειστά τα μάτια. Μια κυκλική φλυαρία ήταν ένα λάθος που επέτρεψα στον εαυτό μου, αφού εκείνο που θα μπορούσα για τώρα να κάνω είναι να θέσω ερωτήματα σε μορφή νυχτερινών πυροτεχνημάτων, αδέσποτα, αμήχανα, ερωτήματα όμως που πιστεύω πως απασχολούν όλους μας και που περιμένουν τον χρόνο τους για να απαντηθούν. Έτσι, κάθε εκκρεμότητα θα λυθεί σε κάποια επόμενα –με το καλό– κείμενα, αφού το θέμα είναι βέβαια τεράστιο και όχι αμιγώς κιθαριστικό, απλώς αφήνει τα συμπτώματά του και στο χώρο της κιθάρας. Και το TaR, όπως ευαγγελίζεται ήδη στην προμετωπίδα του, είναι ένα περιοδικό με αφορμή την κιθάρα!
Υστερόγραφο
Θα ήθελα να προσθέσω ότι αυτό το κείμενο αφιερώνεται εκ των πραγμάτων στον Νότη Μαυρουδή, επειδή χωρίς να το θέλει μου έδωσε την αφορμή του. Επίσης επειδή χωρίς να το θέλω εγώ ο ίδιος, τον χρησιμοποίησα για να μιλήσω για κάτι που υπερβαίνει βέβαια τις ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες μιας συνέντευξης, ενός δίσκου κ.λπ. Του ζητώ δημόσια συγγνώμη για αυτό. Ξέρω ότι στη θέση του θα έκανα ακριβώς τα ίδια, γιατί κάποτε προέχει η διατήρηση μιας δύσκολης ισορροπίας, έργο επίσης θεάρεστο, όσο θεάρεστο είναι το να πουλήσεις ένα κομμάτι της ψυχής σου στο διάβολο προκειμένου να θρέψεις το παιδί σου – και εδώ το παιδί είναι παιδί όλων μας! Ελπίζω ότι αυτή η (ασφαλώς καλοπροαίρετη) κριτική θα κάνει την αρχή ώστε και στο μέλλον κάθε αμάρτημά μας να “εξαγνίζεται” μέσα στο κουτσομπολιό του δικού μας καφενείου.
Γιώργος Μουλουδάκης
mouloudakis@tar.gr
(Αύγουστος 2006)