ΑΝΤΡΕΣ ΣΕΓΚΟΒΙΑ
Κριτική τεκμηρίωση των δυο ρεσιτάλ που έδωσε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1951
Ο σπουδαίος Ισπανός κιθαριστής Αντρές Σεγκόβια στη διάρκεια του εξαιρετικά μεγάλου και καρποφόρου μουσικού βίου του, επισκέφτηκε δυο φορές την Αθήνα για να προσφέρει απτά και άμεσα δείγματα της μοναδικής τέχνης του. Η πρώτη φορά ήταν το 1931. Δυστυχώς δεν έχουμε εντοπίσει μέχρι σήμερα δημοσιεύματα (δημοσιογραφικά ή κριτικά) τα οποία να τεκμηριώνουν το γεγονός. Αν υπάρχουν θα είναι σίγουρα πολύ ενδιαφέροντα, ακόμη και ως απλά σχόλια, μια και εκείνη την εποχή η κιθάρα, ως κλασικό όργανο, ήταν παντελώς άγνωστη στη χώρα μας. Ο Σεγκόβια επανέκαμψε στη χώρα μας, παγκοσμίως καταξιωμένος πλέον, τον Δεκέμβριο του 1951, εποχή κατά την οποία επίσης η κλασική κιθάρα αποτελούσε για τους Έλληνες terra incognita – οι δυο πατριάρχες της ελληνικής κιθαριστικής τέχνης Γεράσιμος Μηλιαρέσης και Δημήτρης Φάμπας, μόλις πριν λίγα χρόνια είχαν δώσει τα πρώτα τους ρεσιτάλ, ο Φάμπας μάλιστα εκτός Αθηνών (Αλεξανδρούπολη, 1948). Τον Δεκέμβριο του 1951 ο Αντρές Σεγκόβια έδωσε στην Αθήνα δυο ρεσιτάλ, ενώπιον πολυπληθούς και ενθουσιώδους ακροατηρίου. Ερανιστήκαμε από το αρχείο μας τρεις κριτικές οι οποίες τεκμηριώνουν το γεγονός. Τις υπογράφουν δυο από τους επιφανέστερους κριτικούς μουσικής της εποχής – αν όχι οι επιφανέστεροι -, και οι δυο εφοδιασμένοι με εξαιρετική μουσική παιδεία, γεγονός το οποίο προσδίδει αδιαμφισβήτητο κύρος στο λόγο τους. Πρόκειται για την Αλεξάνδρα Λαλαούνη (1894-1974), ο κριτικός λόγος της οποίας δημοσιευόταν τότε στην εφημερίδα Η Βραδυνή, και τον Μίνωα Δούνια (1900-1962), ο οποίος συνεργαζόταν τότε με την εφημερίδα Η Καθημερινή. Τα κείμενά τους, λόγω και της ιδιαιτερότητας του γεγονότος, είναι περισσότερο ενημερωτικά παρά κριτικά. Οι κριτικές τους εκτιμήσεις πάντως ταυτίζονται και υμνούν αμφότεροι το μεγαλείο και τη μοναδικότητα του κιθαριστή· ακόμη και όταν αυτός ερμηνεύει τις μεταγραφές του σε έργα του Μπαχ ή άλλων συνθετών της εποχής του μπαρόκ. Δεν είχαν βλέπετε τότε αναπτυχθεί ακόμη, και κυρίως δεν είχαν διαδοθεί, οι θεωρίες για την αυθεντικότητα των ερμηνειών της παλιότερης μουσικής κλπ., κλπ. Ο Νικολάους Χάρνονκουρτ και οι ομοϊδεάτες του αργότερα έκαναν τη … ζημιά. Τα προγράμματα των δυο ρεσιτάλ δυστυχώς δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη. Από τα συμφραζόμενα των κριτικών σχολίων πάντως συμπεραίνεται ότι το πρώτο τουλάχιστον ρεσιτάλ, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Ολύμπια» - το δεύτερο πραγματοποιήθηκε σε άλλο χώρο, στο θέατρο «Κεντρικόν» - ήταν τριμερές. Εντύπωση προκαλεί η προοδευτική γλώσσα – σκεφτείτε την εποχή – την οποία χρησιμοποιούν αμφότεροι οι κριτικοί. Τέλος γεννιούνται αμφιβολίες για την ακριβή μεταφορά των στοιχείων που προέκυψαν από τη συζήτηση του Σεγκόβια με την Αλεξάνδρα Λαλαούνη (δες δημοσίευμα της 22ας Δεκεμβρίου). Αλλιώς έχουν τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα (δες, εν προκειμένω, το επίκουρο του αφιερώματος με τίτλο «Δυο φωτογραφίες και δυο ηχογραφήματα»). Σας μεταφέρουμε λέξη προς λέξη τα γραφόμενά τους. Αυτονόητο είναι ότι κατά την αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία των πρωτοτύπων· όχι όμως και το πολυτονικό τους καθ’ όσον κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολα εφικτό. Σημειώνεται επίσης ότι τα αποσιωπητικά (…) στα κείμενα της Αλεξάνδρας Λαλαούνη, τα οποία αφορούν τον Σεγκόβια, έτσι έχουν τεθεί στα πρωτότυπα και δεν υπαινίσσονται ενδιάμεσα παραληφθέντα
Μάιος 2007
Ο αυτουργός και … αντιγραφέας
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
gbmonem@tar.gr
ΜΙΝΩΣ ΔΟΥΝΙΑΣ
ΜΟΥΣΙΚΟΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΒΔΟΜΑΣ
Andres Segovia. «Διδώ και Αινείας». Β. Κολάσης – Ι. Παπαδόπουλος. Η Συμφωνική (διεύθυνσις: Henry Baud)
(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18.12.1951)
Η κιθάρα, το ταπεινό όργανο της ταβέρνας και της καντάδας, έζησε κάποτε καλύτερες ημέρες. Διάδοχος του αρχοντικού ισπανοϊταλικού λαούτου, είχε ως τα μέσα του 18ου αιώνος περίοπτη θέση στα σαλόνια της δυτικής αριστοκρατίας και ονομαστοί ζωγράφοι της εποχής εκείνης, όπως ο Watteau και ο Boucher, την έχουν αποθανατίσει στα χέρια ευγενών. Έκτοτε η προοδευτική έκπτωσις του οργάνου, από τα πλαίσια της υψηλής κοινωνίας στα χαμηλότερα λαϊκά στρώματα, συμβαδίζει με την παρακμή και της δημιουργικής παραγωγής. Η σύνθεσις κιθαριστικών έργων, που γνώρισε παλαιότερα εκπληκτική άνθηση, ήδη στον Μπαχ έχει περιφερειακή σημασία, ακόμη δε λιγώτερο ελκύει το ενδιαφέρον των κλασσικών, και μόνον με τους πρώτους ρωμαντικούς παρουσιάζει αμυδράν αναλαμπήν για να συνεχιστή ως τις μέρες μας από την ισχνή μούσα ασήμων μάλλον συνθετών.
Στα πλαίσια της γενικής αυτής παρακμής του οργάνου και της φιλολογίας του στην εποχή μας, το φαινόμενον Σεγκόβια αποκτά βαθύτερη ακόμη σημασία. Ο ασύγκριτος Ισπανός κιθαρίστας, μοναδικός εις τελειότητα, καλλιτέχνης χωρίς προδρόμους και πιθανόν χωρίς συνεχιστάς της ιδιόμορφης τέχνης του, διαψεύδει, θα έλεγα, και αυτούς ακόμη τους νόμους της ιστορικής εξελίξεως. Αναβιώνει το λησμονημένο πνεύμα, την παλιά δόξα της κιθάρας και επιβάλλει τους απαλούς της φθόγγους σ’ έναν κόσμο εξουθενωμένον από την βιαιότητα και την τραχύτητα της σύγχρονης ηχητικής αισθητικής. Εκμεταλλεύεται ως τις τελευταίες πιθανότητες το εξοχώτερο χάρισμα του οργάνου: την αμεσότητα επαφής δακτύλων και χορδής και «ενορχηστρώνει» με πλούτο φωτοσκιάσεων, ανέφικτων στο σύγχρονο πιάνο και από τον πιό ευαίσθητο ακόμη καλλιτέχνη.
Αλλά ο Σεγκόβια δεν επιβάλλεται μόνο σαν μοναδικός κιθαριστής. Προκαλεί τον θαυμασμό και σαν εξαίρετος μουσικός. Ερμηνεύει τα πολυπλοκώτερα έργα με την αυτονόητη εκείνη φυσικότητα που μένει αναφαίρετο προνόμιο των ολίγων. Συνδυάζει ελευθερία και αυστηρότητα ρυθμού, ποιητική φαντασία με την υποταγή στο πνεύμα των κειμένων σ’ ένα προσωπικό ύφος από τα σπανιώτερα ανάμεσα στους μεγάλους μουσικούς δεξιοτέχνας της εποχής μας, ανεξαρτήτως οργάνου.
Η ωριμότης μουσικής αντιλήψεως ωδήγησε τον Σεγκόβια στην αναζήτηση έργων του 16ου και 17ου αιώνων, της μεγάλης εποχής του λαούτου και της κιθάρας. Στην απέριττη αρχιτεκτονική των παλαιών αυτών αριστουργημάτων φανερώνεται καθαρά η κατ’ εξοχήν χαρακτηριστική ιδιότης του οργάνου: η δυνατότης πολυφωνικής εκφράσεως, την οποίαν αναπτύσσει ο Σεγκόβια σε απίθανο βαθμό τελειότητος.
Χάρις στις προσπάθειες του Καλλιτεχνικού Γραφείου Αθηνών γνωρίσαμε μια από τις μοναδικώτερες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της εποχής μας. Η εμφάνισις του μεγάλου κιθαρίστα αποτελεί γεγονός αλησμόνητο στα μουσικά χρονικά των Αθηνών.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΑΛΑΟΥΝΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΔΗΜ. ΛΕΒΙΔΗ – Ο κιθαριστής Ανδρέας Σεγκόβια
(Η ΒΡΑΔΥΝΗ 15.12.1951)
Δύο είναι τα μουσικά γεγονότα αυτής της εβδομάδος, που έτυχαν μάλιστα την ίδια μέρα – Δευτέρα – αλλά ευτυχώς με τέτοια διαφορά ώρας, ώστε μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε και τα δυό: Στον «Παρνασσό» μια ομάδα εκλεκτών καλλιτεχνών ετίμησε τη μνήμη του εξαιρετικού εκείνου ανθρώπου και συνθέτη, που η ελληνική μουσική ζωή έχασε τόσο ξαφνικά πέρυσι, του Δημητρίου Λεβίδη…
Το ίδιο βράδυ στα «Ολύμπια» ο μεγάλος κιθαριστής Ανδρέας Σεγκόβια. Κιθαριστής… Μα ο Σεγκόβια, πάνω από μεγάλος κιθαριστής, είναι ένας μεγάλος μουσικός κι’ ένας μεγάλος καλλιτέχνης, που θα ήταν το ίδιο μεγάλος όποιο όργανο κι’ αν έπαιζε. Γιατί, ξέχωρα απ’ την άφθαστη τεχνική του, είναι η ψυχή του, μια ψυχή γεμάτη καλωσύνη και ομορφιά, που εκφράζεται με τις χορδές της κιθάρας του, κι’ η τεχνική του δεν είναι μια ψυχρή και εξωτερική τεχνική, αλλά δεμένη σφιχτά με τις ψυχικές διαθέσεις και τον πνευματικό πλούτο του καλλιτέχνη. Σαν τέτοιο σφιχτοδέσιμο τεχνικής και ψυχικότητας βλέπω τον μαγικό σε ομορφιά ήχο του, που παίρνει τόσα χρώματα, τέτοια αφάνταστη ποικιλία… Θάθελα ν’ άκουγαν τον Σεγκόβια όλοι οι νέοι μας καλλιτέχνες – τραγουδιστές, πιανίστες, βιολιστές, όλοι – για να καταλάβουν τι θα πει «ηχητικό κάλλος», τι θα πει «ομορφιά ήχου». Γιατί δεν είναι μόνο οι χορδές της κιθάρας – κάπου το είδα γραμμένο – που προσφέρονται στην ομορφιά και την ποικιλία του ήχου. Όλα τα μουσικά όργανα – όλα ανεξαιρέτως και πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη φωνή – προσφέρονται σ’ αυτήν την ομορφιά, φθάνει να την ανακαλύψη κανείς…και να την χρησιμοποιήση σύμφωνα με το περιεχόμενο του έργου που εκτελεί. Σου κάνει βαθύτατη εντύπωσι ο τρόπος – ο σεβασμός, η απλότης, η ειλικρίνεια, το «δόσιμο» όλου του εαυτού του – που πλησιάζει ο Σεγκόβια τα έργα που ερμηνεύει και που τις δυσκολίες τους, έτσι που τα εκτελεί, δεν σ’ αφίνει καν να δης, γιατί σε παρασύρει και σου μεταδίδει την πιο αγνή συγκίνησι. Έργα παλαιών συνθετών όπως του Μίλαν (1535), του Ντε Βίσσε, που ήταν κιθαριστής στην αυλή του Λουδοβίκου 14ου, του Σορ, του Ραμώ, του Σκαρλάττι, ως τον μεγάλο Μπαχ… Γιατί υπήρξε εποχή που η κιθάρα δεν ήταν το περιφρονημένο όργανο που κατάντησε σήμερα και πολλοί μεγάλοι συνθέτες έγραφαν για τους μεγάλους κιθαριστές της εποχής, που σήμερα, μόνος στον κόσμο συνεχίζει ο Σεγκόβια. Ο Μπαχ έχει αφήσει πολλά έργα γραμμένα για λαούτο κι’ ένα απ’ αυτά – «Σιτσιλιάνα και Μπουρέ» - μας έπαιξε με την θαυμαστή του τέχνη ο Σεγκόβια. Σύγχρονοι συνθέτες, όπως ο Ισπανός Τουρίνα και ο Βραζιλιανός Βίλλα Λόμπος, γράφουν για τον Σεγκόβια… Τα έργα τους, μαζί με συνθέσεις Γρανάδος και Αλμπένιθ, που περιείχε το τρίτο μέρος του προγράμματος, παρέσυραν τους ακροατάς σε παραλήρημα ενθουσιασμού – όπως άλλωστε κι’ όλα τα έργα του προγράμματος.
Ένα μουσικό «γεγονός» από τα πιο μεγάλα στον τόπο μας η εμφάνισις του Ανδρέα Σεγκόβια. Μια αληθινά ευτυχισμένη βραδυά, που χρωστάμε στο Καλλιτεχνικό Γραφείο Αθηνών.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΑΛΑΟΥΝΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
«ΔΙΔΩ ΚΑΙ ΑΙΝΕΙΑΣ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ – Ο ΣΕΓΚΟΒΙΑ ΚΑΙ Η ΚΙΘΑΡΑ ΤΟΥ
(Η ΒΡΑΔΥΝΗ 22.12.1951)
Δεύτερο και δυστυχώς τελευταίο ρεσιτάλ του Σεγκόβια, του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, συγκέντρωσε στο «Κεντρικό» αυτή τη φορά, αρκετό κόσμο. Ό, τι και να πη κανείς για τις μαγευτικές ερμηνείες του Σεγκόβια είναι λίγο. Η κιθάρα στα χέρια του, τραγουδάει, αναστενάζει, δημιουργεί κόσμο ολόκληρο, μιλάει κατευθείαν στην καρδιά, παίρνοντας δική της ζωή, δικό της παλμό, απ’ τα θεϊκά δάκτυλα του καλλιτέχνη, που διοχετεύουν στις άψυχες χορδές όλη την μεγάλη ψυχή, όλη του τη μεγάλη καρδιά…
Το ν’ αναφέρω όλα τα έργα του προγράμματος θάταν περιττολογία, γιατί, όλα, από τα πιο παληά ως τα πιο «μοντέρνα», που τα περισσότερα είναι γραμμένα ειδικά για τον Σεγκόβια, ερμηνεύονται με άφθαστη τελειότητα ύφους και εκφράσεως. Ως τόσο μένω ιδιαίτερα εκστατική μπροστά στις ερμηνείες του τού Μπαχ – Σαραμπάντα και Μπουρέ, γραμμένα αρχικά για λαούτο – ερμηνείες γεμάτες από πνευματικότητα και εσωτερική έντασι.
Ας μη νομίσουν οι ακροατές του Σεγκόβια πως η κιθάρα του είναι ένα ιδιαίτερα φτιαγμένο όργανο. Είναι μια απλή, καλή κιθάρα, φτιαγμένη σ’ ένα εργοστάσιο μουσικών οργάνων του Μονάχου. Ο ίδιος ο Σεγκόβια μου διηγήθηκε την ιστορία της. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στην πατρίδα του, στην Ισπανία, παιδί ακόμα δέκα τεσσάρων ετών, και κατέπληξε με την τέχνη του, είχε μια συνηθισμένη καλή κιθάρα του τόπου του. Μ’ αυτή την κιθάρα ξεκίνησε και κατέκτησε τον κόσμο. Στα 1923, όταν έδινε ένα ρεσιτάλ στο Μόναχο, του παρουσιάσθηκεν ο οργανοποιός Χανς Χάουζερ και εζήτησε να ιδή την κιθάρα του. Ο Σεγκόβια του την άφησε για λίγες ώρες. Μετά ένα έτος ο καλλιτέχνης βρισκόταν στην Ελβετία, όταν έλαβε από τον Χάουζερ μια κιθάρα. «Ήταν πανομοιότυπο της δικής μου – διηγείται ο Σεγκόβια – αλλά δεν είχε φωνή, δεν είχε ψυχή». Του την επέστρεψε. Ο οργανοποιός επέμενε. Μετά ένα έτος έστειλε στον Σεγκόβια δεύτερη κιθάρα, που όμως του επεστράφη κι αυτή για τον ίδιο λόγο: «Δεν είχε ψυχή». Και το «παιχνίδι» αυτό επανελήφθη επί … έντεκα ολόκληρα χρόνια! «Η γερμανική επιμονή νίκησε – μου λέει χαμογελώντας ο Σεγκόβια. Δέκα κιθάρες του επέστρεψα. Στο τέλος, στα 1934, ο Χάουζερ μου έστειλε αυτή την κιθάρα που παίζω τώρα και που μ’ έκανε να πετάξω την παληά…».
Η «ψυχή» των μουσικών οργάνων είναι αλήθεια κάτι το μυστηριώδες και το ανεξερεύνητο… Η κιθάρα του Σεγκόβια δεν παρουσιάζει στο μάτι καμμιά διαφορά από μια οποιαδήποτε κιθάρα. Έχει όμως την «ψυχή της». Κι’ όταν την ψυχή αυτή αγγίζουν τέτοια δάκτυλα, γίνεται το θαύμα..
Χτές απόγευμα στο «Ολύμπια» ο έξοχος Andrés Segovia. Το χτύπημα του ξύλου της κιθάρας, ανάμεσα στους ήχους από τις χορδές που σε φέρνουν σε μουσικές άλλων καιρών και άλλων τόπων. Αυτό το ξερό χτύπημα που μοιάζει με ξαφνικό και γρήγορο ξεγύμνωμα βίαιο ή εκούσιο, αδιάφορο, αλλά χωρίς τη δισταχτική ντροπή που είναι φωλιασμένη σε κάθε σώμα. Ίσως τούτο το αίσθημα να με οδηγεί σε μια κατάσταση πρωτόπλαστου (πριν από την αμαρτία), ίσως να επηρεάζομαι υπερβολικά από την μουσική. Αλλά θα μ’ άρεσε να μπορούσα να γράψω ένα ποίημα που θα ονόμαζα «Γυναίκα και κιθάρα».”
Υ.Γ. Στο εισαγωγικό κείμενο του παρόντος αναφέρουμε ότι δεν έχουμε εντοπίσει μέχρι σήμερα δημοσιεύματα τα οποία τεκμηριώνουν το ρεσιτάλ το οποίο έδωσε ο Σεγκόβια στην Αθήνα το 1931. Ο φίλτατος, ωστόσο, αναγνώστης μας κ. Θεόδωρος Μπελεξής έσπευσε να μας πληροφορήσει - και ιδιαιτέρως τον ευχαριστούμε για αυτό - ότι λησμονήσαμε ένα σύντομο, αλλά πολύ σημαντικό σχετικό δημοσίευμα. Και πως να μην είναι πολύ σημαντικό αφού το υπογράφει ο Γιώργος Σεφέρης, που ως γνωστόν γνώριζε καλά και αγαπούσε τη μουσική. Ιδού τι σημειώνει ο ποιητής στο ημερολόγιό του, που με όνομα Μέρες Α’ (16 Φεβρουαρίου 1925 – 17 Αυγούστου 1931) εκδόθηκε από τον ΙΚΑΡΟ το 1975 σε επιμέλεια Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλη (η αναφορά ευρίσκεται στη σελίδα 136 της έκδοσης).
“Τετάρτη, 22 Μάρτη 1931