Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στο τριμηνιαίο περιοδικό "Θεσσαλονικέων Πόλις" (Τ. 50, Δεκέμβριος 2014)
ΝΙΚΟΣ ΑΣΤΡΙΝΙΔΗΣ
(1921 – 2010)
«Ανεξάρτητα από τη σπουδαία συνθετική του ικανότητα, ο Αστρινίδης έχει κι ένα άλλο θείο δώρο· είναι εξαιρετικός, τέλειος πιανίστας κι έχει φθάσει στην κορυφή της τέχνης του».
(από σημείωμα του μουσουργού Μανώλη Καλομοίρη στη δεκαετία του ‘50)
«Συνθέτης μεγάλης κλάσεως, ο Αστρινίδης εκφράζει την ελληνική μουσική με λεπτότητα, πάθος και ευαισθησία. Κατέχει μία τέλεια τεχνική, που την εφαρμόζει στη μουσική».
(από σημείωμα του Μεξικανού μουσικοκριτικού F.M. Garcia)
* * * * * *
«Αγάπησα πολύ τη Θεσσαλονίκη. Εδώ έγραψα τα περισσότερα μεγάλα έργα μου».
Ελαχιστώτατος φόρος τιμής με αφορμή τη συμπλήρωση 5 ετών από την ‘αναχώρησή’ του
Γενικά
Ο Νίκος Αστρινίδης επαξίως ανήκει πλέον στο πάνθεον των κορυφαίων μουσικών δημιουργών μας. Πρωταγωνιστής της μουσικής ζωής και παιδείας της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, μετά την επιλογή του για μόνιμη εγκατάστασή του στη συμπρωτεύουσα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 (μετά από πολυετή περιπλάνηση ανά την υφήλιο ως πιανίστας διεθνούς εμβέλειας), συνέβαλλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της μουσικής φυσιογνωμίας της και εργάσθηκε ακατάπαυστα για την ανύψωση του πολιτιστικού επιπέδου της. Υπήρξε σεμνός και μεγαλοφυής, ήπιος ως χαρακτήρας, χωρίς να τον απασχολεί η προβολή της μουσικής δημιουργίας του. Στερήθηκε μεν τιμές οι οποίες δικαιωματικώς του ανήκαν, κέρδισε όμως τη βαθύτατη εκτίμηση και σεβασμό του μουσικού χώρου, αφιερωμένος στην πρωτογενή χαρά της άδολης δημιουργίας.
Ο ίδιος πίστευε ακράδαντα ότι «…ο συνθέτης πρέπει να γράφει αυτά που αισθάνεται. Πρέπει να βγάλει αυτό που νιώθει αλλά και να τον ενδιαφέρει η άποψη του κόσμου».
Βιογραφικά στοιχεία
Τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ευτυχώς ευρύτατα γνωστά λόγω πληθώρας εκδόσεων, εντύπων και ψηφιακών, άρθρων, μελετών κ.λπ., για τη σπουδαία καλλιτεχνική δράση του.
Γεννήθηκε την 6η Μαΐου του 1921 στο Άκκερμαν (Ασπρόπυργος ελληνιστί. Πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας) της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία, από Έλληνα πατέρα (Στυλιανός Αστρινίδης από τον Σκοπό Ανατολικής Θράκης) και Ρουμανορωσίδα μητέρα (Μαρία Πέτροβνα, εντόπια). Ήταν το τρίτο αγόρι της οικογένειας και το μόνο που από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική επηρρεασθείς από τη μητέρα του η οποία έπαιζε μαντολίνο αλλά και από το σχολικό περιβάλλον με την υποχρεωτική εκμάθηση μουσικού οργάνου και βεβαίως από την εν γένει κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Ρουμανίας. Αρχικά ξεκίνησε ιδιωτικά μαθήματα με την Xenia Diteatef πιανίστα και λυρική τραγουδίστρια (σε ηλικία 10 ετών). Το 1931 γράφτηκε στη Μουσική Σχολή της πόλεως όπου σπούδασε θεωρητικά και πιάνο, έως το 1938. Οι πρώτες του συνθετικές προσπάθειες χρονολογούνται από την ίδια περίπου περίοδο, με έναυσμα την εκεί παράσταση του «Rigoletto» του Verdi.
Το 1939 μετέβη στο Βουκουρέστι προκειμένου να σπουδάσει Χημεία στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Εκ παραλλήλου εγγράφηκε στο Ωδείο της πόλεως. Ευτύχησε να έχει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Miron Şoarec. Μέσω αυτού ήρθε σε επαφή με τον διάσημο πιανίστα και συνθέτη Dinu Lipatti (1917-50), άρτι αφιχθέντα από το Παρίσι. Μαζί του ξεκίνησε αμέσως ιδιωτικά μαθήματα στη σύνθεση (1940). Αν και του έλεγε ότι οι συνθέσεις του κινούνται στο ύφος του Liszt και του Beethoven, o Lipatti προαισθάνθηκε ότι ο μαθητής είχε ξεχωριστό ταλέντο για να συνεχίσει.
Η έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου με την πτώση της Γαλλίας έφερε σύντομα χάος και στην Ρουμανία. Η Σοβιετική εισβολή του 1940 στη Βεσσαραβία χώρισε την οικογένεια Αστρινίδη στα δύο. Μετά από κινηματογραφικές περιπέτειες, ο συνθέτης και οι γονείς του κατάφεραν να διαφύγουν στη Χάιφα της Παλαιστίνης. Ο Αστρινίδης κατατάχθηκε ως εθελοντής στην Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και υπηρέτησε στην 335η Μοίρα Διώξεως. Τα δύο έτη (1941-43) που πέρασε στο μέτωπο της Λιβύης υπήρξαν τα πλέον δραματικά για την έκβαση του πολέμου.
Ένας τραυματισμός στο πόδι και η ακόλουθη παρασημοφόρηση (Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων) τον έφεραν στο Κάιρο. Από εκεί ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως πιανίστας και συνθέτης. Στην τριετία 1943-45 έδωσε περίπου 80 συναυλίες για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Τον Σεπτέμβριο του 1944 έλαβε το Πρώτο Βραβείο Πιανιστικής Ερμηνείας και Συνθέσεως στο φημισμένο ουαλλικό Eisteddfod Festival (λόγω του πολέμου έγινε στο Κάιρο) με την «Κυπριακή Ραψωδία». Το 1945 διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το πρώτο μεγάλο συμφωνικό του έργο, τη σκηνική μουσική για την τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος».
Μετά την αποστράτευσή του το 1947 –αφού διοργανώθηκε στο Κάιρο η πρώτη επιτυχής συναυλία με δικές του συνθέσεις- πήγε στο Παρίσι, μέλος όντας της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (I.S.C.M.). Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Schola Cantorum παίρνοντας διπλώματα δεξιοτεχνίας πιάνου και συνθέσεως με βαθμό άριστα (1948).
Σχεδόν αμέσως άρχισε συνεχείς περιοδείες ως πιανίστας ανά την υφήλιο δίνοντας περισσότερες από 3000 συναυλίες είτε ως σολίστ είτε σε σύμπραξη με άλλους γνωστούς καλλιτέχνες («...μόνο στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δεν έχω δώσει συναυλίες»). Συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με την υψίφωνο Lily Pons, τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin και τους βιολονίστες Christian Ferras, Janine Andrade, Henryk Szeryng και Jacques Thibaud.
Το 1949 ο μουσικός οίκος Ricordi Americana της Αργεντινής εξέδωσε έργα του για πιάνο. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1950 αναμεταδόθηκε από το εθνικό δίκτυο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας –και στην παρθενική εκπομπή του στα FM- το συμφωνικό ποίημα «Ο Πύργος της Μοναξιάς» από το Theatre des Champs-Elysees. Το 1951 έγινε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Συνθετών και Εκδοτών Μουσικής (S.A.C.E.M.). Το ίδιο έτος έγινε μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Μουσουργών και επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά (οι γονείς του ζούσαν ήδη στη Θεσσαλονίκη), ενώ έργα του παρουσιάσθηκαν στην Αθήνα με τον βιολονίστα Δημήτρη Χωραφά (1914-2004). Ο ίδιος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι «…το πρώτο πράγμα που έκανα, κατεβαίνοντας από τ’ αεροπλάνο ήταν να φιλήσω το χώμα της Ελλάδας».
Στη δεκαετία του ’50 αρκετά έργα του παρουσιάσθηκαν στο Παρίσι, όπως η «Φαντασία Κοντσερτάντε» για βιολί και πιάνο, αλλά και σε αρκετές άλλες πόλεις στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Στην τριετία 1959-1962 βρέθηκε σχεδόν μόνιμα στη Μαρτινίκα των Γαλλικών Αντιλλών, ύστερα από εντολή της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Μαζί με την βιολονίστα Colette Frantz ίδρυσαν και διηύθυναν μουσική σχολή. Επίσης, ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε την Ορχήστρα Δωματίου των Γαλλικών Αντιλλών.
Ηχογράφησε σε τουλάχιστον 40 ραδιοφωνικούς σταθμούς των περισσότερων μεγάλων πρωτευουσών του κόσμου, έργα δικά του και ξένων μουσουργών.
Το 1962 τιμήθηκε με το Μετάλλιο του Τάγματος Γεωργίου Α'. Στη δεκαετία του ’60 άρχισε να έχει πυκνώτερη συμμετοχή στη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης (η πρώτη συναυλία του στη συμπρωτεύουσα έλαβε χώρα τη 10η Φεβρουαρίου του 1959). Το 1965 έγινε μόνιμος κάτοικός της αποδεχθείς τη θέση (τη διατήρησε έως το 1986) τού διευθυντή της Φιλαρμονικής και της Μεικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Στην περίοδο 1965-80, κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφερε να παρουσιάσει μεγάλα έργα του Mozart, του Verdi, του Gounod, του Προκόφιεβ, κ.ά. καταγοητεύοντας το κοινό της Μακεδονίας και όχι μόνο.
Το 1966 παρουσιάσθηκαν στα Α’ Δημήτρια τα ορατόριά του «Άγιος Δημήτριος» και «Κύριλλος και Μεθόδιος». Στο πλαίσιο της ίδιας διοργανώσεως ερμηνεύθηκαν το ορατόριό του «Ψαλμοί» (1968) και η «Συμφωνία 1821» (1971) συμβάλλοντας κατά πολύ στην ανάπτυξη του καλλιτεχνικού θεσμού.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος και διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1978-80). Υπήρξε ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της κινήσεως για τη δημιουργία Όπερας στη Θεσσαλονίκη. Διηύθυνε μερικές από τις πρώτες παραστάσεις της και αργότερα ίδρυσε και διηύθυνε τις παραστάσεις της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος και της Χορωδίας Όπερας. Το 1979 ανέλαβε και διηύθυνε επίσης, τη Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης. Από το 1980 διετέλεσε διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης (έως το 1994).
Το 1997 προβλήθηκε στην ΕΤ3 βιογραφικό ντοκυμανταίρ σε σκηνοθεσία του Γ. Κεραμιδιώτη. Τον Φεβρουάριο του 2003 ιδρύθηκε η μεικτή χορωδία ‘Νίκος Αστρινίδης’ με κύριο σκοπό την προώθηση όλου του χορωδιακού έργου του συνθέτη και την αποκατάσταση του ρόλου της κλασσικής χορωδιακής μουσικής στην ελληνική κοινότητα ως μέσου επικοινωνίας, δημιουργίας και εκφράσεως.
Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη την 10η Δεκεμβρίου του 2010, μερικούς μήνες πριν τη συμπλήρωση των 90ών γενεθλίων του και πριν προλάβει να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για τη σύνθεση όπερας με θέμα την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου.
Μουσικό έργο
Η μουσική δημιουργία του, αναγνωρισμένη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘40, αποτελείται από 77 συνθέσεις (πρωτότυπες και μεταγραφές ή διαφορετικές εκδοχές). Περιλαμβάνει ορατόρια, συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, σκηνική μουσική και τραγούδια. Από νωρίς διαμόρφωσε προσωπική γλώσσα μουσικής γραφής με ελάχιστες διαφοροποιήσεις έως τη θανή του. Δύο δε επιδράσεις είναι διακριτές –αλλά όχι ουσιαστικές- στη δημιουργία του: α) ο γαλλικός εμπρεσιονισμός και β) η ελληνική μουσική παράδοση. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι αρμονικός πλούτος με την υιοθέτηση ενός έντονου χρωματισμού ως μέσο εκφράσεως της συνθετικής ιδιοσυγκρασίας του και η προσφυγή σε διατονικές αρμονικές λύσεις οι οποίες παραπέμπουν στον όψιμο ρομαντισμό. Δεν ενδιαφέρθηκε για τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα (δωδεκαφθογγισμός, σειραϊσμός, κ.λπ.). Του άρεσε η συμμετρία και η σταθερότητα και αυτά προσπάθησε να εκφράσει μέσω της μουσικής δημιουργίας του.
Η ελληνική μουσική παράδοση (δημώδης και βυζαντινό μέλος) είναι μεν παρούσα αλλά όχι κυρίαρχη και περισσότερο χρησιμοποιήθηκε ως υλικό εκ βάθρων αναδημιουργίας (όπως με τα τραγούδια του στα οποία το ύφος είναι μεν δημώδες αλλά δικής του επινοήσεως, κατά τον Jacques Charpentier). Δεν ανήκει σε κάποια μουσική σχολή (ούτε στη λεγόμενη ‘Εθνική’ της χώρας μας) επειδή ουδέποτε συντάχθηκε με κοινές προγραμματικές θέσεις συνθετών της (Καλομοίρης, Βάρβογλης, Ριάδης, κ.λπ.) και ούτε υπήρξε φορέας μίας συλλογικής συνειδήσεως.
Κατά τον Η. Χρυσοχοΐδη, Θεσσαλονικέα συνθέτη και μουσικολόγο της διασποράς και κατ’ εξοχήν μελετητή της δημιουργίας του, η μουσική γλώσσα του Αστρινίδη είναι εν πολλοίς δραματική επειδή προδιαθέτει τον ακροατή για μια ηχητική περιπέτεια με αναγνωρίσιμα υποκείμενα και ευδιάκριτες μεταπτώσεις.
Άρχισε να συνθέτει από το 1937 («Ο Βασιλιάς Σιμούν» για πιάνο) ακολουθώντας συνθετική διαδρομή 70 ετών, έως το έσχατο Κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα του 2007.
Οι συνθέσεις του διακρίνονται σε τρεις περιόδους: α) πρώιμη περίοδος (1936-1944), β) μεσαία περίοδος (1944-1962) και γ) τελευταία περίοδος (1962-2010).
Αξίζουν ιδιαίτερης μνείας οι ακόλουθες συνθέσεις (με αύξουσα σειρά χρονολογήσεως):
1. «Ρουμανική Ραψωδία αρ.2» για πιάνο (1938. Eρμηνεύθηκε από τον Dinu Lipatti), με διμερή φόρμα και αναφορές στον Liszt,
2. «Ελληνική Ραψωδία» για 2 πιάνα (1944;),
3. «Κυπριακή Ραψωδία» για πιάνο (1944. Υπάρχουν επίσης εκδοχές για: α) ορχήστρα και β) 2 πιάνα), με αφθονία παραλλαγών πάνω σε κυπριακά δημώδη μουσικά μοτίβα,
4. «Το πάθος του Σίβα» για βαρύτονο και πιάνο ή ορχήστρα (1948), είδος καντάτας κατ’ εξοχήν εμπρεσσιονιστικού χαρακτήρος με χρωματική αρμονία, και άριστη προσέγγιση του τραγικού στοιχείου του ποιήματος του ελληνικής καταγωγής Jean Lahor,
5. «Δύο κομμάτια σε ελληνικό ύφος» σε διάφορους συνδυασμούς οργάνων (1952), σύνθεση «…καλοδουλεμένη, γεμάτη κομψότητα, γοητεία αλλά και πάθος» (κατά τον μουσικολόγο Eric Sarnette),
6. «Κοντσέρτο-Ραψωδία» για βιολί και ορχήστρα (1955-79), διμερές αφιερωμένο στον Αράμ Χατσατουριάν,
7. «Αντιλλέζικος Χορός» για πιάνο 4 χέρια (1961),
8. «Άγιος Δημήτριος», ορατόριο για 4 σολίστ, χορωδία και ορχήστρα (1962), με θαυμάσια αρμονικά ευρήματα, έντονα δραματικό και λυρικό χρώμα με ισορροπία μεταξύ των αφηγηματικών και μουσικών μερών (δεξιοτεχνική χρησιμοποίηση των χάλκινων πνευστών),
9. «Κύριλλος και Μεθόδιος», ορατόριο για 4 σολίστ, χορωδία και ορχήστρα (1965-66), με απαράμιλλα χορωδιακά μέρη, αναφορές σε μελωδίες από τη ρωσική εκκλησιαστική πολυφωνική μουσική και με συντηρητική εναρμόνιση για τη διατήρηση της πρωτότυπης μουσικής υφής τους,
10. «Ψαλμοί», ορατόριο για 2 σολίστ, χορωδία και ορχήστρα (1968), επταμερές με χαρακτήρα προσευχής, αφιερωμένο στη μνήμη των γονέων του,
11. «Συμφωνία 1821» για χορωδία και ορχήστρα (1971), βασισμένη σε δημώδη θέματα και με ένα θριαμβικό «Χριστός Ανέστη» ως κορύφωση το οποίο χρησιμοποιείται από τον συνθέτη ως σύμβολο της συνέχειας του Βυζαντίου,
12. «Μέγας Αλέξανδρος. Τα νεανικά χρόνια», ορατόριο για 4 σολίστ, χορωδία και ορχήστρα (1979-1992), έξοχος συνδυασμός ιστορικού και μυθικού στοιχείου,
13. «Φίλιππος Β’ Μακεδών», σκηνική μουσική για ορχήστρα πνευστών (1981. Γράφτηκε για το 10ο Φεστιβάλ Ολύμπου),
14. «Ελληνικές Νύχτες», κύκλος 5 τραγουδιών για φωνή και πιάνο (1983),
15. «Στο Χριστό, στο κάστρο», συμφωνικό διήγημα για αφηγητή, χορωδία και ορχήστρα (1991), με συνθετική συνοχή, υποδειγματική ενορχήστρωση και μεγάλη εκφραστικότητα.
Δισκογραφική παρουσία
Εξαντλείται σε μόλις 12 ηχογραφήματα, εκ των οποίων 5 προσωπικά (2 επαφής 33 στρ. από το Μακεδονικό Ωδείο και 3 ακτίνος [CD]). Το 2010 εκδόθηκε από τη Subways Music το εξαιρετικό ηχογράφημα «Νίκος Αστρινίδης – 90στά γενέθλια» με έργα για σόλο πιάνο και έργα μουσικής δωματίου (με κεντρική ερμηνεύτρια του δίσκου την πιανίστρια Ερατώ Αλακιοζίδου) η κυκλοφορία του οποίου συνέπεσε με την ‘αναχώρησή’ του.
ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ: (pdf) |
Πηγές
1. ‘Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου’.
2. Άρθρο «Νίκος Αστρινίδης» του Θ. Ταμβάκου (Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 12.7.1994). Του ιδίου άρθρα-κριτικές ηχογραφημάτων σε διάφορα περιοδικά (1995-2010)
3. «Nicolas Astrinidis. Life-Work catalog» του Ηλία Χρυσοχοΐδη (Brave World, Stanford, Η.Π.Α. 2012)
4. «Νίκος Αστρινίδης. Ανατολίζοντες γλυκασμοί» των Βασιλικής και Νικολάου Παππά (Θεσσαλονίκη 2010)
5. Συνέντευξη του συνθέτη στον Ι. Βαλέτ (περιοδικό ‘Πολύτονον’, τ.5, Αθήνα 7-8.2004)
6. Διαδικτυακός ιστότοπος: http://web.stanford.edu/~ichriss/Astrinidis.htm
Θωμάς Ταμβάκος
Μουσικογράφος/ερευνητής
http://tamvakosarchive.blogspot.com/
(Φεβρουάριος 2015)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας