Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ
«Δεν υπάρχει κανείς της γενιάς μου που να
μην χρωστάει χάρες στον Θόδωρο Αντωνίου.»
(Μπάμπης Κανάς)
Νομίζω ότι η φράση αυτή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ειπώθηκε και γράφτηκε αυτές τις μέρες, χαρακτηρίζει το ποιος ήταν ο «Πρόεδρος». Γιατί, όπως γράφει αμέσως μετά ο καλός συνάδελφος: «Συνθέτες με υπερπληθώρα έργων υπάρχουν πολλοί αλλά το προηγούμενο είναι πολύ-πολύ σπάνιο.»
Προσπαθώντας ωστόσο να γράψω κάτι περισσότερο και κάτι δικό μου, δυσκολεύομαι πολύ. Αυτό που νομίζω ότι μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή είναι μία κατά το δυνατόν «αντικειμενική» -δημοσιογραφικού ας πούμε χαρακτήρα- καταγραφή.
Ο καλύτερος τρόπος είναι να αφήσουμε τον ίδιο τον Αντωνίου να μας μιλήσει. Είναι σίγουρο ότι αργότερα θα υπάρξει ο χρόνος για σφαιρικές, κατά τεκμήριο πιο αντικειμενικές και εμπεριστατωμένες αναλύσεις. Τότε θα είναι και η στιγμή για να αφήσουμε το δικό μας συναίσθημα να εκφραστεί μέσα και από τις αναμνήσεις μας.
Στα 14 χρόνια κυκλοφορίας του περιοδικού ΠΟΛΥΤΟΝΟν, ο Αντωνίου ήταν τελικά ένας από τους τακτικούς συνεργάτες μας. Οι πολλές και στενές γνωριμίες του με τους περισσότερους σημαντικούς της διεθνούς μουσικής σκηνής τον καθιστούσαν μία πολύ χρήσιμη πηγή πληροφοριών. Επιπλέον, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Ήδη από το τεύχος 1 (ως Αντίφωνον), του ζητήσαμε να γράψει για τον L. Berio, που μόλις είχε φύγει. Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν πολλά σημειώματα, σχόλια ή μεγαλύτερα κείμενά του για διάφορα πρόσωπα και θέματα.
Σταχυολογώ λοιπόν μερικά από τα λόγια του: Ένα μικρό δικό του σημείωμα και τρία μάλλον σύντομα αποσπάσματα από συνεντεύξεις και ομιλίες που δημοσιεύσαμε. Αυτά που παραλείπονται είναι πολύ περισσότερα, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να δείξω όσο πιο αντιπροσωπευτικά γίνεται τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα και τον καλλιτέχνη.
Πρόεδρε, καλό ταξίδι!
Αθήνα 4 Ιανουαρίου 2019
Κ. Α. Λυγνός
************
Τι έχει κάνει η Ένωση για μένα;
Το κείμενο που ακολουθεί και δημοσιεύτηκε στο ΠΟΛΥΤΟΝΟν Τ. 32 (Ιούλιος-Αύγουστος 2010). Είναι ένα από τα λίγα που αυτός θέλησε να γράψει και επιτακτικά μας ζήτησε να δημοσιευθεί. Όλοι καταλαβαίνουμε γιατί… ‘Ηταν ένα θέμα που τον βασάνιζε και για το οποίο μιλούσε πολύ συχνά.
Ο Θόδωρος Αντωνίου με την Συντακτική Ομάδα του περιοδικού της ΕΕΜ "Πολύτονον"
(Κώστας Φλεριανός. Ελένη Σκάρκου, Θόδωρος Αντωνίου , Κωνσταντίνος Λυγνός, Μαρία-Χριστίνα Κριθαρά)
Θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις. Όταν συζητώ με συναδέλφους συνθέτες πολύ συχνά ακούω την ίδια ερώτηση: «Και τί έχει κάνει η Ένωση των Ελλήνων Μουσουργών για μένα»; Υπάρχει επίσης και κάτι άλλο: Στις συναυλίες που κάνουμε, πολύ συχνά έρχεται να με βρει ένας συνθέτης που το έργο του παίζεται εκείνο το βράδυ για να μου πει: «Γιατί δεν έχουν έλθει πιο πολλοί συνάδελφοι;» Αυτό βέβαια που δεν σκέφτεται αυτός που τώρα παραπονιέται είναι ότι και εκείνος δεν έρχεται στις συναυλίες αν δεν παίζεται έργο του.
Και οι δύο ερωτήσεις αφορούν στο ίδιο πρόβλημα: Ότι κάποιους ανάμεσά μας το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο εαυτός τους και δεν μπορούν να δουν και να σκεφτούν πιο πέρα…
Εγώ συνήθως αντιστρέφω την πρώτη ερώτηση: «Αντί να ρωτάς τι έκανε η Ένωση για σένα, γιατί δε ρωτάς τι έκανες εσύ για την Ένωση;»
Λέω κάτι πολύ απλό που φαίνεται ότι πολλοί δεν μπορούν να καταλάβουν: Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών είναι τα μέλη της. Η παρουσία της και οι δραστηριότητές της εξαρτώνται από το τι όλοι εμείς μαζί και ο καθένας χωριστά μπορούμε να της προσφέρουμε.
Αρχίζοντας από τα πιο απλά και βασικά, όπως η έγκαιρή καταβολή της ετήσιας συνδρομής (που εν τέλει είναι και καταστατική υποχρέωση όλων) και η παρακολούθηση των συναυλιών μας (θα πρέπει να γνωρίζουμε τι γράφουν οι συνάδελφοί μας). Θα μπορούσαν ακόμη να στηρίξουν το περιοδικό μας γράφοντας άρθρα και βρίσκοντας συνδρομητές ή διαφημίσεις. Τέλος θα μπορούσαν να πάρουν πρωτοβουλίες για ανοίγματα σε καινούργιους χώρους και για διοργάνωση συναυλιών, όπως έκαναν κάποιοι συνάδελφοι τον τελευταίο καιρό.
Όλοι γνωρίζουμε τις δυσκολίες και το πόσο αρνητικό είναι το περιβάλλον της χώρας μας για τη μουσική μας. Το πόσο λίγο καταλαβαίνουν και ενδιαφέρονται όλοι εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις στον Πολιτισμό για το τί κάνουμε. Ωστόσο όπως φάνηκε από τον απολογισμό της Γενικής μας Συνέλευσης, τα τελευταία χρόνια παρά τις δυσκολίες η Ένωση κατάφερε να έχει πολύ περισσότερες δραστηριότητες και πολύ μεγαλύτερη παρουσία.
Καλό θα ήταν μερικοί από αυτούς που παραπονούνται και κάποτε μου λένε, «Θα σε πάρω τηλέφωνο να τα πούμε»-(και συνήθως δεν το κάνουν ποτέ- να είχαν έρθει εκεί. Θα μάθαιναν για τα πάνω από 150 ελληνικά έργα (τα περισσότερα πρώτες εκτελέσεις), που παίξαμε πέρσι, για τα χρήματα που πήραμε από τον προηγούμενο Υπουργό Πολιτισμού, για τη δωρεά από το « Ίδρυμα Στ. Νιάρχος» με την οποία χρηματοδοτούμε πλέον τις συναυλίες μας στο Goethe, για τις υποτροφίες της ΑΕΠΙ, για τη χρηματοδότηση των διαγωνισμών Παπαϊωάννου και Δραγατάκη από την εταιρεία «Φίλιππος Νάκας», για τα Εργαστήρια Νέων Συνθετών (στα οποία συμμετέχουν και δικοί τους μαθητές), για τη συνέχεια της συνεργασίας μας με την Ελληνοαμερικανική Ένωση και το Hellenic American University, για το «Αετοπούλειο» του Δήμου Χαλανδρίου, για την αναβάθμιση της συνεργασίας μας με το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ηλιούπολης, για το πώς χάρη στο περιοδικό μας γνωρίζει την Ένωση περισσότερος κόσμος και για πολλά ακόμα.
Όλα αυτά δεν έγιναν από μόνα τους. Έγιναν γιατί πολλοί συνάδελφοι εντός και εκτός Διοικητικού Συμβουλίου δούλεψαν υπηρετώντας μία ιδεολογία και έναν κοινό σκοπό.
Αντί λοιπόν να καθόμαστε και να παραπονιόμαστε περιμένοντας κάποιους άλλους να κάνουν κάτι, είναι καλύτερα να ευαισθητοποιηθούμε και να δουλέψουμε, όλοι μαζί ενωμένοι.
Είναι η μόνη μας ελπίδα.
Θόδωρος Αντωνίου: …επί προσωπικού
Αποσπάσματα από την κεντρική συνέντευξη στο ΠΟΛΥΤΟΝΟν Τ. 16 ( Μάιος -Ιούνιος 2006)
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Έχω την εντύπωση ότι από μικρός είχα μία τάση προς αυτά που λέμε Τέχνη. Από το Δημοτικό έγραφα ποιήματα, έπαιζα σε όλα τα σκετς του σχολείου, τραγουδούσα, και από επτά ή οκτώ χρονών διηύθυνα την πρωινή προσευχή. Ξεκίνησα να μαθαίνω βιολί στα δώδεκα. Δεν είχα αποφασίσει αν θα γίνω μουσικός και μάλιστα επειδή ήμουν από τους καλούς μαθητές, όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, γύρω στο ’53, βρισκόμουν σε μία κατάσταση σκέψης αν θα γινόμουν μουσικός ή θα πάω προς Πολυτεχνείο.
Η μάνα μου από ένα χωριό της Κρήτης είχε βγάλει την Τρίτη Δημοτικού. Έμεινε χήρα στα είκοσί της, ο πατέρας μου σκοτώθηκε στην Αλβανία. Ήθελε τα παιδιά της να κάνουν κάτι παραπάνω. Άκουγε γύρω της καθώς δούλευε σαν μοδίστρα από τις πελάτισσές της για το Ωδείο του Καλομοίρη. Πήγα λοιπόν εκεί και άρχισα μαθήματα βιολιού. Στα θεωρητικά είχα μία ιδιαίτερη κλήση. Με το τέλος του Γυμνασίου τα είχα τελειώσει, οπότε αποφάσισα να πάω προς την μουσική.
Μεγάλωσα σε συνθήκες τελείως διαφορετικές απ’ ότι μεγάλωσαν τα παιδιά μετά από μένα. Όλα ήταν αλλιώς: ο κίνδυνος που αντιμετωπίζαμε κάθε βράδυ που έπρεπε να κοιμηθούμε στο διπλανό σπίτι επειδή είχε από πάνω μπετόν και όχι κεραμίδια, στον Εμφύλιο που φοβόμαστε ότι το κάθε τι μπορούσε να συμβεί, καθώς ζούσαμε προς τις Ανατολικές συνοικίες…
Η έννοια της Τέχνης και της σπουδής ήταν ένα πράγμα αναμεμειγμένο με μία ζωή ανήσυχη, απρόσμενη και άγνωστη. Δεν ξέρω αν ήταν η μουσική, πάντως είχα μία τάση προς την ποίηση ή να παίξω, ή έστω να μπλεχτώ με τις τέχνες.
Η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε, έναν σπουδαίο άνθρωπο που μου στάθηκε σαν πραγματικός πατέρας.. Όμως τελικά η οικογένειά μου και ο περίγυρος δεν ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να με βοηθήσουν ή να μου δείξουν κάτι. Όλα έπρεπε να τα ξεκινήσω από το μηδέν ώσπου να φτάσω σε ένα σημείο για να αποφασίσω.
Αναδρομή στην πρωτοπορία
Νομίζω κατ’ αρχήν ότι η Τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη. Το μόνο όριο είναι -ας το πούμε- το όριο της πραγματικότητας. Όταν γράφουμε, όταν εγώ γράφω, θέλω αυτό που προτείνω στον εκτελεστή να έχει ενδιαφέρον για εκείνον, αλλά και να αποφύγω πράγματα που θα τον φέρουν σε μία δύσκολη θέση, που πάνε ενάντια στη φύση του οργάνου. Μιλάμε βέβαια για τους καλούς εκτελεστές. Οι μόνοι περιορισμοί για μένα είναι τα εκτός πραγματικότητας τουλάχιστον για τους ανθρώπους και την εποχή, τα μέσα δηλαδή με τα οποία εκφραζόμαστε τώρα. Ακούω πολλούς να λένε: «Έγραψα ένα έργο που δεν μπορεί να το παίξει κανένας!» Και είναι αυτό προσόν;
Το να πάρω το βιολί και να αρχίσω να το κοπανάω για να σπάσω το δοξάρι, δεν είναι πράγματα…
Τώρα – έχεις δίκιο- έγιναν πολλά. Εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν έχασα τη σχέση με ορισμένα χαρακτηριστικά της μουσικής όπως το τονικό και το μελωδικό στοιχείο. Απλά προσπαθώ να βρω άλλους δρόμους.
Βεβαίως επηρεάστηκα, όχι από συγκεκριμένα είδη μουσικής αλλά από μία αισθητική της εποχής του ’60. Τότε που εγώ άρχισα συνειδητά πια να γράφω μουσική (έγραφα από το ’50 και πιο πριν…)
Επηρεάζεσαι από αυτό που είναι η γλώσσα ή μία εποχή, ώσπου -υποθέτω- να κατακτήσεις μία τεχνική που μπορεί να είναι σύγχρονη, αλλά τελικά θα σε βοηθήσει να εκφράσεις αυτό που είσαι εσύ. Να μην υπηρετήσεις την τεχνική, αλλά η τεχνική εσένα.
Δεν υπήρξα ποτέ οπαδός της αντι-τέχνης, δηλαδή, για να ξεκινήσουμε, καταστρέφουμε τα πάντα. Ούτε νομίζω ότι έφερε κάποιο αποτελέσματα. Είναι όπως με τη γλώσσα και τη μουσική σημειογραφία. Όλα εξελίσσονται βασιζόμενα πάντα στις εμπειρίες του παρελθόντος. Και βρίσκονται διαφορετικές λύσεις ή έστω «καλύτεροι τρόποι» για να λεχθούν ορισμένα πράγματα ή για να μπορέσουν να συνδυαστούν με τις ανάγκες που δημιουργεί η Τέχνη μέσα στην εξέλιξή της. Χρειάζονται καινούργια εργαλεία ίσως αλλά αυτό δε γίνεται καταστρέφοντας. Ίσα-ίσα γίνεται με το να βρεις άλλες πτυχές που δεν φαίνονται.
Με τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη Δημήτρη Δραγατάκη
Δημιουργία και επικοινωνία
Έχω γράψει πάρα πολλή μουσική, για πολλούς ανθρώπους και καταστάσεις. Αυτό που νομίζω έχει σημασία, είναι να παραμένουμε ως δημιουργοί, ελεύθεροι. Όλοι θέλουμε το μήνυμά μας να έχει κάποια απήχηση και κάποια επικοινωνία. Εγώ προσωπικά θα ήθελα να μπορούσα να γεμίσω ένα στάδιο. Γιατί όχι; Αλλά δεν ξέρω με τι τρόπο να το κάνω και ίσως αυτό που προτείνω είναι ένα αντικείμενο που δεν μπορεί να απευθύνεται σε πάρα πολύ κόσμο. Μιλάμε για αυτή την κοινωνία με τις δομές που έχει, γιατί σε ένα ειδικότερο ή διαφορετικά εκπαιδευμένο ή με άλλη διάθεση κοινό, για παράδειγμα της εποχής εκείνης του ’60, τα πράγματα μπορεί να είναι αλλιώς...
Δύο τρία πράγματα που πιστεύω για τη δημιουργία γενικά: Πρώτο, η δημιουργία είναι για μένα μία πρόκληση. Δεύτερο είναι μία αναζήτηση για κάτι που ψάχνω και δεν έχω βρει. Φιλοσοφώντας όμως λέω, καλά είναι που δεν το έχω βρει και το ψάχνω πάντα, γιατί με κάνει να είμαι συνεχώς σε επαφή με τη δημιουργία.
Το όραμά μου; Να κάνω καλά τη δουλειά μου, όσο πιο καλά μπορώ, να χαίρομαι για τους μαθητές μου και τους συναδέλφους μου όταν κάνουν κάτι πολύ καλό, όταν αυτό που γίνεται σημαίνει κάτι για τον κόσμο, πάντα με την έννοια (και τη φιλοσοφία θα έλεγα), ότι μπορεί να τους κάνει λίγο καλύτερους.
Το πρόβλημα στον τόπο μας δεν είναι η μουσική ούτε η μουσική παιδεία. Είναι η Παιδεία γενικά. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός: Μία εμπορευματοποιημένη μουσική κατάσταση όπου συνεχώς αγνοείται οτιδήποτε άλλο.
Ο λαϊκισμός στην τέχνη
Αυτό που θέλω εγώ να δείξω είναι ότι υπάρχει και μία άλλη πλευρά. Όχι μόνο εδώ αλλά και έξω. Δεν θέλω έξω να νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι το σουβλάκι, το τζατζίκι, το «Ώπα!», το συρτάκι και τα μπουζούκια. Υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα: και σύγχρονοι επιστήμονες, και σύγχρονοι διανοούμενοι, και σύγχρονοι συνθέτες και σύγχρονοι εκτελεστές.
Το να είσαι λαϊκιστής είναι εύκολη δουλειά. Μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις, φτάνει να κάνεις αυτά που ένας λαός θέλει. Όμως αυτό το δήθεν «αυτά θέλει ο κόσμος» είναι έγκλημα.
Εμάς η δουλειά μας - και κυρίως αυτών που κυβερνούν - είναι ακριβώς να βρουν τις ισορροπίες. Στον τόπο μας έχουμε σε πολλές περιπτώσεις ένα πολύ υψηλής ποιότητας λυρικό τραγούδι πάνω σε υψηλή ποίηση. Εδώ όμως, η σκυλάδικη και λαϊκίστικη μουσική έκφραση έχει καλύψει και αντικαταστήσει όλα τα άλλα. Αυτό είναι επικίνδυνο.
Όποτε έχω ευκαιρία το λέω και στους Υπουργούς ή με άλλους που συζητάω: «Η δυσκολία σας είναι να βρείτε τις ισορροπίες.» Δεν ανοίγω την αυλαία της Metropolitan Opera για να διαφημίσω του Ολυμπιακούς με είκοσι μπουζούκια. Αυτό δε θα το έκαναν ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Ιταλοί.
Ο λαϊκισμός βρίσκει έδαφος εκεί που δεν υπάρχει άλλη απάντηση. Όμως υποχρέωση του καθενός -και κυρίως αυτών που κυβερνούν- είναι να βρουν λύση πάνω σ’ αυτό. Τι πρέπει να γίνει; Επειδή ο Ελύτης πουλάει 1000 βιβλία και όχι πέντε εκατομμύρια όπως κάποιο σαχλοπεριοδικό να μην τον βγάλουμε; Πρέπει να κλείσουμε τη Λυρική αφού δεν μαζεύει τον κόσμο ενός λαϊκού ή ενός ροκατζή; Επειδή η Παιδεία στοιχίζει πολύ πρέπει να την σταματήσουμε;
Αν ανθίσταμαι είναι γιατί είμαι ένα εξωτικό παράξενο ον. Αυτό κάνω εγώ. Όμως ο άλλος που δεν είναι υποχρεωμένος να ανθίσταται, πρέπει να έχει επιλογές. Όταν δεν έχω τι άλλο να ακούσω, είτε μπω σε λεωφορείο, είτε ανοίξω το ραδιόφωνο, θέλω δε θέλω, εθίζομαι σε ένα τρόπο σκέψης. Οι επιλογές είναι αυτές που μας βοηθούν να δημιουργήσουμε την προσωπικότητά μας.
Ολόκληρη η συνέντευξη βρίσκεται εδώ:
[http://www.tar.gr/content/content/files/Interview-Antoniou-Polytonon.pdf]
Γράφοντας μουσική και για το Αρχαίο Δράμα
Αποσπάσματα από το κεντρικό θέμα στο ΠΟΛΥΤΟΝΟν Τ. 11 (Ιούλιος - Αύγουστος 2005). Το αρχικό κείμενο προήλθε από μία διάλεξη που έδωσε ο Θόδωρος Αντωνίου στο Ωδείο «Μουσικοί Ορίζοντες» το καλοκαίρι του 2004.
Μπορεί η μουσική του Αρχαίου Δράματος να είναι απόλυτη; Να λειτουργεί δηλαδή και εκτός παράστασης;
Γιατί όχι; Έχουμε τέτοια παραδείγματα. Νομίζω όμως ότι η μουσική κατ’ αρχήν κρίνεται από το πόσο υποβοηθά μία παράσταση.
Τα τελευταία 60 με 70 χρόνια τουλάχιστον, ο σύγχρονος συνθέτης ή σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να αναβιώσει «μουσειακά» τα αρχαία δράματα. Υπήρξε κάποτε ένα θεατρικό σύνολο του Λίνου Καρζή που ανέβαζε παραστάσεις με χαρακτήρα αναβίωσης: οι ηθοποιοί φορούσαν κοθόρνους και μάσκες, και στην εκφορά του λόγου που είχε τελετουργικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούσαν τις μακρές και βραχείες συλλαβές.
Έχουμε δει πολλές σπουδαίες σκηνοθεσίες, με φαντασία, πρωτοτυπία και σεβασμό του λόγου, αλλά και παραστάσεις που τον καταργούν. Όπως όταν για παράδειγμα το κείμενο διαμελίζεται και εκφέρεται σε πολλές διαφορετικές γλώσσες και το μόνο που μένει είναι -υποτίθεται- η δραματική υπόσταση του έργου.
Είναι όμως σίγουρο ότι η γνώση, η έρευνα και η μελέτη δίνουν αφορμές αλλά και λύσεις σε πολλά διαχρονικά ερωτήματα και αυτό κρατάει το Αρχαίο Δράμα ζωντανό και σύγχρονο. Ό,τι συμβαίνει σε σοβαρές παραστάσεις του Αρχαίου Δράματος σήμερα φαίνεται ότι είναι το ίδιο που συμβαίνει με μία Συμφωνία του Beethoven, που την ακούμε εκατοντάδες φορές και κάθε φορά ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο. Η κάθε σπουδαία εκτέλεση αποκαλύπτει νέα στοιχεία.
Έλληνες συνθέτες και Αρχαίο Δράμα
Οι περισσότεροι συνθέτες, από τον Βάρβογλη, τον Ευαγγελάτο και τον Μητρόπουλο, μέχρι τον Χρήστου και τον Δραγατάκη, αλλά και τους νεότερους όπως ο Κουρουπός και ο Καλογεράς, έγραψαν πολύ επιτυχείς μουσικές για το Αρχαίο Δράμα. Η σχέση αυτή μάλιστα τους έκανε να στραφούν προς μία διαφορετική θεματολογία και υπήρξε πηγή έμπνευσης στα συμφωνικά τους έργα.
Στην εργογραφία των περισσοτέρων βλέπουμε ότι αρχίζουν να παρουσιάζονται τίτλοι όπως, Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα ή Εκάβη από τη στιγμή που οι συνθέτες αρχίζουν να ασχολούνται με το θέατρο.
Οι Έλληνες φαίνεται ότι στέκονται πλησιέστερα στο Αρχαίο Δράμα από οποιονδήποτε άλλον. Ο Μύθος, ή φόρμα, τα μεγέθη και γενικά ο εκπληκτικός του κόσμος, αποτελούν οργανικό μέρος της παράδοσής μας. Πιστεύω ότι ο Έλληνας δημιουργός το «φέρει» στα χρωμοσώματά του.
Έχω ζήσει πολύ κοντά σε σπουδαίους εργάτες του θεάτρου και έχω διαπιστώσει το πάθος τους κάθε φορά που ανακάλυπταν κάτι σημαντικό. Το Αρχαίο Θέατρο ήταν πάντα αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους. Θυμάμαι τον Αντώνη Φωκά, έναν από τους μεγάλους ενδυματολόγους που πέρασαν από το θέατρο κυρίως στην Αρχαία Τραγωδία. Το πάθος με το οποίο έψαχνε να βρει τα σωστά υφάσματα και χρώματα για τους χιτώνες του Χορού. Έλεγε ότι μόνο ο Έλληνας μπορεί να φορέσει ένα τέτοιο ένδυμα και να του ταιριάζει ιδανικά. Το ίδιο ο Τσαρούχης, ο Κλώνης και τόσοι άλλοι... Και μόνο να δει κανείς το κοστούμι που έκανε ο Διονύσης Φωτόπουλος για τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» (εκτίθεται στην έκθεση κουστουμιών στην Επίδαυρο), μεταφέρεται αμέσως στο μαγικό κλίμα της Τραγωδίας.
Γιάννης Χρήστου -Κάρολος Κουν
Ο Θ. Αντωνίου διευθύνει Γιάννη Χρήστου στο ΜΜΑ
Η σχέση του Γιάννη Χρήστου με το Αρχαίο δράμα υπήρξε μοναδική. Ήταν μέρος της όλης του προβληματικής. Για μένα είναι ο κατ’ εξοχήν συνθέτης δραματικής μουσικής. Στη δουλειά του με τον Κουν για τους «Πέρσες» είναι αξεπέραστος. Ο ίδιος μας λέει: «γράφοντας τη μουσική αυτή δεν ενδιαφερόμουν να δημιουργήσω απλά υποκρουστικά αποτελέσματα». Κανείς μεγάλος συνθέτης που γράφει για το θέατρο δεν περιορίζεται απλά στις υποκρούσεις. Σχολιάζει, επεξηγεί, διευρύνει μεταφέρει και αναδεικνύει αυτά που ο λόγος υπονοεί ή που βρίσκονται και πέρα απ’ αυτόν. Και ο Χρήστου είναι μεγάλος.
«Αυτό που με τράβηξε», μας λέει κάπου αλλού, «ήταν η δυνατότητα να χρησιμοποιήσω το Χορό σαν μέσο αναπαράστασης της πρώτης ύλης της Τραγωδίας, των πρωτόγονων βασικών συγκινήσεων». Έτσι τοποθέτησε λέξεις και φράσεις με τρόπο που να δημιουργούν σχήματα «απόλυτου αυτάρκους φωνητικού ήχου, ποικίλης υφής». Η «καθ’ αυτό ψαλμωδία» ή και η απλή εκφορά λόγου, ήταν γι’ αυτόν δευτερεύουσα και όπου χρησιμοποιείται είναι ένα μόνο από πολλά παράλληλα ηχητικά συμβάντα. Λέει ακόμα ότι «για μία τέτοια δουλειά η έμπνευση στην πρόβα είναι ουσιαστική και απαραίτητη. Πολλά ευρήματα δημιουργούνταν κατά τΗ διάρκεια της πρόβας»..
Τότε δεν υπήρχαν και ωράρια, ιδίως στο Θέατρο Τέχνης. Ξεχνιόντουσαν και ξημεροβραδιάζονταν. Ανακάλυπτε το υλικό και μετά το επεξεργαζόταν και το διεύρυνε προσπαθώντας να εκφράσει το πνεύμα της Τραγωδίας. Έφτιαχνε ένα υφάδι, ένα υπόστρωμα συνέχειας, το continuum, κυρίως από κρουστά. Πάνω σ’ αυτό έμπαιναν οι φωνές, οι κραυγές και οι υπόλοιπες ομάδες των οργάνων που εκτελούσαν διάφορα άλλα μοτίβα.
Η χρήση της γλώσσας
Η Αρχαία Ελληνική γλώσσα ήτανε ρυθμικά μία μουσική γλώσσα. Μουσικές γλώσσες σήμερα είναι οι γλώσσες κάποιων ανατολικών χωρών όπου πέρα από τον τονισμό υπάρχει και μελωδικό ύψωμα της φωνής το οποίο αλλάζει το νόημα. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα προσεγγίσεις που προσπαθούν να αναβιώσουν την προσωδία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, κυρίως διατηρώντας τις μακρές και βραχείες συλλαβές. Τέτοιες προσεγγίσεις βέβαια είναι δύσκολο να αφομοιωθούν αρμονικά με τις μεταφράσεις της Νέας Ελληνικής με τις οποίες συνήθως ανεβαίνουν τα έργα.
Στο θέατρο υπάρχουν πολλές παράμετροι που οριοθετούν το πλαίσιο της μουσικής: σκηνοθέτης, έργο, χώρος. Χορός, οικονομικά μέσα, χρόνος προετοιμασίας, χρόνος και τρόπος παράδοσης της μουσικής, κτλ. Ένας από τους παραπάνω παράγοντες και συνθήκες να αλλάξει, τότε αλλάζουν όλα και θα πρέπει να ακολουθηθεί τελείως διαφορετική προσέγγιση στη σύνθεσή της μουσικής.
Η πρώτη φορά που είχαμε ηχογραφημένη μουσική να μεταδίδεται πανοραμικά (εννοεί, στερεοφωνικά), στην Επίδαυρο ήταν όταν έκανα με τον Μινωτή τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή στα μέσα του ’60. Είχε τότε εγκριθεί ένας μεγάλος προϋπολογισμός γι’ αυτόν τον πανοραμικό ήχο.
Οι πρακτικοί περιορισμοί είναι πολλοί και διάφοροι. Καλούν τον συνθέτη και συνήθως του λένε: Δεν έχουμε λεφτά μπορείς να κάνεις μουσική μόνο με κραυγές; Και κάνεις μουσική εφ’ όσον δέχεσαι, δι’ αυτού του τρόπου. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις που έχεις όλα τα μέσα. Στις «Βάκχες» που έκανα στην Comedie Francaise, είχα τέσσερεις τεχνικούς στο θάλαμο μετάδοσης να χειρίζονται τέσσερα στερεοφωνικά Revox (μαγνητόφωνα μπομπίνας), οκτώ κανάλια τα οποία έπρεπε να συντονίζονται. Έμπαινε το ένα, έβγαινε το άλλο και ούτω καθ’ εξής.
Όταν έγραψα τις «Βάκχες» στο Broadway, άλλη γλώσσα, άλλη μετάφραση, άλλη άποψη. Εκτός αυτού τον Χορό δεν αποτελούσαν οι «εκλεπτυσμένες» Γαλλίδες ηθοποιοί της Comedie Francaise. Στη Νέα Υόρκη το Χορό αποτελούσαν, ύστερα από μία πολυποίκιλη επιλογή, εξωτικές ασιάτισες, μαύρες τριτοκοσμικές και κοπέλες από τη Μεσόγειο, με πολλά διαφορετικά φωνητικά προσόντα, Όμως εδώ δεν είχαμε καθόλου ορχήστρα. Έπρεπε μόνος μου στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με ένα μικρό synthesizer να συνθέσω τη μουσική.
Προσπαθώ να γράφω μουσική αισθητικά σύγχρονη αλλά πιο κοντά στα χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Χρησιμοποιώ πολύ τη μονοφωνία και την ετεροφωνία καθώς και τα σκληρά ηχοχρώματα και συνηχήσεις.
Προσεκτικά σέβομαι τους τονισμούς της γλώσσας.
Το τελικό αποτέλεσμα
Όταν υπάρχουν δυνατότητες επιλογών έχω κάποιες προτιμήσεις. Χωρίς να αποκλείω ορισμένα όργανα, χρησιμοποιώ περισσότερο το φλάουτο, το κλαρινέτο, το κόρνο, τα κρουστά και τα βαθιά έγχορδα.
Με γοητεύει συνεχώς η ανακάλυψη ηχοχρωμάτων που μπορεί να δίνουν επιτυχημένους και πρωτόγνωρους ενορχηστρωτικούς συνδυασμούς ποικίλης υφής. Η ηλεκτρονική μουσική μπορεί σε πολλά καίρια σημεία να δώσει μία πιο πειραματική, υπερμεγέθη ή φανταστική διάσταση, που ακόμα και οι σπουδαιότερες ενορχηστρώσεις δεν θα κατόρθωναν εύκολα. Παρ’ ότι είμαι από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής στην Τραγωδία, όλο και λιγότερο τη χρησιμοποιώ στο θέατρο. Με ενδιαφέρει η ζωντανή μουσική (αν είναι φυσικά δυνατόν), γιατί έχει μία πιο άμεση και συγχρονισμένη σχέση με τα χορικά, ιδίως όταν αυτά έχουν πιο ελεύθερο ρυθμικό χαρακτήρα. Όμως η ζωντανή μουσική στοιχίζει πολύ και χρειάζεται ειδικές ικανότητες τεχνικής, γνώσης και ενορχήστρωσης για να αποδοθεί σωστά σε ένα μεγάλο υπαίθριο θέατρο.
Όταν πρωτοπαρουσιάζεις τη μουσική στον σκηνοθέτη και στον θίασο, μπορεί να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα. Με τον Μινωτή είχα πάντα καλό συνήγορο την Παξινού. Που ήταν και αυτή μουσικός.
Μινωτής: «Βρε παιδί μου… Πολύ «Δυτικό» το ακούω!»
Παξινού: «Αλέκο άσε τον μικρό!» (ο μικρός ήμουν εγώ) «Ξέρει τι κάνει!»
Ωστόσο το σημαντικό είναι αν αποφασίσετε να δουλέψετε στο θέατρο, να μάθετε να προσαρμόζεστε. Αλλιώς δεν θα μπορέσετε ποτέ να υπηρετήσετε σωστά μία παράσταση.
Ολόκληρο το κείμενο του άρθρου «Γράφοντας μουσική για το Αρχαίο Δράμα», βρίσκεται εδώ:
[http://www.tar.gr/content/content/files/Antoniou-Arxaio-Drama.pdf]
Για τον Δημήτρη Μητρόπουλο
Στις 17 Μαρτίου 2015 έγινε στο κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών η τελετή υποδοχής του Θόδωρου Αντωνίου ως τακτικού μέλους της. Ακολουθεί ένα σύντομο απόσπασμα από την ομιλία του.
Ο Αντωνίου ως νέος μαέστρος
Το να μιλήσω σχετικά με τον τρόπο που δημιουργώ, θα ήταν μια πολύ εξειδικευμένη ομιλία, αφού οι τρόποι και οι τεχνικές που ακολουθώ τα τελευταία χρόνια στο θεωρητικό τους μέρος, θα ήταν κατανοητές για ανθρώπους ιδιαίτερα εξοικειωμένους με το αντικείμενο.
Αποφάσισα λοιπόν να αναφερθώ σε ορισμένα σύμβολα στον τομέα της μουσικής, που με οδήγησαν από τα παιδικά μου χρόνια σε συμπεράσματα πολύ σημαντικά για τη δημιουργία του χαρακτήρα μου.
Από μικρός προσπάθησα να αξιολογήσω στη ζωή μου τι θεωρούσα πιο σημαντικό: Έναν Άνθρωπο με όλη τη σημασία της λέξης ή έναν μόνο δεξιοτέχνη;
Βέβαια το σπουδαιότερο θα ήταν να διακρίνουμε προσωπικότητες που συνδυάζουν και τα δύο. Εάν όμως έπρεπε να προτιμήσω ή να δώσω μεγαλύτερη σημασία σε ένα από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, κατέληξα ότι ο «άνθρωπος» είναι η σημαντικότερη αξία μιας προσωπικότητας. Δεν πίστεψα ποτέ, ότι ένας μεγάλος καλλιτέχνης μπορεί πραγματικά να φτάσει στο απόγειο της αξίας και της δόξας, αν χάσει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου.
Αυτή είναι και η αιτία που θέλησα σήμερα να μιλήσω για τον Δημήτρη Μητρόπουλο, μια προσωπικότητα που συνδύαζε και τα δύο:
Μέγας Άνθρωπος και Μέγας Μουσικός, αλλά και Μέγας Έλληνας.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος δεν είναι ασφαλώς ο άμεσος προκάτοχος μου στην έδρα όπου είχα την τιμή να με εκλέξετε. Είναι όμως ο πρώτος μουσικός που εξελέγη ως πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1933. Κατά το έτος εκείνο, ενώ είχαν προκηρυχθεί δύο θέσεις προσέδρου μέλους στον τομέα της Μουσικής, ο Μητρόπουλος ήταν ο μόνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία που προεβλέπετο από τον ιδρυτικό νόμο της Ακαδημίας.
Παρ’ ότι δεν θεωρώ τυχαίο ότι η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τον Μητρόπουλο ως πρώτο και μόνο εκείνη την εποχή εκπρόσωπο του ευρύτερου μουσικού χώρου (σύνθεση, διεύθυνση ορχήστρας ή εκτέλεση οργάνου ή μουσικολογία), δεν θα σταθώ περισσότερο στην εκλογή αυτή ούτε θα αναφερθώ στην εκλογή του το 1959 ως επιτίμου πλέον μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, με πρόταση μάλιστα που προήλθε και από τον επιλαχόντα της πρώτης εκλογής, Μανώλη Καλομοίρη.
Αντίθετα, θα επιχειρήσω να συνδέσω αμέσως τις εναρκτήριες παρατηρήσεις μου για την ηθική διάσταση του καλλιτεχνικού έργου αλλά και του καλλιτέχνη ως προσώπου, με το πρόσωπο που επέλεξα να χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα. Και το κάνω αυτό αναφέροντας την καταληκτική φράση από την συνέντευξη του ίδιου του Δημήτρη Μητρόπουλου για τον σταθμό NDR του Αμβούργου προς τους Josef Müller - Marein και Hannes Reinhardt. Δόθηκε η συνέντευξη το 1959, έναν χρόνο δηλαδή πριν από τον θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου. Ανοίγω εισαγωγικά:
«Πράγματι, δεν μπόρεσα να θεωρήσω εγώ τη μουσική, σαν μια ηθική, περιορισμένη μόνον σ’ αυτή. Αυτό ήταν κάτι αδύνατον για μένα. Δεν μπορούσα επίσης να ξεχωρίσω την Τέχνη από την ανθρώπινη ηθική. Διότι γνωρίζω, και είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσω με τους φιλοσόφους, ότι η υψηλότερη ηθική για τον καλλιτέχνη είναι η τέχνη του και όχι η προσωπική του ζωή.
Βέβαια, εγώ ως προσωπικότητα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να σκέφτομαι την ανθρώπινη ηθική. Η τέχνη είναι το ηθικό μέσο για ν’ ανυψωθεί η ανθρωπότητα. Και ο κάθε καλλιτέχνης έχει, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα να γίνει παράδειγμα για την ανθρωπότητα και όχι ένα «ιδιόμορφο ον» στο οποίο επιτρέπονται όλα. Για μένα, η υπέρτατη ηθική είναι να μην είσαι μόνον ένας μουσικός, αλλά επίσης άνθρωπος».
Στο link που ακολουθεί βρίσκεται η συνέντευξή που ο Θόδωρος Αντωνίου έδωσε στις Μαρία Χριστίνα Κριθαρά και Μαρία Θεοφίλη με αφορμή την εκλογή του, μαζί με ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του. Η δημοσίευση έγινε στο ΠΟΛΥΝΟΝΟν Τ. 70 (Μάιος - Ιούνιος 2015):
[http://www.tar.gr/content/content/files/Interview+Academy_Speech.pdf]
Κωνσταντίνος Α. Λυγνός
(Ιανουάριος 2019)
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας
(Η επιμέλεια του κειμένου είναι ευθύνη του αρθρογράφου)