ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
(Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί αποστάλθηκε κατόπιν συγγραφικής πρόσκλησης (!) για να δημοσιευτει πρώτα σε ηλεκτρονικό περιοδικό αριστερού ιδεολογικού προσανατολισμού. Όμως λογοκρίθηκε και δεν δημοσιεύθηκε. Το γεγονός αποτελεί περίτρανη απόδειξη πως η μουσική την οποία υπηρετούμε δεν είχε, δεν έχει, ούτε αναμένεται στο μέλλον να έχει την στήριξη που ως τέχνη της αρμόζει από το κράτος, την κοινωνία και το σύνολο των πολιτικών φορέων που την εκπροσωπούν)
Με αφορμή την πρόταση του Σύριζα για τον πολιτισμό, διεξάγεται τον τελευταίο καιρό δημόσια συζήτηση με ουσιαστικό διακύβευμα αν η τέχνη είναι κοινωνικό αγαθό που χρήζει της απαρέγκλιτης θεσμικής και οικονομικής στήριξης του κράτους ή ιδιωτική υπόθεση που ευδοκιμεί αποκλειστικά με όρους ιδιωτικής πρωτοβουλίας εντός της κοινωνίας των πολιτών ή της αγοράς. Το επιχείρημα τόσο της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς όσο και της μεταμοντέρνας «Αριστεράς» είναι ότι η οποιαδήποτε ανάμειξη του κράτους στις υποθέσεις της τέχνης, ακόμα κι αν η ανάμειξη αυτή αφορά στη θεσμική και οικονομική στήριξή της, είναι ζημιογόνα για την τέχνη, καταπνίγει τον δημιουργικό αυθορμητισμό και την καλλιτεχνική ελευθερία, επιβάλλοντας άμεσα ή έμμεσα κανόνες σε μία ανθρώπινη δραστηριότητα που από τη φύση της αντιστρατεύεται κάθε είδους κανονιστικότητα. Στη χειρότερη περίπτωση, το κράτος λειτουργεί ως αρωγός των επίλεκτων της εκτελεστικής εξουσίας, διανέμοντας με αντιδημοκρατικό, αυταρχικό και αδιαφανή τρόπο σε «ημέτερους» καλλιτέχνες εισοδήματα προερχόμενα από τη φορολόγηση του συνόλου των πολιτών. Μοναδική, επομένως, υποχρέωση του κράτους απέναντι στην τέχνη είναι να κρατά διακριτική απόσταση από αυτήν, επιτρέποντας την ελεύθερη διαχείριση των ζητημάτων της από τους ίδιους τους άμεσα εμπλεκόμενους. Κάθε τι άλλο σημαίνει επιστροφή σε παρωχημένες ιδεολογικές αγκυλώσεις, αριστερό αντιδραστικό συντηρητισμό και, εν τέλει, πολιτική δημιουργίας ελλειμμάτων που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε οικονομικές κρίσεις σαν τη σημερινή.
Στον αντίποδα, η ριζοσπαστική Αριστερά προτάσσει το δημόσιο χαρακτήρα της τέχνης και την υποχρέωση του κράτους όχι μόνο να την στηρίζει, αλλά και να ασκεί δημόσια καλλιτεχνική πολιτική, στη βάση του οντολογικού ορισμού της τέχνης ως κοινωνικού αγαθού και των κανονιστικών αρχών που απορρέουν από αυτόν. Οι καλλιτέχνες μπορούν να προσβλέπουν στη στήριξη του κράτους, διατηρώντας το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα στην ελεύθερη και αυτόνομη δημιουργία. Διότι ένα από τα δεδομένα που εσκεμμένα αποσιωπούν στη συζήτηση αμφότεροι νεοφιλελεύθεροι και μεταμοντέρνοι είναι ο ταξικός χαρακτήρας των σύγχρονων κοινωνιών και ο de facto περιορισμός της καλλιτεχνικής ελευθερίας, την οποία υποκριτικά υπερασπίζονται, από τους μηχανισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας και, εν προκειμένω, της καλλιτεχνικής αγοράς. Η επίκληση εκ μέρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς πάγιων ιδεολογικοαισθητικών αξιών και αρχών, δεν αντιμετωπίζεται με όρους μόδας («παρωχημένο») και αφηρημένης «προόδου» που απηχούν μια υποταγμένη στα συμφέροντα του κεφαλαίου και της αγοράς σχετικιστική και νομιναλιστική επιχειρηματολογία.
Αν η πρόταση για την τέχνη και τον πολιτισμό του επίσημου πολιτικού φορέα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς πάσχει ακόμα από κάποιο μείζονος σημασίας έλλειμμα χρήζον δημόσιας συζήτησης, αυτό προφανώς δεν αφορά στην αδιαπραγμάτευτη υπεράσπιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα της τέχνης. Αφορά, κατά τη γνώμη μας, στην απροθυμία προσδιορισμού της τέχνης που το κράτος οφείλει να στηρίζει· απροθυμία που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στον ευαίσθητο τομέα της μουσικής, όπου ακόμα και στοιχειώδεις διακρίσεις του τύπου «τι είναι έντεχνο» σε αυτήν έχουν στη χώρα μας προ πολλού ρευστοποιηθεί μέσα σε μια απίστευτη εννοιολογική σύγχυση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόταση του Σύριζα θεσμοί όπως το Μέγαρο Μουσικής, που ορθώς πρέπει να τεθούν υπό κοινωνικό και δημόσιο έλεγχο, οφείλουν να παρέχουν στέγη σε κάθε είδος μουσικής, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου, στο πλαίσιο μιας κατ’ ουσίαν ελιτιστικής διαχείρισης, η στέγη αυτή παρείχετο προνομιακά στη λεγόμενη «κλασική» μουσική. Η αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς, συνεχίζει η πρόταση, σαφώς πρέπει να προάγει το αισθητήριο των πολιτών αναφορικά με την κλασική μουσική (βλ. τελευταία σελίδα της γνωστής ενδεκασέλιδης πρότασης) και πρέπει να την στηρίζει, όχι όμως, όπως στο παρελθόν, εις βάρος των άλλων ειδών μουσικής, που και αυτά δικαιούνται, ως διαφορετικές μορφές μουσικής έκφρασης, ισότιμης εκπροσώπησης στους δημόσιους φορείς μουσικής αναπαραγωγής. Πρόκειται για επιχείρημα πλουραλιστικό και, εκ πρώτης όψεως, δημοκρατικό: τι πιο αυτονόητο το κράτος να ανταποκρίνεται στα αισθητικά αιτήματα του συνόλου των φορολογουμένων πολιτών του, με το να συμβάλλει στην ευδοκίμηση των συνόλου των ειδών μουσικής που θα μπορούσαν να απολαμβάνουν ατομικής ή συλλογικής προτίμησης; Το επιχείρημα αποδεικνύεται δε προσέτι οικονομικά πραγματιστικό, αφού μια τέτοια πλουραλιστική πολιτική θα επιτρέψει επιτέλους σε θεσμούς όπως του Μέγαρο, με το άνοιγμά τους στη συνολική κοινωνία, τη δημιουργία πλεονασμάτων και αποπληρωμής των χρεών τους χωρίς περαιτέρω κοινωνική επιβάρυνση.
Η ανάδειξη, εντούτοις, κάποιων δεδομένων από τα οποία αφαιρεί το παραπάνω επιχείρημα, αποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα. Οι υπερασπιστές της άσκησης μιας πλουραλιστικής δημόσιας μουσικής πολιτικής, δείχνουν να αγνοούν εκούσια ή ακούσια το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα ειδών μουσικής στα οποία έχουν πρόσβαση οι πολίτες μέσω των μηχανισμών προβολής και διακίνησης των προϊόντων της, έλκουν την καταγωγή τους από το χώρο της μουσικής βιομηχανίας και της καπιταλιστικής παραγωγής υπεραξίας μέσα από την παραγωγή και την (κυριολεκτική) κατανάλωση εμπορεύσιμων μουσικών αγαθών. Σε αυτό το επίπεδο, η μουσική δημιουργία δεν αποσκοπεί σε καλλιτεχνικές αξίες χρήσης (έργα τέχνης), αλλά πρωτίστως σε οικονομικές αξίες ανταλλαγής (εμπορεύματα). Η διαφοροποίηση της εμπορευματικής μουσικής σε περισσότερο ή λιγότερο «ποιοτικά» είδη δεν εξυπηρετεί παρά τη διείσδυση του μουσικού εμπορεύματος στα κοινωνικά εκείνα στρώματα που στο παρελθόν αποτελούσαν προνομιακούς αποδέκτες της μεγάλης έντεχνης («κλασικής») μουσικής. Η κατασκευή ενός δημόσιου λόγου περί «ποιοτικής» δημοφιλούς (popular) μουσικής επιδιώκει απλά και μόνο τη δημιουργία περαιτέρω υπεραξίας για λογαριασμό των μουσικών εταιρειών που τον προάγουν, με το να φενακίζει την απουσία εμπορικότητας σε ομάδες καταναλωτών εχθρικά διακείμενων απέναντι στην τελευταία και πρόθυμων, ως εκ τούτου, να αγοράσουν οτιδήποτε τους πλασάρεται ως «ποιοτικό» και «μη εμπορικό», με μοναδικό κριτήριο ότι πλασάρεται ως τέτοιο. Με άλλα λόγια, πίσω από τον φαινομενικό πλούτο των μουσικών ειδών που διακινούνται στη μουσική αγορά και σήμερα επιδιώκουν την ισότιμη ένταξή τους στη λογική της δημόσιας μουσικής πολιτικής, κρύβονται εταιρείες και μηχανισμοί ιδεολογικής επιβολής του εμπορευματικού προϊόντος ως καλλιτεχνικού. Μία από τις στρατηγικές των εν λόγω επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη συγκυρία, είναι η απόδοση επίπλαστου καλλιτεχνικού κύρους στο εμπορικό τους προϊόν μέσα από την κανονική ένταξή του στα προγράμματα θεσμών τύπου Μέγαρο Μουσικής και μάλιστα, ει δυνατόν, με δαπάνες του ίδιου του κράτους. Η κυριολεκτική εξαργύρωση τού κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτηθέντος καλλιτεχνικού κύρους, είναι το αμέσως επόμενο βήμα.
Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, που τίθεται σήμερα στη ριζοσπαστική Αριστερά ενόψει μιας πιθανής ανάληψης της εξουσίας, είναι αν θα καταστεί, ενδεχομένως παρά τη θέλησή της, αρωγός στα παραπάνω επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία όχι μόνο θα απαλλάξει από μέρος του οικονομικού άχθους της διαφημιστικής δαπάνης, αλλά και θα ενισχύσει έτι περαιτέρω οικονομικά μέσα από την μετατροπή της επίπλαστης καλλιτεχνικής αξίας χρήσης σε ανταλλακτική. Αποτελεί χρέος της εγχώριας προοδευτικής διανόησης να επισημάνει με όλους τους τρόπους ότι η μουσική που σήμερα περισσότερο από ποτέ χρήζει της στήριξης ενός πραγματικά δημοκρατικού κράτους, είναι η μουσική εκείνη πρωταρχικός σκοπός της οποίας είναι η παραγωγή και απόδοση στην κοινωνία καλλιτεχνικής αξίας με όρους πραγματικής αισθητικής αυτονομίας και η οποία στη νεωτερικότητα περισσότερο από ποτέ λειτούργησε ως σύμβολο κοινωνικής αισθητικής χειραφέτησης. Είναι η μουσική ενός Μπαχ, ενός Μότσαρτ, ενός Μπετόβεν, ενός Μπραμς, ενός Σοστακόβιτς, ενός Σκαλκώτα. Είναι ακριβώς εκείνη η μουσική την οποία σήμερα πολεμά το νεοφιλελεύθερο κράτος ως πολυδάπανη και οικονομικά αντιπαραγωγική, καταργώντας σύνολα και φορείς. Είναι ακριβώς αυτή η μουσική για την οποία φτιάχτηκαν τα Μέγαρα Μουσικής, προκειμένου ο ελληνικός λαός να καταστεί, επιτέλους, και μουσικά Ευρωπαίος, στα χνάρια των εικαστικών τεχνών, της αρχιτεκτονικής και της λογοτεχνίας.
Τα Μέγαρα Μουσικής δεν αποτελούν όρους ύπαρξης της εμπορευματικής μουσικής, αποτελούν όμως σίγουρα όρους ύπαρξης της μεγάλης έντεχνης μουσικής. Το να παραχωρεί κανείς στη μουσική αυτή ένα μόνο μέρος του χρόνου που δικαιωματικά της αναλογεί, είναι σα να περιστέλλει στο εν τρίτο τον εκθεσιακό χώρο της ζωγραφικής που σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη με το (πλουραλιστικό) επιχείρημα ότι και τα άλλα είδη ζωγραφικής (λαϊκή, διακοσμητική κλπ) πρέπει ισότιμα να εκπροσωπούνται. Μια τέτοια προοπτική μόνο τον γέλωτα θα προκαλούσε. Στην περίπτωση όμως της έντεχνης μουσικής προκαλεί δυστυχώς θλίψη η συνειδητοποίηση πως μόνο στη δική μας χώρα και σε αντιδιαστολή προς τον υπόλοιπο κόσμο (και όχι μόνον αυτόν της Δύσης) η μουσική αυτή δεν στηρίζεται από το κράτος όχι μόνο σε επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης -η οποία, πλην των υποβαθμισμένων μουσικών σχολείων και των τμημάτων μουσικολογίας των ΑΕΙ, εξακολουθεί να παρέχεται από τα πολυάριθμα και ανεξέλεγκτα ιδιωτικά ωδεία- αλλά ούτε καν σε επίπεδο βασικών θεσμών αναπαραγωγής της. Μετά την κατάργηση της Ορχήστρας των Χρωμάτων, τη συρρίκνωση και υποβάθμιση των (άλλοτε) Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ και σε ένα περιβάλλον όπου δεν δίστασαν να συζητήσουν ακόμα και την συγχώνευση της Κ.Ο.Α. με την «Καμεράτα» (η περίπτωση της οποίας συνιστά γλαφυρό παράδειγμα της διάζευξης καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και οικονομικής βιωσιμότητας στο σημερινό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον), θα ήταν πολιτισμικά και ιδεολογικά ολέθριο μια κυβέρνηση της Αριστεράς να συζητά και να ζητά περαιτέρω περιορισμό του βιοτικού χώρου της έντεχνης μουσικής (εκχωρώντας, αντιστοίχως, τον υπόλοιπο στην εμπορευματική), με τα ιδεολογικά εργαλεία ενός πλουραλιστικού πραγματισμού ξένου προς την αξιακή της ηθική.
Μάρκος Τσέτσος
Νοέμβριος 2014
Τεχνική επιμέλεια σελίδας Κώστας Γρηγορέας