Ηχητικό Ιδεώδες
Sting: Songs from the Labyrinth
Ροκιές με λαούτο και η τέχνη του cross-over
ακούστε: 6 κομμάτια από το CD στο TaR-radio.com
Το θέμα του cross-over έχει απασχολήσει συχνά-πυκνά μουσικούς, κριτικούς αλλά και απλούς ακροατές. Θα έπρεπε να γίνεται; Κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο; Πότε ακριβώς μπορούμε να μιλάμε για “cross-over”; Και άλλα τέτοια ερωτήματα.
Για να πούμε την αλήθεια, όσον αφορά την κλασική μουσική είναι συνηθέστερη η χρήση του όρου cross-over όταν ένας καλλιτέχνης «άλλης μουσικής» επιχειρεί μία προσέγγιση της πρώτης. Αυτό κυρίως γιατί το αντίθετο συμβαίνει σπανιότερα, αλλά και γιατί κάποιοι θεωρούν πως ένας «κλασικός» μουσικός μπορεί ως «αυθεντία» να μεταπηδήσει σε άλλες «ευκολότερες» μουσικές. Από μια άποψη κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ισχύει, αλλά προσωπικά ως γενικευμένος κανόνας μου φαίνεται άτοπο. Υπάρχουν επίσης και οι αποκλειστικά cross-over καλλιτέχνες, όπως η Βανέσα Μέι, που ποτέ δεν καθιερώθηκαν ούτε στο ένα ούτε στο άλλο είδος, αλλά συνειδητά ισορροπούν με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Και αν το «εδώ» είναι η κλασική μουσική λόγω του οργάνου και του ρεπερτορίου που παίζουν, το «εκεί» σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το απροσδιόριστο. Ο Βιβάλντι με συνοδεία ντραμς δεν νομίζω πως παραπέμπει και σε κάποιο συγκεκριμένο «εκεί»... Αυτοί οι τελευταίοι έχουν και το δικό τους κοινό, που όπως είναι λογικό, δεν ανήκει τελικά ούτε στο ένα ούτε στο άλλο είδος της μουσικής που εκπροσωπούν, και συνήθως θαυμάζει στοιχεία μόνο της προσωπικότητας και της μουσικότητας του καλλιτέχνη.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, το cross-over έχει νόημα όταν υπάρχουν σαφώς και το «εδώ» και το «εκεί» του καλλιτέχνη. Όπως στην περίπτωση του Στινγκ και του Songs from the Labyrinth (Τραγούδια από το Λαβύρινθο).
Ο δίσκος αυτός έχει ήδη συζητηθεί πολύ και εκτός αλλά και φυσικά εντός του διαδυκτίου (υπάρχει και στις σελίδες του προηγούμενου TaR). Όπως και να το κάνουμε όμως, η κυκλοφορία του αποτελεί ένα μεγάλο γεγονός: το όνομα Στινγκ σε συνδυασμό με μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ, συν το ασυνήθιστο του cross-over «ροκ-αναγέννηση»! Οπότε και ο θόρυβος γύρω από αυτή την ηχογράφηση δεν με σταματά από το να καταθέσω κι εγώ τη δική μου εμπειρία –γιατί περί εμπειρίας πρόκειται-, ακούγοντας τον ροκ τραγουδιστή με τον οποίο πολλοί από μας μεγαλώσαμε, να ερμηνεύει τραγούδια του John Dowland, με τα οποία επίσης πολλοί από μας έχουμε δεθεί και διαμορφώσει τη μουσική μας αισθητική.
Ο ίδιος ο Στινγκ ονομάζει τη δουλειά αυτή «Ένα μουσικό soundtrack για τη ζωή του συνθέτη». Μεταξύ των τραγουδιών, διαβάζει αποσπάσματα από την αλληλογραφία του Dowland δημιουργώντας έτσι περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τη ροζέτα σε σχήμα λαβύρινθου που κοσμεί το λαούτο του τραγουδιστή. Δεν θα καταγράψω εδώ το ιστορικό της ηχογράφησης, το πώς δηλαδή ο τραγουδιστής γνώρισε το ρεπερτόριο, μελέτησε λαούτο και με τον καλό του φίλο και λαουτίστα Edin Karamazov αποφάσισε να προχωρήσει στο εγχείρημα της ηχογράφησης. Όλα αυτά εξηγούνται με όμορφο τρόπο στο βιβλιαράκι του δίσκου από τους ίδιους.
Ποιος είναι όμως ο σκοπός αυτού του εγχειρήματος –και του cross-over γενικότερα;
Εκείνοι που αντιμετωπίζουν τη μορφή αυτή τέχνης με αμηχανία, που θεωρούν δηλαδή πως η δουλειά ενός καλλιτέχνη πρέπει να «δικαιολογείται» από κάτι, εύλογα παραθέτουν το επιχείρημα πως κάτι τέτοιο «βοηθάει στην εξάπλωση της κλασικής μουσικής», καθώς μέσω της δουλειάς του cross-over-καλλιτέχνη θα έρθει σε επαφή μαζί της ένα μεγαλύτερο κοινό. Ιερός λοιπόν ο σκοπός, αγιασμένα και τα μέσα! Με μια πρώτη μάτια σωστό. Όχι πάντοτε όμως. Προσωπικά δεν μπορώ να δω πού συμβάλλει η κατακρεούργηση του, ήδη πασίγνωστου (και σε πολλές περιπτώσεις πολύπαθου), έργου του Βιβάλντι στη διάδοση της κλασικής μουσικής!
Περισσότερο με πείθει το επιχείρημα της μείξης διαφορετικών ιδιωμάτων ως εν δυνάμει συστατικό για ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Το πόσο ενδιαφέρον τελικά θα είναι εξαρτάται από τη φαντασία και το γούστο των συντελεστών.
Ο Στινγκ όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των καλλιτεχνών που πρέπει να δικαιολογήσουν τα πραττόμενά τους. Ούτε μας ήρθε από το πουθενά, ούτε φιλοδοξεί στην προσωπική καταξίωση ως αναγεννησιακός τενόρος. Με τιμιότητα δηλώνει απαίδευτος στη μουσική αυτή. Και η τιμιότητα ενός καλλιτέχνη είναι ο μισός δρόμος προς την επιτυχία σε ό,τι κάνει.
Ως εκπρόσωπος της γενιάς των Police αλλά και ως καταρτισμένος ...«παλιομουσικός», θεωρώ τον εαυτό μου ιδανικό δείγμα ανθρώπου για να λάβει στα χέρια του τον εν λόγω δίσκο χωρίς ίχνος προκατάληψης, αλλά με ενδιαφέρον και κριτική διάθεση. Και για του λόγου το αληθές, σας λέω ότι τον αγόρασα εις διπλούν πριν ακόμα τον ακούσω. Έναν για μένα και έναν για καλό φίλο.
Το cross-over που εγώ θεωρώ επιτυχημένο, είναι εκείνο όπου συνυπάρχουν στοιχεία του καλλιτέχνη, δεμένα αρμονικά με το είδος της μουσικής που περιστασιακά επιλέγει να εκπροσωπήσει. Δεν περιμένω δηλαδή να ακούσω ροκ διασκευές του Dowland. Και νομίζω πως ούτε ο Στινγκ θέλησε να κάνει κάτι τέτοιο. Αλλιώς δεν θα μάθαινε λαούτο, αλλά θα μας έπαιζε τα τραγούδια με μία σύγχρονη μπάντα. Θεωρούμε λοιπόν, εύλογα, πως θέλησε να κάνει κάτι αυθεντικό. Και είχε όλα τα μέσα: το υπέροχο ρεπερτόριο, την αγγλοσαξονική του καταγωγή, τα όργανα εποχής και τη φωνή του. Μία φωνή, που πρέπει να προσαρμόζεται όπως ένας ηθοποιός, ανάλογα με το ρόλο που καλείται να παίξει. Ακόμα και το προφίλ του δίσκου επιβεβαιώνει την πρόθεση αυτή, με την ετικέτα της Deutsche Grammophon.
Εμπορικά ο δίσκος πήγε πολύ καλά. Αλλά και το πρώτο από τα κριτήρια ενός καλού cross-over ικανοποιείται πανηγυρικά. Μαθαίνουμε πως με την κυκλοφορία του δίσκου πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις άλλων δίσκων με παρόμοιο ρεπερτόριο, αλλά και οι πωλήσεις αναγεννησιακών λαούτων! Εύγε λοιπόν στον Στινγκ, για μια ακόμα φορά μας απέδειξε πως έχει δίκιο σε κάθε τι που κάνει.
Το άλλο όμως σκέλος της προσπάθειας, η αυθεντικότητα, επετεύχθη; Κατά τη γνώμη μου, όχι!
Τι όμως με κάνει να το λέω αυτό; Αφού όλα ήταν εν τάξει. Τα όργανα ήταν εποχής, όπως τα θέλουμε εμείς οι παλιομουσικοί, η μουσική ανάγνωση ήταν ειλικρινής και απλή υπό την καθοδήγηση του ειδικού Edin Karamazov, καθόλου «οπερατική» ή πληθωρική, όλα τέλος πάντων. Γιατί λοιπόν η γρίνια;
Ή μήπως τελικά όχι όλα;
Μετά από σκέψη, κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό που με ενόχλησε σε αυτή την ηχογράφηση ήταν η ηχοληψία. Μια ηχοληψία που, διατηρώντας τη ροκ αισθητική δεν ταίριαζε στο περιεχόμενο του δίσκου αυτού. Πιο συγκεκριμένα, ο ήχος των λαούτων είχε αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό, ιδιαιτέρως στα έντονα κομμάτια, προφανώς για να δώσει μια πιο δυναμική παρουσία στο όργανο –μια ροκ δηλαδή παρουσία, που το αρχιλαούτο ούτως ή άλλως είχε, μέσα όμως στον φυσικό του ηχητικό περίγυρο, αυτόν της εποχής του. Σίγουρα η ροκιά του λαούτου δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της ακουστικής κιθάρας. Προς αυτή την αισθητική όμως κινήθηκαν οι ηχητικές επιλογές των συντελεστών παραγωγής, με αποτέλεσμα πολλές φορές κατά την ακρόαση να αναρωτηθώ τι όργανο ακριβώς ακούω... Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στα έργα για σόλο λαούτο.
Από την άλλη, η φωνή του Στινγκ έχει ηχογραφηθεί σε πολύ υψηλή στάθμη, και «φιλτραρισμένη» με έναν μη ακουστικό όγκο, και πάλι όπως ηχογραφούνται οι ροκ φωνές. Έτσι, η μουσική χάνει την εσωστρέφειά της, που είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά της. Ένας τραγουδιστής με ένα λαούτο στα χέρια, που τραγουδά τον πόνο και τη χαρά του, κυρίως όμως για τον εαυτό του-και όχι για το κοινό κάποιου σταδίου. Ακόμα ένας πρώιμος ρομαντισμός δηλαδή, στην ιστορία της μουσικής, που δυστυχώς χάθηκε στην ηχογράφηση αυτή. Τέλος, δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποια σημαντική προσπάθεια από πλευράς του τραγουδιστή, να προσαρμόσει τα εκφραστικά του μέσα στο ρεπερτόριο. Τραγούδησε με την ίδια ακριβώς φωνή που ερμηνεύει και τα δικά του τραγούδια.
Στο ερώτημα αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να ηχογραφηθεί έτσι αυτός ο δίσκος, δεν μπορώ και δεν δικαιούμαι να δώσω απάντηση. Μπορώ μόνο να πω πως χωρίς τα παραπάνω «ψεγάδια» θα ήταν για μένα μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ηχογράφηση.
Στο ερώτημα εάν έπρεπε να ηχογραφηθεί γενικότερα, νομίζω πως έχει ήδη δοθεί απάντηση, και όχι μόνο από εμένα. Προσωπικά, και τον συνιστώ, και θα τον ακούσω, σίγουρα πολλές φορές ακόμα, όχι όμως για να ακούσω Dowland, αλλά για να ακούσω Στινγκ να τραγουδάει Dowland!
(περισσότερες πληροφορίες http://www.deutschegrammophon.com/special/?ID=sting-dowland)
Γεράσιμος Χοϊδάς
gerasimoshoidas@tar.gr
(Μαρούσι, Φλεβάρης 2007)