Τα ηχογραφήματα του Σεγκόβια συναντούν εκ νέου το Γερμανικό Γραμμόφωνο (Deutsche Grammophon)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η σταθερή, όσο και θεαματική συχνά, εξέλιξη της τεχνολογίας των ηχογραφημάτων ωφέλησε τα μέγιστα τη διαθεσιμότητα των παλιών ιστορικών ηχογραφήσεων. Αφενός μεν η επινόηση και κατασκευή νέων μέσων αποθήκευσης ηχητικών πληροφοριών (CD, DVD κ.ο.κ.), αφετέρου δε ο σχεδιασμός λογισμικών επεξεργασίας του ήχου, δημιούργησαν πλήθος προϋποθέσεων, τόσο εμπορικών όσο και τεχνικών, που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ευνοϊκές για την επανέκδοση παλαιών ηχογραφημάτων. Αν μάλιστα σε αυτά προσθέσουμε και το ιδιαίτερο, μα πολύ σοβαρό, θέμα των πνευματικών και συγγενικών ή εκτελεστικών δικαιωμάτων διαπιστώνουμε αμέσως ότι οι δισκογραφικές εταιρείες εύκολα μπορούν να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρα και τις επιθυμίες των φιλόμουσων που αναζητούν την αλήθεια της τέχνης στις παλιές ερμηνείες, ικανοποιώντας μάλιστα, έστω και μερικώς, το αίτημα των εραστών της υψηλής πιστότητας (του ήχου)· γιατί, ας μην ξεγελιόμαστε, άλλο εραστής της μουσικής, άλλο εραστής του ήχου, αν και κάπου-κάπου οι δυο αυτές αγάπες συνυπάρχουν ισορροπημένα. Σπάνια, σπανιότατα, όμως σε τέτοια ισορροπία που η μια να μην προδίδει την άλλη. Σήμερα ο μουσόφιλος έχει τη δυνατότητα λοιπόν, να βρει και να αποκτήσει ηχογραφημένες μαρτυρίες της τέχνης των επιφανών της μουσικής, που έζησαν και προσέφεραν στο απώτερο, αν όχι το απώτατο, παρελθόν της δισκογραφημένης μουσικής.
ΑΝΤΡΕΣ ΣΕΓΚΟΒΙΑ
Όσον αφορά τον τομέα της κλασικής κιθάρας σε αυτή την κατηγορία αναμφίβολα κυριαρχεί ο Ισπανός Αντρές Σεγκόβια Τόρες (Andrés Segovia Torres, Λινάρες, στην περιοχή της Χαέν, 1893- Μαδρίτη, 1987) – το πλήρες επώνυμο και η σωστή προφορά του είναι Σεγόβια Τόρες, αλλά για να προλάβουμε τις παρεξηγήσεις θα χρησιμοποιούμε το καθιερωμένο Σεγκόβια.
Αναμφίβολα χωρίς την παρουσία και την προσφορά του ο κόσμος της κλασικής κιθάρας, ο κόσμος της λόγιας μουσικής γενικότερα θα ήταν διαφορετικός και σίγουρα φτωχότερος. Ο Αντρές Σεγκόβια ανήκει δικαιωματικά σε εκείνη την ολιγομελή ομάδα των μουσικών ερμηνευτών που με τα επιτεύγματα και με τη φωτεινή προσωπικότητά τους άλλαξαν τη μοίρα των οργάνων που τάχτηκαν να υπηρετούν. Όπως η Βάντα Λαντόφσκα (Wanda Landowska, 1879-1959) για το τσέμπαλο, όπως ο Πάμπλο Καζάλς (Pablo Casals, 1876-1973) για το βιολοντσέλο, για να μνημονεύσουμε δυο, από αυτούς τους λίγους, τους πραγματικά ελάχιστους, έτσι ο Σεγκόβια υπήρξε για την κιθάρα ένας μεγάλος ευεργέτης. Την ανέσυρε από την ανυποληψία, αποκατάστησε τη συναυλιακή αυτοδυναμία της και την περιέβαλε με την αίγλη που την βοήθησε να αναδειχθεί σε μουσικό όργανο ισότιμο προς τα λοιπά κλασικά και καθιερωμένα. Ταυτοχρόνως ανέπτυξε δημιουργικά τη σύγχρονη τεχνική ερμηνείας της κιθάρας, που οι βάσεις τις είχαν τεθεί προς το τέλος του 19ου αιώνα, από τον συμπατριώτη του συνθέτη και κιθαριστή Φρανθίσκο Τάρεγκα (Francisco Tárrega, 1852-1909 – και για αυτόν ισχύει το Τάρεγα – Τάρεγκα). Εν ολίγοις δημιούργησε σχολή, η οποία επηρέασε και καθοδήγησε όλες τις επόμενες γενιές των κιθαριστών. Η σπουδαία, συνάμα, μουσική του δράση (ρεσιτάλ, δισκογραφία, παιδαγωγικό έργο, τόσο ως διδασκαλία, όσο και υποστήριξή της με τη σύνθεση σπουδών και ασκήσεων) ενέπνευσε αρκετούς μουσουργούς στη σύνθεση έργων για την κιθάρα, γεγονός που βοήθησε σημαντικά στον εμπλουτισμό του μάλλον φτωχού σχετικού ρεπερτορίου, αλλά και τη διαμόρφωσή του. Οι φίλοι της κιθάρας αλλά και οι φίλοι της μουσικής εν γένει του οφείλουν πολλά.
Ο Αντρές Σεγκόβια στο – και χρονικά – μεγάλο διάβα του από τη ζωή, ηχογραφούσε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι κατέλειπε και ένα αντίστοιχο, σε όγκο, δισκογραφημένο έργο. Αφενός η αρχικά μη εμπορική απήχηση των ηχογραφημάτων του – έπρεπε πολλά χρόνια να περάσουν για να εκλείψει η καχυποψία, η άρνηση, ο παρωπιδισμός, εκ μέρους του μεγάλου όγκου των ακροατών-δεκτών - αφετέρου το φτωχό ρεπερτόριο της κιθάρας, δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει ανάλογες, σε όγκο επαναλαμβάνουμε, δισκογραφήσεις με τους σημερινούς ομολόγους του. Δεν ήταν, πάντως, λίγα τα ηχογραφήματα τα οποία πραγματοποίησε. Το υλικό τους υπήρξε ικανό για την πραγμάτωση σαράντα περίπου δίσκων 33 στροφών, μακράς διαρκείας. Καθόλου ευκαταφρόνητο τελικά και αρκετό για να τεκμηριώσει ικανοποιητικότατα τη φωτεινή πορεία του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ
Ο κιθαριστής και δάσκαλος γνώρισε τη διαδικασία της ηχογράφησης στις 2 Μαΐου 1927, στα στούντιο της HMV, στο Λονδίνο, όταν ήταν ήδη τριάντα τεσσάρων χρονών και μετρούσε δεκαοχτώ χρόνια συναυλιακής δραστηριότητας – έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ το 1909 στο Καλλιτεχνικό Κέντρο (Centro Artistico) της Γρανάδας. Οι πρώτες του ηχογραφήσεις έγιναν για την εταιρεία HMV, προφανώς, και περιλάμβαναν αποκλειστικά σχεδόν σύντομα έργα, μια και οι δίσκοι 78 στροφών που υπήρχαν τότε, οι ονομαζόμενοι και δίσκοι γραμμοφώνου, σπανίως επέτρεπαν διάρκειες μεγαλύτερες από τα 4 λεπτά. Γι αυτό οι δίσκοι 33 στροφών που εμφανίστηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, ονομάστηκαν δίσκοι μακριάς διαρκείας (LP = Long Play). Με την HMV (πρόδρομο της σημερινής ΕΜΙ) συνεργάστηκε ο Σεγκόβια έως το 1939.
Με τις ηχογραφήσεις εκείνης της πρώτης και πρώιμης περιόδου δομήθηκε πολύ αργότερα (1980) η καθ’ όλα ανεκτίμητη έκδοση 2LP ‘The Art of Andrés Segovia’: The HMV recordings 1927-1939. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940, λίγο πριν γίνει η νέα επανάσταση στη δισκογραφία, η αγγλική δισκογραφική εταιρεία MUSICRAFT χρηματοδότησε την ηχογράφηση – και δισκογράφηση βεβαίως σε δίσκους 78 στροφών – μερικών μεταγραφών μουσικής του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach), με σημαντικότερη εκείνη της περίφημης Σακόν (Chaconne). Ο Σεγκόβια, καθιερωμένος από χρόνια και με σημαντικότατη πλέον μουσική δραστηριότητα, υπήρξε ο πρώτος κιθαριστής που ηχογράφησε για το νέο μέσο – το 1949 συνέβη αυτό - και ένας από τους πρώτους μουσικούς ερμηνευτές γενικά που δείγματα της τέχνης τους αποτυπώθηκαν σε LP. Οι δίσκοι μακράς διαρκείας του επέτρεψαν να ηχογραφεί πλέον και εκτεταμένα έργα. Έτσι για το πρώτο LP που έφερε την υπογραφή του, ηχογράφησε, συν τοις άλλοις, το 1949, και το πρώτο κοντσέρτο για κιθάρα που δισκογραφήθηκε ποτέ, το οποίο ήταν το Κοντσέρτο για κιθάρα του Ιταλού συνθέτη και φίλου του κιθαριστή Μάριο Καστελνουόβο-Τεντέσκο (Mario Castelnuovo-Tedesco). Οι ιστορικές – και αυτές – ηχογραφήσεις εκδόθηκαν από την HMV. Ακολούθησε σειρά ηχογραφήσεων μετά το 1952 κυρίως, οπότε κέντρο των ηχογραφικών δραστηριοτήτων του Σεγκόβια ήταν η Νέα Υόρκη. Εξαιρετικά σημαντική ημερομηνία στη δισκογραφική προσφορά του κιθαριστή ήταν το 1959. Για να γιορταστεί τότε η συμπλήρωση πενήντα χρόνων συναυλιακής δραστηριότητας του κιθαριστή, κυκλοφόρησε η έκδοση Golden Jubilee (Χρυσούν Ιωβηλαίον), η οποία περιείχε τρία LP – εξαιρετικά τολμηρό εγχείρημα για την εποχή - με πρόσφατες, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει στη Νέα Υόρκη. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960 ηχογραφούσε για την αμερικάνικη εταιρεία DECCA. Οι ηχογραφήσεις του εκδίδοντο στην Αμερική από την εταιρεία MCA και στην Ευρώπη από την περίφημη «κίτρινη εταιρεία» - λόγω του γνωστού κίτρινου λογότυπού της – DEUTSCHE GRAMMOPHON GESELLSCHAFT.
Οι εκδόσεις της DG – αρκετές, μέχρι το 1965, σε δίσκους 45 στροφών αυξημένης διάρκειας (Extended Play) – αποτελούν σήμερα σπάνια, δυσεύρετα και επομένως συλλεκτικά κομμάτια, αντικείμενο πόθου πολλών συλλεκτών του είδους. Ο συντάκτης αυτού του κειμένου έχει στην κατοχή του δυο από τις ιδιαίτερες αυτές εκδόσεις των 45 στροφών:
Την Granada (DG 30645 EPL – HI-FI), δομημένη με το ομώνυμο σύνθεμα του Ισαάκ Αλμπένιθ (Isaac Albeniz) και τους Ισπανικούς χορούς αρ. 5 & 10 του Ενρίκε Γρανάδος (Enrique Granados), και την Hohe Schule für Guitar(Υψηλή Σχολή Κιθάρας) (DG 30645 EPL – HI-FI), που περιέχει έξι σπουδές του Φερνάντο Σορ (Fernando Sor). Και οι δυο αυτές πολύτιμες εκδόσεις κυκλοφόρησαν το 1962. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 επήλθαν αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας DECCA, οι οποίες επηρέασαν, μεταξύ άλλων, τις δισκογραφικές εκδόσεις του Σεγκόβια. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η διακοπή της συνεργασίας DECCA-MCA-DG, εξ αιτίας της οποίας οι σπουδαίες ηχογραφήσεις έπαψαν να κοσμούν τον κατάλογο της γερμανικής εταιρείας, αλλά και να είναι εμπορικά διαθέσιμες, αφού τα προβλήματα επεκτάθηκαν και στις σχέσεις του μουσικού με τις εταιρείες.
Διακόπηκαν επίσης οι εκδόσεις της ιδιαίτερης, εκπαιδευτικής, σειράς The Guitar and I (Η κιθάρα και εγώ), μόλις μετά την κυκλοφορία των δυο πρώτων δίσκων. Στη σειρά αυτή ο «μαέστρος» Σεγκόβια σχεδίαζε να εντάξει σε 30 με 40 LP (!) σύντομα συνθέματα για κιθάρα, με φανερό παιδαγωγικό χαρακτήρα, τα οποία συνοδευόμενα από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του ιδίου (στα ισπανικά αλλά και στα αγγλικά!) είχαν ως σκοπό να γοητεύσουν και να εμπνεύσουν τους νεαρούς κιθαριστές.
Μετά κάποια χρόνια απουσίας από τα ηχογραφικά κέντρα, ο Σεγκόβια επέστρεψε στις ηχογραφήσεις, το 1972, τη φορά αυτή όμως στην πατρίδα του την Ισπανία. Για την μικρή και άσημη εταιρεία DISCOS MOVIEPLAY ηχογράφησε τρία LP. Η απήχηση, μα και η ζήτηση των ηχογραφημάτων ήταν μεγάλη. Το γεγονός δεν άφησε ασυγκίνητη τη γνωστή πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία RCA, η οποία έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα έκδοσής τους για τις ΗΠΑ – επομένως για όλο τον κόσμο!
Η ίδια εταιρεία μάλιστα, η RCA, χρηματοδότησε την έκδοση ενός τέταρτου δίσκου ο οποίος είχε το συμβολικό, όπως αποδείχτηκε, όνομα Reveries (Ονειροπολήματα) (ARL1 – 2602) και ένα μάλλον απρόσμενο, πρωτοποριακό για το είδος της μουσικής, εξώφυλλο, γοητευτικότατο πάντως. Οι ηχογραφήσεις για την έκδοση αυτή ολοκληρώθηκαν στις 24 Ιουνίου 1977, στη Μαδρίτη, στο τοπικό στούντιο της RCA. Και μαζί τους ολοκληρώθηκε και ο δισκογραφικός κύκλος του Σεγκόβια - λίγο πριν φθάσει η εποχή του δίσκου ακτίνας (CD). Είχε συμπληρώσει τότε ο καλλιτέχνης ογδόντα τέσσερα χρόνια ζωής. Ο δίσκος Reveries κυκλοφόρησε το 1978. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα είκοσι τελευταία χρόνια της δισκογραφικής του δραστηριότητας (1957-1977), ο Σεγκόβια δεν εμπιστευόταν άλλον παραγωγό παρά μόνο τον σπουδαίο, θρυλικό θα λέγαμε, Ίσραελ Χόροβιτς (Israel Horowitz).
Στο μισό αιώνα (1927-1977) κατά τον οποίο πραγματοποίησε τις ηχογραφήσεις του, πολλά τεχνολογικά μέσα και προδιαγραφές άλλαξαν. Η ερμηνευτική του προσέγγιση όμως, τόσο αισθητικά όσο και τεχνικά, ελάχιστα μεταβλήθηκε. Ήταν και παρέμεινε πιστός στο ρομαντικό πνεύμα της ερμηνείας. Μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να σταμάτησε να ηχογραφεί το 1977, συνέχισε, ωστόσο, να προσφέρει δείγματα της τέχνης του σε ρεσιτάλ, μέχρι το τέλος του βίου του. Και ο βίος του ήταν μακρύς και καρποφόρος μέχρι την ολοκλήρωσή του. Αποδήμησε εις Κύριον στις 2 Ιουνίου 1987. Έφυγε πλήρης ημερών έχοντας δώσει το τελευταίο ρεσιτάλ του δυο μόλις μήνες πριν, στις 4 Απριλίου 1987, στο Μαϊάμι των ΗΠΑ. Στις 21 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς είχε γιορτάσει τα ενενηκοστά τέταρτα γενέθλιά του!!! Πριν αποχαιρετήσει τον κόσμο τούτο πρόφθασε να δει ηχογραφήματά του να εκδίδονται αποτυπωμένα στο καινούριο μέσο: τον δίσκο ακτίνας, διεθνώς γνωστό ως CD. Οι εκδόσεις αυτές πάντως, καθώς και όσες ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια ήταν μάλλον προχειροφτιαγμένες και ουδόλως τιμούσαν την τέχνη του. Μερικές μάλιστα από αυτές, «πειρατικές» οι περισσότερες, ήταν απελπιστικά κακές. Μερική εξαίρεση αποτέλεσαν οι επανεκδόσεις από την EMI των πρώιμων ηχογραφήσεων (1927-1939) του κιθαριστή σε δυο CD καθώς και η έκδοση της εταιρείας TESTAMENT (1994), η οποία περιέχει ηχογραφήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο το 1949.
ΟΙ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ DEUTSCHE GRAMMOPHON
Έτσι η ανακοίνωση, το 2001, της κραταιής γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας DEUTSCHE GRAMMOPHON, για την επικείμενη επανέκδοση, με σύγχρονη επεξεργασία ήχου, των ηχογραφήσεών του της εποχής της DECCA-MCA, χαροποίησε άπαντες τους φίλους της κιθάρας, ου μην και τους μουσόφιλους γενικότερα. Τα προβλήματα τα οποία υπήρχαν ανάμεσα στις εταιρείες αλλά και τους δικαιούχους εν γένει, λύθηκαν μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και ιδού το σύνολο εκείνων των ηχογραφήσεων διατίθεται στον κάθε ενδιαφερόμενο σε εκδόσεις καθ’ όλα υποδειγματικές. Οι περιεχόμενες ηχογραφήσεις εκτείνονται χρονικά από το 1952 έως το 1969 – με μοναδική εξαίρεση την ηχογράφηση της μεμονωμένης Albada του Μορένο Τόρομπα (Moreno Torroba), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1944 (!).
Οι επανεκδόσεις της DG, στις οποίες θα εστιάσουμε στο υπόλοιπο αυτής της διαδικτυακής κόχης – θα ασχοληθούμε και με τις λοιπές επανεκδόσεις των ηχογραφήσεων του Σεγκόβια προσεχώς – έγιναν προσεκτικά και μεθοδικά, αρχής γενομένης το 2002, ως γιορτή μνήμης, αν και δεν έχει ομολογηθεί, για τα δεκαπέντε χρόνια απουσίας του κιθαριστή και δάσκαλου.
Τον Μάρτιο του 2002 κυκλοφόρησε η έκδοση The SEGOVIA Collection. Η γενναιόδωρη αυτή έκδοση αποτελείται από τέσσερις δίσκους ακτίνας, οι οποίοι προσφέρουν 300 σχεδόν λεπτά μουσικής πανδαισίας. Ευφάνταστα σχεδιασμένο το κουτί που περιέχει τα CD, αν και οι λεπτές πλαστικές θήκες (slim box) στις οποίες έχουν αυτά τοποθετηθεί δεν είναι οι πλέον πρακτικές, εκτός από τα ηχογραφήματα μουσικής, που εκτείνεται από το 16ο (Λουίς Μιλάν [Luys Milán – αναφέρεται και ως Luis Milán ή Don Luys Milán, ακόμη και ως Luis de Milán] ο παλιότερος ανθολογούμενος) έως τον 20ο αιώνα, και τα έργα Χοακίν Ροδρίγο (Joaquín Rodrigo), περιέχει συνοδευτικό βιβλιάριο με πολύτιμες πληροφορίες και σπάνια φωτογραφική τεκμηρίωση. Το γενικό κείμενο υπογράφει ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γκρέιαμ Γουέιντ (Graham Wade), ο οποίος είναι ο συγγραφέας τριών, μέχρι σήμερα, βιβλίων για τον Σεγκόβια. Υπάρχει όμως ένα ακόμη κείμενο, το οποίο έχει συντάξει ο ειδικευμένος στα θέματα κιθάρας κριτικός μουσικής Τζον Λέμαν-Χάουπτ (John Lehman-Haupt). Αναφέρεται αυτό στη σχέση του κιθαριστή με το στούντιο ηχογραφήσεων και το μεγαλύτερο τμήμα του καταλαμβάνουν οι πολύτιμες μαρτυρίες του Ίσραελ Χόροβιτς, οι οποίες είναι συχνά και αποκαλυπτικές. Αναφέρει, φερ’ ειπείν, ότι ο Σεγκόβια δεν δεχόταν ούτε την ελάχιστη (ηχητική) εξομάλυνση στο γκλισάντο της ερμηνείας του. Επέμενε να ακούγεται αυτούσιο. Τα περιεχόμενα των CD είναι ομαδοποιημένα με σωστό…ιδεολογικό τρόπο. Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει τρία κοντσέρτα. Τα δυο είναι πρωτότυπα και γραμμένα για τον Σεγκόβια – και αφιερωμένα σε αυτόν (Φαντασία για έναν Ευγενή του Ροδρίγο, και Κοντσέρτο του Νότου του Πόνσε (Ponce)) ενώ το τρίτο προέρχεται εκ μεταγραφής (Το Κοντσέρτο αρ. 6 για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Μποκερίνι (Boccherini)). Την μεταγραφή του μάλιστα δεν εκπόνησε ένας κιθαριστής αλλά ένας βιολοντσελίστας!!! Ο Ισπανός Γασπάρ Κασαδό Gaspar Cassadó). Στην ερμηνεία και των τριών κοντσέρτων τον Σεγκόβια συνοδεύει, με αρχιμουσικό τον Ενρίκε Χόρδα (Enrique Jorda), η ορχήστρα Symphony of the Air, που δεν είναι άλλη από την ιστορική Συμφωνική Ορχήστρα του NBC, την οποία είχε ιδρύσει, οργανώσει και οδήγησε σε θριάμβους ο Αρτούρο Τοσκανίνι (Arturo Toscanini). Μετά το θάνατο του επιφανέστατου Ιταλού μαέστρου (1867-1957) η Ορχήστρα του, πριν διαλυθεί, παρέμεινε για μερικά χρόνια σε λειτουργία, με αυτό το όνομα, Symphony of the Air, για να θυμίζει προφανώς τις θαυμαστές ραδιοφωνικές της δραστηριότητες. Σπουδαίες οι ερμηνείες του Σεγκόβια στα τρία κοντσέρτα, στο έργο του Ροδρίγο όμως είναι κάτι περισσότερο από σπουδαία. Είναι πραγματικά ανεπανάληπτη, υποδειγματική, μνημειώδης. Στο δεύτερο CD της έκδοσης έχουν ενσωματωθεί έργα συνθετών που έζησαν στον 20ο αιώνα και συνέθεσαν έργα, όχι απλώς για κιθάρα, αλλά και για αυτόν τον ίδιο τον Αντρές Σεγκόβια, εμπνευσμένοι από την προσωπικότητα και τις ερμηνευτικές του δεξιότητες, τόσο τις αισθητικές όσο και τις δεξιοτεχνικές. Πρώτος και καλύτερος, και ιεραρχικά μα και ιστορικά, είναι βεβαίως ο Φεδερίκο Μορένο Τόρομπα (Federico Moreno Torroba), η μουσική του οποίο απολαμβάνει την συντροφιά έργων των Φεδερίκο Μομπόου (Federico Mompou), Μάριο Καστελνουόβο-Τεντέσκο, Μανουέλ Πόνσε, Όσκαρ Εσπλά (Óscar Esplá) και Χοακίν Ροδρίγο. Η μόνη μουσική που προέρχεται από διασκευή είναι αυτή του Εσπλά, το Antaño, το οποίο αποτελεί το 5ο μέρος από το έργο Impresiones musicales (Μουσικές εντυπώσεις) για πιάνο και ορχήστρα. Όσον αφορά τις ερμηνείες, απλώς αναφέρουμε ότι ο Σεγόβια τιμά και με το παραπάνω αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν και τις μουσικές τους. Το τρίτο CD είναι αφιερωμένο στη μουσική της πατρίδας του κιθαριστή. Περιέχει ένα πανόραμα ισπανικής μουσικής το οποίο αρχίζοντας από τον αναγεννησιακό μουσικό λόγο του βιχουελίστα Λουίς Μιλάν, κάνει μια στάση στο γνήσιο ρομαντισμό των Ντιονίσιο Αγουάδο (Dionsio Aguado) και Φερνάντο Σορ, καταλήγει στον ύστερο ρομαντισμό, με στοιχεία έντονου εθνικισμού, των Ισαάκ Αλμπένιθ και Ενρίκε Γρανάδος, για να ξεστρατήσει πρόσκαιρα και για λίγο στα συνθέματα του Ιταλού προκλασικού Λουντοβίκο Ρονκάλι (Ludovico Roncalli). Είναι αυτονόητο ότι τα έργα των Αλμπένιθ και Γρανάδος ερμηνεύονται σε μεταγραφή για κιθάρα, μια και στον πρωτότυπη μορφή τους είναι γραμμένα για πιάνο. Ας μη λησμονούμε όμως ότι χάρη στον Σεγκόβια και τους μουσικούς επιγόνους του η μουσική των δυο Ισπανών συνθετών, απέκτησε μιαν απρόσμενη δημοτικότητα, την οποία το πιάνο δεν μπόρεσε να της χαρίσει. Από τις ερμηνείες γίνεται ξεκάθαρο ότι στις φλέβες του κιθαριστή ρέει γνήσιο ισπανικό αίμα. Η προσφορά του, σε αυτόν τον τομέα, μας δίνει το δικαίωμα να ομιλούμε, και όχι αδίκως, για ερμηνείες αναφοράς. Ξεχωριστό είναι το τέταρτο CD, μια και είναι αφιερωμένο ολοσχερώς στη μουσική του πρωθιερέα του γερμανικού μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Από την αρχή της δημιουργικής πορείας του ο Σεγκόβια αναζήτησε υλικό για να εμπλουτίσει το σχετικά φτωχό ρεπερτόριο της κιθάρας και έξω από τα σύνορα της γης που τον είδε να γεννιέται. Η προσοχή του στράφηκε προς τη μουσική του Μεγάλου κάντορα όταν ανακάλυψε ότι έχει συνθέσει έργα για λαούτο. Έτσι κατέφυγε στα έργα του για σόλο όργανο (αποκλειστικά στις σονάτες και παρτίτες για σόλο βιολί και στις σουίτες για σόλο βιολοντσέλο) και άρχισε μεθοδικά και επιλεκτικά να μεταγράφει μέρη τους για κλασική κιθάρα. Ήδη στις πρώτες ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε περιέλαβε μερικά δείγματα της απόπειράς του αυτής, τα οποία δεν προκάλεσαν μόνον έκπληξη αλλά και θαυμασμό. Σήμερα βεβαίως, που σταδιακά έχει καλλιεργηθεί άλλη αντίληψη για την ερμηνεία της μουσικής μπαρόκ, εγείρονται δικαιολογημένα ενδοιασμοί και αντιρρήσεις για το σωστό της ερμηνευτικής προσέγγισης της μουσικής του Μπαχ, και των συγχρόνων του, από τον Σεγκόβια. Ασφαλώς το μπαρόκ του Σεγκόβια, εμπλουτισμένο με έντονα σκιρτήματα ρομαντικού πάθους, απέχει αρκετά από το μπαρόκ το οποίο μας γνώρισαν μετέπειτα οι μελετητές και ερευνητές του. Ας αναλογιστούν όμως οι κρίνοντες και επικρίνοντες ότι με τις μεταγραφές και ερμηνείες αυτών των έργων – κυρίως της περίφημης Σακόν, το 1935 – ο Σεγκόβια αναδιάταξε το ρεπερτόριο της κλασικής κιθάρας και του έδωσε μια νέα σπουδαία πνοή ζωής. Η Σακόν βεβαίως, αυτό το δεκατετράλεπτο αριστούργημα από τη Δεύτερη παρτίτα για σόλο βιολί, BWV 1004, υπάρχει στο τέταρτο CD της έκδοσης, μαζί με άλλα αποσπάσματα της μουσικής για λαούτο, για βιολί, για βιολοντσέλο του Γερμανού μουσουργού. Ολοκληρωμένη υπάρχει η Φούγκα για λαούτο σε σολ ελάσσονα, BWV 1000 καθώς και η Τρίτη σουίτα για σόλο βιολοντσέλο σε ντο μείζονα, BWV 1009, το μοναδικό σόλο έργο της έκδοσης, του οποίου τη μεταγραφή δεν έχει εκπονήσει ο Σεγκόβια. Τη μεταγραφή του έχει υπογράψει ο ειδήμων και φίλος του ερμηνευτή Τζον Ντουάρτε (John Duarte).
Το επόμενο σχετικό εκδοτικό βήμα της DG ήρθε γρήγορα. Τον Οκτώβριο του 2002 κυκλοφόρησε η έκδοση The Art of Segovia (Η τέχνη του Σεγκόβια) η οποία περιείχε δυο, επίσης εξαιρετικά γενναιόδωρα, CD. Εκ πρώτης όψεως ήταν μάλλον ατυχής η επιλογή του ονόματος της σπουδαίας αυτής έκδοσης, μια και με το ίδιο όνομα είχαν κυκλοφορήσει σε 2LP, το 1980 από την EMI, οι πρώτες ηχογραφήσεις του καλλιτέχνη (1927-1939). Αποτελεί όμως αυτό μειονέκτημα άραγε για (ακόμη) μιαν υποδειγματική έκδοση; Φυσικά όχι. Το χρονικό εύρος των ηχογραφήσεων είναι και σε αυτή την περίπτωση το 1952 (Νέα Υόρκη) έως 1969 (Μαδρίτη). Και στην προκειμένη περίπτωση το μοίρασμα των έργων σχεδιάστηκε με τη λογική μιας κάποιας ομοιομορφίας. Έτσι στο πρώτο CD περιλαμβάνονται έργα πρωτότυπα γραμμένα για κιθάρα Ισπανών κυρίως συνθετών αλλά και του Μεξικανού Πόνσε, του Ιταλού Καστελνουόβο-Τεντέσκο, του Βραζιλιάνου Χειτόρ Βίλα-Λόμπος (Heitor Villa-Lobos) και του Γάλλου Αλμπέρ Ρουσέλ (Albert Roussel). Επισημαίνεται ότι το 80% περίπου των ηχογραφήσεων αυτών έγινε ανάμεσα στο 1952 και το 1955. Το δεύτερο CD είναι … πολυσυλλεκτικό. Όλα τα περιεχόμενα, πλην των δυο τελευταίων (μια Σπουδή του ίδιου του Σεγκόβια και ένα μέρος από τη Φαντασία για έναν Ευγενή του Ροδρίγο), προέρχονται εκ μεταγραφής. Αναγέννηση, μπαρόκ, ρομαντισμός, ιμπρεσιονισμός δίνουν το παρόν με αρκετές απρόβλεπτες επιλογές, για τον ανυποψίαστο τουλάχιστον ακροατή. ‘Η μήπως δεν θεωρούνται απρόβλεπτες το τέταρτο από τα 5 πρελούδια, έργο 16 του Αλεξάντερ Σκριάμπιν (Alexander Scriabin) ή “Το κορίτσι με τα λιναρένια μαλλιά” (La fille aux cheveux de lin), το όγδοο από το Πρώτο βιβλίο των πρελουδίων του Κλοντ Ντεμπισί (Claude Debussy); Ο Σεγκόβια προσεγγίζει με το δικό του τρόπο το πολύχρωμο αυτό μουσικό ψηφιδωτό, πείθοντας τους απροκατάληπτους για τις αγαθές, τουλάχιστον, προθέσεις του. Αν ξεπεράσει κανείς τους αρχικούς ενδοιασμούς, τότε είναι έτοιμος για ένα απολαυστικό ταξίδι στον κόσμο της λόγιας μουσικής. Οι επικαλύψεις με την πρότερη έκδοση των τεσσάρων CD είναι ελάχιστες. Επομένως το ενδιαφέρον της νέας έκδοσης ουδόλως μειώνεται. Επί πλέον περιέχει και δυο ενδιαφέροντα κείμενα του Παουλίνο Γκαρθία Μπλάνκο (Paulino Garcia Blanco). Ένα γενικό για τον Σεγκόβια και την προσφορά του και ένα εστιασμένο στην δραστηριότητά του, ως μεταγραφέα-διασκευαστή.
Τον Απρίλιο του 2003 η σπουδαία σειρά επανεκδόσεων της DG, η οποία έχει τίτλο THE ORIGINALS, εμπλουτίστηκε με ένα δίσκο πού φέρει την υπογραφή του Αντρές Σεγκόβια. Δεν πρόσφερε πάντως κάτι καινούριο, μια και περιέχει ακριβώς ότι το πρώτο CD της έκδοσης The SEGOVIA Collection. Το όνομά του απλώς έχει αλλάξει και προσδιορίζει το περιεχόμενό του, τα τρία δηλαδή κοντσέρτα για κιθάρα: Andrés Segovia: Rodrigo, Ponce, Boccherini.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς (2003) κυκλοφορεί μια έκδοση, πραγματική έκπληξη και αδιαπραγμάτευτα εκπληκτική. Πρόκειται για μια έκδοση των 2 CD η οποία ονομάζεται Original masters: the singles.
Από τον Οκτώβριο του 1953, η DG άρχισε να εκδίδει, παράλληλα με τα καθιερωμένα πλέον LP, και μια σειρά δίσκων 45 στροφών, επτάιντσων (single), η οποία αποδείχτηκε εξαιρετικά δημοφιλής και απέδειξε ότι το νέο μέσο, στο οποίο ήδη από την αρχή κυριαρχούσε η ποπ μουσική, μπορούσε να υποστηρίξει και τη λεγόμενη κλασική. Από το 1953 έως το 1965, οπότε σταμάτησαν οι εκδόσεις αυτές των 45 στροφών, η DG έφτιαξε ένα σπουδαίο κατάλογο με περισσότερες από 1200 (!). Με την έκδοση Original masters: the singles η πολυδύναμη γερμανική εταιρεία γιόρτασε τα πενηντάχρονα από την έναρξη της κυκλοφορίας των δίσκων αυτών των 45 στροφών, ανθολογώντας από ένα ούτως ή άλλως υπέροχο ρεπερτόριο, 16 αντιπροσωπευτικούς δίσκους. Ένας από αυτούς περιείχε ηχογραφήσεις τις οποίες πραγματοποίησε το 1952 στην Νέα Υόρκη ο Σεγκόβια. Μαζί με τρία LP ήταν ο μόνος δίσκος 45 στροφών με τον Σεγκόβια που εξέδωσε στη δεκαετία του 1950 η DG. Και αν τα έργα των Μορένο Τόρομπα και ντε Φάλια (de Falla) υπάρχουν στην προμνημονευθείσα έκδοση της DG The Art of Segovia, η περιεχόμενη Σονάτα σε ντο μείζονα, έργο 15 του Μάουρο Τζουλιάνι (Mauro Giuliani) εμφανίζεται, ερμηνευμένη από τον Σεγκόβια, για πρώτη φορά σε CD. Περιέχεται μάλιστα σε μιαν έκδοση καθ’ όλα σαγηνευτική. Αξίζει να αναφέρουμε πάντως σε αυτό το σημείο ότι ο Σεγκόβια ανεξήγητα ελάχιστα ασχολήθηκε με τη μουσική του Τζουλιάνι, μολονότι το ρομαντικό, με μεσογειακές αιχμές, ύφος της, τού ταίριαζε απολύτως.
Ο Αύγουστος της επόμενης χρονιάς (2004) θα χαρίσει στους φίλους της κιθάρας, μέσω βεβαίως της DG, μιαν ακόμη έκδοση που τεκμηριώνει υπερεπαρκώς τον ερμηνευτικό, και όχι μόνον, οίστρο του Αντρές Σεγκόβια. Segovia: The Great Master το προσδιοριστικό όνομά της. Σε δυο CD ξανά, ξανά γενναιόδωρα σε διάρκεια, έχουν «φυλακιστεί» έργα μιας μεγάλης μουσικής διαδρομής, που κανένα τους δεν ανιχνεύεται στις πρότερες εκδόσεις, σε CD βεβαίως, της DG. Το πρώτο CD, είναι το πιο σημαντικό μια και εκτός των άλλων (πρωτότυπα για κιθάρα όλα τα έργα του, γραμμένα στον 20ο αιώνα) περιέχει δυο σημαντικά του Καστελνουόβο-Τεντέσκο και κυρίως το σπουδαίο Κουιντέτο για κιθάρα και κουαρτέτο εγχόρδων, έργο 143, το οποίο συνέθεσε ο Ιταλός μουσουργός, για τον Σεγκόβια, βεβαίως, το 1950. Ακούγοντας αυτό το όμορφο έργο, που υποτονθορίζει Σούμπερτ, ο ακροατής διαπιστώνει πως ο «απείθαρχος» και εκρηκτικός, στις σόλο ερμηνείες του, Σεγκόβια, πειθαρχεί υποδειγματικά και συνοδοιπορεί αρμονικά με τους μουσικούς του κουαρτέτου. Το άλλο σπουδαίο έργο του Καστελνουόβο-Τεντέσκο, αποσπάσματα του οποίου υπάρχουν στο CD, είναι το Platero y yo (Ο Πλατέρο και εγώ) το οποίο πλάστηκε το 1960, εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Ισπανού λογοτέχνη και νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez, 1881-1958). Το έργο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφηγηματικό χαρακτήρα και προγραμματική δομή. Αναφέρουμε, δράττοντας την ευκαιρία, ότι ο Πλατέρο είναι ένας καλοκάγαθος … γαιδαράκος. Το δεύτερο CD αποτελείται από τη συνύφανση πρωτότυπων έργων με έργα που προέκυψαν από μεταγραφές παλιών και νέων, γεγονός το οποίο δίδει την ευκαιρία στον Γκρέιαμ Γουέιντ, αυτός είναι ξανά ο κειμενογράφος, να αναπτύξει όμορφα τις απόψεις του σε εκτενές σχόλιο με τίτλο The Segovia Legacy: music from four centuries (Το κληροδότημα του Σεγκόβια: Μουσική τεσσάρων αιώνων).
Ένα από τα αιτήματα των ακροατών-καταναλωτών έγινε αποδεκτό και έτσι τον Φεβρουάριο του 2005 η DG εξέδωσε τα τέσσερα CD της πρώτης έκδοσης The SEGOVIA Collection ξεχωριστά και σε κανονικές θήκες (jewel box). Η αισθητική λιτότητα και η ομοιογένεια χαρακτηρίζει τη σειρά αυτή, την επανέκδοση δηλαδή, των τεσσάρων δίσκων ακτίνας. Οι τίτλοι τους δεν είναι παραπλανητικοί: The SEGOVIA Collection Vol.1, Vol.2, Vol.3, Vol.4.
Για όσους ανησύχησαν πως το ρεπερτόριο «Σεγκόβια» της DG εξαντλήθηκε, η γερμανική εταιρεία έδωσε μετά ένα περίπου χρόνο, τον Μάρτιο του 2006, την απάντησή της. Κυκλοφόρησε τότε την, επίσης σπουδαία, έκδοση Andrés Segovia: Dedication. Ο τίτλος της έκδοσης αυτής με τα δυο CD υπαινίσσεται το αφιερωματικό του περιεχομένου της.
Όντος δομήθηκε με πρωτότυπα έργα για κιθάρα γραμμένα όλα για τον Σεγκόβια και αφιερωμένα, τα περισσότερα, σε αυτόν. Μια ακόμη έμμεση απόδειξη της επιρροής του κιθαριστή στα μουσικά πεπραγμένα του 20ου αιώνα. Όλα σχεδόν τα έργα, με τα οποία δομήθηκε η έκδοση, είναι καινούρια στο σύγχρονο κατάλογο της DG, ενώ το μεγαλύτερο μέρος από αυτά εκδίδεται σε CD για πρώτη φορά. Ο πρώτος δίσκος ακτίνας περιέχει αποκλειστικά συνθέματα του Μεξικανού Μανουέλ Πόνσε (1882-1948). Ο Σεγκόβια θεωρούσε τον Πόνσε ως τον σημαντικότερο σύγχρονό του συνθέτη για κιθάρα. Τους δυο καλλιτέχνες άλλωστε συνέδεε στενή φιλία και άμεση, μακροχρόνια επικοινωνία όπως μαρτυρά και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσιοποιημένη αλληλογραφία τους. Γνωρίστηκαν το 1923 και η γνωριμία τους πυροδότησε τη φαντασία του Πόνσε στο χτίσιμο της Πρώτης σονάτας του, την οποία ονόμασε Sonata mexicana. Πρόδηλες είναι οι αισθητικές της αναφορές. Από το 1925 έως το 1933 ο Πόνσε έζησε στο Παρίσι, στο οποίο βρισκόταν συχνά και ο Σεγκόβια. Αναπτύχθηκε θερμή φιλία ανάμεσά τους, δημιουργικό αποκύημα της οποίας ήταν οι σύνθεση τριών ακόμη εκτεταμένων έργων για κιθάρα που πειθαρχούσαν στη μορφολογία της σονάτας: τη Sonata romántica πλασμένη σε σουμπερτιανό ηχητικό περιβάλλον, τη Sonata clásica, με ύφος που παραπέμπει στον Φερνάντο Σορ και την τριμερή – οι άλλες τρεις είναι τετραμερείς - Σονάτα αρ. 3, στην οποία ο πλαστουργός αναζητά μια πιο προσωπική μουσική γλώσσα. Και τα τέσσερα αυτά συνθέματα υπάρχουν στο πρώτο CD της έκδοσης, με δυο ακόμη σύντομα έργα του Πόνσε. Το δεύτερο CD περιέχει άλλου είδους καλούδια. Η προσοχή πάντως του υποψιασμένου ακροατή στρέφεται στα σπανίως δισκογραφημένα έργα των Χουάν Μανέν (Juan Manén, 1883-1971), Άλμπερτ Χάρις (Albert Harris, 1918-2005) και Τζον Ντουάρτε (John Duarte, 1919-2004). Ο πρώτος ήταν Καταλανός βιολονίστας και συνθέτης που συνέθεσε ένα και μοναδικό έργο για κιθάρα, την αναπτυγμένη, σε ένα ωστόσο μέρος, Φαντασία-Σονάτα. Ο Χάρις υπήρξε συνθέτης, πιανίστας και κιθαριστής Αμερικανός με ιδιαίτερη δραστηριότητα στο κινηματογραφικό Χόλιγουντ. Το έργο του Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα θέμα του Χέντελ, το αφιερωμένο στο Σεγκόβια και το οποίο κοσμεί την έκδοση, δείχνει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική μπαρόκ. Τον φίλτατο τέλος Τζον Γουίλιαμ Ντουάρτε μάλλον όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ως χαρισματικό κιθαριστή, ευέλικτο συνθέτη και σεβαστό δάσκαλο κιθάρας. Η τριμερής Αγγλική σουίτα, έργο 31 την οποία έχει αφιερώσει στο Σεγκόβια - εξαίσιο αντίδωρο είναι η περιεχόμενη ερμηνεία του – είναι υφασμένη με μελωδικό πυρήνα το αγγλικανικό τραγούδι “Greensleeves”. Το έργο αυτό συνέθεσε ο Ντουάρτε το 1962 ως δώρο στον «μαέστρο» για τον γάμο του με την Εμιλία Κοράλ Σάντσο (Emilia Corral Sancho). Εκτός αυτών υπάρχει Καστελνουόβο-Τεντέσκο (το οικείο πλέον Ο Πλατέρο και εγώ), Βίλα-Λόμπος (το Πρώτο πρελούδιο) αλλά και η Καβατίνα για κιθάρα την οποία συνέθεσε σε ιταλικό ύφος ο Γαλλοπολωνός, και τελείως συνομήλικος του Σεγκόβια, Αλεξάντρ Τάνσμαν (Alexandre Tansman, 1897-1986) το 1950. Το συνοδευτικό βιβλιάριο περιέχει και μια όμορφη ξενάγηση στον κόσμο των περιεχόμενων έργων την οποία υπογράφει ο Γιερν Λέονχαρντ (Jörn Leonhardt). Απορία πάντως προκαλεί η απουσία κάποιου έργου του Φεδερίκο Μορένο Τόρομπα, έστω και ενδεικτικού, ο οποίος, όπως προμνημονεύσαμε, ήταν ο πρώτος χρονικά συνθέτης που εκτίμησε τόσο τις ικανότητες και την προσωπικότητα του Σεγκόβια, ώστε να συνθέσει μουσική ειδικά για αυτόν. Η διάρκεια του δεύτερου CD, στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί, δεν είναι απαγορευτική για ένα δείγμα. Ίσως τελικά συνέβη αυτό επειδή όλα τα συνθέματα του Μορένο Τόρομπα που ηχογράφησε ο Σεγκόβια και έχει δικαίωμα και μπορεί να αξιοποιήσει η DG, έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στις πρότερες εκδόσεις που αναφέραμε. Δεν μειώνει βεβαίως αυτό την αξία της έκδοσης. Είναι (και αυτή) ανεκτίμητη.
Ανιχνεύοντας, τέλος, τους επικαιροποιημένους καταλόγους της DG ανακαλύψαμε μιαν ακόμη πιο πρόσφατη έκδοση, όπου περιέχονται ηχογραφήματα του Σεγκόβια, τα οποία, ωστόσο, προϋπάρχουν στις προσωπικές του εκδόσεις.
Πρόκειται για μια συλλογή της σειράς Weekend Classics (Τα κλασικά του Σαββατοκύριακου), με τα πολύχρωμα και ευχάριστα για τον κάθε ακροατή προγράμματα ακρόασης. Baroque Guitar Weekend (Η μπαρόκ κιθάρα του Σαββατοκύριακου) ονομάζεται, και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2006. Εκτός των μπαρόκ προσεγγίσεων του Σεγκόβια (Μπαχ και Χέντελ) ανθολογούνται ερμηνείες έργων ανάλογης αισθητικής από τους δυο κιθαριστές-αστέρια της εταιρείας, τον αείμνηστο Ισπανό Ναρθίσο Γιέπες (Narciso Yepes) και τον δραστήριο Σουηδό Γκέραν Σέλτσερ (Göran Söllscher).
ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ - ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Σημαντικότατο στοιχείο των επανεκδόσεων αυτών της DG αποτελεί η επεξεργασία του ήχου. Έγινε με τα πλέον σύγχρονα μέσα και τεχνικές (ψηφιακή επεξεργασία στα 96 kHz/24 bit από τις πρωτότυπες μήτρες-ταινίες) από πραγματικούς αρχιμάστορες του είδους. Οι τεχνουργηματικά επεξεργασμένες ηχογραφήσεις θα ικανοποιήσουν ασφαλώς και τον πλέον απαιτητικό θηρευτή του τέλειου ήχου. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι η επεξεργασία του ήχου έγινε με σοφό τρόπο έτσι ώστε να μην ομογενοποιείται αυτός, αλλά η κάθε ηχογράφηση να προσδιορίζει, ηχητικά βεβαίως, την εποχή της. Με αυτό τον τρόπο ο επεξεργασμένος ήχος επαναπροσδιορίζει πιστά αλλά και σαγηνευτικά την ακροαματική εμπειρία. Και ο ήχος του κιθαριστή παραμένει εύκολα αναγνωρίσιμος, ως ο «Ήχος Σεγκόβια».
Όσο για τις ερμηνείες που μας χαρίζουν αυτές οι επανεκδόσεις… Οι ερμηνείες του Σεγκόβια, είναι ερμηνείες … Σεγκόβια. Τίποτα περισσότερο μα και τίποτα λιγότερο. Χαρακτηρίζονται από μοναδική ευγένεια, μεσογειακό πάθος, ζηλευτή διαύγεια και ανεπιτήδευτη ηχοχρωματική ποιότητα. Από το πρώτο του ρεσιτάλ το 1909, μέχρι το τελευταίο του, το 1987 αλλά και στις ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε, την τεχνική της ερμηνείας του μπορεί να βελτίωσε, την αισθητική του άποψη όμως ελάχιστα διαφοροποίησε. Ήταν και παρέμεινε ένας (αθεράπευτα) ρομαντικός θεράπων της τέχνης της κιθάρας.
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Κριτικός και ιστορικός της μουσικής
(Σεπτέμβριος 2006)
gbmonem@tar.gr