TaR-TaR-uga Musicalis
«TaR-TaR-uga Musicalis» λοιπόν ο τίτλος της στήλης. Ένα παιχνίδισμα με την λέξη που κατ’ αρχήν παραπέμπει δις στο TaR, πρώην έντυπο και νυν ηλεκτρονικό μας περιοδικό, αλλά και σε μία μουσική σημειολογία – έστω τραβηγμένη - με την μετάφραση της λέξης που στα ιταλικά σημαίνει «χελώνα». Ως γνωστόν, το καβούκι της χελώνας έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο παρελθόν, τόσο στην κατασκευή νυκτών μουσικών οργάνων όσο και στην κατασκευή περίτεχνων και καλαίσθητων αντικειμένων. Η χελώνα λοιπόν – με το καβούκι της - έχει συμβάλλει σε μία άκρως δημιουργική διαδικασία, ίδιο χαρακτηριστικό της φύσης του πολιτισμού.
Εν τούτοις, η χελώνα - σαν μυθικό σύμβολο - παραπέμπει και στην αργή ταχύτητα (όπως και στην μακροβιότητα) και μας φέρνει στον νου πολλές αγαπημένες ελληνικές παροιμίες: «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», «σιγά-σιγά γίνεται η αγουρίδα μέλι», «κάλλιο αργά παρά ποτέ» κ.α. πολλά. Παρηγοριά στον άρρωστο ή σοφά διατυπωμένες σκέψεις; Και τότε γιατί «το γοργόν και χάριν έχει;» Ο καθείς διαλέγει αυτό που του ταιριάζει την δεδομένη στιγμή, θα έλεγε ο ισορροπιστής των αντιθέσεων. Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μου, να σημειώσω: «όποια άλλη συνειρμική σκέψη κάνει ο αναγνώστης συνδυάζοντας τον τίτλο της στήλης με την παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία να «τρέχει» στην πίστα του πολιτισμού πατώντας φρένο αντί για γκάζι, είναι απλά συμπτωματική».
Η παρουσία του TaR στο διαδίκτυο ήταν μία ευχάριστη (και καλοδεχούμενη) έκπληξη. Δεν απέφυγα το ξεφύλλισμα των περιοδικών της α’ περιόδου και βέβαια δεν απέφυγα στο να έρθω αντιμέτωπη με τα θέματα που με απασχολούσαν σε εκείνη την νεανική ηλικία και τα οποία συνοψίζονταν στο εξής ένα: «μουσικές σπουδές». Εξ ου και τα άρθρα μου είχαν σχέση με όποιες πληροφορίες μπορούσα να συλλέξω, εκείνο τον καιρό από προσωπική εμπειρία, παρουσιάζοντας τρία ξένα μουσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που είχα επισκεφτεί και γνωρίσει: την Royal Academy of Music, την Accademia Musicale Chigiana στη Σιένα της Ιταλίας και το Trinity College of London. Στο δεύτερο – που είναι θερινή Ακαδημία – είχα σπουδάσει κιόλας και γνωρίζοντας από κοντά τον Oscar Ghiglia (δάσκαλός μου για 3 συνεχή χρόνια), είχα την τιμή να του κάνω μία συνέντευξη με την βοήθεια της Βάσως Ντάκουρη που φιλοξενήθηκε στο TaR αλλά και να τον πρωτοφέρω στην Αθήνα το 1983 για ένα master class σε συνεργασία με το Ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας». Ενα σημαντικό για την εποχή master class κιθάρας το οποίο θέλω να πιστεύω ότι προσέφερε κάτι ουσιαστικό, μπορεί όχι τόσο σε αυτές καθ’ εαυτές τις κιθαριστικές γνώσεις, όσο στους ορίζοντες που άνοιξε σε κάποιους σπουδαίους σήμερα κιθαριστές και στη νοοτροπία που άρχισε να διαμορφώνεται γύρω από την επαφή των Ελλήνων κιθαριστών και με άλλες σχολές. Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι κινητήρια δύναμη και θαρραλέος σύμμαχος σε εκείνη την ρομαντική και αυθόρμητη πρωτοβουλία του 1983 ήταν το ίδιο το TaR που με εμπνευστή τον τότε και νυν εκδότη Νότη Μαυρουδή, είχε ήδη ξεκινήσει το άνοιγμα των συνόρων με σειρά μετακλήσεων, γνωρίζοντάς μας σημαντικούς και άγνωστους τότε για εμάς ξένους κιθαριστές, μεταξύ άλλων και τον Roberto Aussel. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι και αυτός, για τρία συνεχή χρόνια, προσέφερε πολλά σε μία ομάδα ανήσυχων κιθαριστών (στην οποία είχα την χαρά να συμμετάσχω και οργανωτικά), ερχόμενος για να διδάξει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη χώρα μας.
Αυτή η σύντομη αναδρομή στο παρελθόν δεν έχει άλλο σκοπό από την εσωτερική μου ανάγκη να βρω ένα άλλοθι που θα έδινε μία ικανή εξήγηση για τους λόγους που με έκαναν να σκεφτώ και να αποδεχτώ την πρόταση του Νότη Μαυρουδή και του Κώστα Γρηγορέα για να επανασυνδεθώ με το TaR σαν αρθρογράφος. Γιατί πολλοί ίσως πείτε: «από που ξεφύτρωσε τώρα αυτή;»
Η συνέχεια στην παλαιά θεματολογία των αμιγώς εκπαιδευτικών άρθρων μου γύρω από την κλασική κιθάρα δεν θα είχε κάποιο νόημα, τα πράγματα έχουν ήδη αλλάξει πολύ. Σήμερα όμως, σε τι θα μπορούσα να συνεισφέρω σε ένα χώρο στον οποίο ναι μεν μεγάλωσα, σπούδασα, ονειρεύτηκα και εργάστηκα, αλλά τον οποίο εγκατέλειψα εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια; Κανονικά και επί της κιθαριστικής ουσίας τίποτα, έχω χάσει πολλά τεύχη! Γι αυτό και από την θέση απλά και μόνο του ανήσυχου παρατηρητή θα προσπαθήσω «με αφορμή την κιθάρα» να καταγράψω – με τον ιδιότυπο προσωπικό μου τρόπο - εντυπώσεις, εμπειρίες και πληροφορίες που κατά καιρούς συλλέγω, καθώς συνεχίζω να εργάζομαι στον πλατύ χώρο του πολιτισμού, όχι όμως πλέον «on stage» αλλά “back stage”. Δυό βήματα πριν από το άνοιγμα της πόρτας, με τα φώτα χαμηλωμένα, εκτός από τον καλλιτέχνη, το συγκρότημα, το μπαλέτο, την ορχήστρα που περιμένουν όλοι σιωπηλοί τα τρία κουδούνια πριν ανέβουν στη σκηνή, μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που κουράστηκαν μαζί τους για να αρχίσει η παράσταση μετά από πολλή δουλειά, αγωνία και χρόνο, πολλές φορές εξ αιτίας και μόνο μιας ιδέας κι ενός ενθουσιασμού.
Είναι ένας κόσμος πολλές φορές άφιλος για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, ακατανόητος και σκληρός αλλά όμως πολύ πραγματικός, σημερινός, που για να τον κερδίσει κανείς θα πρέπει κάπου κάπου να βγαίνει από το καβούκι της χελώνας. Θα πρέπει να κατέβει και στην πλατεία του θεάτρου για να γνωρίσει – και κυρίως για να αφουγκραστεί – το ανυποψίαστο κοινό που και αυτό έχει γίνει σκληρό αλλά συνήθως μαλακώνει γρήγορα όταν νοιώσει ότι κάτι γίνεται, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί. Βέβαια, δεν υπόσχομαι ότι θα αποφύγω και τον σχολιασμό για το επί πολλά χρόνια γενικότερο πρόβλημα του ελληνικού μουσικού εκπαιδευτικού συστήματος, γιατί ως γνωστόν «οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται».
Ολγα Καλογρηάδου
olga@tar.gr
Φεβρουάριος 2007